Ο Νίκος Καζαντζάκης είναι ένας από τους αγαπημένους μου συγγραφείς. Η γραφή του ξεπερνά τα σύνορα του κοινού ανθρώπινου στοχασμού και αγγίζει το μεταφυσικό. Είναι ο τελευταίος Έλληνας φιλόσοφος. Στοχάζεται το αδύνατο, μάχεται και αγωνίζεται να το φτάσει, χωρίς να τρέφει αυταπάτες. Ξέρει τις δυσκολίες, όμως ακολουθεί την πανάρχαια φωνή που συνοδεύει τον καθένα από εμάς σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Δεν ακολουθεί κανένα δόγμα και κοινωνικό στερεότυπο. Συντρίβει τις συνήθειες. Ξεβολεύεται. Μάχεται να ξεκάμει το κακό όπως οφείλει ο κάθε ΑΝΘΡΩΠΟΣ. Κατάφερε να κερδίσει επάξια την αθανασία μέσα από το έργο του. Ένα έργο που αξίζει να διαβαστεί και παραμένει διαχρονικό. Ακολουθούν μερικά από τα αγαπημένα μου αποσπάσματα από διάφορα έργα του Καζαντζάκη.
Χαίρομαι γιατί χωρίς να μπορώ ακόμα καθαρά να το στοχαστώ, ψυχανεμίζομαι πως θα ζω και εγώ, θα στοχάζομαι και θα βλέπω και ακόμα αφού πεθάνω, φτάνει να υπάρχουν ακόμα καρδιές να με θυμούνται.
Να'σαι σκληρός, υπομονετικός, να καταφρονάς τον κίνδυνο, να μη φοβάσαι το θάνατο, να ζητάς πέρα από τη γης ετούτη το υπέρτατο αγαθό- να ποια φωνή ανέβαινε ακατάλυτα από τις λαικές τούτες φυλλάδες και δασκάλευε την παιδική καρδιά μου. Και συνάμα μια δίψα σφοδρή για φυγές κρυφές, για ταξίδια μακρινά, για περιπλανήσεις γιομάτες έρωτα μυστικό, ηδονή και μαρτύριο.
Και το πιο μεταφυσικό πρόβλημα παίρνει μέσα μου σώμα φυσικό, θερμό, που μυρίζει θάλασσα και χώμα, κι ανθρώπινο ιδρώτα. Ο Λόγος για να με αγγίξει πρέπει να γίνει τέτοια σάρκα.
Έκανα το χρέος μου. Παραπάνω δεν μπορούσα. Σφογγίζω σαν τον αργάτη μια στιγμή τον ''φαρδήν ιδρώτα'', όπως λέει ο Ντάντες, και δεν απλώνω χέρι, γιατί ξέρω πως δεν υπάρχει κανένας να μου πλερώσει το μεροκάματο.
Να ξέρουν οι άνθρωποι, όταν πεθάνω, πόσο κι εγώ αγάπησα και πόνεσα τη ζωή και πως είδα και πως άγγιξα τη θάλασσα, το χώμα, τη γυναίκα. Να μάθουν πως δεν ήμουνα ζώο ή πέτρα παρά άνθρωπος με ζεστή σάρκα κι αχόρταγη ψυχή.
Σήμερα σε ποιο σημείο βρισκόμαστε του ανθρώπινου τούτου κυματισμού; Ποια είναι η σύγχρονη, η πιο προχωρεμένη ταραχή της ψυχής μας; Ποιος εχόρτασε, αδίκησε, ωρίμασε, έκαμε το χρέος του, πρέπει να φύγει; Και ποιος πεινά, αδικιέται, ορμάει ν' ανέβει, ζητάει Λευτεριά;
Έκαμαν το χρέος τους. Κλέψαν, αδικήσανε, σκοτώσανε, χόρτασαν και περιγέλασαν τους πεινασμένους, δυνάμωσαν και σκλαβώσαν τους αδύνατους, φωτίστηκε το μυαλό τους και καταφρόνεσε τις σκοτεινές καρδιές που χτυπούσανε στα κατώγια τους. Έκαμαν πάλι το χρέος τους. Δημιούργησαν τις μεγάλες θεογόνες δυνάμεις: την Πείνα, την Αδικία, την Οργή, την Εκδίκηση.
Γιατί η εποχή μας δεν είναι στιγμή ισορρόπησης, οπόταν η υποταγή, η γαλήνη, η σιωπή, η ομορφιά είναι μεγάλες αρετές. Ζούμε τη φοβερή έφοδο, χυμούμε για να κυριέψουμε μια νέα, πλουσιότερη ισορροπία. Γι' αυτό σήμερα η ανοχή είναι αθλιότητα και αναντρία.
Ανατροπή για να ξανακαινουργιώσει ο κόσμος, να ποιο είναι το χρέος κάθε σκεπτόμενου σήμερα μέσα σε τόσο ανήθικο και ανέλπιδο χάος. Ν' ανοιχτεί άβυσσο, φοβερότερη ακόμα, ανάμεσα καλού και κακού, να πληθύνει η αδικία, να κατέβει η Πείνα και να θερίσει τα σωθικά μας- αλλιώς δε σωζόμαστε.
Να μην αρνιέσαι τη νιότη σου ως στα βαθιά γεράματα, να μάχεσαι, σε όλη σου τη ζωή, να μετουσιώσεις σε κατάκαρπο δέντρο την εφηβική άνθιση, αυτός, θαρρώ, είναι ο δρόμος του αληθινού ανθρώπου.
Μια περήφανη ψυχή, μόλις φτάσει το σκοπό της, τον μετατοπίζει ακόμα πιο πέρα - παρά για να μη σταματήσουμε ποτέ στον ανήφορο. Έτσι μονάχα η ζωή αποχτά ευγένεια και ενότητα.
Όταν η καρδιά πιστεύει κι αγαπάει, χίμαιρα δεν υπάρχει. Υπάρχει μονάχα αντρεία, εμπιστοσύνη και γόνιμη πράξη.
Είμαι ευτυχισμένος γιατί μπορώ να δουλεύω, γιατί δεν έχω καμιά φιλοδοξία, κανένα μίσος, γιατί έχω την καρδιά μου καθαρή
Εκατομμύρια άνθρωποι εξευτελίζουνται και γονατίζουν γιατί δεν έχουν ένα κομμάτι ψωμί να στηλώσουν την ψυχή τους και τα κόκκαλά τους. Ανάθεμα, είπα, στην ομορφιά γιατί είναι άκαρδη και δεν νοιάζεται για τον πόνο του ανθρώπου.
Ας ταχτοποιήσουμε τις σκέψεις μας, ας ρυθμίσουμε την αγανάχτησή μας, ας οργανώσουμε τις επιθυμίες μας. Ας επιστρατευτούμε όσοι πιστοί! Ποιοι θα νικήσουν; Οι πιο σοφοί; Oι πιο πολλοί; Οι πιο ξυπνοί; Οι πιο σήμερα δυνατοί; Θα νικήσουν όσοι πιστεύουν.
Αχ! πότε να συνεργαστούμε, όλοι μαζί, σε μιαν επίθεση!
Ποιος φωνάζει; Εμείς φωνάζουμε, τα δέντρα, τα ζώα, τα πλήθη! Κ' ύστερα σιωπή. Ξεχνάμε από τεμπελιά, από συνήθεια, από φόβο. Μα ξάφνου πάλι η κραυγή σκίζει τα σωθικά μας.
Πρέπει καλά να βάλουμε στο νου μας πως δεν παραδίνουμε στα παιδιά μας ειρήνη μα πόλεμο. Εμείς σπέρνουμε τον άνεμο, αυτά θα θερίσουν την τρικυμία.
Να' μαστε απροσάρμοστοι, να η μεγάλη αρετή μας. Να μη βολευόμαστε, να' μαστε ανυπόμονοι, σκληροί, γιομάτη ανησυχία και πίστη, να θέλουμε το αδύνατο - σαν τους ερωτευμένους. Να ξέρουμε πως ό,τι λένε σήμερα δικαιοσύνη είναι οργανωμένη αδικία, κι ό,τι λένε ηθική είναι η βολική, ταπεινή συνεννόηση των άνανδρων. Και να μην το ανεχόμαστε.
Τι ανάγκη έχουμε εμείς από τα παλιά παραμύθια; Είναι ο άνθρωπος που πεινάει και φωνάζει. Είναι ο άνθρωπος που είναι σκλάβος και μάχεται για Λευτεριά.
Σήμερα που σαπίζει ο κόσμος, κι η ατιμία κι ο συμβιβασμός εξευτελίζουν και τις πιο γενναίες ψυχές, μια μονάχα τακτική είναι πρακτική και συμφέρει. Να' σαι ανένδοτος. ...
***********************************************************************************************************
ΔΥΟ ΦΩΝΕΣ ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΠΑΛΕΥΟΥΝ. O νους: «Γιατί να χανόμαστε κυνηγώντας το αδύνατο;». Μέσα στον ιερό περίβολο των πέντε αιστήσεων χρέος μας ν’ αναγνωρίσουμε τα σύνορα του ανθρώπου. Μα μια άλλη μέσα μου φωνή, ας την πούμε έχτη δύναμη, ας την πούμε καρδιά, αντιστέκεται και φωνάζει: «Όχι! Όχι! Ποτέ μην αναγνωρίσεις τα σύνορα του ανθρώπου! Να σπας τα σύνορα! Ν’ αρνιέσαι ό,τι θωρούν τα μάτια σου! Να πεθαίνεις και να λες: Θάνατος δεν υπάρχει!»
ΔΕ ΖΥΓΙΑΖΩ, ΔΕ ΜΕΤΡΩ, ΔΕ ΒΟΛΕΥΟΜΑΙ! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι. Ρωτώ, ξαναρωτώ χτυπώντας το χάος: Ποιος μας φυτεύει στη γης ετούτη χωρίς να μας ζητήσει την άδεια; Ποιος μας ξεριζώνει από τη γης ετούτη χωρίς να μας ζητήσει την άδεια; ΝΑΙ, ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΓΗΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Η ΖΩΗ, δεν είναι ο άνθρωπος. Έζησε χωρίς αυτά, θα ζήσει χωρίς αυτά. Είναι σπίθες εφήμερες της βίαιης περιστροφής της. ΑΣ ΕΝΩΘΟΥΜΕ, ΑΣ ΠΙΑΣΤΟΥΜΕ ΣΦΙΧΤΑ, ΑΣ ΣΜΙΞΟΥΜΕ ΤΙΣ ΚΑΡΔΙΕΣ ΜΑΣ, ΑΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΟΥΜΕ ΕΜΕΙΣ, όσο βαστάει ακόμα η θερμοκρασία τούτη της Γης, όσο δεν έρχουνται σεισμοί, κατακλυσμοί, πάγοι, κομήτες να μας εξαφανίσουν, ας δημιουργήσουμε έναν εγκέφαλο και μιαν καρδιά στη Γης, ας δώσουμε ένα νόημα ανθρώπινο στον υπερανθρώπινον αγώνα!
Ν’ ΑΓΑΠΑΣ ΤΗΝ ΕΥΘΥΝΗ. Να λες: Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δε σωθεί, εγώ φταίω. Ν’ αγαπάς τον καθένα ανάλογα με τη συνεισφορά του στον αγώνα. Μη ζητάς φίλους. Να ζητάς συντρόφους!
ΝΑ ‘ΣΑΙ ΑΝΗΣΥΧΟΣ, ΑΦΧΑΡΙΣΤΗΤΟΣ, ΑΠΡΟΣΑΡΜΟΣΤΟΣ ΠΑΝΤΑ. Όταν μια συνήθεια καταντήσει βολική, να τη συντρίβεις. Η μεγαλύτερη αμαρτία είναι η ευχαρίστηση.
ΠΟΥ ΠΑΜΕ; ΘΑ ΝΙΚΗΣΟΥΜΕ ΠΟΤΕ; Προς τι όλη τούτη η μάχη; Σώπα! Οι πολεμιστές ποτέ δε ρωτούνε!
ΣΚΥΒΩ ΚΙ ΑΦΟΥΓΚΡΑΖΟΜΑΙ ΤΗΝ ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΤΟΥΤΗ ΚΡΑΥΓΗ ΣΤΑ ΣΩΘΙΚΑ ΜΟΥ. Αρχίζω και μαντεύω το πρόσωπο του Αρχηγού, ξεκαθαρίζω τη φωνή του, δέχουμαι με χαρά και με τρόμο τις σκληρές εντολές του.
Η ΚΡΑΥΓΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΗ ΣΟΥ. Δε μιλάς εσύ, μιλούν αρίφνητοι πρόγονοι με το στόμα σου. ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ ΛΕΥΤΕΡΟΣ. ΑΟΡΑΤΑ ΜΥΡΙΑΔΕΣ ΧΕΡΙΑ ΚΡΑΤΟΥΝ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΟΥ και τα σαλεύουν. Όταν θυμώνεις, ένας προπάππος αφρίζει στο στόμα σου• όταν αγαπάς, ένας πρόγονος σπηλιώτης μουγκαλιέται• όταν κοιμάσαι, ανοίγουν οι τάφοι μέσα στη μνήμη και γιομώνει βουρκόλακες η κεφαλή σου.
ΜΑ ΕΣΥ ΝΑ ΞΕΔΙΑΛΕΓΕΙΣ. Ποιος πρόγονος να γκρεμιστεί πίσω στα τάρταρα του αίματού σου και ποιος ν’ ανηφορίσει πάλι στο φως και στο χώμα. Κάθε σου πράξη αντιχτυπάει σε χιλιάδες μοίρες. Όπως περπατάς, ανοίγεις, δημιουργός την κοίτη όπου θα μπει και θα οδέψει ο ποταμός των απόγονων.
ΌΤΑΝ ΦΟΒΑΣΑΙ, Ο ΦΟΒΟΣ ΔΙΑΚΛΑΔΩΝΕΤΑΙ ΣΕ ΑΝΑΡΙΘΜΗΤΕΣ ΓΕΝΕΕΣ και εξευτελίζεις αναρίθμητες ψυχές μπροστά και πίσω σου. Όταν υψώνεσαι σε μια γενναία πράξη, η ράτσα σου αλάκερη υψώνεται και αντρειεύει.
ΚΟΙΤΑΞΕ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ, ΛΥΠΗΣΟΥ ΤΟΥΣ. Κοίταξε τον εαυτό σου ανάμεσα στους ανθρώπους, λυπήσου τον. Μέσα στο θαμπό σούρουπο της ζωής αγγίζουμε ο ένας τον άλλον, ψαχνόμαστε, ρωτούμε, αφουκραζόμαστε, φωνάζουμε βοήθεια!
ΤΡΕΧΟΥΜΕ. ΞΕΡΟΥΜΕ ΠΩΣ ΤΡΕΧΟΥΜΕ ΝΑ ΠΕΘΑΝΟΥΜΕ μα δεν μπορούμε να σταματήσουμε. Τρέχουμε. Μια λαμπάδα κρατούμε και τρέχουμε. Το πρόσωπό μας, μια στιγμή, φωτίζεται. Μα βιαστικά παραδίνουμε τη λαμπάδα στο γιο μας κι ευτύς σβήνουμε, κατεβαίνουμε στον Άδη.
Η ΚΑΡΔΙΑ ΣΜΙΓΕΙ Ο,ΤΙ Ο ΝΟΥΣ ΧΩΡΙΖΕΙ, ξεπερνάει την παλαίστρα της ανάγκης και μετουσιώνει το πάλεμα σε αγάπη.
ΤΙ ΘΑ ΠΕΙ ΕΥΤΥΧΙΑ; Να ζεις όλες τις δυστυχίες. Τι θα πει φως; Να κοιτάς με αθόλωτο μάτι όλα τα σκοτάδια.
***********************************************************************************************************
Η ζωή’ ναι πόλεμος, η γης είναι στρατόπεδο, η νίκη είναι το μόνο σου χρέος. Μην κοιμάσαι, μη στολίζεσαι, μη γελάς, μη μιλάς, ένας είναι ο σκοπός σου, ο πόλεμος. Πολέμα!
***********************************************************************************************************
Να’ σαι νέος, είκοσι πέντε χρονών, γερός, να μην αγαπάς κανένα πρόσωπο ορισμένο, άντρα ή γυναίκα, που να σου στενεύει την καρδιά και να μην σε αφήνει ν’ αγαπήσεις με ίση αφιλοκέρδεια και σφοδρότητα τα πάντα και να οδοιποράς πεζός, ολομόναχος, μ’ενα δισάκι στον ώμο, από την μιαν άκρα ως την άλλη, στην Ιταλία, και να ΄ναι άνοιξη και να μπαίνει το καλοκαίρι και να ‘ ρχουνται, φορτωμένοι φρούτα και βροχές, ο χινόπωρος κι ο χειμώνας – θαρρώ ο άνθρωπος θα’ ταν αναίδεια να θέλει μεγαλύτερη ευτυχία.
***********************************************************************************************************
Ήρωας; Μα ήρωας θα πει πειθαρχία σε ανώτερο από το άτομο ρυθμό. Κι εσύ ’σαι ακόμα όλος ανησυχία και ρεμπελιό. Δεν μπορείς να υποτάξεις το χάος μέσα σου και να δημιουργήσεις τον ακέραιο Λόγο΄ και κλαψουρίζοντας δικαιολογιέσαι: «Δε χωρώ στις φόρμες τις παλιές…». Μα προχωρώντας στο στοχασμό ή την πράξη θα μπορούσες να φτάσεις στα σύνορα τα ηρωικά, όπου άνετα να χωρούν και να δουλεύουν δέκα ψυχές σαν τη ψυχή σου. Θα μπορούσες΄, παίρνοντας μια φορά από τα γνωστά σύμβολα μιας θρησκείας, να ορμήσεις σε δικές σου θεϊκές απόπειρες και να δώσεις αυτό που ζητάς και δεν το ξέρεις: συγχρονισμένη μορφή στα αιώνια πάθη του Θεού και του ανθρώπου.
[…]Κορφή δεν υπάρχει. Υπάρχει μονάχα ύψος. Ανάπαψη δεν υπάρχει. Υπάρχει μόνο αγώνας.
***********************************************************************************************************
Η κάθε στιγμή του Χριστού είναι αγώνας και νίκη. Νίκησε την ακαταμάχητη γοητεία της απλής ανθρώπινης χαράς, νίκησε όλους τους πειρασμούς, μετουσίωνε ολοένα τη σάρκα τη σάρκα σε πνέμα, κι ανηφόριζε. Κάθε εμπόδιο στην πορεία του γινόταν αφορμή κι ορόσημο νίκης. Έχουμε πια ένα πρότυπο μπροστά μας που μας ανοίγει το δρόμο και μας δίνει κουράγιο.
Φυσάει ουρανού και γης και μέσα στην καρδιά μας και στην καρδιά του κάθε ζωντανού μια γιγάντια πνοή, που τη λέμε Θεό. Μια Κραυγή μεγάλη. Το φυτό ήθελε ασάλευτο να κοιμάται δίπλα στα λιμνασμένα νερά’ μα η Κραυγή τινάζουνταν μέσα του, του ταρακουνούσε τις ρίζες: "Φεύγα, αμόλα τη γης, περπάτα!". Αν το δέντρο μπορούσε να στοχαστεί και να κρίνει, θα φώναζε: »Δε θέλω, που με σπρώχνεις; Ζητάς τ’ αδύνατα!» Μα η Κραυγή ταρακονούσε τις ρίζες, ανήλεη, φώναζε: "Φεύγα, αμόλα τη γης, περπάτα!".
Φώναζε χιλιάδες αιώνες’ και να, πεθυμώντας, αγωνιώντας, η ζωή ξέφυγε από το ασάλευτο δέντρο, λυτρώθηκε.
***********************************************************************************************************
Μην πάψεις ποτέ να παλεύεις με το Θεό. Καλύτερη άσκηση δεν υπάρχει. Μα μη θαρρείς πως για να τον παλέψεις με πιο σιγουράδα πρέπει να ξεριζώσεις τις σκοτεινές ρίζες μέσα σου, τα ένστιχτα. Βλέπεις μια γυναίκα και σε κυριεύει φόβος’. Είναι ο Πειρασμός, λες ύπαγε οπίσω μου, Σατανά. Ναι είναι ο Πειρασμός, μα για να τον νικήσεις ένας μονάχα τρόπος υπάρχει: να τον αγκαλιάσεις, να τον γευτείς, να τον σιχαθείς, να μη σε πειράζει πια. Αλλιώς και εκατό χρονών να γίνεις, αν δεν χάρηκες γυναίκα θα ’ρχεται στον ύπνο σου και στον ξύπνο σου και θα λερώνει τον ύπνο σου και την ψυχή σου. Το λέω, το ξαναλέω: όποιος ξεριζώνει το ένστιχτο του ξεριζώνει τη δύναμη του. Γιατί με τον καιρό, με τον χορτασμό, με την άσκηση μπορεί η σκοτεινή αυτή ύλη να γίνει πνέμα.
***********************************************************************************************************
Ένας Κρητικός μου 'λεγε: "Όταν παρουσιαστείς ομπρός στην πόρτα της Παράδεισος και δεν ανοίξει, μην πιάσεις το κρικέλι της πόρτας να χτυπήσεις. Ξεκρέμασε από τον ώμο σου το τουφέκι, ρίξε μια τουφεκιά- Θαρρείς, είπα εγώ, θα φοβηθεί ο Θεός και θ’ ανοίξει; – Όχι, βρε παιδί, δε θα φοβηθεί μα θ’ ανοίξει γιατί θα καταλάβει πως γυρίζεις από πόλεμο".
***********************************************************************************************************
Αλήθεια το θάνατο δεν μπορούμε να τον νικήσουμε’ το φόβο του θανάτου μπορούμε.
***********************************************************************************************************
Λονταρίσια η τροφή που με τάισε ο Νίτσε στην πιο κρίσιμη, την πιο πεινασμένη στιγμή της νιότης’ θράσεψα, δεν μπορούσα πια να χωρέσω στο σημερινό άνθρωπο, όπως τον κατάντησαν. Α! φώναζα αγαναχτισμένος, η παμπόνηρη θρησκεία που μετατοπίζει τις αμοιβές και τιμωρίες σε μελλούμενη ζωή, για να παρηγορήσει τους σκλαβούς, τους κιότηδες, τους αδικημένους, και να μπορέσουν να βαστάξουν αγόγγυστα τη σίγουρη επίγεια ζωή και να σκύβουν υπομονετικά το σβέρκο στους αφεντάδες! Τι οβράικη Αγία Τράπεζα η θρησκεία ετούτη, που δίνεις μια πεντάρα επίγεια ζωή και εισπράττεις αθάνατα εκατομμύρια στην άλλη! Τι απλοϊκότητα, τι πονηριά, τι τοκογλυφία! Όχι, δεν μπορεί να’ ναι λεύτερος που ελπίζει Παράδεισο ή που φοβάται την Κόλαση! Ντροπή πια να μεθάμε στις ταβέρνες της ελπίδας! Ή κάτω στα υπόγεια του φόβου. Πόσα χρόνια και δεν το’ χα καταλάβει, κι έπρεπε να’ ρθει ο άγριος ετούτος προφήτης να μου ανοίξει τα μάτια!
Ως τώρα, όλη την κυβέρνηση του κόσμου την είχαμε εμπιστευτεί στο Θεό’ μπας και ήρθε η σειρά του ανθρώπου ν’ αναλάβει την ευθύνη; Να δημιουργήσουμε ένα κόσμο, τον κόσμο μας, με τον ιδρώτα του προσώπου μας;
***********************************************************************************************************
Ποιος ξέρει, τέτοια πρέπει να’ ναι η προσευκή. Τέτοια κι η ψυχή του ανθρώπου. Να επιστρατεύεις τις ανθρώπινες ελπίδες και τρομάρες και να τις ρίχνεις σαν βέλος σε άφταστο υπεράνθρωπο ύψος. Ορμή και περφάνια, κραυγή μέσα στην αβάσταχτη άναντρη σιγή, λόγχη που στέκεται αλύγιστη, όρθια και δεν αφήνει τον ουρανό να πέσει απάνω στα κεφάλια μας…
Όσο κοίταζα το βέλος αυτό ν’ ανηφορίζει άφοβο στον ουρανό, ένιωθα την ψυχή μου να στερεώνεται, να τεντώνεται και να γίνεται βέλος.
***********************************************************************************************************
Ο Νίτσε μ’ έμαθε να δυσπιστώ σε κάθε αισιόδοξη θεωρία. Ήξερα πως η θηλυκιά καρδιά του ανθρώπου έχει ανάγκη πάντα από παρηγοριά. κι ο νους, ο τετραπέρατος σοφιστής, είναι πάντα έτοιμος να την εξυπηρετήσει. Κάθε θρησκεία που υπόσχεται στον άνθρωπο ό,τι αυτός επιθυμεί άρχισε να μου φαίνεται καταφύγι για τους φοβητσιάρηδες, ανάξιο του αληθινού ανδρός. Είναι ο δρόμος του Χριστού έλεγα, αυτός που φέρνει στη λευτέρωση του ανθρώπου; Ή μπας κι είναι ένα καλά οργανωμένο παραμύθι, που υπόσχεται τον Παράδεισο και την αθανασία, έξυπνα πολύ, με τέχνη πολλή, ποτέ ο πιστός να μην μπορέσει να μάθει αν δεν είναι ο Παράδεισος ετούτος αντικαθρεφτισμός της δίψας μας. Γιατί μονάχα μετά το θάνατο μπορείς να το κρίνεις, και κανένας δε γύρισε μήτε θα γυρίσει από τον Άδη να μας το πει.
***********************************************************************************************************
Στην καρδιά του Θεού κοιμάται ένα σκουλήκι και ονειρεύεται πως δεν υπάρχει Θεός. Αν ανοίξει την καρδιά μου, θα βρεις ένα κακοτράχαλο βουνό κι έναν άνθρωπο ολομόναχο ν’ ανηφορίζει.
Αν τώρα, μεσοχείμωνα, ανθίσεις, ανέμυαλη μυγδαλιά, θα’ ρθει η χιονιά να σε κάψει- Ας με κάψει! αποκρίνεται η μυγδαλιά κάθε άνοιξη.
Μου αρέσει να βλέπω το νου να χτυπάει τον ουρανό, να ζητιανεύει, και να μην του ανοίγει την πόρτα ο Θεός να του δώσει ένα κομμάτι ψωμί.
Όπου πάω κι όπου σταθώ, κρατώ, ανάμεσα στα δόντια μου, σαν φύλλο δάφνη, την Ελλάδα.
***********************************************************************************************************
Μυστήριο σκοτεινό κι ανυπόταχτο η καρδιά του ανθρώπου. Μια στάμνα τρυπημένη, με το στόμα πάντα ανοιχτό, κι όλοι οι ποταμοί της Γης να χυθούν μέσα της απομένει αδειανή και διψασμένη. Η πιο μεγάλη ελπίδα δεν τη γέμισε, θα τη γεμίσει τώρα η πιο μεγάλη απελπισία;
***********************************************************************************************************
Πως μπορεί να’ ναι κανείς ευτυχισμένος μέσα στο ελεεινό ετούτο κορμί-κουβάρι αίμα, κόκαλα, μυαλό, κρέας, βλέννες, σπέρμα, ιδρώτα, δάκρυα κι ακαθαρσία; Πως μπορεί να’ ναι κανείς ευτυχισμένος στο σώμα ετούτο που το κυβερνά η ζήλια, το μίσος, η ψευτιά, ο φόβος, η αγωνία, η πείνα, η δίψα, η αρρώστια, τα γερατειά κι ο θάνατος; Όλα τραβούνε στη φθορά, χόρτα, έντομα, ζώα, άνθρωποι.. κοίταξε πίσω σου εκείνους που δεν υπάρχουν πια.. κοίταξε πίσω σου εκείνους που δεν υπάρχουν ακόμα. Οι άνθρωποι ωριμάζουν σαν τ’ αστάχυα, πέφτουν σαν τ’ αστάχυα, ξαναφυτρώνουν. Οι απέραντοι ωκεανοί ξεραίνουνται, θρύβουνται τα βουνά, το άστρο το πολικό σαλεύει κι οι θεοί εξαφανίζουνται.
***********************************************************************************************************
Ανατέλνουν μέσα στο νου μου οι τέσσερις «μεγάλες άγιες Αλήθειες»: Ο κόσμος ετούτος είναι δίχτυ όπου πιαστήκαμε, ο θάνατος δε μας λυτρώνει, θα ξαναγεννηθούμε. Ας νικήσουμε τη δίψα, ας ξεριζώσουμε την πεθυμιά, ας αδειάσουμε τα σπλάχνα! Μη λέτε: "Θέλω να πεθάνω. Δε θέλω να πεθάνω". Να λέτε: "Δε θέλω τίποτα". Υψώστε το νου σας απάνω από την πεθυμιά και την ελπίδα -και τότε, και ζωντανοί ακόμα- μπορείτε να μπείτε στη μακαριότητα της ανυπαρξίας. Και με το μπράτσο σας θα σταματήσετε τον τροχό των γεννήσεων.
***********************************************************************************************************
Η ψυχή του ανθρώπου είναι ένα ελατήριο φοβερό και επικίντυνο. Μια εκρηκτικιά δύναμη μεγάλη κουβαλούμε, τυλιμένη μέσα στις σάρκες και στα ξίγκια μας, και δεν το ξέρουμε. Και το χειρότερο, δε θέμε να το ξέρουμε.
***********************************************************************************************************
Όμοια λόγιαζα πάντα πως πρέπει, ανάμεσα στους αντιμαχόμενους κομματιασμένους ήρωες της σημερινής τραγωδίας, να υψώνεται ακέραιη, πέρα από τις έχτρες και το πάλεμα, η μελλούμενη αρμονία. Δύσκολος πολύ, μπορεί κι ακατόρθωτος ακόμα, άθλος. Βρισκόμαστε σε μια κοσμοχαλάστρα και κοσμογονική στιγμή, όπου κι οι πιο γενναίες προσωπικές απόπειρες είναι καταδικασμένες, τις περισσότερες φορές, ν’ αποτύχουν. Μα κι οι αποτυχίες αυτές είναι γόνιμες, όχι για μας, παρά για τους ερχόμενους. Ανοίγουν δρόμο και βοηθούν το μελλούμενο να μπει.
***********************************************************************************************************
Μα περισσότερο κι από τις αγωνίες με τυρρανούσαν και με μαύλιζαν, και μάχουμουν να στερεώσω το πρόσωπο τους, οι μεγάλες αόριστες ακόμα μετατοπιζόμενες ελπίδες, που μας κάνουν και στεκόμαστε ακόμα όρθιοι και κοιτάζουμε μπροστά μας, πέρα από την καταιγίδα, τη μοίρα του ανθρώπου μ’ εμπιστοσύνη.
***********************************************************************************************************
Τα ζώα, τα πουλιά, οι άνθρωποι, σε κάθε στροβίλισμα του χορού πετούν τις εφήμερες μάσκες τους, και ξεσκεπάζεται, πίσω απ’ όλες τις μάσκες, το ίδιο πάντα, το αιώνιο πρόσωπο του έρωτα.
***********************************************************************************************************
Ποιος είναι ο Λυτρωμένος; Αυτός που εννοεί, αγαπάει και ζει την ολότητα.
***********************************************************************************************************
Κάποτε, στις φοβερές στιγμές του έρωτα, του μίσους ή του θανάτου, η πλανερή γοητεία αφανίζεται και βλέπουμε τη τρομαχτική όψη της αλήθειας.
***********************************************************************************************************
Τι αλάφρωση όταν η σάρκα δεν περιπλεχτεί με ψυχικές έγνοιες παρά απομένει απάνω στη γης, αγνή, αμόλευτη, σαν το ζώο! Ο χριστιανισμός, στιγματίζοντας ως αμάρτια την ένωση αντρός και γυναικός, τη μόλεψε, κι ενώ πρωτύτερα ήταν άγια πράξη, χαρούμενη υποταγή στο θέλημα του Θεού, κατάντησε στην περίτρομη ψυχή του χριστιανού αμαρτία. Ένα μήλο κόκκινο ήταν πριν από το Χριστό ο έρωτας. Ήρθε ο Χριστός, κι ένα σκουλήκι μπήκε μέσα στο μήλο και το τρώει.
***********************************************************************************************************
Τότε μονάχα δύο αγαπιούνται τέλεια, όταν ο ένας φωνάζει τον άλλο: ω εγώ μου!
***********************************************************************************************************
Ν’ απαρνηθείς τις χαρές της ζωής, να θυσιάσεις τα μικρά μαργαριτάρια για ν’ αποχτήσεις το Μέγα Μαργαριτάρι. Να παρατήσεις το στρωτό δρόμο που οδηγάει στην εύκολη ευτυχία και να πάρεις τον άγριο ανηφορικό δρόμο, που ανάμεσα σε δύο γκρεμούς, ανεβαίνει στη θεϊκιά παραφροσύνη. Να διαλέξεις, με τη θέλησή σου, το αδύνατο.
***********************************************************************************************************
Μονάχα με την ελπίδα φτάνουμε στο ανέλπιδο.
***********************************************************************************************************
Ένας μονάχα τρόπος υπάρχει να σωθείς: να σώσεις ή ακόμα και αυτό φτάνει, ν’ αγωνιστείς για να σώσεις. Κι ακόμα ετούτο: πως ο κόσμος δεν είναι φάντασμα, είναι αληθινός, κι η ψυχή του ανθρώπου δεν είναι, όπως μου αρμήνευσε ο Βούδας, ντυμένη με άνεμο, είναι ντυμένη με κρέας.
Μα όταν μοχτούσα να πάρω απόφαση, το μυαλό, θυμούμαι, αντιστέκουνταν πολύ. Ήταν ακόμα τυλιμένο με το κίτρινο ράσο του Βούδα: "Αυτό που σκοπεύεις να κάμεις, έλεγε στην καρδιά μου, είναι μάταιο. Ο κόσμος όπως τον λαχταρίζεις, να μην πεινάει, να μην κρυώνει, να μην αδικιέται κανένας, δεν υπάρχει, δε θα υπάρξει ποτέ". Μα η καρδιά, την άκουγα βαθιά μου να του αποκρίνεται: "Δεν υπάρχει, μα θα υπάρξει, γιατί το θέλω. Σε κάθε χτυποκάρδι μου το πεθυμώ και το θέλω. Πιστεύω σ’ έναν κόσμο που δεν υπάρχει. Μα πιστεύοντας τον, τον δημιουργώ. ΑΝΥΠΑΡΧΤΟ ΛΕΜΕ Ο,ΤΙ ΔΕΝ ΠΕΘΥΜΗΣΑΜΕ ΑΡΚΕΤΑ».
Η απόκριση ετούτη της καρδιάς με ανατάραξε. Αν είναι αλήθεια αυτό που λέει, τι φοβερή ευθύνη έχει ο άνθρωπος για όλες τις αδικίες και τις ντροπές του κόσμου.
***********************************************************************************************************
Αν η πραγματικότητα δεν παίρνει τη μορφή που θέμε, εμείς φταίμε. Ό,τι δεν πεθυμήσαμε αρκετά, αυτό το λέμε ανύπαρχτο. Πεθύμησέ το, πότισέ το με το αίμα σου, με τον ιδρώτα και τα δάκρυα, και θα πάρει κορμί. Η πραγματικότητα τίποτ’ άλλο δεν είναι πάρα η υποταγμένη στην πεθυμιά μας και στον πόνο μας χίμαιρα.
***********************************************************************************************************
Είχαν δίκιο οι πρώτοι χριστιανοί να μη θεν' να ζωγραφίσουν την Παναγιά όμορφη. Γιατί, μαυλισμένος από την ομορφιά της, ξεχνάς πως είναι μάνα του Θεού.
***********************************************************************************************************
Ποιος μπορεί να ‘χει εμπιστοσύνη στη Μοίρα. Δεν είναι τυφλή, τυφλώνει.
***********************************************************************************************************
Ποιος ο σκοπός; μη ρωτάς, κανένας δεν το ξέρει, μήτε ο Θεός. Γιατί κι αυτός προχωράει μαζί μας, ψάχνοντας, κιντυνεύοντας, αγωνιζόμενος. Υπάρχει πείνα, αδικία, σκοτάδι, πολύ στην καρδιά, δεν είναι ετούτα που θωράς φαντάσματα, όσο κι αν φυσήξεις δε θα σκορπίσουν, είναι σάρκα και κόκαλα, άγγιξε τα, υπάρχουν. Δεν ακούς μια κραυγή στον αγέρα; Φωνάζουν. Τι φωνάζουν; Βοήθεια! Ποιον φωνάζουν; Εσένα! Εσένα, τον κάθε άνθρωπο! Σήκω απάνω. Το χρέος μας δεν είναι να ρωτούμε παρά να πιαστούμε όλοι χέρι με χέρι και ν’ ανηφορίζουμε.
***********************************************************************************************************
Όλη η Γης είναι μια Πομπηία λίγη ώρα πριν από την έκρηξη. Τι χρησιμεύει μια τέτοια γης, με τις αδιάντροπες γυναίκες, με τους άπιστους άντρες, με τις ατιμίες, τις αδικίες, και τις αρρώστιες; Γιατί να ζούνε όλοι ετούτοι οι έξυπνοι εμπόροι, οι ανθρωποφάγοι, σακαράκες, οι μεταπράτες παπάδες, οι μαστροποί και οι σακάτηδες; Γιατί να μεγαλώσουν όλα ετούτα τα παιδιά και να καθίσουν κι αυτά στη θέση που κάθονται οι γονέοι τους, στις ταβέρνες, στις φάπρικες, στα πορνεία; Όλη ετούτη η ύλη εμποδάει το πνέμα να περάσει. Ό,τι πνέμα είχε το ξόδεψε δημιουργώντας ένα λαμπρό πολιτισμό, ιδέες, θρησκείες, τέχνη και τέχνες, επιστήμη, πράξη. Τώρα ξεθυμάνε. Ας έρθουν οι βάρβαροι να καθαρίσουν το φραμένο δρόμο, ν’ ανοίξουν καινούρια κοίτη στο πνέμα.
***********************************************************************************************************
Πολεμώ ν ’αγκαλιάσω όσο μπορώ, αλάκερο τον κύκλο της ανθρώπινης ενέργειας και να μαντέψω τον άνεμο που σπρώχνει όλα ετούτα τα κύματα των ανθρώπων προς τ’ απάνω. Σκύβω στο μικρό αδιόρατο τόξο του απέραντου κύκλου, στην εποχή όπου ζω και μάχουμαι να δω καθαρά το σύγχρονο χρέος. 'Ετσι μονάχα ο άνθρωπος μπορεί μέσα στην εφήμερη στιγμή της ζωής του να εκτελέσει κάτι αθάνατο, γιατί συνεργάζεται μ’ έναν αθάνατο ρυθμό.
***********************************************************************************************************
Μεγάλη σημασία δεν έχει τι πρόβλημα σε τυραννάει, μικρό ή μεγάλο. Σημασία έχει μονάχα να τυραννιέσαι, να βρεις αφορμή να τυραννιέσαι! Δηλαδή να γυμνάζεις το νου σου, να μη σε αποβλακώνει η βεβαιότητα, να βρίσκεις μπροστά σου μια πόρτα κλειστή και να μάχεσαι να την ανοίξεις. «Δεν μπορώ να ζω χωρίς βεβαιότητα», λέει ο άνθρωπος που βιάζεται να βολευτεί, να βρει σίγουρο χώμα να πατήσει, να τρώει και να μη βλέπει πίσω από το ψωμί που τρώει αρίφνητα στόματα ανοιχτά που πεινούνε. "Δε θέλω, δε μπορώ να ζω χωρίς αβεβαιότητα» φωνάζουν άλλοι, δεν τρων με αναπαμένη τη συνείδηση, δεν κοιμούνται χωρίς βραχνά, δεν λεν': "Ο κόσμος ετούτος δεν έχει ψεγάδι, ας μην αλλάξει στον αιώνα τον άπαντα!" Αυτοί, ας είναι καλά, είναι το αλάτι του Θεού και δεν αφήνουν τη ψυχή να σαπίσει.
***********************************************************************************************************
Τα δάκρυα των ανθρώπων μπορούν να γυρίσουν όλους τους νερόμυλους της γης, μα το νερόμυλο του Θεού δεν τον γυρίζουν». Η αγάπη και η συμπόνια είναι θυγατέρες του ανθρώπου, όχι του Θεού! Μα ας είναι καλά ο καιρός, αυτός μας λυπάται. Ένα σφουγγάρι είναι ο καιρός και σβήνει και γρήγορα το νέο ανοιξιάτικο χορτάρι θα σκεπάσει τις ταφόπετρες, κι η ζωή θα ξαναπάρει, αγκομαχώντας, τον ανήφορο.
***********************************************************************************************************
Γιατί πιστεύοντας με πάθος κάτι που δεν υπάρχει ακόμα, το δημιουργούμε. Ανύπαρχτο είναι ό,τι δεν πεθυμήσαμε αρκετά, ό,τι δε ποτίσαμε αρκετά με το αίμα μας, για να μπορέσει να πάρει ανάκαρα να δρασκελίσει το σκοτεινό κατώφλι της ανυπαρξίας.
***********************************************************************************************************
Έρωτας ελευτερίας, να μην καταδέχεσαι, μήτε για τον παράδεισο ακόμα, να σκλαβώνεις τη ψυχή σου. Παιχνίδι παλικαρίσιο απάνω από την αγάπη και τον πόνο, απάνω από το θάνατο. Να συντρίβεις τα παλιά καλούπια, και τα πιο ιερά, όταν πια δε σε χωρούν.
***********************************************************************************************************
Κοιτάζοντας τους Κρητικούς, ξέρεις πως αν δεν γίνεις άνθρωπος φταίς εσύ μονάχα. Γιατί το αψηλό είδος αυτό, ο Άνθρωπος, υπάρχει, παρουσιάστηκε στη γης, και δεν έχει δικαιολογητικό ο ξεπεσμός και η αναντρία. Στην Κρήτη, μια ψυχή που δεν καταδέχεται να ξεγελάσει τον εαυτό της ή τους άλλους αντικρίζει πρόσωπο με πρόσωπο όσο πουθενά αλλού, τη μονοβύζα θεά που δεν κάνει χατίρια, που δεν κάθεται στα γόνατα κανενός, μήτε θεού, μήτε ανθρώπου, την Ευθύνη.
***********************************************************************************************************
Δεν μπορεί ο άνθρωπος, έλεγα, να νικήσει τις κακομοιριές και τις ατέλειες του; Μπορεί! Ντροπή να δέχουμαι παθητικά ό,τι μου ’δωκε η φύση. Θα σηκώσω κεφάλι!
***********************************************************************************************************
Πολλές φορές πεθύμησα να γράψω το βίο και την πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, ενός γέρου εργάτη που πολύ αγάπησα. Στη ζωή μου οι πιο μεγάλοι μου ευεργέτες στάθηκαν τα ταξίδια και τα ονείρατα· από τους ανθρώπους, ζωντανούς και πεθαμένους, πολύ λίγοι βοήθησαν στον αγώνα μου. Όμως, αν ήθελα να ξεχωρίσω ποιοι άνθρωποι αφήκαν βαθύτερα τ’ αχνάρια τους στην ψυχή μου, ίσως να ξεχώριζα τρεις τέσσερις: τον Όμηρο, τον Μπέρξονα, το Νίτσε και το Ζορμπά. Ο πρώτος στάθηκε για μένα το γαληνό κατάφωτο μάτι – σαν το δίσκο του ήλιου – που φωτίζει με απολυτρωτική λάμψη τα πάντα· ο Μπέρξονας με αλάφρωσε από άλυτες φιλοσοφικές αγωνίες που με τυραννούσαν στα πρώτα νιάτα· ο Νίτσε με πλούτισε με καινούργιες αγωνίες και μ’ έμαθε να μετουσιώνω τη δυστυχία, την πίκρα, την αβεβαιότητα σε περηφάνεια· κι ο Ζορμπάς μ’ έμαθε ν’ αγαπώ τη ζωή και να μη φοβούμαι το θάνατο…
***********************************************************************************************************
Η δυαδική υπόσταση του Χριστού στάθηκε για μένα πάντα βαθύ, ανεξερεύνητο μυστήριο· η λαχτάρα, η τόσο ανθρώπινη, η τόσο υπεράνθρωπη, να φτάσει ο άνθρωπος ως το Θεό – ή πιο σωστά: να επιστρέψει ο άνθρωπος στο Θεό και να ταυτισθεί μαζί του· η νοσταλγία αυτή, η τόσο μυστική και συνάμα τόσο πραγματική, άνοιγε μέσα μου πληγές και πηγές μεγάλες. Από τη νεότητά μου η πρωταρχική αγωνία μου, από όπου πήγαζαν όλες μου οι χαρές κι όλες μου οι πίκρες, ήταν τούτη: η ακατάπαυτη, ανήλεη πάλη ανάμεσα στο πνέμα και στη σάρκα. Μέσα μου παμπάλαιες ανθρώπινες και προανθρώπινες σκοτεινές δυνάμεις του Πονηρού· μέσα μου παμπάλαιες ανθρώπινες και προανθρώπινες φωτερές δυνάμεις τού Θεού· κι η ψυχή μου ήταν η παλαίστρα όπου οι δύο τούτοι στρατοί χτυπιούνταν κι έσμιγαν. Αγωνία μεγάλη· αγαπούσα το σώμα μου, και δεν ήθελα να χαθεί· αγαπούσα την ψυχή μου, και δεν ήθελα να ξεπέσει· μαχόμουν να φιλιώσω τις δύο αυτές αντίδρομες κοσμογονικές δυνάμες, να νιώσουν πως δεν είναι οχτροί, είναι συνεργάτες, και να χαρούν, να χαρώ κι εγώ μαζί τους, την αρμονία.
Κάθε άνθρωπος είναι θεάνθρωπος, σάρκα και πνέμα· να γιατί το μυστήριο του Χριστού δεν είναι μονάχα μυστήριο μιας ορισμένης θρησκείας· είναι πανανθρώπινο· σε κάθε άνθρωπο ξεσπάει η πάλη Θεού και ανθρώπου και συνάμα η λαχτάρα της φίλιωσης. Τις περισσότερες φορές η πάλη αυτή είναι ασύνειδη, βαστάει λίγο, δεν αντέχει μια αδύνατη ψυχή να αντιστέκεται καιρό πολύ στην σάρκα· βαραίνει, γίνεται και αυτή σάρκα, κι ο αγώνας παίρνει τέλος. Μα στους υπεύθυνους ανθρώπους, που έχουν μερόνυχτα καρφωμένα τα μάτια τους στο ανώτατο Χρέος, η πάλη ανάμεσα στη σάρκα και στο πνέμα ξεσπάει χωρίς έλεος και μπορεί να βαστάξει ως το θάνατο.
Ποτέ δεν ακολούθησα με τόσο τρόμο την αιματωμένη πορεία του στο Γολγοθά, ποτέ δεν έζησα με τόση ένταση, με τόση κατανόηση αγάπη το Βίο και τα Πάθη τού Χριστού, όσο τις μέρες και τις νύχτες που έγραφα τον Τελευταίο Πειρασμό. Γράφοντας την εξομολόγηση ετούτη της αγωνίας και της μεγάλης ελπίδας του ανθρώπου ήμουν συγκινημένος τόσο που τα μάτια μου βούρκωναν· δεν είχα νιώσει ποτέ με τόση γλύκα, με τόσο πόνο να πέφτει στάλα στάλα το αίμα του Χριστού στην καρδιά μου.
Γιατί ο Χριστός, για ν’ ανέβει στην κορυφή της θυσίας, στο Σταυρό, στην κορυφή της εξαΰλωσης, στο Θεό, πέρασε όλα τα στάδια του αγωνιζόμενου ανθρώπου. Όλα, και γι’ αυτό κι ο πόνος του μας είναι τόσο γνώριμος και τον πονούμε, κι η τελική νίκη του μας φαίνεται τόσο και δικιά μας μελλούμενη νίκη. Ό,τι είχε βαθιά ανθρώπινο ο Χριστός, μας βοηθάει να τον καταλάβουμε και να τον αγαπήσουμε και να παρακολουθούμε τα Πάθη του σαν να’ ταν δικά μας πάθη. Αν δεν είχε μέσα του το ζεστό ανθρώπινο στοιχείο, δε θα μπορούσε ποτέ με τόση σιγουράδα και τρυφερότητα να αγγίξει την καρδιά μας· και δε θα μπορούσε να γίνει πρότυπο στη ζωή μας. Αγωνιζόμαστε κι εμείς, τον βλέπουμε κι αυτόν να αγωνίζεται και παίρνουμε κουράγιο· βλέπουμε, δεν είμαστε ολομόναχοι στον κόσμο, αγωνίζεται κι αυτός μαζί μας.
***********************************************************************************************************
Όταν άρχισα, τώρα στα γεράματα, να γράφω τον Καπετάν Μιχάλη, o κρυφός σκοπός μου ήταν τούτος: να σώσω, ντύνοντάς το βιβλίο με λέξεις, το δράμα του κόσμου όπως το πρωταντίκρισαν και το δημιούργησαν τα παιδικά μου μάτια. Κι όταν λέω το δράμα του κόσμου, θέλω να ειπώ το δράμα της Κρήτης. Aμ’ ξέρω τι γίνουνταν, την εποχή εκείνη, στ’ άλλα παιδιά της λευτερωμένης Ελλάδας μα τα παιδιά της Κρήτης. Ανάπνεαν έναν αέρα τραγικό στα ηρωικά και μαρτυρικά χρόνια του Καπετάν Μιχάλη, ήταν οι Τούρκοι που πατούσαν ακόμα τα χώματά μας και συνάμα άρχιζαν ν’ ακούγουνται, vα ζυγώνουν τα ματωμένα φτερά της λευτεριάς. Στην κρίσιμη αυτή μεταβατική στιγμή, τη γεμάτη πυρετό κι ελπίδες, τα παιδιά της Κρήτης γίνουνταν γρήγορα άντρες, οι ανύπνωτες έγνοιες των μεγάλων γύρα τους για την πατρίδα, για τη λευτεριά, για το Θεό που προστατεύει τους Χριστιανούς, για το Θεό που σηκώνει το σπαθί του να διώξει τους Τούρκους, κατασκέπαζαν τις συνηθισμένες χαρές και στενοχώριες του παιδιού.
Από πολύ νωρίς, ζώντας την έτοιμη κάθε στιγμή να ξεσπάσει σύγκρουση, είχαμε ψυχανεμιστεί πώς στον κόσμο τούτον δυο μεγάλες δυνάμεις παλεύουν: ο Χριστιανός κι ο Τούρκος, το Καλό και το Κακό, η Ελευτεριά κι η Τυραννία και πώς η ζωή δεν είναι παιχνίδι, είναι αγώνας κι ακόμα τούτο, πώς θα ‘ρθει μέρα που θα πρέπει να μπούμε κι εμείς στον αγώνα. Το ‘χαμε πάρει απόφαση από πολύ μικροί πώς ήταν γραφτό μας, αφού γεννηθήκαμε Κρητικοί, το Πρέπει αυτό να κυβερνάει τη ζωή μας.
Από τη στιγμή πού άρχισε το μυαλό μας να ξυπνάει, βλέπαμε τους Χριστιανούς και τους Τούρκους να ταυροκοιτάζουνται και να στρίβουν τα μουστάκια τους αγριεμένοι, βλέπαμε τους νιζάμηδες να περνούν Αρματωμένοι τους δρόμους και να μανταλώνουν οι Χριστιανοί τις πόρτες τους βλαστημώντας, ακούγαμε τους γέρους να μιλούν για σφαγές, παλικαριές και πολέμους, για λευτεριά κι Ελλάδα, και καμαρώναμε, να κατεβαίνουν από τα βουνά, με τις φουφούλες βράκες τους, με τ’ άσπρα στιβάνια τους, με το μαυρομάνικο παραχωμένο στη ζώνη, οι γέροι καπεταναίοι, σαν αγαθά θεριά, και να κυκλοφορούν στα στενά σοκάκια του Μεγάλου Κάστρου.
Ο Θεός μας, είχε πάρει το πρόσωπο και το μπόι γέρου πολεμιστή φορούσε κι αυτός φουφούλα βράκα, κρατούσε κι αυτός μαχαίρι κι έφερνε γύρα το Κάστρο, οι μεγάλοι δεν τον έβλεπαν, μα εμείς, όταν γυρίζαμε από τη δασκάλα, ντάλα μεσημέρι, έρχουνταν μέρες που ξεχωρίζαμε τ’ άρματά του να γυαλίζουν μέσα στους σκοτεινούς τούρκικους μαχαλάδες.
Κι όταν έρχουνταν η Μεγάλη Βδομάδα, η καρδιά μας αγρίευε, μέσα στην παιδική φαντασία μας ταυτίζουνταν τα Πάθη του Χρίστου με τα πάθη της Κρήτης και τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου, πίσω από τους ώμους του Χριστού, βλέπαμε ν’ ανασταίνεται κι η Κρήτη και τη Μεγάλη Παρασκευή δεν ήταν για μας η Μαρία η Μαγδαληνή που σωριάζουνταν στα πόδια του Σταυρωμένου και σκούπιζε με τα μαλλιά της τ’ άγια αίματα, ήταν ή Κρήτη, καταματωμένη, πού θρηνούσε και τον παρακαλούσε ν’ αναστηθεί κι αυτή μαζί του.
Ζούσαν τα Κρητικόπουλα, τα χρόνια εκείνα, βαθιά, βουβά, τον κίντυνο, έσφιγγαν τις μικρές γροθιές τους και περίμεναν να μεγαλώσουν, να καταλάβουν καλά τί νόημα είχαν όλα ετούτα — πόλεμοι, σφαγές, λευτεριά, Ελλάδα— και να μπουν κι αυτά, ακολουθώντας τον κύρη τους και τον παππού τους, στη μάχη. Κυκλωμένα με τέτοιες φλόγες περνούσαν τα παιδικά μας χρόνια.
Το Μεγάλο Κάστρο δεν ήταν την εποχή εκείνη ένα μπουλούκι σπίτια, μαγαζιά και στενοσόκακα, στριμωγμένο σ’ ένα άκρογιάλι της Κρήτης, κυματοδαρμένο από ένα ακατάπαυτα άγριο πέλαγο κι οι ψυχές που το κατοικούσαν, δεν ήταν ακέφαλο ή πολυκέφαλο ρίμπελο τσούρμο από άντρες και γυναικόπαιδα, που σπατάλευαν όλη τους τη δύναμη οι καθημερινές έγνοιες τον ψωμιού, τον παιδιού, της γυναίκας.
***********************************************************************************************************
Πώς να πιστέψουν οι άπιστοι τι θάματα μπορεί να γεννήσει η πίστη; Ξεχνούν πως η ψυχή του ανθρώπου γίνεται παντοδύναμη, όταν συνεπαρθεί από μια μεγάλη ιδέα. Τρομάζεις όταν, ύστερα από πικρές δοκιμασίες, καταλαβαίνεις πως μέσα μας υπάρχει μια δύναμη που μπορεί να ξεπεράσει τη δύναμη του ανθρώπου. Τρομάζεις, γιατί δεν μπορείς πια να βρεις δικαιολογίες για τις ασήμαντες ή άνανδρες πράξεις σου, ρίχνοντας το φταίξιμο στους άλλους. Ξέρεις πως εσύ, όχι η μοίρα, όχι η τύχη, μήτε οι άνθρωποι γύρω σου, εσύ μονάχα έχεις, ό,τι και αν κάμεις, ό,τι και αν γίνεις ακέραιη την ευθύνη. Και ντρέπεσαι τότε να γελάς, ντρέπεσαι να περγελάς αν μια φλεγόμενη ψυχή ζητάει το αδύνατο. Καλά πια καταλαβαίνεις πως αυτή 'ναι η αξία του ανθρώπου: να ζητάει και να ξέρει πως ζητάει το αδύνατο· και να 'ναι σίγουρος πως θα το φτάσει, γιατί ξέρει πως αν δε λιποψυχήσει, αν δεν ακούσει τι του κανοναρχάει η λογική, μα κρατάει με τα δόντια την ψυχή του κι εξακολουθεί με πίστη, με πείσμα να κυνηγάει το αδύνατο, τότε γίνεται το θάμα, που ποτέ ο αφτέρουγος κοινός νους δε μπορούσε να το μαντέψει: το αδύνατο γίνεται δυνατό.
http://romantikosoneirovatis.blogspot.com/2018/09/blog-post_22.html
=====================
"O σιωπών δοκεί συναινείν"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.