Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2019

Η δίκη του Κολοκοτρώνη – Όλη η ιστορική απολογία


Η τελευταία συνεδρίαση της 26ης Μαΐου 1834.


Αθανάσιος Πολυζωίδης
Γεώργιος Τσερτσέτης

Στις 26 Μαΐου συνεδρίασε για τελευταία φορά το δικαστήριο, συνεδρίαση κατά την οποία βγήκε η απόφαση, αφού προηγήθηκαν πράξεις πρωτοφανούς αυθαιρεσίας που καταργούσαν την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης. Δεδομένου ότι η τύχη των δύο στρατηγών είχε εμπλακεί ανάμεσα στις διαμάχες της αντιβασιλείας, την προηγούμενη νύχτα έγιναν φοβερές παρασκηνιακές διαβουλεύσεις, κατά τις οποίες επικράτησε η θέση του Κωλέττη. Στην προσπάθεια της εκτελεστικής εξουσίας να επιβάλει την καταδίκη των στρατηγών, παραβιάσθηκαν και οι στοιχειώδεις αρχές απονομής της δικαιοσύνης, ενώ παράλληλα δύο δικαστές, ο Πολυζωίδης και ο Τερτσέτης, στις απαρχές του νεοελληνικού κράτους έδιναν μοναδικά μαθήματα ακεραιότητας και δικαστικής συνείδησης.
Η αίθουσα του δικαστηρίου είχε από νωρίς γεμίσει και όσοι δεν είχαν προλάβει να προσέλθουν έγκαιρα, είχαν κατακλύσει την πλατεία και τους γύρω δρόμους. Για την προσέλευση του κόσμου αυτού σημειώνεται με πολύ παραστατικό τρόπο στα Πρακτικά [σ. 374]:
«Το ακροατήριον πλήθει υπέρ ποτέ πάσης τάξεως ακροατών σωρεύονται συνερχόμενοι εις το μέγα τούτο οικοδόμημα, το οποίον είναι χιλιάδων περιεκτικόν, αλλ' ολίγοι φαίνονται όσους χωρά, ως προς το πλήθος της συρροής. Εις το κάθισμα του ενός ίστανται τρεις, τέσσαρες, οπίσω, εμπρός. Το σπρώξιμον, η συνώθησις ακατάπαυστα ακολουθεί, αλλ' επιμένουν καταπατούμενοι καρτερικώς.
Το δε εκτός πλήθος ως όταν, οπού πτηνών πολλών φωλεαί φανείς έρπων όφις φθοροποιός σηκώνει εις το πτερόν όλα ομού και συνταράσσει αυτά, πετώνται και συμπερικυκλούμενα περί τον τόπον των φωλεών, ως διαστάζοντα και φοβούμενα περί των εαυτών νεοσσών ούτως το εκτός πλήθος, συμπεριφερόμενον πέριξ του Δικαστηρίου εκεί, περί την μεγάλην της πόλεως πλατείαν και τας πλησίον της αγειάς, σχηματίζεται εις σχήματα πολυειδή, προσομιλούν περί του δεινού, και φέρον εις πρόσωπον, γραπτήν την ταραχήν της ψυχής και τον δισταγμόν, ως προαισθανόμενον οιωνούς κακούς περί της σκηνής και των συνεπειών αυτής. Ολόκληρος η πόλις συγκινείται, ανατρέφεται εδώ κ' εκεί, ως θάλασσα κυμαινόμενη εις ρεύμα σφοδρόν».
Στις 10.30 το πρωί οι χωροφύλακες οδήγησαν τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα την αίθουσα του δικαστηρίου στο τούρκικο τζαμί. Μετά από μισή ώρα αναμονής μπήκαν στην αίθουσα οι δικαστές και ο πρόεδρος άρχισε τη συνεδρίαση ζητώντας από τον επίτροπο να απαντήσει στις αγορεύσεις των συνηγόρων, για να λάβει την ίδια επίμονη άρνηση.
Πολυζωίδης: Πώς θα συμπληρωθούν τα κενά της κατηγορίας;
Μάσον: Επαναλαμβάνω την χθεσινήν απάντησιν δεν χρειάζονται περισσότεροι αναπτύξεις.
Πολυζωίδης: Τότε δίδω τον λόγον εις τους συνηγόρους της υπερασπίσεως, διά να συνεχίσουν τας αγορεύσεις των. ...
Μάσον: Κύριε πρόεδρε, όταν ο επίτροπος παραιτείται του δικαιώματος του ν' απαντήση, δεν χαίρουν αυτού ούτε οι εγκαλούμενοι, ως εξαρτώμενοι από το δικαίωμα του επιτρόπου.
Πολυζωίδης: Εις ζητήματα τάξεως της διεξαγωγής των συνεδριάσεων δεν δύνασθε να έχετε γνώμην. Ως πρόεδρος του δικαστηρίου προσκαλώ τον κ. Βαλσαμάκην ν' αγορεύση.
Τότε ο Μάσον έβγαλε ένα χαρτί, το οποίο ξεδίπλωσε «μετά μειδιάματος υψίστης αυταρέσκειας» και το παρέδωσε στον πρόεδρο:
Μάσον: Παρακαλώ τον πρόεδρον όπως λάβη γνώσιν του εγγράφου τούτου.
Ο Πολυζωίδης όταν το διάβασε, ταράχθηκε πάρα πολύ, ενώ ο Μάσον συνέχισε με ειρωνικό και αυτάρεσκο τόνο:
Μάσον: Παρακαλώ τον κ. πρόεδρο να διάταξη τον γραμματέα να αναγνώση την προς το Δικαστήριον διαταγήν του υπουργού της Δικαιοσύνης και της σεβαστής Αντιβασιλείας.
Ο γραμματέας Χ. Ζώτος, διάβασε την ακόλουθη διαταγή των αντιβασιλέων Αρμανσμπεργκ, Μάουρερ και Εϊδεκ καθώς και το διαβιβαστικό έγγραφο του υπουργού Δικαιοσύνης Κων. Σχινά, και τα δύο με ημερομηνία 25 Μαΐου, δηλαδή το προηγούμενο βράδυ:
«Αριθ. 4103
ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Η επί της Δικαιοσύνης Γραμματεία της Επικρατείας
Προς
Το εν Ναυπλίω Δικαστήριον
Κοινοποιούμεν προς υμάς οπισθόγραφον και σημερινήν υπ' αριθ. 13672 Βασιλικήν απόφασιν προς οδηγίαν σας.
Την 25 Μαΐου εν Ναυπλίω
Ο επί της Δικαιοσύνης Γραμματεύς
της Επικρατείας
Κωνστ. Δ. Σχινάς»
Το οπισθόγραφο:
«ΟΘΩΝ ΕΛΕΩ ΘΕΩ ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Απεφασίσαμεν και διατάττομεν τα εξής:
1. Η παρά του ημετέρου επιτρόπου της επικρατείας παρά τω ενταύθα Δικαστηρίω Κυρίου Μάσσωνος γενομένη παραίτησις του δικαιώματος της απαντήσεως (replique), κατά την εναντίον του Θ. Κολοκοτρώνη και των συντρόφων αυτού ανακριτικήν Δίκην, καθώς και αι παρ' αυτού γενόμενοι προτάσεις, εγκρίνονται παρ' ημών.
2. Το εν Ναυπλίω Δικαστήριον είναι κατά νόμους υπόχρεον ν' αποφασίση περί των προτάσεων τούτων του ημετέρου Επιτρόπου, και την απόφασιν ταύτην να κάμη κατά τους νομίμους τύπους, συνδιασκεψάμενον εν συλλόγω.
Αι παρατηρήσεις του Προέδρου δεν δύνανται ν' αναγνωρισθούν ως αποφάσεις του Δικαστηρίου.
Η δε άρνησις του να απαγγείλη το Δικαστήριον την απόφασιν τον, κατά τας νομίμους διατυπώσεις, περί των προτάσεων του Επιτρόπου της Επικρατείας, ήθελεν αποτελέσει το εν τω άρθρω 480 του Ποινικού Νόμου διαλαμβανόμένον πλημμέλημα της αρνήσεως της υπηρεσίας.
Το υμέτερον Δικαστήριον θέλει επομένως αποφασίσει ανυπερθέτως περί επαναληφθησομένων προτάσεων.
Εν περιπτώσει αρνήσεως τα μέλη του Δικαστηρίου θέλουν καταδιωχθή δικαστικώς, κατά τας διατάξεις του Νόμου.
3. Εις τον ημέτερον επί της Δικαιοσύνης Γραμματέα ανατίθεται η κοινοποίησις και εκτέλεσις του παρόντος διατάγματος.
Εν Ναυπλίω την 25 Μαΐου (6 Ιουνίου) 1834
Εν ονόματι του Βασιλέως
Η Αντιβασιλεία ΑΡΜΑΝΣΜΠΕΡΓΚ, ΜΑΟΥΡΕΡ, ΕΪΝΤΕΚ».
Μετά την ανάγνωση της βασιλικής διαταγής ο Πολυζωίδης έλαβε το λόγο με φορτισμένα συναισθήματα:
Πολυζωίδης: Εφόσον ανωτέρα δύναμις διατάττει, το Δικαστήριον χρεωστεί να εκδώση πράξιν.
Μάσον: Οχι, κ. πρόεδρε! Δεν διατάττει ανωτέρα δύναμις, αλλά ο νόμος, αλλά ο ορθός λόγος. Το δικαστήριον χρεωστεί ν' αποφασίση κατά συνείδησιν εις τας προτάσεις του.
Μπροστά σ' αυτή την ολοφάνερη και χωρίς προσχήματα πλέον παρέμβαση της εκτελεστικής εξουσίας ο Πολυζωίδης αποσύρθηκε στην αίθουσα των διασκέψεων, όπου τον ακολούθησαν και οι υπόλοιποι δικαστές.
Όπως προαναφέρθηκε, από την ημερομηνία της βασιλικής διαταγής ήταν φανερό ότι η αντιβασιλεία και ο υπουργός Δικαιοσύνης είχαν το προηγούμενο βράδυ αποφασίσει για την καταδίκη των στρατηγών, χωρίς να έχουν τις αδιάψευστες αποδείξεις για την κατηγορία. Στη συνέχεια, οι πέντε δικαστές συσκέφτηκαν για την έκδοση της απόφασης. Ο Πολυζωίδης πρώτα έδωσε τον λόγο στον Γεώργιο Τερτσέτη, μήπως μεταπεισθούν οι άλλοι τρεις δικαστές, οι οποίοι ήταν εναντίον των κατηγορουμένων. Ο Τερτσέτης είχε έτοιμο ένα κείμενο, στο οποίο κατέγραφε το σκεπτικό του, σύμφωνα με το οποίο οι τέσσερις κατηγορίες που αποδίδονταν στους κατηγορουμένους (παρακίνηση σε ληστεία, εμφύλιος πόλεμος, αναφορά στον τσάρο, αναφορά στον βασιλιά της Βαυαρίας) αφενός δεν είχαν αποδειχθεί και αφετέρου είχαν εξασθενήσει και εξουδετερωθεί από την υπεράσπιση.
Η φιλοκυβερνητική εφημερίδα «Σωτήρ» παρουσιάζει το κείμενο του Τερτσέτη ως «σχέδιον αθωωτικής αποφάσεως, ητοιμασμένον προ ημερών και επιδιωρθωμένον από άλλον», εννοώντας τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, ο οποίος επέκρινε τον τρόπο διεξαγωγής της δίκης. Ο Τερτσέτης έγραφε για τις θέσεις του αυτές και τη στάση του στο δικαστήριο:
«Τέλος πάντων, παρατηρώ ότι τέσσαρα εγκλήματα προσάπτονται εις τους εγκαλούμενους, ότι έκαστον τούτων, εάν ήτο αληθές, ήθελε φέρει την ανατροπήν των καθεστώτων και συγχύσει την ευταξίαν του Βασιλείου.
Οτι εις τοιαύτα εγκλήματα ο δικαστής πρέπει να έχη ως βάσιν την αλήθειαν του εγκλήματος εν γένει, την αλάνθαστον απόδειξιν των αυτουργών εγκληματιών και τας περιστατικάς αποδείξεις, αίτινες αυξάνουν τον χαρακτήρα και τον βαθμόν του εγκλήματος και το κατασταίνουν πλέον βαρύ.
Οτι όσον βαρύτερον το έγκλημα, όσον τρομεραί και αθεράπευτοι αι συνέπειαι της αποφάσεως, τόσον το νομικόν κριτήριον και η συνείδησις του δικαστού πρέπει να πεισθώσι περί της βεβαιότητος της εγκληματικής πράξεως.
Οτι εις την προκειμένην κατηγορίαν περί αυτών των τεσσάρων εγκλημάτων λείπει η απόδειξις του εγκλήματος εν γένει, λείπουν αι αποδείξεις εις βάρος των εγκαλουμένων και δεν υπάρχουν ειμή μόνον τα περιστατικά, άτινα είναι χαρακτήρος και βαθμού μη ικανού, ώστε ν' αποδείξουν το αρχικόν (principal) έγκλημα. Προσέτι δε, εξησθενίσθησαν και εξουδενίσθησαν από τας αποδείξεις της υπερασπίσεως» [Φωτιάδης, σ.472-473].
Μετά τον Τερτσέτη ο Πολυζωίδης ζήτησε από τους δικαστές Α. Βούλγαρη, Φωκά Φραγκούλη και Δ. Σούτσο (γαμπρό του υπουργού Δικαιοσύνης, Σχινά) να τοποθετηθούν. Και οι τρεις είπαν ότι είχαν πεισθεί ότι οι κατηγορούμενοι ήταν ένοχοι. Μπροστά στην καταδικαστική θέση της πλειοψηφίας οι δύο αθωωτικοί δικαστές προσπάθησαν να μεταπείσουν τους συναδέλφους τους και να αποτρέψουν την καταδίκη των στρατηγών. Ο δε «Σωτήρ» ειρωνευόμενος γράφει σχετικά: «Ο πρόεδρος μετά του κ. Τερτσέτη αρχίζουν ν' αντικρούουν τη γνώμη της πλειοψηφίας. Ο κ. Τερτσέτης μάλιστα μετεχειρίσθη τα πλέον θεατρικά της φωνής και του σώματος σχήματα, παρακαλών τους συναδέλφους του να μη δώσουν ψήφον κατά των εγκαλουμένων» [Φωτιάδης, σ.474].
Ο ίδιος δεν το αρνείται και με περηφάνια παραδέχτηκε αργότερα στην Απολογία του (κατά τη δική του δίκη) την προσπάθεια του να σώσει όχι μόνον τους κατηγορουμένους, αλλά και το κύρος και την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης: «Ναι! έκλαυσα ενώπιοντων των τριών, θέλοντας να βοηθήσω τα δικαιώματα δύο υπηκόων της Βασιλείας με έκαιε την καρδιά η μοίρα πολλών άλλων Ελλήνων, τους οποίους ανακροάστους σχεδόν σνναποφασίζαμεν με την καταδίκην των δύο Πελοποννησίων [στρατηγών]• με εβασάνιζεν ο λόγος του Ρήτορος ότι, αν εζούσεν ο Μάρκος [Μπότσαρης], θα προέδρευε τον χορόν των αιχμαλώτων συστρατιωτών τον Η εντολή "ου φονεύσης"μ' εφόβιζεν απαραρηγόρητα, επειδή φόνος ασυγχώρητος είναι ο άδικος αποκεφαλισμός ανθρώπου. Ναι! Σχεδόν εγονότισα, φιλώντας τα χέρια των τριών!»[Τερτσέτη Άπαντα, σ. 303-304]. Οι καταδικαστικοί δικαστές δεν μετακινήθηκαν ούτε όταν ο Τερτσέτης τους φώναξε: «Με τέτοια αποδεικτικά, ούτε δυο γάτοι δεν καταδικάζονται εις θάνατον!».
Ο Πολυζωίδης, μπροστά στο αδιέξοδο αυτό, επικαλέστηκε, για να πετύχει αναβολή της δίκης, το άρθρο 135 της Εγκληματικής Διαδικασίας, σύμφωνα με το οποίο αν, αφού ολοκληρωθεί η εξέταση, ανακαλυφθεί και άλλος συναίτιος, η απόφαση αναβάλλεται μέχρι να συνεξετασθεί και αυτός. Δεδομένου ότι στις φυλακές βρίσκονταν πολλοί άλλοι, τους οποίους ο επίτροπος θεωρούσε ως συνένοχους των στρατηγών, έπρεπε να διεξαχθεί νέα δίκη, όπου θα παραπέμπονταν και οι άλλοι κατηγορούμενοι. Έτσι, ο Πολυζωίδης ήλπιζε ότι θα κέρδιζε πολύτιμο χρόνο για να σωθεί η ζωή των στρατηγών. Οι πλειοψηφήσαντες όμως δικαστές αρνήθηκαν και αυτό το πειστικό επιχείρημα του προέδρου ισχυριζόμενοι ότι με τον όρο «εξέτασις» ο νομοθέτης εννοούσε το έργο του ανακριτή και όχι την ακροαματική διαδικασία.
Ο Πολυζωίδης επέμενε:
«Ας υποθέσομε ότι καταδικάζομεν εις θάνατον τους δύο εγκαλούμενους και μετά ταύτα ακολουθεί η δίκη των υπολοίπων κρατουμένων ως συνενόχων των και αυτοί αθωώνονται. Ποια θα είναι, τότε, απέναντι της ιστορίας, η ιδική μας ευθύνη; Εφόσον η απόφασίς μας θα είναι ζωής ή θανάτου διά δύο εκ των πρωτεργατών της ελευθερίας μας, σε τι θα έβλαπτε η προσωρινή αναβολή; Μία νέα δίκη με όλους τους συγκατηγορουμένους θα μας έπειθεν αν πραγματικά είναι ένοχοι ή αθώοι. Τότε, μ' ελαφράν την συνείδησιν, θα ηδυνάμεθα να εκδόσομε οποιανδήποτε απόφασιν».
Και πάλι οι άλλοι τρεις δεν πείστηκαν και άρχισαν να συντάσσουν την καταδικαστική απόφαση κάνοντας μια παραχώρηση, όπως ανακοίνωσαν στους Πολυζωίδη και Τερτσέτη: «Εκρίναμεν τους καταδικασθέντες αξίους της βασιλικής χάριτος και ζητούμεν την αναβολήν της εκτελέσεως της ποινής μέχρι της περί χάριτος αιτήσεως».
Ο Πολυζωίδης, σε μια ύστατη προσπάθεια, τους λέει: «θεωρώ την απόφασίν σας εντελώς άδικον. Δεν στηρίζεται εις τας δημοσίως διεξαχθείσας αποδείξεις, αλλά επί ψευδεστάτης βάσεως. Είναι αντίθετος της κοινής γνώμης, κρίσεως και πεποιθήσεως. Και αποτελεί προσβολήν και αυτού του ιερού ονόματος της αληθείας». Απαντώντας του οι τρεις δικαστές του θυμίζουν ότι αποτελεί μειοψηφία και τον καλούν να υπογράψει.
Ο Πολυζωίδης επιμένει: «Την απόφασίν σας την θεωρώ όχι μόνον άδικον ως ατιμάζουσα άνδρας αθώους και ένδοξους, αλλά και επικίνδυνον ως κηλιδούσαν από τούδε τα δικαστήρια της νέας βασιλείας, με την ασέβειάν της προς την αλήθειαν και την δικαιοσύνην. Αρνούμαι ρητώς και να υπογράψω και να απαγγείλω τοιαύτην επονείδιστον απόφασιν».
Μετά την αμετακίνητη θέση του Πολυζωίδη στρέφονται στον Τερτσέτη, για να λάβουν την απάντηση: «Ποτέ! Οποιαι και αν είναι αι συνέπειαι, δεν θα γίνω συνεργός δικαστικού εγκλήματος».
Οι θέσεις των δύο δικαστών έχουν μείνει απαράμιλλα υποδείγματα της ανεξάρτητης Δικαιοσύνης. Στη δε πόλη του Ναυπλίου, όπου και διεξήχθηκε η ιστορική αυτή δίκη, έχουν στηθεί οι προτομές τους μπροστά στην είσοδο του δικαστικού μεγάρου της πόλης.
Η άρνηση των αδέκαστων δικαστών οδήγησε τους άλλους τρεις να ζητήσουν τη συνδρομή του επιτρόπου Μάσον, ο οποίος μέχρι τότε κρυφάκουγε, προκειμένου να τους μεταπείσει και να υπογράψουν την απόφαση. Κατά τον Κανδηλώρο, «εκάλεσεν (η πλειοψηφία) εις επικουρίαν τον Επίτροπον Μάσσωνα όστις καίτοι επιτηρητής της εφαρμογής των Νόμων, παρ' όλους τους κανόνας της ευπρεπείας και τας επιταγάς του καθήκοντος, ίστατο όπισθεν της θύρας των διασκέψεων και ως ο έσχατος των ωτακουστών, παρηκολούθει εναγωνίως και από ωρών τας εν κρυπτώ και παραβύστω εξελισσόμενος μεταξύ των δικαστών σκηνάς». Ο Μάσον άρχισε απροκάλυπτα να πιέζει τους δύο αδιάλλακτους δικαστές, ώστε ο Πολυζωίδης να αναγκαστεί να του υπενθυμίσει:
«Κύριε επίτροπε, σας υπενθυμίζω ότι ο νόμος ρητώς απαγορεύει την παρουσίαν οιουδήποτε, εκτός των δικαστών, εις την αίθουσαν των συνδιασκέψεων. Ηανάμιξίς σας εις τας συζητήσεις μας αποτελεί βαρύ παράπτωμα και σκάνδαλον». Ο Μάσον για λίγο σταμάτησε, για να επανέλθει επιμένοντας στις θέσεις του και προσπαθώντας να μεταπείσει τουλάχιστον τον Τερτσέτη, γεγονός που προκάλεσε νέα αντίδραση του Πολυζωίδη: «Καταισχύνη! Καταισχύνη σε σένα, Επίτροπε! Τι έρχεσαι κάθε στιγμή στο συμβούλιο και πότε κρυφομιλείς με τον Σούτσο και πότε με τον Τερτσέτην; Είμαι πρόεδρος et je suis jaloux de la dignite et' inependence du tribunal! (περί πολλού ποιούμαι την αξιοπρέπειαν και την ανεξαρτησίαν τον δικαστηρίου)».
Οι επί «τεσσάρων ωρών διαφιλονεικήσεις» είχαν οδηγήσει σε αδιέξοδο. Έτσι, η πλειοψηφία των δικαστών έστειλε στον υπουργό Δικαιοσύνης, Κων. Σχινά, την απόφαση της σημειώνοντας την άρνηση της μειοψηφίας να την υπογράψει. Παράλληλα ο Πολυζωίδης και ο Τερτσέτης έστειλαν στον Σχινά το ακόλουθο υπόμνημα, στο οποίο κατέθεταν τις θέσεις τους, ότι δηλαδή έπρεπε να αναβληθεί η έκδοση της απόφασης και να διεξαχθεί νέα δίκη, προκειμένου να δικασθούν μαζί με τους δύο στρατηγούς και οι άλλοι κατηγορούμενοι της υπόθεσης:
«Τα δύο μέλη τού εν Ναυπλίω Δικαστηρίου, ο Πρόεδρος Α. Πολυζωίδης και Γ. Τερτσέτης, συνελθόντα ίνα αποφασίσωσι και δικάσωσι περί της κατηγορίας του Επιτρόπου της Επικρατείας κατά του Θ. Κολοκοτρώνη και του Δ. Πλαπούτα, ως ενόχων των εν τω άρθρω 2 § Α' και Γ του εγκληματικού Απανθίσματος και εν τω άρθρω 2 του από 9/21 Φεβρουαρίου 1833 Β. Διατάγματος διαλαμβανομένων εγκλημάτων.
Θεωρήσαντα ότι από τας εξετάσεις των μαρτύρων, από την πρόοδον της δίκης και από την κατηγορίαν του Επιτρόπου της Επικρατείας εξάγεται και υποτίθεται η ύπαρξις και άλλων με τους εγκαλούμενους συναιτίων των εις αυτούς προσαπτομένων εγκλημάτων.
Θεωρήσαντα ότι είναι εις ενέργειαν το 135 άρθρον της Εγκληματικής Διαδικασίας, το οποίον λέγει ότι: "αν, αφού τελειώση η εξέτασις, ανακαλυφθή και άλλος συναίτιος, αναβάλλεται η απόφασις, έως ότου εξετασθή και αυτός". Οτι ήθελεν είναι μία προφανής παράβασις του νόμου το να παραβιασθή το ειρημένον άρθρον. Θεωρήσαντα, ότι ο σκοπός των εγκληματικών συζητήσεων είναι η ανακάλυψις της αληθείας- αύτη δε εξάγεται ακριβέστερον από το σύνολον της υποθέσεως, όσον αφορά τόσον τα υπέρ, όσον και τα κατά των εγκαλουμένων.
Θεωρήσαντα, ότι αι πράξεις των συναιτίων προτείνονται εις την προκειμένην κατηγορίαν διά να επιβαρύνωσι και να καταδικάσωσι τους εγκαλούμενους, οι νομιζόμενοι δε ούτοι συναίτιοι δεν φαίνονται εις την παρούααν δίκην κατά την έννοιαν του ειρημένου άρθρου της διαδικασίας.
Θεωρήσαντα, ότι τα αποτελέσματα της παραβιάσεως του άρθρου τούτου ήθελαν είσθαι ολέθρια• διότι καθενός πολίτου η ύπαρξις και η ελευθερία ήθελαν κινδυνεύει διά πταίσμα και εμπλοκήν ατόμων, μη καλουμένων ν' αθωωθούν και αποπλύνουν την εις αυτά προσαπτομένην εγκληματικότητα.
Θεωρήσαντα, το νόμιμον και σωτήριον του άρθρου τούτου, το οποίον υπεβάλαμεν και εις τους λοιπούς τρεις συνδικαστάς μας, πριν προοδεύσωμεν εις την έκδοσιν οριστικής αποφάσεως.
Νομίζομεν καθήκον ιερόν μας, ως διερμηνευταί του Νόμου και του Σεπτού Βασιλέως μας, και μην αποβλέποντες εις άλλο παρά εις την ανακάλυψιν της αληθείας, και εις τα μέσα τ' ασφαλίζοντα την ατομικήν και την κοινωνικήν ελευθερίαν, νομίζομεν -λέγομεν- καθήκον μας ιερόν το να μη παραβώμεν το άρθρον τούτο και να μην αποφασίσωμεν οριστικήν και θετικήν απόφααιν περί της προκειμένης υποθέσεως, στοχαζόμενοι, εκτός των ειρημένων αιτιολογημάτων, και την προσγενομένην εντεύθεν βλάβην εις άτομα μη εγκαλούμενα.
Εν Ναυπλίω τη 26 Μαΐου 1834
Αθ. ΠΟΛΥΖΩΙΔΗΣ
Γ. ΤΕΡΤΣΕΤΗΣ».
Στη συνέχεια οι δύο δικαστές πήγαν στο σπίτι του Πολυζωίδη, ενώ οι άλλοι τρεις στον υπουργό Δικαιοσύνης Σχινά για να του δώσουν αναφορά. Όταν ο τελευταίος έμαθε για την άρνηση των δύο, ενημέρωσε τον Μάουρερ και στη συνέχεια διέταξε τους τρεις καταδικαστικούς δικαστές να επιστρέψουν στο δικαστήριο, ζητώντας παράλληλα να φέρουν πίσω, έστω και με τη βία, τους άλλους δύο. Και για να δώσει ιδιαίτερη βαρύτητα στις ενέργειες του, φόρεσε τη χρυσοστόλιστη, επίσημη υπουργική του στολή, και συνοδευόμενος από τον Γερμανό σύμβουλο του υπουργείου Δικαιοσύνης, Γκράινερ, τους γραμματείς του, Γ. Βέλιο και Ανδρέα Μάμουκα, ντυμένους και αυτούς με τις χρυσές στολές τους, και περιφρουρούμενος από χωροφύλακες, πήγε στο τζαμί. Στο δικαστήριο ζήτησε από τον Πολυζωίδη και τον Τερτσέτη να υπογράψουν την απόφαση, πιστεύοντας ότι οι δύο δικαστές θα καμφθούν μπροστά στη διαταγή του υπουργού.
Ο Τερτσέτης καταγράφει για εκείνη την ημέρα στον επιμνημόσυνο λόγο του για τον Πολυζωίδη (τον οποίο δεν πρόλαβε να εκφωνήσει, αφού τον πρόλαβε ο θάνατος, και δημοσιεύεται στα Απαντά του, σ.335-336): «Δεν πέρασαν τρία τέταρτα της ώρας [αφότου είχαν αφήσει το δικαστήριο], ήλθαν κλητήρες και μας προσκαλούν εκ μέρους τον υπουργού να υπάγωμεν εις το δικαστήριον. Ηύραμε το κατάστημα πυκνό από χωροφύλακας, ο υπουργός εν τω μέσω λαμπροστολισμένος, φεγγοβολούσαν οι επωμίδες του και συνοδευόμενος με πολλά πρόσωπα της υπαλληλίας τον άρχισε. Εμβήκαμε εις το δωμάτων των διασκέψεων. Άρχισε πότε με καλωσύνην, πότε με φοβέραν, να μας πείθει να υπογράψωμεν την απόφασιν των τριών συναδέλφων μας».
Το λόγο έλαβε ο Σχινάς: «Κύριοι, μη υπάρχοντος ακυρωτικού δικαστηρίου, σας εκάλεσα διά να λύσω των αναφυείσαν μεταξύ σας διαφοράν. Το άρθρον 135 το οποίον επικαλούνται οι μειοψηφήσαντες δικασταί, κατ' ουδένα τρόπον έχει εφαρμογήν εις την προκειμένην περίπτωσιν. Αφορά τα έργα του ανακριτού και όχι του δικαστηρίου. Κατά συνέπειαν, η μειοψηφία είναι υποχρεωμένη να υπογράψη την απόφασιν της πλειοψηφίας άνευ της παραμικρός αιτιάσεως ή αναβολής».
Η στάση των Πολυζωίδη και Τερτσέτη παρέμενε ακλόνητη και αμετακίνητη στην αρχική τους θέση και του απάντησαν: «Η απόφασις του δικαστού οφείλει αυστηρώς και απαραλλάκτως να ακόλουθή τους υπάρχοντας νόμους. Κατά συνέπειαν, αν υπογράψομε την απόφασιν, θα γίνομε όργανα να προσβληθή η ιερά δικαιοσύνη και ο νόμος».
Ο Σχινάς όμως επέμεινε: «Ως Γραμματεύς της Επικρατείας και άμεσος προϊστάμενος σας, σας ανακαλώ εις τα χρέη σας. Σας υπενθυμίζω τα άρθρα 90 και 91 της ισχυούσης δικονομίας, τα οποία λέγουν ρητώς. Άρθρον 90: "Οι μειοψηφούντες δεν δύνανται να καταχωρήσωσιν την γνώμιν των εις τα πρακτικά τον Δικαστηρίου, ούτε να την δημοσιεύσωσιν". Και το άρθρον 91: "Οι δικασταί εισέρχονται εις τον τόπον της συνεδριάσεως και ο πρόεδρος αναγιγνώσκει δημοσίως την απόφασιν εις τον εγκαλούμενον, υπογεγραμμένην από όλους τους δικαστάς". Σας καλώ όθεν να εκτελέσετε τα χρέη σας». Η απάντηση των δικαστών: «Ποίον είναι το χρέος μας, ως δικασταί, εναπόκειται εις ημάς να το κρίνομε. Και σας νπενθυμίζομεν ότι ποτέ ανωτέρα αρχή, ουδέ αυτή η ανωτάτη, δεν δικαιούται να περιπλέκεται εις την διαχείρισιν και εις τας πράξεις του δικαστηρίου».
Σχινάς: Κύριε Πολυζωίδη, σας υπενθυμίζω και εγώ τας ευθύνας τας οποίας επωμίζεσθε, ιδιαιτέρως εσείς, ως πρόεδρος του δικαστηρίου.
Πολυζωίδης: Ο,τι δεν αρέσει σήμερον, κ. γραμματέα της επικρατείας, είμαι βέβαιος πως θ' αρέση εις ολόκληρον το έθνος εντός έξι μηνών.
Σχινάς: Εν ονόματι του βασιλέως σας προσκαλώ να υπογράψετε την απόφασιν.
Πολυζωίδης: Εν ονόματι της δικαιοσύνης δεν την υπογράφω.
Ο υπουργός της Δικαιοσύνης τότε αποφάσισε να συμβουλευθεί τον Μάουρερ, αλλά πριν φύγει από την αίθουσα, έδωσε εντολή στους χωροφύλακες που φρουρούσαν να μην επιτρέψουν σε κανένα δικαστή να βγει έξω. Επιστρέφοντας ύστερα από μισή ώρα είχε την εντολή να εκδοθεί οπωσδήποτε εκείνο το βράδυ η απόφαση και έκανε την ύστατη προσπάθεια να πείσει τους δύο δικαστές:
Σχινάς: Ως γραμματεύς της Δικαιοσύνης σάς διατάσσω να την υπογράψετε.
Πολυζωίδης: Προτιμώ να μου κόψουν το χέρι, αλλά δεν την υπογράφω.
Σχινάς (προς τον Τερτσέτη): Εσείς, τουλάχιστον, θα υπογράψετε, ναι ή όχι;
Τερτσέτης: Οχι, δεν θα με έχετε συνεργόν στον φόνον δύο ανθρώπων.
Ο Σχινάς τότε οργισμένος ζήτησε από τους άλλους τρεις δικαστές, Βούλγαρη, Σούτσο και Φραγκούλη, να την υπογράψουν, και εκείνοι υπάκουσαν με χέρια που έτρεμαν.
Ο υπουργός, έχοντας τουλάχιστον εξασφαλίσει τις υπογραφές της πλειοψηφίας, απευθύνθηκε ειρωνικά και σαρκαστικά στους Πολυζωίδη και Τερτσέτη: «Δεν το θεωρώ σπουδαίον ότι δεν υπογράψατε. Τούτο ίσως είναι δικαίωμα σας. Σας διατάσσω όμως, εν ονόματι του νόμου, να αναλάβετε τας έδρας σας εις την αίθουσαν των συνεδριάσεων διά να απαγγελθή αμέσως η απόφασις».
Οι τρεις δικαστές συμμορφώθηκαν αμέσως και ο Μάσον κάθησε στην εισαγγελική έδρα, ενώ ο Πολυζωίδης δεν μετακινήθηκε από την καρέκλα του, ο δε Τερτσέτης παρακολουθούσε από το παράθυρο το συνωστισμένο στην πλατεία πλήθος.
Ο Σχινάς με ήρεμο ύφος απευθύνθηκε στον Πολυζωίδη: «Ελάτε κ. Πρόεδρε, να τελειώνουμε. Δεν θα μας βρουν εδώ τα μεσάνυχτα». Ο Πολυζωίδης, αμετακίνητος, κρατιόταν γερά στο κάθισμα του, κάνοντας τον υπουργό να χάσει τη φαινομενική ηρεμία του: «Ε, και η υπομονή έχει τα όρια της. Κλητήρες, πιάστε τους και φέρτε τους στις έδρες».
Οι χωροφύλακες όρμησαν αρπάζοντας τον πρόεδρο του δικαστηρίου, ενώ εκείνος αμυνόμενος κρατιόταν από το τραπέζι, τις καρέκλες, τις πόρτες και τα κάγκελα της δικαστικής εξέδρας φωνάζοντας: «Σεβαστείτε την ατομική μου ελευθερία». Οι χωροφύλακες απαντώντας στην αντίδραση του προέδρου, άρχισαν να τον βλασφημούν, να τον χτυπούν, να τον σπρώχνουν, να του σκίζουν τα ρούχα, προκειμένου να τον οδηγήσουν στην έδρα του. Στη συνέχεια, τέσσερις χωροφύλακες άρπαξαν τον Τερτσέτη και τον οδήγησαν κι αυτόν βίαια στην έδρα, ενώ ο ίδιος φώναζε: «Το σώμα μου μπορείτε να το κάνετε ό,τι θέλετε. Τον στοχασμό μου όμως και τη συνείδηση μου δεν μπορείτε να την παραβιάσετε».
Η ασύλληπτη πραγματικά αυτή σκηνή έχει καταγραφεί από τον Τερτσέτη στον προαναφερθέντα επιμνημόσυνο λόγο του για τον Πολυζωίδη:
«Διαμιάς χωροφύλακες αρπάζουν τον Πολυζωίδην, να τον φέρουν διά της βίας εις το κάθισμα της προεδρίας. Ο Πολυζωίδης αντιστέκεται. Ήτον αρκετό το διάστημα από το δωμάτιο των διασκέψεων εις τα δικαστικά καθίσματα • αντιστέκεται, τον σέρνουν. Επιάνετο από τα τραπέζια, από τες θύρες, μαχόμενος. Τέλος τον κάθισαν εις την έδραν του. Με εμέ άλλαξαν σχέδιον πολεμικής. Τέσσαρες χωροφύλακες μ' επήραν σηκωτόν εις τον αέρα. Ήμουν νέος και είχα ελαστικότητα εις τα ποδάρια, κι επήγαιναν ανεμόμυλος κι εφιλοδωρούσαν τους ανυψωτάς μου [... ] εκείνοι αδιαφορούσαν. Μόνον την δουλειάν τους, πώς να με στήσουν εις το στασίδι του δικαστού. Και το κατόρθωσαν και τέσσερες λόγχες χωροφυλάκων σπινθοβολούσαν όρθιες επί της κεφαλής μας» [Τερτσέτη Άπαντα, σ. 336].
Ο Πολυζωίδης αρνούμενος να διαβάσει την απόφαση που δεν είχε υπογράψει, ανέλαβε από μόνος του καθήκοντα προέδρου ο δικαστής Σούτσος, γαμπρός του υπουργού Σχινά, και διέταξε τον γραμματέα Ζώτο να απαγγείλει την απόφαση, προκαλώντας τη διαμαρτυρία του προέδρου:
Πολυζωίδης: Εις την απόφασιν υπάρχουν τα ονόματα μας. Πώς είναι δυνατόν να τα αναφέρης, κ. Ζώτο, αφού δεν ελάβαμε μέρος εις αυτήν; Εγώ είμαι πρόεδρος εδώ και σου απαγορεύω να το κάνης. Αν προχώρησης, θα σε διακόψω.
Τερτσέτης: Λεν μπορείτε ν' αναφέρετε τα ονόματα μας, αφού δεν υπογράψαμε την απόφαση.
Σούτσος: Εν ονόματι του νόμου, σας επιβάλλω σιωπήν.
Τότε ο Πολυζωίδης σηκώθηκε όρθιος για να διαμαρτυρηθεί, αλλά τον άρπαξαν οι χωροφύλακες από τους ώμους και τον κάθισαν στην έδρα του. Ο Τερτσέτης γύρισε και τον ρώτησε: «Τί μας απομένει να κάμωμε, κ. πρόεδρε;», για να λάβει την απεγνωσμένη απόκριση: «Αρκετά όσα κάμαμε. Φθάνει».

Η καταδικαστική απόφαση:
Τότε ο Σχινάς, έχοντας επιβάλει την «τάξη» στην αίθουσα, διέταξε να φέρουν από τη φυλακή τους κατηγορούμενους στρατηγούς και να ανοίξουν την αίθουσα του δικαστηρίου για το κοινό; Στα Πρακτικά σημειώνεται ότι ο λαός συνέρρεε «ως τίνος χειμάρρου ορμή» και έμπαινε στην αίθουσα «κηδόμενος περί της τύχης των υποδίκων οπλαρχηγών, ως συναισθανόμενος την διά της δίκης και καταδίκης αυτών καταφοράν της εξουσίας κατά του ιδίου εθνισμού».
Στις 7 το βράδυ «φέρονται εις το Δικαστήριον οι εγκαλούμενοι στρατηγοί. Οι Δικασταί είναι εις τας έδρας των, ο επίτροπος [Μάσον] εις το βήμα του δημοσίου κατηγόρου, ο υπουργός της Δικαιοσύνης, παρά τα νενομισμένα, παρίσταται προς ενίσχυσιν φαίνεται των αποδειλιασάντων της πλειοψηφίας τριών, το εντός πλήθος των λογχοφόρων χωροφυλάκων επρομήνυε κακούς προμελετημένους σκοπούς. Τέσσαρες τούτων ίστανται όπισθεν των καθισμάτων των δύο μη υπογραφόντων την απόφασιν Δικαστών, έχοντες τας λόγχας υπέρ της κεφαλής και κεκλιμένος παρά τους κροτάφους αυτών» [Πρακτικά, σ. 378 και Φωτιάδης, σ. 493].
Ο Σχινάς ζήτησε από τον γραμματέα Χ. Ζώτο να διαβάσει την απόφαση, η οποία δεν δημοσιεύτηκε στα Πρακτικά με τη δικαιολογία: «Το αίσχος το οποίον προξενεί η καταδικασθείσα έκτοτε με τόσην αποστροφήν, υπό του κοινού, καταδικαστική των τριών απόφασις, δεν μας εσυγχώρησε να την καταχωρήσωμε εδώ». Δημοσιεύθηκε όμως στην εφημερίδα «Σωτήρ».
Όσο ο γραμματέας διάβαζε την απόφαση, ο Πολυζωίδης είχε ακουμπισμένους τους αγκώνες του στην έδρα και με τις παλάμες του έκλεινε τα μάτια του, στεκόμενος σιωπηλός για την ντροπιαστική αυτή σκηνή που εκτυλισσόταν μπροστά στα μάτια του. Ο δε Κολοκοτρώνης άκουγε ατάραχος παίζοντας σιγά τις χάντρες του κομπολογιού του.
«Αριθ. 449
ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Το εν Ναυπλίω Δικαστήριον
Συγκείμενον παρά του Προέδρου Α. Πολυζωίδου και των δικαστών Γ. Τερτσέτου, Δ. Σούτσου, Α. Βούλγαρη και Φ. Φραγκούλη.
Συνελθόν ίνα δικάση την κατά του Δ. Πλαπούτα και Θ. Κολοκοτρώνη κατηγορίαν του Επιτρόπου της Επικρατείας, ως οργανισάντων και διευθυνόντων εκ συμπνοής κατά τον Μαΐον, Ιούνιον, Ιούλιον,Αύγουστον και αρχάς Σεπτεμβρίου του παρελθόντος έτους συνωμοσίας επισκοπώ του να ταράξουν την κοινήν ησυχίαν, και καταφέρουν τους υπηκόους της Α.Μ. εις την ληστείαν και τον εμφύλιον πόλεμον, και καταργήσουν το καθεστώς πολίτευμα, και υπογραφόντων εις Τριπολιτσάν περί τα τέλη Ιουλίου του αυτού έτους αναφοράν προς ξένην δύναμιν και παρακινησάντων και άλλους υπηκόους της Α.Μ. να υπογράψουν επί σκοπώ καταργήσεως της Υψηλής Αντιβασιλείας, ήγουν του καθεστώτος πολιτεύματος, δηλαδή ως πραξάντων τα εγκλήματα τα ενδιαλαμβανόμενα εις το άρθρον 2 της § Α και Γ του Εγκληματικού Απανθίσματος, νομοθετηθέντος παρά της εν Άστρει Συνελεύσεως και εισέτι ισχύοντος, καθώς και εις το άρθρον 2 του από 9/21 Φεβρουαρίου 1833 Βασιλικού Διατάγματος.
Λαβόν υπ' όψιν άπαντα της δικογραφίας τα έγγραφα, εξετάσαν τους εγκαλούμενους και τους μάρτυρας της κατηγορίας και της υπερασπίσεως. Ακούσαν τας παρατηρήσεις του Επιτρόπου της Επικρατείας και των συνηγόρων των εγκαλουμένων.
Παρατηρεί ότι εκ της μαρτυρίας του Χρήστου Νικολάου εξάγεται ότι ο Δ. Πλαπούτας και ο Θ. Κολοκοτρώνης είχαν σχέσεις με τον αρχιληστήν Γ. Κοντοβοννήσιον και τον παρεκίνουν να εξακολουθή την ενέργειαν της ληστείας και όταν ακούση εν κίνημα του Κολοκοτρώνη τότε να συνακουσθή και με τους άλλους και να ακολουθήσουν.
Ότι το ύφος αυτού του γράμματος είναι κατά πάντα σύμφωνον με τα λοιπά προς τον Κοντοβουνήσιον διευθυνθέντα άλλοτε και τα οποία επαρουσιάσθησαν εις το Δικαστήριον παρά του Επιτρόπου της Επικρατείας.
Οτι ο Κολοκοτρώνης λέγει ότι κατέτρεχε τον Κοντοβουνήσιον ως ληστήν, ενώ αποδεικνύεται εξ εναντίας, εξ αυτών των ιδίων γραμμάτων, ότι είχε μετ' αυτού σχέσιν στενής φιλίας, επειδή τον ονομάζει δι' αυτών "παιδί του Γιώργη".
Οτι και ο Πλαπούτας ομολογεί, ότι εδέχθη από τον Κοντοβουνήσιον δωρεάν μίαν καλήν φοράδαν και ότι ψευδώς είπε εις την Κυβέρνησιν, ότι την αγόρασεν εκ τούτων εξάγεται, ότι ηθέλησε να κρύψη την μετά του Κοντοβουνήσιου σχέσιν του.
Οτι ο Πλαπούτας, εις μεν την ενώπιον του Επιτρόπου της Επικρατείας δοθείσαν ομολογίαν του εξέθεσεν ότι ο Κοντοβουνήσιος τον παρεκάλεσε να μεσιτεύση δι' αυτόν εις την Κυβέρνησιν, εις δε την ενώπιον του Βήματος, ότι αυτός ο ίδιος τον παρεκίνει να παρουσιασθή εις την Κυβέρνησιν σαφέστατη αντίφασις.
Οτι οι μάρτυρες Α. Διαμαντόπουλος, Παπά Αδάμης, Ιω. Δρίβαλης, Διονύσιος Τσαρουχάς, Ανδρέας Παπαδήμου, μάρτυρες της υπερασπίσεως διά να αποδείξουν ότι ο Χ. Νικολάου, κατά τας εποχάς καθ' ας λέγει ότι είδε τον Πλαπούταν και τον Κολοκοτρώνην, και ωμίλησε μετ' αυτών, ευρίσκετο εις Άλβαιναν, είπαν άπαντες με ασυμφωνίαν περί της εποχής της ελεύσεως του Χ. Νικολάου εις το χωρίον Άλβαινα.
Οτι οι ρηθέντες ωμολόγησαν ότι είναι γεωργοί, και επομένως κατεγίνοντο εις καλλιέργειαν των αγρών των, το οποίον φανερώνει το φυσικώς αδύνατον της αποδείξεως της απουσίας του μάρτυρος του Χ. Νικολάου.
Οτι το άλλοθι δεν ημπορεί να αποδειχθή παρά δι' αντιπαραθέσεως, όχι αορίστως αλλ' ειδικώς και ωρισμένως.
Οτι από την ένορκον μαρτυρίαν του Νομάρχου Μεσσηνίας Δ. Χρηστίδου εξάγεται ότι ο μάρτυς της υπερασπίσεως, ο προταθείς διά την απόδειξιν του άλλοθι, ο Αναγνώστης Διαμαντόπουλος Τσαμαλούκας, Δημογέρων της Άλβαινας, παρευρίσκετο διά μερικός ημέρας εις την Νομαρχίαν κατά τα μέσα του Ιουλίου • αποδεικνύει δε τούτο την εκ του χωρίου Άλβαινα απουσίαν του, ενώ εις την εξομολόγησίν του φαίνεται ότι κατ' εκείνην την εποχήν ευρίσκετο εις Άλβαιναν.
Οτι οι αυτοί μάρτυρες του άλλοθι ομολογούν ότι ο Κοντοβουνήσιος δεν ήτο εις Άλβαιναν ει μη την 15ην Μαΐου, ενώ εκ της ομολογίας του ιερομόναχου Ζώτου διδασκάλου, ενώπιον του Νομάρχου Μεσσηνίας δοθείσης, ο Κοντοβουνήσιος ευρίσκετο εις Άλβαιναν κατά την ενδεκάτην Ιουλίου (περιστατικόν το οποίον αποδεικνύεται εκ της μαρτυρίας του Σαμπρή).
Οτι ο Διονύσιος Τσαρουχάς, μάρτυς ωσαύτως του άλλοθι, ωμολόγησεν ότι ο Χρήστος Νικολάου, αναχωρών από Αλβαιναν, ύπήγεν προς αντάμωσιν του Κοντοβουνήσιου.
Οτι όλα αυτά τα περιστατικά αποδεικνύουν τας αντιφάσεις και το απίθανον του άλλοθι.
Οτι εκ της ομολογίας του Αθανασίου Αναγνωστακοπούλου εξάγεται ότι ο Κοντοβουνήσιος του είχε γνωστοποιήσει ότι ο Δ. Πλαπούτας τον είχε συμβουλεύσει να μην παρουσιασθή και να κρυφθή, διότι τα πράγματα έμελλαν να λάβουν μεταβολήν εντός είκοσιν ημερών.
Οτι ο Κοντοβουνήσιος είχε φανερώσει εις τον μάρτυρα τούτον ότι η Κυβέρνησις τον εζήτει διά να φανέρωση ότι είχεν έλθει εις Ναύπλιον προς αντάμωσιν του Κολοκοτρώνη (το περιστατικόν δε τούτο βεβαιούται από τον άλλον μάρτυρα Χ. Νικολάου).
Οτι η προταθείσα εξαίρεσις παρά των εγκαλουμένων διά να αποδείξουν διά των μαρτύρων, Ιωάννου Φωτοπούλου, Αποστόλου Χατζή και Παναγιώτου Μοθωνιού, ότι ο μάρτυς Αθανάσιος Αναγνωστακόπουλος είχε φανερώσει ότι απεποιείτο την ενώπιον του Επιτρόπου της Επικρατείας δοθείσαν ομολογίαν ως μη ιδικήν του, ούτε απεδείχθη ουδ' είναι παραδεκτή, διότι ο ίδιος μάρτυς Αναγνωστακόπουλος φανερώνει ότι απειλήθη παρά του ιδίου Μοθωνιούκαι διότι αυτός, παρουσιασθείς ενώπιον του Δικαστηρίου, ωμολόγησεν ενόρκως όσα και ενώπιον του Επιτρόπου της Επικρατείας και επιβεβαίωσεν επομένως την πρώτην του εξέτασιν.
Οτι διά των μαρτύρων Αναγνώστου Μαυροειδή, Κωνστ. Κατσαμπάνη, Γεωργάκη Λυμπεροπούλου, Παπακωνσταντή, Τάση Γιαννακοπούλου εξάγεται ότι ο Καπογιάννης ενήργει την ληστείαν, και ότι υπεστηρίζετο από άλλους, και ιδίως από τον Πλαπούταν και Κολοκοτρώνην, και ότι αυτός είχεν ομολογήσει εις τον Γεωργάκην Λυμπερόπουλον, ότι έλαβε συνέντευξιν μετά του Γρηγοριάδου και ότι τον παρεκίνησε να εξακολούθηση την ενέργειαν της ληστείας.
Οτι ο άλλος αρχιληστής Μπαλκανάς διεκοίνωσεν, ότι έχει προστάτην τον Κολοκοτρώνην, ως ωμολόγησαν οι σύντροφοι του Μπαλκανά.
Οτι οι σύντροφοι του Μπαλκανά είναι εκ του χωρίου Σκληρού και οι πρόκριτοι του χωρίου, Αντώνιος και Γεωργάκης Μποσνάκης, κηρυγμένοι οπαδοί του Κολοκοτρώνη, προταθέντες υπό των εγκαλουμένων ως μάρτυρες, είναι ύποπτοι συνεννοήσεως μετά του Μπαλκανά, ως εξάγεται από την ενώπιον του Βήματος ομολογίαν των και από την μαρτυρίαν του μοιράρχου Μ. Δεληγεωργοπούλου.
Οτι ο Μπαλκανάς, καθ' ην εποχήν ενήργει την ληστείαν, εσύχναζεν εις το χωρίον του Σκληρού.
Ότι εκ του γράμματος του Γρηγοριάδου, ευρεθέντος μετά των εγγράφων του Θ. Κολοκοτρώνη συνάγεται ότι τα στασιαστικά κινήματα εγίνοντο εκ συμφώνου μετά του Κολοκοτρώνη.
Οτι οι τρεις ειρημένοι αρχιλησταί, διεσκορπισμένοι εις διάφορα μέρη τον Βασιλείου, εκήρυττον τα αυτά πράγματα περί τον Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα.
Οτι οι μάρτυρες, Δ. Πανούτσος και Αναγνώστης Καρακατσάνης ομολογούν ότι ο Σταμάτης Μήτσας, εξ Ερμιόνης, εκήρυττεν ότι μία επανάστασις έμελλε να εκραγή και ότι είχε λάβει γράμμα παρά του Κολοκοτρώνη- ότι το περιστατικόν τούτο επιβεβαιούται απ' όσα ο ίδιος Σταμάτης Μήτσας είπεν ενώπιον τον Επάρχον Ερμιονίδος, εκ των οποίων εξάγεται ότι απειλεί την Κυβέρνησιν.
Οτι η προς απόδειξιν της υπαρχούσης μεταξύ τον Σταμάτη Μήτσα ένων δύο μαρτύρων, Πανούτσον και Καρακατσάνη έχθρας εξαίρεσις, προταθείσα υπό των εγκαλουμένων, δεν είναι τοιαύτη, οποίαν ο νόμος απαιτεί, διότι δεν εξάγεται θανάσιμος έχθρα, και δεν φαίνεται, ότι μεταξύ τούτων υπήρχε διαφορά δοξασιών και κομμάτων, διαφωνίαι αι οποίαι εξαλείφθησαν μετά την άφιξιν της Α.Μ. εις την Ελλάδα, τα οποία ήσαν το αποτέλεσμα των περιστάσεων και των ταραχών του έτους εκείνου, καθότι όλοι οι Έλληνες, εις διαφόρους εποχάς, και διά διαφόρους αιτίας, ευρέθησαν διηρημένοι.
Οτι ο αυτός μάρτυς της υπερασπίσεως Α.Χ. Σταυρόυ, προταθείς διά ν'αποδείξη την υπάρχουσαν μεταξύ Μήτσα και Καρακατσάνη έχθραν, ομολογεί απεναντίας ότι μεταξύ τούτων υπήρχε φιλική σχέσις.
Οτι ο Γεώργιος Καραμπελής, Νικόλαος Γεωργακόπουλος, Κ. Τσούνης, Νικόλαος Δημητρακόπουλος, Τάσης Δημητρακόπονλος, ομολογούν ότι ο Παναγιώτης Μπούρας επιστρέψας από την πανήγυριν της Αγίας Μονής καθ' ον χρόνον ο Κολοκοτρώνης ευρίσκετο εκεί, τους παρεκίνει να μη πληρώσουν το δέκατον, διότι μετ' ολίγον έμελλε να εκραγή εμφύλιος πόλεμος, ως τον είχε βεβαιώσει ο Κολοκοτρώνης.
Οτι ο Παναγιώτης Αρμυριώτης ομολογεί ότι τον Μάιον μήνα ο Κολοκοτρώνης τον είχεν ειπεί, ότι αν οι Έλληνες ήσαν σύμφωνοι, δεν ήθελον έχει τους Βαβαρούς, και ότι έπρεπε να διακοινώση εις τους συγχωρίους του, όσα διέτρεχον εις Ναύπλιον και έπρεπε να ληφθούν μέτρα.
Οτι ο μάρτυς Ιωάννης Νικήτα Φλέσσας ομολογεί ότι ήκουσεν από τον Διονύσιον Διδάσκαλον "ότι τα πάντα ήσαν έτοιμα και απορούσε πώς δεν εκινήθησαν".
Οτι ο μάρτυς Δανιήλ ιερομόναχος ομολογεί, ότι ήκουσεν από τον Κουλοχέρην, ότι ο Σκλαβοχωρίτης ήταν απεσταλμένος "διά να σηκώσονν επανάστασιν".
Οτι ο μάρτυς Παναγιώτης Κωνσταντής ομολογεί ότι είδε τον Σκλαβοχωρίτην ωπλισμένον με δύο άλλους προπορευόμενον προς ζήτησιν του Κουλοχέρη.
Οτι ο μάρτυς υπερασπίσεως Γαλάτιος ιερομόναχος της Αγίας Μονής ομολογεί ότι ο Κουλοχέρης υπήγεν εκεί, καθ' ον καιρόν ο Κολοκοτρώνης παρευρίσκετο.
Οτι ο μάρτυς Νικήτας Φλέσσας ομολογεί ότι ο ειρημένος Κουλοχέρης τον είχεν ειπεί ότι όλοι οι στρατιωτικοί ήσαν σύμφωνοι και τον παρεκίνει να μεταβή εις Τριπολιτσάν, όπου ο Κολοκοτρώνης έκαμνε συνελεύσεις.
Οτι ο μάρτυς Αναγνώστης Μαυροειδής, εκ Σουλιμά, ομολογεί ότι ο Παπατσώρης εκοινοποίει εις το χωρίον, ότι είχε γράμματα του Κολοκοτρώνη και ενήργει κατά τας διαταγάς του.
Οτι ο αρχιληστής Αθανάσιος Καπογιάννης εφανέρωσεν εις τον Γεωργάκην Λυμπερόπουλον, μάρτυρα της κατηγορίας, ότι είχε λάβει μίαν επιστολήν και ότι ο Γρηγοριάδης τον παρεκίνει να σταθή εις τα όπλα έως εις τον Μάιον, υποσχόμενος εις αυτόν βαθμόν.
Οτι ο Γρηγοριάδης είχεν ανταπόκρισιν μετά τον Ιωάννου Θ. Κολοκοτρώνη, ως αποδεικνύεται διά της επιστολής, ήτις ευρέθη μεταξύ των εγγράφων τον Θ. Κολοκοτρώνη.
Οτι εκ της επιστολής ταύτης συνάγεται, ότι ο Γρηγοριάδης "δεν εμπιστεύετο το ταχυδρομικόν μέσον, και ότι αναγγέλει εις αυτόν την δυσαρέσκειαν του λαού, και ότι είναι αναπόφευκτον τι δυσάρεστον απευκταίον, ότι ο λαός της Επαρχίας απελπίζεται και επιμένει, ότι το ίδιον κάμνουν και οι Παπατσωραίοι και ότι κρίνει αναγκαίον να τους γράψη και να τους εμψυχώση και ότι να γράψη και προς αυτόν διά να τον δώση οδηγίας".
Οτι εκ της επιστολής του Γ. Βάγια εξάγεται, ότι οι στρατιωτικοί αρχηγοί ήσαν συνεννοημένοι, ότι οι στρατιωτικοί ήσαν δυσαρεστημένοι και σφικτά συνδεδεμένοι, ότι το πράγμα ήτο γενικόν και δεν έμεινεν "ειμή να φυσήξη η σάλπιγξ", ότι ο Κωνσταντίνος Δημητρακόπουλος Αλωνιστιώτης, οικείος του Κολοκοτρώνη, είχεν ειπεί προς τον Βάγιαν, ότι όλοι οι Πελοποννήσιοι ήσαν σύμφωνοι.
Οτι ο ειρημένος Κωνσταντίνος Δημητρακόπουλος, κατά την ομολογίαν του Κωνσταντίνου Συνανιώτου, τον είχεν εκμυστηρευθή ότι ήτον απεσταλμένος από τον Κολοκοτρώνην και Πλαπούταν να συνεννοηθή με τους αρχηγούς της Ρούμελης.
Οτι εκ των επιστολών του Θ. Αλεξανδροπούλου προς τον Ιωάννην Καρμπούνην συνάγεται ότι εις την Τρίπολιν την στιγμήν της αναχωρήσεως του Αλωνιστιώτη είχεν εννοήσει ότι ο σκοπός του να αγοράση ζώα ήτο πρόφασις του ταξειδίου του Αλωνιστιώτη Δημητρακοπούλου.
Οτι εξάγεται εκ της ομολογίας του Γ. Βάγια ότι, μολονότι ο ειρημένος Δημητρακόπουλος έλεγεν ότι σκοπός της μεταβάσεως του εις την πανήγυριν της Λεβαδείας ήτο δι' αγοράν ζώων, δεν είχε μ' όλα ταύτα αγοράσει και δεν απεφάσιζε να κάμη την αγοράν ειμή διά να καλύψη την αληθή αιτίαν της μεταβάσεως του εκεί, διότι εντρέπετο να επιστρέψη χωρίς να αγοράση τι.
Οτι το συμφωνητικόν έγγραφον, παρουσιασθέν εις το Δικαστήριον, όχι μόνον δεν αποδεικνύει ότι ο ειρημένος Δημητρακόπουλος είχε μέρος εις την γενομένην παρά των λεγομένων συντρόφων του αγοράν ζώων εις Ζητούνι μετά την πανήγυριν της Λεβαδείας, αλλ' ως υπογεγραμμένον παρ' άλλου και εις απουσίαν του και δι' άλλας αταξίας δεν είχε καμμίαν νομιμότητα.
Οτι ο μάρτυς Αντώνιος Μουζάνης ομολογεί, ότι ο Γεώργιος Περρωτόπουλος τον είχε ειπεί να μη μεταβή εις Ναύπλιον, διότι εις δεκαπέντε ημέρας θ' ανοίξωμεν τουφέκι απ' όλα τα μέρη διά να διώξωμεν την Αντιβασιλείαν και τους Βαβαρούς- και ότι είχε γράμματα από τον Κολοκοτρώνην.
Οτι εκ της ενόρκου μαρτυρίας του Νομάρχου Χρηστίδου εξάγεται ότι εις τον Νομόν του, όπου οι οπαδοί του Κολοκοτρώνη είχαν επιρροήν, υπήρχε στασιαστικόν και φατριαστικόν πνεύμα, το οποίον σκοπόν είχε να διατάραξη την ησυχίαν.
Οτι εκ της ομιλίας του κ. Βρεδ εξάγεται ότι αυτός ο ίδιος είχε συμβουλεύσει όσους έβλεπε πολύ δυσαρεστημένους και έτοιμους να παρασυρθούν εις άφρονα κινήματα, ότι έπρεπε να μη κάμουν κανέν κίνημα, και ότι ομιλών περί δυσαρεστημένων εννοούσε το κόμμα του Κολοκοτρώνη.
Οτι ο μάρτυς Ιωάννης Καρμπούνης ομολογεί, ότι ήκουσεν εις την μετάβασίν του εις Ανδρίτσαιναν, ότι εις Τρίπολιν εγένοντο συνελεύσεις και εμπόδιζαν τους στρατιώτας να καταγραφούν εις την Χωροφυλακήν.
Οτι ο μάρτυς Θ. Αλεξανδρόπουλος ομολογεί ότι κρυφθείς εν εσπέρας εις εν ερείπιον πηγής, παρακείμενον εις εν λουτρόν αντίκρυ της οικίας του Ν. Μπούκουρα, όπου ο Ρώμας, Θ. Κολοκοτρώνης και Δ. Πλαπούτας και πολλοί άλλοι έκαμαν συνελεύσεις, είχεν ιδεί εξερχόμενους διαφόρους τους οποίους ακολουθήσας κατά πόδας είδε να διευθυνθούν προς τους δρόμους τους φέροντας εις Μισθράν, Αρκαδίαν και Καλάβρυτα.
Οτι ο μάρτυς Κανέλλος Σπηλιόπουλος ομολογεί, ότι εις την οικίαν του Μπούκουρα, όπου παρευρίσκετο ο Πλαπούτας και Κολοκοτρώνης, ούτοι τον παρεκίνησαν να υπογράψη μίαν αναφοράν προς ξένην δύναμιν εναντίον της Αντιβασιλείας και κατά των Βαβαρών διά να εξωσθούν από την Ελλάδα.
Οτι ο μάρτυς Παναγιώτης Οικονομόπουλος ομολογεί τα αυτά.
Οτι ο μάρτυς Κώστας Γαρδελίνος ομολογεί ότι ο Χοϊδάς τον παρεκίνει να υπογράψη την αυτήν αναφοράν την οποίαν ο ίδιος επαρουσίασεν.
Οτι ο Χοϊδάς αναφέρεται εις το γράμμα του Θ. Αλεξανδροπούλου ως η αστυνομία των νυκτερινών συνεδριάσεων του Κολοκοτρώνη.
Οτι οι μάρτυρες ΝικόλαοςΣπηλιωτόπουλος, Δημήτριος Μιχαλόπουλος και Χρήστος Στασινόπουλος ομολογούν ότι ο Ιωάννης Θεοφιλόπουλος, παλαιός αξιωματικός του Κολοκοτρώνη, τους παρεκίνει να υπογράψουν μίαν τοιαύτην αναφοράν και ότι είδαν τας υπογραφάς των εγκαλουμένων.
Οτι ο μάρτυς Μιχελής Οικονομόπουλος ομολογεί ότι ο Ανάστος Γιαννάκης Στασινόπουλος τον παρεκίνησε να υπογράψη την αναφοράν.
Οτι ο μάρτυς Νικόλαος Κόγκος, ευρεθείς μίαν νύκτα υποκάτω της οικίας του Καπετάν Σαράντου εις Βαλτέτσι, ήκουσεν αυτόν λέγοντα προς άλλον παρευρισκόμενον εις την οικίαν του, ότι ο Κολοκοτρώνης τον είχε στείλει μίαν αναφοράν διά να την υπογράψη και ότι αύτη έμελλε να αποστολή προς την αυτήν άνω ειρημένην Δύναμιν.
Οτι ο μάρτυς Σωτήριος Θεοχαρόπουλος ομολογεί ότι ο Πλαπούτας εις την οικίαν του είχεν ειπεί εις παρουσίαν του, ότι οι Έλληνες ήθελαν ημπορούσαν να αναγορεύσουν αμέσως την Α.Μ., και να το κάμουν μόνοι τους όταν ήσαν σύμφωνοι.
Οτι ο μάρτυς Βενιζέλος Ρούφος ομολογεί ότι ο Πλαπούτας είχεν ειπεί εις παρουσίαν του, ότι έπρεπε να λησμονήσουν τα παλαιά πάθη, να ενωθούν όλοι, πολιτικοί και στρατιωτικοί και να ζητήσουν την αναγόρευσιν του Βασιλέως.
Οτι ο μάρτυς Νικήτας Φλέσσας ομολογεί ότι ο Αριστομένης Κουβαράς, ως πολλοί τον ανήγγειλαν, περιήρχετο εις Μεσσηνίαν διά να υπογράψη μίαν αναφοράν εναντίον της Αντιβασιλείας.
Οτι ο μάρτυς της υπερασπίσεως Μ. Δεληγεωργόπουλος, Μοίραρχος της Χωροφυλακής, ομολογεί ότι εις την εις Τρίπολιν διατριβήν του ήκουσε να ομιλούν διάφοροι περί τοιαύτης αναφοράς, ότι ο μάρτυς της υπερασπίσεως Αναγνώστης Μοναρχίδης, Σύμβουλος της Επικρατείας, ομολογεί ότι εις Τρίπολιν ήκουσεν ότι έγινε μία τοιαύτη αναφορά και ότι εις την Νομαρχίαν του τα πνεύματα ήσαν ταραγμένα.
Οτι ο Κολοκοτρώνης ομολογεί εις μεν την πρώτην εξομολόγησιν ότι ο Δ. Ρώμας δεν του ωμίλησε διόλου περί πολιτικών πραγμάτων, εις δε την ενώπιον του βήματος λέγει ότι ο Ρώμας τού είπε μόνον ότι τα πράγματα εις Ναύπλιον ήσαν ανακατωμένα, ότι δεν ηθέλησε να λάβη καμμίαν περί τούτου διασάφησιν, και ανεχώρησαν επί τούτου εις το μοναστήριον της Αγίας Μονής διά να μην τον υποπτευθούν.
Οτι εκ της συμπαραβολής των δύο τούτων εξετάσεων φαίνεται μία καθαρά απόφασις.
Οτι ο Π. Νικολαΐδης, μάρτυς της υπερασπίσεως, ομολογεί ότι ο Δ. Ρώμας αναχωρών από Ναύπλιον του είχε ειπεί, ότι ήθελε διακοινώσει τους σκοπούς του ως προς το σχέδιον του Φρανς, εις τον Κολοκοτρώνην και Πλαπούταν.
Οτι εξάγεται εκ των ομολογιών του Αναστασίου Κατσαΐτου και τον Πλαπούτα ότι ο Δ. Ρώμας τους διεκοίνωσεν εντελώς τους σκοπούς του περί του σχεδίου αυτού εις Άργος.
Οτι εξάγεται εκ των μαρτυριών του κ. Νομάρχου Φ. Μαύρου, των αδελφών Παναγιώτου Και Κωνσταντίνου Φαρμακοπούλων, εκ της ομολογίας των Ιω. Θ. Κολοκοτρώνη, εκ της εκθέσεως του Διευθυντου της Νομαρχίας Αρκαδίας Μάνου ότι ο Ρώμας προσεπάθει να συστήση το ειρημένον σχέδιον.
Οτι οι μάρτυρες της υπερασπίσεως, προταθέντες να αποδείξουν την κατά των εγκαλουμένων έχθραν των μαρτύρων της κατηγορίας Κανέλλου Σπηλιοπούλου, Παναγιώτου Οικονομοπούλου, Κώστα Γαρδελίνου και Θεοδώρου Αλεξανδροπούλου και την κακήν διαγωγήν τούτων, δεν ανέφεραν ει μη περιστατικά έχοντα σχέσεις με το πάλαιαν πνεύμα των κομμάτων, αποτέλεσμα πάντοτε της διαφοράς των κομμάτων, εις τα οποία οι τέσσαρες προσημειωθέντες μάρτυρες ευρέθησαν προσκολλημένοι εις τας διαφόρους εποχάς της Εθνικής Επαναστάσεως, κόμματα και διαφωνίαι τα οποία εξέλιπον αφού η Α.Μ. επάτησε το έδαφος της νέας Πατρίδος τον.
Οτι η εχθροπάθεια αύτη, αν και ήθελεν εκληφθή παρά του Δικαστηρίου ως εισέτι υπάρχουσα, δεν αποτελεί την θανάσιμον έχθραν, εις την οποίαν απαιτείται η συνδρομή των απαιτουμένων παρά του νόμου συστατικών.
Οτι τα προταθέντα περιστατικά δεν αποδεικνύουν μηδόλως την κοινήν διαγωγήν των ειρημένων τεσσάρων μαρτύρων, διότι εις την αυτήν κατηγορίαν είναι πολλοί στρατιωτικοί, οίτινες προσμένουν τας βασιλικός αποφάσεις και την αμοιβήν των εκδουλεύσεών των.
Οτι μεταξύ των τεσσάρων τούτων μαρτύρων ο Κ. Γαρδελίνος έλαβεν από τον Κολοκοτρώνην το παρελθόν έτος αποδεικτικόν των εκδουλεύσεών του και της καλής του διαγωγής.
Οτι μεταξύ των μαρτύρων της υπερασπίσεως είναι πολλοί κατά των οποίων εμαρτύρησαν οι μάρτυρες της κατηγορίας, άλλοι κατεδιώχθησαν ως ύποπτοι συνεννοήσεως διά ληστείαν υποθαλπομένην υπό των εγκαλουμένων, και επομένως, ούτοι μαρτυρούντες ομολογούν δι' ιδίαν υπόθεσιν.
Οτι πολλοί μάρτυρες, αντί να αναφέρουν περιστατικά, έσπευσαν να καθυβρίσουν τους μάρτυρας κατηγορίας.
Οτι το Δικαστήριον, αποφάσισαν να ακροασθή τους μάρτυρας της υπερασπίσεως, εσυγχώρησε μεν την ακρόασίν των, διεφυλάχθη όμως πάντοτε το δικαίωμα να εκτιμήση το βάρος της μαρτυρίας των, συμφώνως με τας εκτεθειμένας αρχάς εις την από 6 Απριλίου 1834 πράξιν του.
Οτι πάσα εξαίρεσις, διά να είναι ισχυρά, πρέπει να αποδειχθή αντιρρητικώς.

Σκέπτεται:
Οτι οσάκις πρόκειται περί κακουργημάτων, οποία φέρει η πράξις της κατηγορίας του Επιτρόπου της Επικρατείας, το δικαστήριον δεν πρέπει να επιστηρίζεται εις μόνον τας απ' ευθείας αποδείξεις αλλά και περιστατικά πρέπει ωσαύτως να λαμβάνωνται επισταμένως υπ' όψιν.
Οτι όταν πρόκειται περί περιστατικών αποδείξεων η ισχύς των πηγάζει από το σύνολον αυτών ουχί δε από μίαν εκάστην ιδίως λαμβανομένην.
Οτι ως προς τας απ' ευθείας αποδείξεις παραδρομαί μνήμης, ανακρίβεια ως προς τίνα περιστατικά, δεν σμικρύνουν μηδόλως την γενικήν αξιοπιστίαν της μαρτυρίας, αλλ' αποδεικνύουν μάλιστα την ειλικρίνειαν και την έλλειψιν προμελετημένου ψεύδους.
Οτι καμία εξαίρεσις κατά των μαρτύρων της κατηγορίας δεν απεδείχθη νομικώς και ότι τα μονομερώς κατ' αυτών λεγόμενα πρέπει να θεωρηθούν ως ελλείποντα πάσης νομικής βαρύτητος.
Αποφασίζει:
1. Ο Δ. Πλαπούτας και Θ. Κολοκοτρώνης καταδικάζονται εις θάνατον, ως ένοχοι εσχάτης προδοσίας, ήτοι των κακουργημάτων των ενδιαλαμβανομένων εις το άρθρον 2 του § Α και Γ του Εγκληματικού Απανθίσματος και εις το άρθρον 2 του από 9/21 Φεβρουαρίου 1833 Βασιλικού Διατάγματος, κατά τα αυτά άρθρα και εις τα δικαστικά έξοδα και των μαρτύρων δραχμ. 1047 93/100, ήτοι χιλίας τεσσαράκοντα επτά και λεπτά εννενήκοντα τρία.
2. Η παρούσα απόφασις θέλει εκτελεσθή εις την εκτός του Φρουρίου Ναυπλίου πλατείαν.
3. Οι καταδικασθέντες κρίνονται άξιοι της Βασιλικής χάριτος, την οποίαν θέλει ζητήσει επισήμως το Δικαστήριον από την Αυτού Μεγαλειότητα.
4. Αναβάλλεται η εκτέλεσις της παρούσης αποφάσεως μέχρι της εκβάσεως της περί της χάριτος αιτήσεως.
5. Ο Επίτροπος της Επικρατείας να εκτέλεση την παρούσαν απόφασιν.
6. Αντίγραφαν αυτής να κοινοποιηθή εις τον Επίτροπον της Επικρατείας.
Εξεδόθη και εδημοσιεύθη εν Νανπλίω την εικοστήν έκτην Μαΐου του χιλιοστού οκτακτοσιοστού τριακοστού τετάρτου έτους.
Ο Πρόεδρος Α. ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ
Δ.Κ Σούτσος
Φ. ΦΡΑΓΚΟΥΑΗΣ
Ο Γραμματεύς Χ. ΖΩΤΟΣ»
Η ανάγνωση της απόφασης προξένησε μεγάλη αγανάκτηση και αναταραχή στο ακροατήριο για την πρωτόγνωρη αδικία αυτή. Στα δε Πρακτικά σημειώνεται:
«Μόλις ακούεται η λέξις θάνατος και το πλήθος του λαού ανίσταται, ευθύς εξέρχεται του Δικαστηρίου σωρηδόν μ' ορμήν, υπακούεται δε συνάμα ψιθυρισμός τις της αγανακτήσεώς του και αποστροφής, ως αν ήθελεν ούτω να διαμαρτυρηθή κατά της τοιαύτης φρικτής αδικίας, την οποίαν πρώτον ήδη βλέπει, μετά δεκαετή αγώνα, αιμοσταγή, ενεργουμένην εις την κλαασικήν της Πατρίδος του γην, υπόθετων τούτο έργον της εξουσίας, ως εκ της ενόπλου επεμβάσεως αυτής, όπου η ιερότης της Θέμιδος δεν συγχωρεί. Φρίκη διαδέχεται και απελπισία τους πολλούς, το δ' αποβησόμενον υπό κάκιστους οιωνούς» [Πρακτικά, σ. 379 και Φωτιάδης, σ. 510].
Ο Κολοκοτρώνης όταν άκουσε την καταδικαστική σε θάνατο απόφαση, σταυροκοπήθηκε και είπε με απορία: «Κύριε ελέησον. Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου» [Τερτσέτη Άπαντα, σ. 336]. Εξακολουθώντας να είναι ψύχραιμος, πήρε από την ταμπακιέρα του μια πρέζα καπνού και αφού τη ρούφηξε, πρόσφερε και στους γύρω του. Ανάμεσα τους και οι συνήγοροι Βαλσαμάκης και Κλωνάρης, προς τους οποίους είπε: «Αντίκρισα τόσες φορές το θάνατο και δεν τον φοβήθηκα. Ούτε και τώρα τον φοβάμαι».
Αντίθετα με τον Κολοκοτρώνη, ο Πλαπούτας, πατέρας επτά κοριτσιών και ενός ανήλικου αγοριού, ήταν φανερά συγκινημένος: Ο Τερτσέτης θυμάται: «Εις την ακρόασιν της αποφάσεως σταλαγματιές δακρύων έπεφταν από τους οφθαλμούς τον. Εσυλλογίζετο την ορφάνια των τέκνων του» [Άπαντα, σ. 336]. Ο Γέρος έσπευσε να τον παρηγορήσει και να του δώσει κουράγιο: «βρε συ, δεν ντρέπεσαι! Εσύ δεν φοβήθηκες τους Τούρκους και τώρα κλαις; Κουράγιο, ξάδερφε! Τ' όνειρο μας ήταν να λευτερώσουμε τη σκλαβωμένη μας πατρίδα. Μη λυπάσαι το λοιπόν. Εμείς το χρέος μας το κάναμε, κι αυτοί ας μας καταδικάζουν».
Βιώνοντας αυτή την ατμόσφαιρα μέσα στο δικαστήριο, πρώτοι βγήκαν ο Πολυζωίδης και ο Τερτσέτης και πήγαν στο σπίτι του πρώτου. Στη συνέχεια ο Σχινάς, ο Γκράινερ και οι δύο γραμματείς του και οι άλλοι τρεις δικαστές, τους οποίους περιγράφουν τα Πρακτικά:
«Οι τρεις καταδικάσαντες δικασταί εξήλθαν του Δικαστηρίου ωχροί και τρέμοντες, με δειλίας και τρόμου παλμούς, τους οποίους ο έλεγχος ενεποίει, και εδείκνυε εις το πρόσωπον την τοιαύτην κατάστασιν της ψυχής αυτών συνοδευόμενοι δ' ούτω από τρεις ή τέσσερας φίλους των ανθυπασπιστάς, απήλθαν με πόδας πατούντας όχι ορθά, εις τας οικίας αυτών» [Πρακτικά, σ. 379-380 και Φωτιάδης, σ. 512].
Αφού άδειασε το τζαμί, οι χωροφύλακες έδεσαν τα χέρια των στρατηγών και τους συνόδευσαν προς το Ιτς Καλέ. Ο Κολοκοτρώνης τους ρώτησε χωρίς να πάρει απάντηση: «Πού;». Νομίζοντας ότι θα τους οδηγούσαν κατευθείαν στην καρμανιόλα, παραξανεύτηκε διαπιστώνοντας ότι πήγαιναν προς τη φυλακή τους: «Γιατί μας πάτε στο κάτεργο; Δεν θα μας πάρουν τα κεφάλια μας;»
Εκείνο το βράδυ τους έκλεισαν στο ίδιο κελί. Όταν απομακρύνθηκαν οι Βαυαροί δεσμοφύλακες, τους πλησίασε ο Έλληνας, στον οποίο οι στρατηγοί έδωσαν τις τελευταίες παραγγελίες τους. Ο Κολοκοτρώνης του εμπιστεύτηκε το δαχτυλίδι του για το μικρότερο γιο του, Κολίνο: «Δώσε το στο μικρό μου γιο τον Κολίνο και πες του να με θυμάται. Του παραγγέλνω, καθώς και σ' όλους τους δικούς και φίλους, να μην κάνουν το παραμικρό κίνημα και ταράξουν την ησυχία». Αφού δείπνησαν, ο Κολοκοτρώνης αποκοιμήθηκε, ενώ ο Πλαπούτας δίπλα του έμεινε άγρυπνος από τις έγνοιες του.
Κάτω στην πόλη οι Ναυπλιείς ήταν αναστατωμένοι και τρομοκρατημένοι για την εξέλιξη, όπως σημειώνεται στα Πρακτικά: «Η νυξ εκείνη παρήλθε πολλά σκοτεινή διά τον του Ναυπλίου λαόν συνδιασκέψεις, λόγοι πολλοί και συλλογισμοί εγίνοντο εδώ και εκεί επικρατούντος του απελπισμού και της κατηφείας εις όλων τας ψυχάς. Οι μεν έπνεον αγανακτήσεως και θυμού, οι δε λύπη και οργήν. Όλοι δ' επλήσθησαν μίσους κατά της αρχής» [Πρακτικά, σ. 379-380 και Φωτιάδης, σ. 515].
Τρεις μέρες μετά τη δίκη ο Όθων μετέτρεψε τη θανατική ποινή σε κάθειρξη 20 ετών. Οι καταδικασθέντες μεταφέρθηκαν από το Ιτς Καλέ σε μια φυλακή-μπουντρούμι στο Παλαμήδι, όπου έμειναν επί 11 μήνες. Μετά την ανταρσία που ξέσπασε στη Μάνη και αργότερα στη Μεσσηνία, τον Αύγουστο του 1834, φυλακίσθηκαν και οι δύο γιοι του Κολοκοτρώνη, Γενναίος και Κολίνος.
Ο Όθων όταν ενηλικιώθηκε, χορήγησε αμνηστία στους δύο στρατηγούς, στις 20 Μαίου 1835 κατά την τελετή της ενηλικίωσης του. Παράλληλα απομάκρυνε τον Κωλέττη, διορίζοντας τον πρέσβη στο Παρίσι.
Η απελευθέρωση χαιρετίσθηκε από το λαό του Ναυπλίου που τους επιφύλαξε θερμή υποδοχή, την οποία αναφέρει με συγκίνηση ο Κολοκοτρώνης στα απομνημονεύματα του: «Εκατέβηκα από το Παλαμήδι, η υποδοχή οπού μου έκαμεν ο λαός, με έκαμε να λησμονήσω όλες τες δυστυχίες οπού επέρασα. Έβλεπα άλλους να κλαίουν, άλλους να γελούν, και όλοι να φωνάζουν: Ζήτω! Ζήτω η δικαιοσύνη και ο Βασιλεύς!» [Τερτσέτη Άπαντα, σ. 222].-/-
[Από την ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, και την σειρά “ΙΣΤΟΡΙΚΑ”, 2011, σελίδες 122-143. Έγραψε η κ. Αννίτα Πρασσά].

Η δίκη του Κολοκοτρώνη – Όλη η ιστορική απολογία

Σαν σήμερα το 1834, δικάστηκαν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και Δημήτρης Πλαπούτας …ως συνωμότες και η κατηγορία που αντιμετώπιζαν ήταν αυτή της εσχάτης προδοσίας!

Η πραγματική αιτία ήταν ότι οι Άγγλοι ήθελαν να “αποδομήσουν” τον Γέρο του Μοριά που που θεωρούνταν “ρωσόφιλος”. Βρήκαν εύκολα εγχώριους “υπερπατριώτες” και τον έστειλαν κατηγορούμενο, μαζί με τον Πλαπούτα!

Η απολογία του Κολοκοτρώνη όπως καταγράφεται από το ΓΕΣ και από το βιβλίο του ταξίαρχου Γεωργίου Καραμπατσόλη «Η δίκη των στρατηγών Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και Δημητρίου Πλαπούτα».

Η ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ορκίζομαι να είπω την αλήθεια και μόνη την αλήθεια εις ό,τι ερωτηθώ.
Ορκίζομαι. (Κάθονται όλοι στις θέσεις τους).
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πώς ονομάζεσαι;
 Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Από πού κατάγεσαι;
 Από το Λιμποβίσι της Καρύταινας.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πόσων ετών είσαι;
 Εξήντα τέσσερων.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι επάγγελμα κάνεις;

Στρατιωτικός. Στρατιώτης ήμουνα. Κράταγα επί 49 χρόνια στο χέρι το ντουφέκι και πολεμούσα νύχτα μέρα για την πατρίδα. Πείνασα, δίψασα, δεν κοιμήθηκα μια ζωή. Είδα τους συγγενείς μου να πεθαίνουν, τ΄ αδέρφια μου να τυραννιούνται και τα παιδιά μου να ξεψυχάνε μπροστά μου. Μα δε δείλιασα. Πίστευα πως ο Θεός είχε βάλει την υπογραφή του για τη λευτεριά μας και πως δεν θα την έπαιρνε πίσω.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι απολογείσαι για την κατηγορία που σου αποδίδεται;
Τον απερασμένο Ιούλη διάηκα στην Τριπολιτσά για να στεφανώσω εν’ αντρόγενο. Από κεί τράβηξα, μαζί με τη νύφη μου, για το μοναστήρι της Άγια-Μονής. Την παραμονή της Παναγιάς ήρθε κι ο Ρώμας στην Καρύταινα όπου καθίσαμε κάνα δυο μέρες. Έπειτα ο Ρώμας έφυγε κι εγώ γύρισα στην Τριπολιτσά στις 18 τ’ Αυγούστου.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Είχες προηγουμένως άλλες συναντήσεις με το Ρώμα;
 Δεν είχα πριν καμία συνάντηση μαζί του. Τον αντάμωσα για πρώτη φορά στην Τριπολιτσά. Μακριές ομιλίες δεν είχαμε. Τρώγαμε όμως μαζί.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και τι λέγατε;
 Τα συνηθισμένα όπου λένε οι άνθρωποι όταν τρώνε αντάμα ψωμί.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν είχες την περιέργεια να ρωτήσεις τον Ρώμα για τα όσα διέδιδε περί Αντιβασιλείας;
 Καμία περιέργεια δεν έβαλα στο νου μου.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τον άλλον καιρό τι έκανες στην Τριπολιτσά;
 Πάγαινα στο παζάρι. Σύναζα τους χωριάτες και τους μίλαγα επειδής ήτανε ερεθισμένοι από κείνους τους διαβόλους τα νόμιστρα. Τους έλεγα: «Βρε τσομπάνηδες, τι πλερώνατε τον καιρό της τουρκιάς και τι πλερώνετε τώρα; Δεν πλερώνετε τώρα λιγότερα απ’ τον καιρό της τουρκιάς;». Και τους τ’ απόδειχνα με παραδείγματα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τον πρίγκιπα Μπρέντ τον γνωρίζεις;
 Ναι, τον γνωρίζω. Ήρθε μάλιστα στην Τριπολιτσά για να δη το Ρώμα. Σα μπατζανάκης του που είναι.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι παράγγειλες μ’ αυτόν στο γιο σου το Γενναίο στ΄ Ανάπλι;
Τίποτα. Ούτε είχα και τίποτα να του παραγγείλω.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ποιοι άλλοι ήταν τότε στην Τριπολιτσά;
 Ο Νικηταράς και Πλαπούτας που είχανε έρθει απ’ τα χωριά τους.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι άκουσες περί μιας αναφοράς εναντίον της Αντιβασιλείας και των Βαυαρών;
 Δεν άκουσα τίποτα ούτε και μου μίλησε ποτέ κανείς για καμία τέτοια ανα-φορά.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν άκουσες τίποτα;
 Όχι.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Γνωρίζεις τους ληστές Κοντοβουνήσιο, Μπαλκανά και Καπογιάννη;
Τον Κοντοβουνήσιο τον γνωρίζω απ’ τον εμφύλιο πόλεμο. Ο Μπαλκανάς ήτανε γουρνοβοσκός. Τον κατάτρεχα. Δυο φορές μου ‘φυγε απ’ τα σίδερα. Τον Καπογιάννη δεν τον γνωρίζω.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τον γραμματικό του Κοντοβουνίσιου, Χρήστο Νικολάου, τον ξέρεις;
 Ναι. Είν’ ένα ξόανο παιδαρέλι.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τον Αλωνιστιώτη τον γνωρίζεις;
 Τον γνωρίζω, είναι μάλιστα και συγγενής μου.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ήξερες πως θα πήγαινε στη Λιβαδειά;
 Όχι, δεν το ήξερα. Απ’ τον κόσμο το άκουσα πως πήγε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν τον είχες δει προηγουμένως;
 Όχι.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: (Δείχνοντάς το). Είναι αληθινό αυτό το γράμμα του Υπουργού των Εξωτερικών της Ρωσίας προς εσένα;
 Ναι, είναι.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πώς πήρε αφορμή να σου γράψει ο Ρώσος υπουργός;
 Ήταν απάντηση σ’ ένα δικό μου γράμμα. Πήρ’ αφορμή για να του γράψω από τούτο δω το περιστατικό: Άμα ήρθε ο Βασιλιάς μας, ο πρεσβευτής της Ρωσίας Ρούκμαν άφησε ένα γράμμα του στο περιβόλι μου συστήνοντάς με στους Ρώσους καπετάνιους του Αιγαίου. Γι’ αυτό έκαμα κι εγώ ένα ίδιο γράμμα συστήνοντας αυτόν και το ναύαρχό τους Ρίκορντ σε δικούς μας. Δε μου πέρασε η ιδέα πως αυτό βλάφτει είτε είν’ εμποδισμένο. Τόκαμα από λεπτότητα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι άλλο έγραφες σ’ αυτό το γράμμα;
Τίποτις άλλο απ’ τη σύσταση. Όσο για το γράμμα που έλαβα έλεγε ν’ αγαπούμε το βασιλιά μας και τη θρησκεία μας. Άλλο δε θυμούμαι. Σ’ αυτό φαίνεται τι μου γράφει ο Ρώσος υπουργός, φανερώνοντας έτσι με ποιο πνεύμα τούγραψα κι εγώ

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πότε έφυγες για τελευταία φορά από δω;
Δε θυμάμαι καλά. Θαρρώ στις αρχές του Ιούλη. Ήτανε η πρώτη φορά που ‘φυγα από όταν ήρθε ο βασιλιάς.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και γιατί έφυγες;
 Η αιτία όπου μ’ έκανε ν’ αφήσω την εδώ ήσυχη ζωή μου είναι, πρώτο γιατί εγώ είμαι βουνίσιος και με πειράζει η ζέστη, δεύτερο για να στεφανώσω ένα αντρόγενο και τρίτο γιατί μούγραψε ο γιος μου ο Γενναίος μην αρρωστήσω και γι’ αυτό καθόμουνα στην Τριπολιτσά για τον καθαρό αέρα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και σ’ όσους ερχόντουσαν να σε ιδούν τι τους έλεγες;
 Τους συμβούλευα, καθώς έκανα και στην Άγια-Μονή, όπου έβαλα λόγο γι’ αυτό.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Έχεις άλλο τίποτα να πεις για όσα σε κατηγορούν;
 Τούτω δω μονάχα. Μετά το φόνο του Κυβερνήτη η Πατρίδα ήτανε χωρισμένη στα δύο. Εγώ άμα έμαθα το διορισμό του Βασιλιά, έκαμα τη σημαία του και σύναξα κι όλους τους φίλους μου και κάμαμε μιαν αναφορά στη Βαυαρία φανερώνοντας την αφοσίωσή μας. Όταν ήρθ’ ο Βασιλιάς σκόρπισα τους ανθρώπους μου κι ησύχασα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τότε, γιατί αντενέργησες στο βασιλιά σου και στην Αντιβασιλεία.

 Εγώ ν’ αντενεργήσω; Μα δε ξέρετε λοιπόν κι εσείς οι ίδιοι κι όλοι οι Έλληνες πόσο πάσκισα στον καιρό του σηκωμού ν’ αποχτήσει το έθνος κεφαλή και να μου λείψουν οι φροντίδες; Άμα ο Θεός μου ‘δωσε Βασιλέα, εγώ είπα σ’ όλους τους φίλους μου: «Τώρα είμ’ ευτυχισμένος. Θα κρεμάσω την κάπα μου στον κρεμανταλά και θα πλαγιάσω στην καλύβα μου ν’ αποθάνω ήσυχος κι ευχαριστημένος».

Αυτά είπε ο Γέρος και κάθισε στον πάγκο του, ενώ στην αίθουσα απλώθηκε βαθιά σιωπή και αγωνία.



=====================
 "O σιωπών δοκεί συναινείν"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.