Ε, ωραίο είναι, που ζεις ακόμα. Δεν αποφάσισες ακόμα να εκτεθείς, γι’ αυτό δεν ξέρεις τι σου γίνεται... Να εκθέσεις τη μοναδικότητά σου, τη μοναξιά σου και τις προσωπικές σου σκέψεις, όχι αυτές που σου επιβάλλει η κοινωνία αλλά εκείνες τις μυστικές σου, που γεννιούνται τις νύχτες της αγρύπνιας από τις πιο βαθιές σπηλιές του είναι σου...
Δηλαδή, θέλω να πω, να εκθέσεις την ελευθερία σου επί της ουσίας και όχι συμβολικά, κατάλαβες; Δεν μπορούμε ν’ αρνηθούμε την απλή καθημερινή ζωή των ανθρώπων.
Η ζωή μας μια φορά μας δίνεται, άπαξ, που λένε, σα μια μοναδική ευκαιρία. Τουλάχιστον μ’ αυτή την αυτόνομη μορφή της δεν πρόκειται να ξαναϋπάρξουμε ποτέ. Και μεις τι την κάνουμε, ρε, αντί να τη ζήσουμε; Τι την κάνουμε; Τη σέρνουμε από δω κι από κει δολοφονώντας την... Οργανωμένη κοινωνία, οργανωμένες ανθρώπινες σχέσεις. Μα αφού είναι οργανωμένες, πώς είναι σχέσεις; Σχέση σημαίνει συνάντηση, σημαίνει έκπληξη, σημαίνει γέννα συναισθήματος
Έτσι, μ’ αυτή την κωλοεφεύρεση που τη λένε ρολόι, σμπρώχνουμε τις ώρες και τις μέρες μας σα να μας είναι βάρος, και μας είναι βάρος, γιατί δε ζούμε, κατάλαβες; Όλο κοιτάμε το ρολόι, να φύγει κι αυτή η ώρα, να φύγει κι αυτή η μέρα, να έρθει το αύριο, και πάλι, φτου κι απ’ την αρχή.
Χωρίσαμε τη μέρα σε πτώματα στιγμών, σε σκοτωμένες ώρες που τις θάβουμε μέσα μας, μέσα στις σπηλιές του είναι μας, στις σπηλιές όπου γεννιέται η ελευθερία της επιθυμίας, και τις μπαζώνουμε με όλων των ειδών τα σκατά και τα σκουπίδια που μας πασάρουν σαν «αξίες», σαν «ανάγκες», σαν «ηθική», σαν «πολιτισμό».
Κάναμε το σώμα μας ένα απέραντο νεκροταφείο δολοφονημένων επιθυμιών και προσδοκιών, αφήνουμε τα πιο σημαντικά, τα πιο ουσιαστικά πράγματα, όπως να παίξουμε και να κουβεντιάσουμε με τα παιδιά και τα ζώα, με τα λουλούδια και τα δέντρα, να παίξουμε και να χαρούμε μεταξύ μας, να κάνουμε έρωτα, ν’ απολαύσουμε τη φύση, τις ομορφιές του ανθρώπινου χεριού και του πνεύματος, να κατεβούμε τρυφερά μέσα μας, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και τον διπλανό μας...
Όλα, όλα, τ’ αφήνουμε γι’ αυτό το αύριο που δε θα έρθει ποτέ...
Μόνο όταν ο θάνατος χτυπήσει κάποιο αγαπημένο μας πρόσωπο, πονάμε, γιατί συνήθως σκεφτόμαστε πως θέλαμε να του πούμε τόσα σημαντικά πράγματα, όπως πόσο τον αγαπούσαμε, πόσο σημαντικός ήταν για μας...
Όμως τ’ αφήσαμε γι’ αύριο... Για να πάμε πού; Αφού ανατέλλει, δύει ο ήλιος και δεν πάμε πουθενά αλλού, παρά στο θάνατο, και μεις, αντί να κλαίμε το δειλινό γιατί χάθηκε άλλη μια μέρα απ’ τη ζωή μας, χαιρόμαστε.
Ξέρεις γιατί; Γιατί η μέρα μας είναι φορτωμένη με οδύνη, αντί να είναι μια περιπέτεια, μια σύγκρουση με τα όρια της ελευθερίας μας.
Την καταντήσαμε έναν καθημερινό, χωρίς καμιά ελπίδα ανάστασης, θάνατο, διότι αυτός είναι ο θάνατος.
Ο άλλος, όταν γεράσουμε σε αρμονία και ελευθερία με τον εαυτό μας, όταν δηλαδή παραμείνουμε εμείς, δεν είναι θάνατος, είναι μετάβαση, είναι διάσπαση σε μύριες άλλες ζωές, στις οποίες, αν εδώ, σε τούτη τη μορφή ζωής είσαι ζωντανός, αν δε δολοφονήσεις την ουσία σου, εκεί θα δώσεις χάρη και ομορφιά, όπως η Μαρία που φούνταρε προχτές από την ταράτσα για να μην πεθάνει.
Ήρθανε να την πάρουνε, και η Μαρία είπε το όχι με τον πιο αμετάκλητο τρόπο... Πήγαμε στην κηδεία της και κει άκουσα τον παπά να λέει. «Χους εί και εις χουν απελεύσει», και τότε κατάλαβα πως η Μαρία σώθηκε. Του χρόνου, όλα τα στοιχεία της, που τα κράτησε ζωντανά σε τούτη τη μορφή ζωής, θα γίνουν πανσέδες, δέντρα, πουλιά, ποτάμια...
Σ’ αυτό τον τόπο όλα τα πράγματα που πάραξε ο άνθρωπος έχουν μιαν αλαφράδα, μια οικειότητα, στοργή και αγάπη για τη ζωή, άλλο πράμα....
Ακόμα κι ο χριστιανισμός, που σε άλλους τόπους, όταν έγινε εξουσία, πέρασε από φωτιά και σίδερο όσους είχαν επιφυλάξεις ή σκάλιζαν τα πράγματα πέρα από «τας αγίας γραφάς», ή δεν παπαγάλιζαν σωστά όσα διακήρυχνε ο κάθε πάπας ή αρχιεπίσκοπος, όπως και η καθοδήγησή μας, άλλωστε-βλέπεις, το νταβατζιλίκι είναι η μοίρα όλων των εξουσιών- εδώ, σε τούτον τον τόπο, παρέμεινε βασικά ανθρώπινος.
Οι άγιοί μας είναι, να πούμε, κάτι ανάμεσα σε φιλαράκια, κουμπάρους και πολιτευτές, τους ζητάμε ρουσφέτια, εκδουλεύσεις, κι άμα δε μας κάνουνε τη χάρη, τους γαμούμε το κέρατο, που λένε. Είναι, να πούμε, σκιές ζωής. Οι πιο σοβαροί είναι αντίγραφα των πολιτικών μας νταβατζήδων, των βουλευτών, θέλουν λιβάνια, υποταγή και τα ρέστα.
Η μόνη που δεν ασκεί εξουσία είναι η Παναγιά, αυτή η γυναίκα του λαού μας, που δίνει, δίνει, χωρίς να διεκδικεί για τον εαυτό της παρά τη λαχτάρα. Η μάνα που βλέπει το παιδί της να φεύγει σα βέλος μπροστά της, κι αυτή να λαχταράει, να τρομάζει για να καταλάβει αυτό το άγνωστο, το καινούριο που έφερε στον κόσμο, και που είναι ταυτόχρονα σάρκα της και ξένο.
Είναι η πιο τραγική μορφή του ανθρώπινου είδους, γι’ αυτό σ’ όλη την ανθρώπινη ιστορία η εξουσία και η μάνα είναι τα κεντρικά πρόσωπα κάθε τραγωδίας, μόνο που η μάνα είναι ο αποδέκτης του πόνου, ενώ η εξουσία ο φορέας του. Ακόμα κι ο χριστιανισμός απογύμνωσε τη μάνα από κάθε εξουσία.
O δρόμος του επαναστάτη είναι μοναδικός και μοναχικός.
Κάθε μέρα ήταν και η τελευταία της ζωής του.
Κάθε μέρα, στη λίστα για το μεγάλο πέρασμα.
Κάθε μέρα και μια απουσία.
Στο βραδινό προσκλητήριο τα «παρών» όλο και λιγόστευαν…
Πέτρινα χρόνια-σκληρά.
Πιο σκληρά κι από την πέτρα που έσπαγε με τη βαριά
μέχρι να γίνει χαλίκι.
Χαλίκι που έστρωνε για να γίνουν δρόμοι
που δεν πήγαιναν πουθενά.
Ταξίδεψε… πολύ… και «πολλών ανθρώπων είδεν άστεα». Αμέτρητες οι μεταγωγές. Αρίστευσε στην… πατριδογνωσία!
Αγωνίστηκε για να πετύχει μια πράσινη τόση δα, γραμμούλα, χαραγμένη στο τοίχο του λευκού κελιού που τον τύφλωνε.
Οραματίστηκε μια κοινωνία που θα κάνει οίστρο της ζωής το φόβο του θανάτου…
Έπαιξε με το θάνατο συνεπαρμένος από τους μύθους του, από τα οράματά του, από την αγάπη του για τη ζωή, για τον άνθρωπο και τη λευτεριά του.
Ελεύθερος πια, καταπιάστηκε να ιστορήσει τη ζωή και την εποχή του.
Ποταμός σοφίας τα λόγια του αποκαλύπτουν με τρόπο που συνταράζει το αληθινό νόημα του προορισμού μας.
Δεκαεπτά ηχογραφημένες ενότητες
σε συνδυασμό με πρωτότυπες μουσικές συνθέσεις
αποτελούν το περιεχόμενο του cd:
1. Θέλω να σου μιλήσω για τα παλιά…
2. Ήμασταν όλοι μελλοθάνατοι
3. Σαν κάναμε τους βράχους χαλίκι…
4. Κάθε άνθρωπος μια ξεχωριστή ιστορία
5. Οίστρος της ζωής ο φόβος του θανάτου
6. Επιτέλους άνθρωπος
7. Η μεγαλύτερη απώλεια και μοναξιά
8. Κάθε πρωινό μία έκπληξη – Κάθε νύχτα ένα μεγάλο μυστήριο 9. Η ηλιαχτίδα
10. Στην απομόνωση
11. Στο ηλιακό
12. Πως φτώχυναν όλα…
13. Η ζωή μας μια φορά μας δίνεται
14. Η μοναδικότητα κάθε ανθρώπου
15. Το σύστημα του παραλόγου
16. Υποταγή της γλώσσας – Υποταγή του ανθρώπου
17. Το αλάθητο μιας μαργαρίτας
Οι πρωτότυπες μουσικές γέφυρες είναι του Βαγγέλη Μπόντα.
Ο Χρόνης Μίσσιος γεννήθηκε στην Καβάλα το 1930, από γονείς καπνεργάτες, και έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια στα Ποταμούδια, μια γειτονιά γεμάτη πρόσφυγες, καπνεργάτες από τη Θάσο και παράνομους κομμουνιστές κυνηγημένους από τη δικτατορία του Μεταξά. Αυτή την περίοδο, η οικογένειά του καταφεύγει στη Θεσσαλονίκη και ο Μίσσιος δουλεύει μικροπωλητής, με κασελάκι, στο λιμάνι. Το σχολείο το σταμάτησε στη δεύτερη τάξη του δημοτικού.
Από τα Γιαννιτσά, όπου τον στέλνει ο Ερυθρός Σταυρός μαζί με άλλα παιδιά για να γλιτώσουν από την πείνα της Κατοχής, περνάει στους αντάρτες. Με την απελευθέρωση επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη και οργανώνεται στον Δημοκρατικό Στρατό Πόλεων. Το 1947 συλλαμβάνεται, βασανίζεται και καταδικάζεται σε θάνατο.
Έζησε εννιά μήνες περιμένοντας κάθε πρωί να τον εκτελέσουν και γλίτωσε τον θάνατο χάρη σ'ένα τυχαίο γεγονός. Έκτοτε, μέχρι και τον Αύγουστο του 1973 (αμνηστία του Παπαδόπουλου) περνάει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε φυλακές και εξορίες, ως πολιτικός κρατούμενος (Μακρονήσι, Άι- Στράτης, Αβέρωφ, Κέρκυρα, Κορυδαλλός, κ.ά.) Εκεί μαθαίνει ανάγνωση και γραφή.
Ένα "διάλειμμα" ελευθερίας, μεταξύ 1962 και 1967, τον βρίσκει στέλεχος της νεολαίας της ΕΔΑ, μέλος της πενταμελούς γραμματείας της Δ.Ν. Λαμπράκη και, στη συνέχεια, ιδρυτικό μέλος του ΠΑΜ.
Το πρώτο του βιβλίο "Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς... " (γράμματα, 1985) τον καθιέρωσε από τους πρώτους μήνες της κυκλοφορίας του ως συγγραφέα στη συνείδηση κριτικής και κοινού. Την ίδια ανταπόκριση βρήκε και το δεύτερο βιβλίο του "Χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε;" (Γράμματα, 1988) αλλά και όλα τα υπόλοιπα.
«Κοσμοκαλόγερος», σαν τους ήρωες ορισμένων από τα βιβλία του, ο Χρόνης Μίσσιος έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στο Καπανδρίτι. Εφυγε από την ζωή μετά από επιπλοκή στην υγεία του στις 20 Νοεμβρίου 2012.
Hronis Missios e' nato a Cavala, in Grecia nel 1930.Ha vissuto pericolosamente tra prigioni ed esilio come detenuto politico. In prigione ha imparato leggere e scrivere.Il suo debutto nella letteratura greca e' stato nel 1985 col suo libro "Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς"(="Meno male tu sei ucciso presto") e la gente lo ha amato subito.
https://www.o-klooun.com/anadimosiefseis/xronis-missios-kaname-to-soma-mas-ena-aperanto-nekrotafeio-dolofonimenon-epithymion?fbclid=IwAR2TUzz7hCCKtHpOL0noZ--m0NvXa0g2dIB3WuV6icmutA9KfRM_MH_aTmM
Χρόνης Μίσσιος
Απόσπασμα από το “Χαμογέλα, ρε... Τι σου ζητάνε;”
Εκδόσεις Γράμματα, 1988
=====================
"O σιωπών δοκεί συναινείν"
Δηλαδή, θέλω να πω, να εκθέσεις την ελευθερία σου επί της ουσίας και όχι συμβολικά, κατάλαβες; Δεν μπορούμε ν’ αρνηθούμε την απλή καθημερινή ζωή των ανθρώπων.
Η ζωή μας μια φορά μας δίνεται, άπαξ, που λένε, σα μια μοναδική ευκαιρία. Τουλάχιστον μ’ αυτή την αυτόνομη μορφή της δεν πρόκειται να ξαναϋπάρξουμε ποτέ. Και μεις τι την κάνουμε, ρε, αντί να τη ζήσουμε; Τι την κάνουμε; Τη σέρνουμε από δω κι από κει δολοφονώντας την... Οργανωμένη κοινωνία, οργανωμένες ανθρώπινες σχέσεις. Μα αφού είναι οργανωμένες, πώς είναι σχέσεις; Σχέση σημαίνει συνάντηση, σημαίνει έκπληξη, σημαίνει γέννα συναισθήματος
Έτσι, μ’ αυτή την κωλοεφεύρεση που τη λένε ρολόι, σμπρώχνουμε τις ώρες και τις μέρες μας σα να μας είναι βάρος, και μας είναι βάρος, γιατί δε ζούμε, κατάλαβες; Όλο κοιτάμε το ρολόι, να φύγει κι αυτή η ώρα, να φύγει κι αυτή η μέρα, να έρθει το αύριο, και πάλι, φτου κι απ’ την αρχή.
Χωρίσαμε τη μέρα σε πτώματα στιγμών, σε σκοτωμένες ώρες που τις θάβουμε μέσα μας, μέσα στις σπηλιές του είναι μας, στις σπηλιές όπου γεννιέται η ελευθερία της επιθυμίας, και τις μπαζώνουμε με όλων των ειδών τα σκατά και τα σκουπίδια που μας πασάρουν σαν «αξίες», σαν «ανάγκες», σαν «ηθική», σαν «πολιτισμό».
Κάναμε το σώμα μας ένα απέραντο νεκροταφείο δολοφονημένων επιθυμιών και προσδοκιών, αφήνουμε τα πιο σημαντικά, τα πιο ουσιαστικά πράγματα, όπως να παίξουμε και να κουβεντιάσουμε με τα παιδιά και τα ζώα, με τα λουλούδια και τα δέντρα, να παίξουμε και να χαρούμε μεταξύ μας, να κάνουμε έρωτα, ν’ απολαύσουμε τη φύση, τις ομορφιές του ανθρώπινου χεριού και του πνεύματος, να κατεβούμε τρυφερά μέσα μας, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και τον διπλανό μας...
Όλα, όλα, τ’ αφήνουμε γι’ αυτό το αύριο που δε θα έρθει ποτέ...
Μόνο όταν ο θάνατος χτυπήσει κάποιο αγαπημένο μας πρόσωπο, πονάμε, γιατί συνήθως σκεφτόμαστε πως θέλαμε να του πούμε τόσα σημαντικά πράγματα, όπως πόσο τον αγαπούσαμε, πόσο σημαντικός ήταν για μας...
Όμως τ’ αφήσαμε γι’ αύριο... Για να πάμε πού; Αφού ανατέλλει, δύει ο ήλιος και δεν πάμε πουθενά αλλού, παρά στο θάνατο, και μεις, αντί να κλαίμε το δειλινό γιατί χάθηκε άλλη μια μέρα απ’ τη ζωή μας, χαιρόμαστε.
Ξέρεις γιατί; Γιατί η μέρα μας είναι φορτωμένη με οδύνη, αντί να είναι μια περιπέτεια, μια σύγκρουση με τα όρια της ελευθερίας μας.
Την καταντήσαμε έναν καθημερινό, χωρίς καμιά ελπίδα ανάστασης, θάνατο, διότι αυτός είναι ο θάνατος.
Ο άλλος, όταν γεράσουμε σε αρμονία και ελευθερία με τον εαυτό μας, όταν δηλαδή παραμείνουμε εμείς, δεν είναι θάνατος, είναι μετάβαση, είναι διάσπαση σε μύριες άλλες ζωές, στις οποίες, αν εδώ, σε τούτη τη μορφή ζωής είσαι ζωντανός, αν δε δολοφονήσεις την ουσία σου, εκεί θα δώσεις χάρη και ομορφιά, όπως η Μαρία που φούνταρε προχτές από την ταράτσα για να μην πεθάνει.
Ήρθανε να την πάρουνε, και η Μαρία είπε το όχι με τον πιο αμετάκλητο τρόπο... Πήγαμε στην κηδεία της και κει άκουσα τον παπά να λέει. «Χους εί και εις χουν απελεύσει», και τότε κατάλαβα πως η Μαρία σώθηκε. Του χρόνου, όλα τα στοιχεία της, που τα κράτησε ζωντανά σε τούτη τη μορφή ζωής, θα γίνουν πανσέδες, δέντρα, πουλιά, ποτάμια...
Σ’ αυτό τον τόπο όλα τα πράγματα που πάραξε ο άνθρωπος έχουν μιαν αλαφράδα, μια οικειότητα, στοργή και αγάπη για τη ζωή, άλλο πράμα....
Ακόμα κι ο χριστιανισμός, που σε άλλους τόπους, όταν έγινε εξουσία, πέρασε από φωτιά και σίδερο όσους είχαν επιφυλάξεις ή σκάλιζαν τα πράγματα πέρα από «τας αγίας γραφάς», ή δεν παπαγάλιζαν σωστά όσα διακήρυχνε ο κάθε πάπας ή αρχιεπίσκοπος, όπως και η καθοδήγησή μας, άλλωστε-βλέπεις, το νταβατζιλίκι είναι η μοίρα όλων των εξουσιών- εδώ, σε τούτον τον τόπο, παρέμεινε βασικά ανθρώπινος.
Οι άγιοί μας είναι, να πούμε, κάτι ανάμεσα σε φιλαράκια, κουμπάρους και πολιτευτές, τους ζητάμε ρουσφέτια, εκδουλεύσεις, κι άμα δε μας κάνουνε τη χάρη, τους γαμούμε το κέρατο, που λένε. Είναι, να πούμε, σκιές ζωής. Οι πιο σοβαροί είναι αντίγραφα των πολιτικών μας νταβατζήδων, των βουλευτών, θέλουν λιβάνια, υποταγή και τα ρέστα.
Η μόνη που δεν ασκεί εξουσία είναι η Παναγιά, αυτή η γυναίκα του λαού μας, που δίνει, δίνει, χωρίς να διεκδικεί για τον εαυτό της παρά τη λαχτάρα. Η μάνα που βλέπει το παιδί της να φεύγει σα βέλος μπροστά της, κι αυτή να λαχταράει, να τρομάζει για να καταλάβει αυτό το άγνωστο, το καινούριο που έφερε στον κόσμο, και που είναι ταυτόχρονα σάρκα της και ξένο.
Είναι η πιο τραγική μορφή του ανθρώπινου είδους, γι’ αυτό σ’ όλη την ανθρώπινη ιστορία η εξουσία και η μάνα είναι τα κεντρικά πρόσωπα κάθε τραγωδίας, μόνο που η μάνα είναι ο αποδέκτης του πόνου, ενώ η εξουσία ο φορέας του. Ακόμα κι ο χριστιανισμός απογύμνωσε τη μάνα από κάθε εξουσία.
O δρόμος του επαναστάτη είναι μοναδικός και μοναχικός.
Κάθε μέρα ήταν και η τελευταία της ζωής του.
Κάθε μέρα, στη λίστα για το μεγάλο πέρασμα.
Κάθε μέρα και μια απουσία.
Στο βραδινό προσκλητήριο τα «παρών» όλο και λιγόστευαν…
Πέτρινα χρόνια-σκληρά.
Πιο σκληρά κι από την πέτρα που έσπαγε με τη βαριά
μέχρι να γίνει χαλίκι.
Χαλίκι που έστρωνε για να γίνουν δρόμοι
που δεν πήγαιναν πουθενά.
Ταξίδεψε… πολύ… και «πολλών ανθρώπων είδεν άστεα». Αμέτρητες οι μεταγωγές. Αρίστευσε στην… πατριδογνωσία!
Αγωνίστηκε για να πετύχει μια πράσινη τόση δα, γραμμούλα, χαραγμένη στο τοίχο του λευκού κελιού που τον τύφλωνε.
Οραματίστηκε μια κοινωνία που θα κάνει οίστρο της ζωής το φόβο του θανάτου…
Έπαιξε με το θάνατο συνεπαρμένος από τους μύθους του, από τα οράματά του, από την αγάπη του για τη ζωή, για τον άνθρωπο και τη λευτεριά του.
Ελεύθερος πια, καταπιάστηκε να ιστορήσει τη ζωή και την εποχή του.
Ποταμός σοφίας τα λόγια του αποκαλύπτουν με τρόπο που συνταράζει το αληθινό νόημα του προορισμού μας.
Δεκαεπτά ηχογραφημένες ενότητες
σε συνδυασμό με πρωτότυπες μουσικές συνθέσεις
αποτελούν το περιεχόμενο του cd:
1. Θέλω να σου μιλήσω για τα παλιά…
2. Ήμασταν όλοι μελλοθάνατοι
3. Σαν κάναμε τους βράχους χαλίκι…
4. Κάθε άνθρωπος μια ξεχωριστή ιστορία
5. Οίστρος της ζωής ο φόβος του θανάτου
6. Επιτέλους άνθρωπος
7. Η μεγαλύτερη απώλεια και μοναξιά
8. Κάθε πρωινό μία έκπληξη – Κάθε νύχτα ένα μεγάλο μυστήριο 9. Η ηλιαχτίδα
10. Στην απομόνωση
11. Στο ηλιακό
12. Πως φτώχυναν όλα…
13. Η ζωή μας μια φορά μας δίνεται
14. Η μοναδικότητα κάθε ανθρώπου
15. Το σύστημα του παραλόγου
16. Υποταγή της γλώσσας – Υποταγή του ανθρώπου
17. Το αλάθητο μιας μαργαρίτας
Οι πρωτότυπες μουσικές γέφυρες είναι του Βαγγέλη Μπόντα.
Ο Χρόνης Μίσσιος γεννήθηκε στην Καβάλα το 1930, από γονείς καπνεργάτες, και έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια στα Ποταμούδια, μια γειτονιά γεμάτη πρόσφυγες, καπνεργάτες από τη Θάσο και παράνομους κομμουνιστές κυνηγημένους από τη δικτατορία του Μεταξά. Αυτή την περίοδο, η οικογένειά του καταφεύγει στη Θεσσαλονίκη και ο Μίσσιος δουλεύει μικροπωλητής, με κασελάκι, στο λιμάνι. Το σχολείο το σταμάτησε στη δεύτερη τάξη του δημοτικού.
Από τα Γιαννιτσά, όπου τον στέλνει ο Ερυθρός Σταυρός μαζί με άλλα παιδιά για να γλιτώσουν από την πείνα της Κατοχής, περνάει στους αντάρτες. Με την απελευθέρωση επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη και οργανώνεται στον Δημοκρατικό Στρατό Πόλεων. Το 1947 συλλαμβάνεται, βασανίζεται και καταδικάζεται σε θάνατο.
Έζησε εννιά μήνες περιμένοντας κάθε πρωί να τον εκτελέσουν και γλίτωσε τον θάνατο χάρη σ'ένα τυχαίο γεγονός. Έκτοτε, μέχρι και τον Αύγουστο του 1973 (αμνηστία του Παπαδόπουλου) περνάει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε φυλακές και εξορίες, ως πολιτικός κρατούμενος (Μακρονήσι, Άι- Στράτης, Αβέρωφ, Κέρκυρα, Κορυδαλλός, κ.ά.) Εκεί μαθαίνει ανάγνωση και γραφή.
Ένα "διάλειμμα" ελευθερίας, μεταξύ 1962 και 1967, τον βρίσκει στέλεχος της νεολαίας της ΕΔΑ, μέλος της πενταμελούς γραμματείας της Δ.Ν. Λαμπράκη και, στη συνέχεια, ιδρυτικό μέλος του ΠΑΜ.
Το πρώτο του βιβλίο "Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς... " (γράμματα, 1985) τον καθιέρωσε από τους πρώτους μήνες της κυκλοφορίας του ως συγγραφέα στη συνείδηση κριτικής και κοινού. Την ίδια ανταπόκριση βρήκε και το δεύτερο βιβλίο του "Χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε;" (Γράμματα, 1988) αλλά και όλα τα υπόλοιπα.
«Κοσμοκαλόγερος», σαν τους ήρωες ορισμένων από τα βιβλία του, ο Χρόνης Μίσσιος έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στο Καπανδρίτι. Εφυγε από την ζωή μετά από επιπλοκή στην υγεία του στις 20 Νοεμβρίου 2012.
Hronis Missios e' nato a Cavala, in Grecia nel 1930.Ha vissuto pericolosamente tra prigioni ed esilio come detenuto politico. In prigione ha imparato leggere e scrivere.Il suo debutto nella letteratura greca e' stato nel 1985 col suo libro "Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς"(="Meno male tu sei ucciso presto") e la gente lo ha amato subito.
https://www.o-klooun.com/anadimosiefseis/xronis-missios-kaname-to-soma-mas-ena-aperanto-nekrotafeio-dolofonimenon-epithymion?fbclid=IwAR2TUzz7hCCKtHpOL0noZ--m0NvXa0g2dIB3WuV6icmutA9KfRM_MH_aTmM
Χρόνης Μίσσιος
Απόσπασμα από το “Χαμογέλα, ρε... Τι σου ζητάνε;”
Εκδόσεις Γράμματα, 1988
=====================
"O σιωπών δοκεί συναινείν"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.