Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2021

22 Ιανουαρίου 1977 πέθανε ο Μενέλαος Λουντέμης, ο συγγραφέας που μετρούσε τα άστρα από την εξορία

Ο Μενέλαος Λουντέμης (πραγματικό ονοματεπώνυμο Δημήτριος Βαλασιάδης) (Αγία Κυριακή Αιγιαλού 14 Ιανουαρίου 1912 – Αθήνα 22 Ιανουαρίου 1977) ήταν Έλληνας συγγραφέας και ποιητής.

https://tinyurl.com/y5d7qc4y

Ένας βαθύτατα κοινωνικός συγγραφέας που παρέμεινε ρομαντικός και γεμάτος πίστη στους ανθρώπους παρά τις πολιτικές περιπέτειες της δικής του ζωής, ο Λουντέμης διαψεύστηκε από την πραγματικότητα και οργίστηκε από την κοινωνική αδικία, αν και δεν έχασε ποτέ την πληθωρικότητα της γραφής του.

Γεμάτο αυτοβιογραφικές αναφορές και όνειρα, το πλούσιο συγγραφικό του έργο των 48 βιβλίων καλύπτει όλα σχεδόν τα είδη του γραπτού λόγου (πεζογραφία, ποίηση, δοκίμιο, θέατρο, παιδική λογοτεχνία, μετάφραση κ.ά.), κάνοντάς τον έναν από τους πλέον παραγωγικούς αλλά και διαβασμένους έλληνες λογοτέχνες.

Η αμεσότητα της πένας του, ο λυρισμός, ο ρεαλισμός και η δύναμη της περιγραφής του θα λειτουργήσουν ως καταφύγιο για τα νιάτα των δεκαετιών του 1950, του 1960 και του 1970, την ίδια ώρα που τα βιβλία του μεταφράζονται σε πάμπολλες γλώσσες και αποσπούν βραβεία στις χώρες του πρώην Ανατολικού Μπλοκ.

Ο επονομαζόμενος και Μαξίμ Γκόργκι της Ελλάδας (αλλά και Έλληναw Κνουτ Χάμσουν), που μας χάρισε αθάνατα μυθιστορήματα όπως τα «Συννεφιάζει», «Οι κερασιές θα ανθίσουν φέτος» και το μπεστ-σέλερ του «Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα», ήταν ένας φτωχός και ταλαιπωρημένος νέος, κατά κόσμον Δημήτρης Βαλασιάδης, που είχε έρθει από τη Μικρά Ασία στην Ελλάδα με την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1922 και ζούσε έπειτα από περιπέτειες στην περιοχή της Έδεσσας επιβιώνοντας με όποια δουλειά του τύχαινε: λούστρος, σερβιτόρος, υπάλληλος δικηγορικού γραφείου.

Ο νεαρός γράφει παράλληλα και γράφει πολύ. Όταν θα δημοσιευτεί σε λογοτεχνικό περιοδικό το πρώτο του διήγημα «Μια νύχτα με πολλά φώτα κάτω από μια πόλη με πολλά αστέρια», η ζωή του Λουντέμη αλλάζει μονομιάς: βρίσκει δουλειά βιβλιοθηκάριου στην Αθηναϊκή Λέσχη και λίγο αργότερα, το 1938, τυπώνεται το πρώτο του βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων «Τα πλοία δεν άραξαν».

Με το βιβλίο αυτό ο 27χρονος Λουντέμης μοιράζεται το Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας κατά την πρώτη απονομή στην ιστορία του θεσμού και καθιερώνεται στον χώρο. Αν και οι αναποδιές καραδοκούν στη γωνιά. Την ώρα που γράφει τα περίφημα διηγήματά του «Περιμένοντας το ουράνιο τόξο» (1940) και «Γλυκοχάραμα» (1944), αλλά και το μυθιστόρημα «Έκσταση» (1943), οργανώνεται στην Αντίσταση με το ΕΑΜ κατά τη διάρκεια του πολέμου και της Κατοχής και γίνεται παθιασμένος αγωνιστής, αν και η ένταξή του στο ΚΚΕ τού κοστίζει μετά τον Εμφύλιο μια μακρόχρονη εξορία στη Μακρόνησο και τον Άη Στράτη (πλάι στον Γιάννη Ρίτσο και τον Μίκη Θεοδωράκη).

Ο Λουντέμης συνεχίζει να γράφει τα πάντα: «Αυτοί που φέρανε την καταχνιά» (1946), «Καληνύχτα ζωή» (1946), «Συννεφιάζει» (1948), «Βουρκωμένες μέρες» (1953), «Οι κερασιές θ’ ανθίσουν και φέτος» (1956), «Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα» (1956), «Τότε που κυνηγούσα τους ανέμους» (1956), η φαρμακερή του πένα θα του φέρει όμως κι άλλες περιπέτειες.

Το 1956 δικάζεται για τα διηγήματα της συλλογής «Βουρκωμένες μέρες» με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας! Καταδικάζεται και απαγορεύεται η κυκλοφορία των βιβλίων του. Φεύγει για το Βουκουρέστι και το 1967, ενώ βρίσκεται σε ταξίδι στην Άπω Ανατολή, του αφαιρείται η ελληνική ιθαγένεια βάσει παλιού ...

εμφυλιοπολεμικού ψηφίσματος. Πλέον ζει εκπατρισμένος στη Ρουμανία, αν και η εξορία του χαρακτηρίζεται «χρυσή»: έχει χρήματα, ζει άνετα, παίρνει τιμές, αν και εκείνος θέλει να γυρίσει στην Ελλάδα.

Επιστρέφει τελικά τον Μάρτιο του 1976 και δίνει σειρά συνεντεύξεων για τα βιβλία του, τη ζωή του, την πολιτική, αν και δεν προλαβαίνει να χαρεί το γεγονός ότι ξαναπάτησε τα ελληνικά χώματα, καθώς πεθαίνει αιφνιδίως στις 22 Ιανουαρίου 1977 από καρδιακή προσβολή την ώρα που οδηγεί το αυτοκίνητό του. Η σορός του εκτίθεται σε λαϊκό προσκύνημα στη Μητρόπολη Αθηνών και η νεκρώσιμος ακολουθία μετατρέπεται σε κραυγή ελευθερίας: «Αθάνατος» φωνάζει στην κηδεία του ο Ρίτσος και το πλήθος επαναλαμβάνει!

Ο άνθρωπος που έζησε δύσκολα παιδικά χρόνια, αγωνίστηκε στην Αντίσταση κατά των κατακτητών, πέρασε από εξορία για τα πολιτικά του φρονήματα και έζησε στη Ρουμανία ως πολιτικός πρόσφυγας ήταν φυσικό να μετατραπεί σε έναν οξύ κοινωνικό αναλυτή που έγραψε για τον φτωχό και καταφρονεμένο: «Κατηγορούμαι ότι έγραψα για τους απλούς ανθρώπους, για τους ανθρώπους του μόχθου, για τους φτωχούς. Μα για ποιους έπρεπε να γράψω; Εγώ αυτούς γνώρισα, αυτούς αγάπησα, μαζί τους μοιράστηκα και τις χαρές και τις πίκρες μου. Δίπλα τους γεύτηκα κι εγώ την πίκρα της εκμετάλλευσης και της κοινωνικής αδικίας και ήταν οι μόνοι που μου συμπαραστάθηκαν. Γι’ αυτό και αισθάνομαι φταίχτης που δεν έγραψα όσα έπρεπε να γράψω γι’ αυτούς».

Ο Βασίλης Βασιλικός εκτίμησε ότι ο Λουντέμης είναι ο πιο πολυδιαβασμένος έλληνας συγγραφέας μετά τον Νίκο Καζαντζάκη ως ένας ογκόλιθος της λογοτεχνίας του Μεσοπολέμου αλλά και ο κυριότερος εκπρόσωπος του κοινωνικού ρεαλισμού. Η ίδια του η ζωή εξάλλου παρέχει άφθονο υλικό για ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα, καθώς συγκεφαλαιώνει τη μετεμφυλιακή περιπέτεια της αριστερής διανόησης αλλά και τα μίση που δεν έλεγαν να καταλαγιάσουν…

Πρώτα χρόνια

llundddommiisss1

Ο Μενέλαος Λουντέμης γεννιέται ως Δημήτρης «Τάκης» Βαλασιάδης (Μπαλάσογλου στην αρχική του μορφή) το 1912 πιθανότατα (κάποιες βιογραφικές πηγές παραθέτουν ως ημερομηνία γέννησης το 1906) σε χωριό της Κωνσταντινούπολης. Προερχόταν από εύπορη οικογένεια της Πόλης, η οποία χρεοκόπησε ωστόσο μετά την εγκατάστασή της στο ελληνικό κράτος.

Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, η οικογένειά του περιπλανήθηκε αρκετά στον ελλαδικό χώρο (Αίγινα και Έδεσσα) μέχρι να εγκατασταθεί μόνιμα το 1923 στο χωριό Εξαπλάτανος της Έδεσσας. Χάνοντας τα πάντα στον Μεγάλο Ξεριζωμό, η πολυμελής φαμίλια μαστίζεται από τη φτώχεια και ο μοναχογιός της Δημήτρης βγαίνει στη βιοπάλη για να συμβάλει στο πενιχρό εισόδημα και να θρέψει τις τέσσερις αδερφές του.

Εργάζεται σκληρά ως λαντζέρης, λούστρος, ψάλτης, γραμματοδιδάσκαλος και επιστάτης στα έργα του ποταμού Λουδία (απ’ όπου θα εμπνευστεί εξάλλου και το φιλολογικό του ψευδώνυμο «Λουντέμης»). Η στράτευσή του όμως στην Αριστερά και η έντονη πολιτική του δράση μέσα από τις τάξεις του ΚΚΕ θα του στοιχίσει την αποβολή του απ’ όλα τα γυμνάσια της χώρας («απεσύρθη» από την τέταρτη τάξη του εξατάξιου γυμνασίου)!

Στα ελληνικά γράμματα εμφανίζεται πολύ νωρίς, ήδη από το 1927, με δημοσιεύσεις ποιημάτων του σε τοπικές εφημερίδες της Έδεσσας. Το 1930 ωστόσο ποιήματα και διηγήματά του θα βρουν τον δρόμο για το λογοτεχνικό περιοδικό «Νέα Εστία», στα οποία υπογράφει ακόμα με το βαφτιστικό του…

Προσωπικές περιπέτειες και συγγραφική καριέρα

llundddommiisss2

Έπειτα από μια οδύσσεια μετακινήσεων (Κοζάνη και Βόλος) και αφού περάσει από την πρώτη εξορία του στη Γαύρο το 1933 (ένα μέρος όπου «σπανίζουν οι άνθρωποι και τα ζα και τα δέντρα») ο Λουντέμης θα εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα και θα γνωριστεί με αριστερούς διανοούμενους, μεταξύ αυτών και οι διακεκριμένοι ομότεχνοί του Κώστας Βάρναλης, Άγγελος Σικελιανός και Μιλτιάδης Μαλακάσης. Ο τελευταίος θα του βρει δουλειά ως βιβλιοθηκάριο στην Αθηναϊκή Λέσχη, δίνοντάς του οικονομικές ανάσες.

Παρά το γεγονός ότι δεν μπορεί να πάει στο πανεπιστήμιο τόσο λόγω των πολιτικών φρονημάτων του όσο και εξαιτίας του γεγονότος ότι δεν είχε απολυτήριο Γυμνασίου, ο Λουντέμης παρακολουθεί διαλέξεις αριστερών καθηγητών στη Φιλοσοφική, καθώς το 1934 υπογράφει το πρώτο του διήγημα ως «Μενέλαος Λουντέμης» και αποσπά διθυραμβικές κριτικές.

Το «Μια νύχτα με πολλά φώτα κάτω από μια πόλη με πολλά αστέρια» θα του ανοίξει διάπλατα τις λογοτεχνικές πόρτες και τέσσερα χρόνια αργότερα, όταν κυκλοφορεί η συλλογή διηγημάτων του «Τα πλοία δεν άραξαν», αποσπά το Μέγα Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας!

Το 1940 παντρεύτηκε την Έμμυ Μαυρογιάννη (κουμπάρος ήταν ο Άγγελος Σικελιανός), με την οποία απέκτησε μία κόρη, τη Μυρτώ. Καθιερωμένος πια γραφιάς, παίρνει ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση και εντάσσεται στο ΕΑΜ, όπου διατελεί γραμματέας της οργάνωσης διανοουμένων. Στον εθνικό μας σπαραγμό συλλαμβάνεται για τα αριστερά του φρονήματα, δικάζεται για εσχάτη προδοσία και καταδικάζεται σε θάνατο, ποινή που δεν εκτελέστηκε ποτέ. Αντ’ αυτού, εξορίζεται στη Μακρόνησο και τον Άη Στράτη, όπου συνεχίζει να γράφει σαν δαιμονισμένος.

llundddommiisss3

Έχοντας ήδη συμπληρώσει οχτώ χρόνια στην εξορία, ο Λουντέμης μεταφέρεται το 1956 στην Αθήνα για να δικαστεί εκ νέου, με την κατηγορία «προπαρασκευαστικές πράξεις εσχάτης προδοσίας», για το βιβλίο του «Βουρκωμένες μέρες» και συγκεκριμένα για το διήγημα «Οι λύκοι ανεβαίνουν στον ουρανό». Αφού διαβάστηκε το κατηγορητήριο, ερωτώμενος από τον πρόεδρο περί της ενοχής του, απαντά: «Ναι, είμαι ένοχος. Όχι όμως γι’ αυτά που έγραψα, αλλά γι’ αυτά που δεν έγραψα και ακριβώς γιατί δεν τα έγραψα. Κατηγορούμαι ότι έγραψα για τους απλούς ανθρώπους, για τους ανθρώπους του μόχθου, για τους φτωχούς. Μα για ποιους έπρεπε να γράψω; Εγώ αυτούς γνώρισα, αυτούς αγάπησα, μαζί τους μοιράστηκα και τις χαρές και τις πίκρες μου. Δίπλα τους γεύτηκα κι εγώ την πίκρα της εκμετάλλευσης και της κοινωνικής αδικίας και ήταν οι μόνοι που μου συμπαραστάθηκαν. Γι’ αυτό και αισθάνομαι φταίχτης που δεν έγραψα όσα έπρεπε να γράψω γι’ αυτούς».

Στη συνέχεια καταθέτουν μάρτυρες κατηγορίας (που υποστήριξαν ότι το βιβλίο του «προπαγανδίζει τας πολιτικάς του ιδέας, θίγει την έννοια του κράτους, κλονίζει την εμπιστοσύνη του λαού στη Δικαιοσύνη και καλλιεργεί το μίσος») και υπεράσπισης, ανάμεσά τους και οι Κώστας Βάρναλης και Γιώργος Θεοτοκάς. Ο Λουντέμης καλείται να απολογηθεί και κάνει μια αναδρομή στη ζωή του, περιγράφοντας το δράμα του, που δεν είναι παρά το δράμα ενός ολόκληρου λαού. Όταν φτάνει να μιλήσει για το παιδί του, τη Μυρτώ, όταν ο ίδιος βρισκόταν στη Μακρόνησο, ο πρόεδρος παρατηρεί: «Απορώ πώς δεν υπογράψατε μια δήλωση για να σώσετε από τη δοκιμασία εσάς και το παιδί σας».

Ο Λουντέμης του απαντά αποστομωτικά: «Χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να γίνουν τα τέσσερα πόδια δύο. Δεν θα τα κάμω πάλι τέσσερα εγώ»!

llundddommiisss4

Από το 1958 ως τη Μεταπολίτευση (1974), ο Λουντέμης έζησε αυτοεξόριστος στη Ρουμανία για να αποφύγει τα χειρότερα. Το 1962, τη χρονιά που δημοσιεύεται το «Οδός Αβύσσου αριθμός 0» και ο λογοτέχνης συγκλονίζει με τις περιγραφές του για τα βασανιστήρια της Μακρονήσου («Κείνο το βράδυ σώπαιναν οι λύκοι γιατί ουρλιάζανε οι άνθρωποι»), είναι πια εχθρός του κράτους. Πέντε χρόνια αργότερα, το 1967, το καθεστώς του δικτάτορα Παπαδόπουλου θα του αφαιρέσει την ελληνική ιθαγένεια!

Ό,τι άγγιζε ο Λουντέμης γινόταν στάχτη και χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι εδώ η Ρίκα Διαλυνά! τότε φοιτήτρια της σχολής καλών τεχνών και μετέπειτα ηθοποιός ήθελε διακαώς να γνωρίσει τον Λουντέμη και το 1954, λίγο πριν από τη συμμετοχή της στα καλλιστεία, εκπλήρωσε το όνειρό της. Η γνωριμία τους οδήγησε σε συνεργασία, καθώς η Ρίκα φιλοτέχνησε το εξώφυλλο του βιβλίου του «Κραυγή στα Πέρατα». Λίγους μήνες μετά, πήρε μέρος στα καλλιστεία και στέφθηκε Σταρ Ελλάς, αν και όταν ως εστεμμένη χρειάστηκε να επισκεφτεί τις ΗΠΑ, διαπίστωσε ότι η είσοδός της στη χώρα απαγορευόταν. Η συνεργασία της νεαρής με τον αριστερό συγγραφέα θεωρήθηκε ύποπτη στην εποχή του μακαρθισμού!

Στη Ρουμανία συνεχίζει το πολυγραφότατο συγγραφικό του έργο, αλλά νοσταλγεί την πατρίδα («ένα ελληνικό καφεδάκι… μιά ρετσίαν», γράφει σε έναν φίλο του). Μετά τη Μεταπολίτευση του επιτρέπεται ο επαναπατρισμός, αν και το θέμα της ιθαγένειας παραμένει θολό. Ο ίδιος εξομολογείται σε ανοιχτή επιστολή του στην εφημερίδα «Τα Νέα» τον Απρίλιο του 1975: «Αποφασίζω να πεθάνω στα ξένα!».

llundddommiisss5

«Ακούω μηνύματα. Φωνές απ’ την Ελλάδα. Ελληνικά καλέσματα. ‘‘Έλα! Ο επαναπατρισμός σου είναι ελεύθερος”. Μα εγώ ρωτώ: Ο επαναπατρισμός μου ναι είναι ελεύθερος. Εγώ όμως θα είμαι ελεύθερος μετά τον επαναπατρισμό μου; Ένας αγαπητός μου φίλος μου τηλεφώνησε. “Έχεις το κλειδί της πατρίδας στο χέρι σου! Άνοιξε και μπες”. Μα εγώ θέλω ν’ ανοίξω την πόρτα της πατρίδας μου μ’ ελληνικό χέρι, ενώ η επίσημη δήλωση είναι κάπως θολή. Τέλος πάντων, τι μου προσφέρουν, ιθαγένεια ή επαναπατρισμό; “Επαναπατρισμόν” μου απαντούν “χωρίς Ιθαγένεια”. Και τότε αποφασίζω να πεθάνω στα ξένα!

Γιατί νάρθω στην Ελλάδα. Για ν’ ανεβοκατεβαίνω τις σκάλες των υπηρεσιών ζητιανεύοντας πατρίδα. Η πικρή μου εμπειρία με προφύλαξε από τέτοιες ταπεινώσεις. Είμαι πολύ άρρωστος, πολύ κουρασμένος και προ πάντων πάρα πολύ κακοπαθημένος για να παίξω εθελοντικά την κωμωδία του Δημοσίου κινδύνου. Προτιμώ να ζήσω εκπατρισμένος και ελεύθερος παρά επαναπατρισμένος και επιτηρούμενος.

Είμαι πικραμένος αφάνταστα για τη μεταχείριση των αρχών απέναντί μου. Μα είναι απελπιστικό. Η Ελλάδα που γεννήθηκε για να προσφέρει την ελευθερία στους άλλους ν’ αρνείται να την προσφέρει στα παιδιά της. Η πατρίδα μας από φριχτά ολισθήματα, λάθη και προδοσίες άλλων, μπήκε στον κυκλώνα μιας αληθινής τραγωδίας. Και να γιατί σαστίζω. Πώς σε μια τόσο μεγάλη Ελλάδα δεν μπορούν να χωρέσουν στον κόρφο της μερικές χιλιάδες ορφανεμένα της παιδιά.

llundddommiisss7

Δεν ξέρω τι με περιμένει στο μέλλον. Αύριο ξαναμπαίνω στο Νοσηλευτήριο, πολύ μακριά από το Βουκουρέστι και δε θα μπορώ να λέω πια τα παράπονά μου στον αγαπημένο μου Ελληνικό Τύπο. Έτσι λυπούμαι που δεν θα μπορέσω να εξοφλήσω ούτε ένα από τα χρέη μου. Περιορίζομαι μόνο ν’ απευθύνω τις ολόθερμες ευχαριστίες μου που με τόση γενναιοφροσύνη και ανθρωπιά μου συμπαραστάθηκαν στον ανέλπιδο αγώνα μου. Σφίγγω με αγάπη στο στήθος μου την παλλόμενη ελληνική καρδιά του Κέβιν Άντριους. Χαιρετώ όλους όσοι με σκέπτονται και με καρτερούν».

Παραμένοντας σταθερά στο Βουκουρέστι, ο Λουντέμης μεταφράζεται σε πλήθος γλωσσών και κάνει διεθνή συγγραφική καριέρα, αποσπώντας πλήθος βραβείων και επαίνων. Το 1956 εκλέγεται μέλος του Παγκόσμιου Συμβουλίου της Ειρήνης και πραγματοποιεί πλήθος ταξιδιών στα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη, φτάνοντας μέχρι τη Ρωσία, τη Μογγολία, την Κίνα και το Βιετνάμ (οδοιπορικό που αποτυπώθηκε το 1966 στο βιβλίο του «Μπατ-Τάι»).

llundddommiisss8

Αυτή την περίοδο της ζωής του αφοσιώθηκε ταυτόχρονα με πάθος στη συγγραφή, ολοκληρώνοντας 30 από τα 48 του βιβλία! Τελικά ανέκτησε την ελληνική ιθαγένεια και επέστρεψε στην Ελλάδα το 1976. Όπως μαθαίνουμε από την εφημερίδα «Μακεδονία» τον Δεκέμβριο του 1976: «Όπως εγνώσθη το συμβούλιο ιθαγενείας του υπουργείου εσωτερικών ενέκρινε την απόδοση της ελληνικής ιθαγενείας στον λογοτέχνη Μενέλαο Λουντέμη. Η απόφαση ελήφθη μετά από επιστολή-αίτηση του αρχηγού της “Ενώσεως Κέντρου-Νέων Δυνάμεων” κ. Γ. Μαύρου».

Τελευταία χρόνια

llundddommiisss6

Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, ο Λουντέμης γίνεται δεκτός με πανηγυρισμούς. Όπως θυμόταν η κόρη του, Μυρτώ: «Όταν επέστρεψε, λοιπόν, ήταν ένας θρίαμβος. Και δικαιώθηκε ο Λουντέμης για όσα τράβηξε. Γιατί η αγάπη του κόσμου ήταν δυσβάσταχτη. Εκείνος είχε την καρδιά του, στο αεροδρόμιο τον πνίγανε οι άνθρωποι, να πέφτουν πάνω του, φοιτητές, φίλοι, ένα θέαμα πραγματικά αξιοζήλευτο για κάποιον που θέλει να είναι διάσημος. Να είναι μεγάλος. Για έναν μεγάλο ήταν μια επιστροφή θρίαμβος, όπως ακριβώς θα το ήθελε και όπως ακριβώς του άξιζε.

Εγώ ήμουν έγκυος τότε. Στο μήνα μου σχεδόν. Και μου ήταν δύσκολο να βρεθώ σ’ αυτό το πλήθος. Δε θα άντεχα, βέβαια. Ούτε ήθελα δυνατές συγκινήσεις. Ήρθε ο μπαμπάς στο σπίτι καταϊδρωμένος, χάλια, μου τον λιώσανε τον άνθρωπο, ήτανε τόσο συγκινημένος, σερνότανε κυριολεκτικά. Αλλά ήταν ευτυχισμένος. Ήταν πολύ ευτυχισμένος. Όχι μόνο επειδή γύρισε, αλλά επειδή γύρισε μέσα σε αγκαλιές, στην αναγνώριση».

llundddommiisss11

Περνώντας τα σύνορα, ο Λουντέμης δεν μπορούσε να πιστέψει την υποδοχή που του επεφύλαξε ο κόσμος, καθώς το έργο του ήταν ήδη γνωστό και αγαπητό στο εσωτερικό της πατρίδας του. Αν και δεν έμελλε να το χαρεί.

Οι έντονες συγκινήσεις και τα προβλήματα της καρδιάς του προσυπέγραψαν τον αιφνίδιο χαμό του έναν περίπου χρόνο μετά τον ερχομό του στην Ελλάδα: το Σάββατο, 22 Ιανουαρίου 1977, ο Λουντέμης παθαίνει καρδιακή προσβολή μέσα στο αυτοκίνητό του, καθώς διασχίζει τη Λεωφόρο Βουλιαγμένης. Η είδηση του θανάτου του ήταν άλλη μια τραγική ειρωνεία, καθώς το παρακάτω περιστατικό το καλοκαίρι του 1965 στο Βουκουρέστι είναι χαρακτηριστικό:

Ο συγγραφέας Δήμος Ρεντής θα βρεθεί μέσα στο αυτοκίνητο του Λουντέμη στο Βουκουρέστι, το οποίο οδηγεί ο μεγάλος μας πεζογράφος με περισσή δεξιοτεχνία. «Καθώς καταλαβαίνω», λέει σε μια στιγμή ο Ρεντής στον Λουντέμη, «είσαι αξιολογότερος σοφέρ από συγγραφέας». «Το παραδέχομαι», απαντά ο Λουντέμης, «σαν οδηγός δεν έχω σκοτώσει κανέναν ως την ώρα, μα σαν συγγραφέας έχω σκοτώσει καμιά τριανταριά»!

llundddommiisss9

[Πηγή σκίτσου: enakeimenomiaeikona]

Ο «εθελοντής ενός δικαιότερου κόσμου, για τον οποίο πρόσφερε την ψυχή του», όπως τον χαρακτήρισε ο Νικηφόρος Βρεττάκος, χάρισε στην ανθρωπότητα τη μοναδική «Τετραλογία του Μέλιου», όπως έγιναν γνωστά τα μυθιστορήματά του «Συννεφιάζει», «Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα», «Αγέλαστη Άνοιξη» και «Κάτω απ’ τα κάστρα της ελπίδας», καθώς παρακολουθούν τη ζωή του ήρωά τους, του Μέλιου Καδρά. Το alter ego δηλαδή του ίδιου του συγγραφέα…

Όταν ο Βάρναλης πήγε μάρτυρας στη δίκη του Λουντέμη

( Η συγκλονιστική κατάθεση του Κ. Βάρναλη την οποία αφηγείται ο ίδιος ο Λουντέμης στο βιβλίο του ”Ο Κονταρομάχος” )

…Είπαμε ότι ανάμεσα στους υπερασπιστές μου ήταν κι ο Δάσκαλος. Αλλά, πως ήρθε! Δεν είχε την υπομονή να περιμένει να τον ειδοποιήσουν. Μόλις το πληροφορήθηκε απ΄ τις εφημερίδες ντύθηκε τα γιορτινά του κι ήρθε μόνος του. Δε λογάριασε ούτε γηρατειά, ούτε φόβο, ούτε κρύο. Διέσχισε τα πυκνά στίφη των πραιτωριανών (που χανε κυκλώσει ολόκληρο το τετράγωνο) και μπήκε στην αίθουσα.

-Κωνσταντίνος Βάρναλης… φώναξε ο κλητήρας.

Ο Δάσκαλος τον κοιτούσε με χλευαστική απάθεια.

-Δάσκαλε… Εσένα φωνάζουν… του ‘πε ο Νίκος Παππάς.

-Εμένα; Τότε τι «Κωνσταντίνος» λέει αυτός ο… άντε ας μην το πω.

-Περάστε κ. Βάρναλη… του είπε ο Εισαγγελέας Κατεβαίνης, που ‘κανε τον διανοούμενο.

Ο Δάσκαλος πλησίασε κάτω απ΄ την έδρα με το χέρι στ΄ αφτί. Ο Πρόεδρος ρωτά:

-Πιο δυνατά! φώναξε ο Βάρναλης.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Έστω. Είναι ένοχος ο κατηγορούμενος;

ΒΑΡΝΑΛΗΣ (Με έμφαση): Ένοχος; Όχι! Για να ναι ένοχος ένας Συγγραφέας πρέπει να δίνει αρνητικές απαντήσεις στις τρεις παρακάτω ερωτήσεις; Πρώτον: Ζώντας σε μια κοινωνία αδικίας με ποιους θα πάει; Με τους αδικητές ή με τους αδικημένους; Δεύτερο: Αν ο Λαός πέσει στα δεσμά της τυραννίας με ποιους θα συνταχθεί; Με τον τυραγνισμένο ή με τον τύραννο; Και τρίτο και τελευταίο: Αν η Πατρίδα πάει σ΄ εθνική σκλαβιά ποιους θα βοηθήσει; Τους κατακτητές ή τους κατακτημένους; Δηλαδή με τους κιοτήδες θα πάει ή με τα παλικάρια; Γνωρίζω τον κατηγορούμενο από έφηβο.

Τον γνωρίζω σαν συγγραφέα, και σαν Έλληνα. Και σας δηλώνω κατηγορηματικά: Και στις τρεις ερωτήσεις ο κατηγορούμενος έδωσε αυτές τις απαντήσεις. Δεν είναι ένοχος.

ΣΥΝΕΔΡΟΣ: Εις ένα από τα υπό κατηγορίαν κείμενά του και συγκεκριμένα εις το υπό τον τίτλον «Οι λύκοι ανεβαίνουν στον ουρανό»…

ΒΑΡΝΑΛΗΣ: Ε;…

ΣΥΝΕΔΡΟΣ: Ο Συγγραφεύς -δια να σώσει την τρυφεράν Ειρηνούλαν από την βουλιμίαν των αφεντικών της- την παραδίδει εις τας χείρας των εργατών.

ΒΑΡΝΑΛΗΣ: Καλά κάνει.

ΣΥΝΕΔΡΟΣ: Δε θα μπορούσε , έξαφνα, να την παραδώσεις εις χείρας εκείνων οίτινες είναι εντεταλμένοι για την φρούρησιν της τιμής των…

ΒΑΡΝΑΛΗΣ: Ποιονών. Των χωροφυλάκων;

ΣΥΝΕΔΡΟΣ: Βεβαίως.

ΒΑΡΝΑΛΗΣ: Όχι! Θα την πουλούσαν στο μπουρδέλο.

ΣΥΝΕΔΡΟΣ: Κύριε Βάρναλη…

ΒΑΡΝΑΛΗΣ: Τη γνώμη μου δε ζητήσατε; Τη γνώμη μου είπα. Ξέρω, εσείς έχετε άλλην γνώμη. Αλλά δεν είσθε σεις ο μάρτυρας.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τίποτε άλλο κ. Βάρναλη. Μπορείτε ν΄ αποσυρθείτε.

ΒΑΡΝΑΛΗΣ (δυνατά): Κοιτάξτε μην τύχει και τον αθωώσετε «λόγω αμφιβολιών»! Αν οι Νόμοι σας καταδικάζουν αυτές τις αρετές καταδικάστε τον! Δεν έχει κανένα ελαφρυντικό. Κανένα! Σας το λέω εγώ!

6 ποιήματα του Μενέλαου Λουντέμη

1. Πρόοδος

Τα δάκρυά μας πουλιούνται στη Λαχαναγορά
και κανείς δεν τ΄ αγοράζει.
Ξεχνούνε πως και τα λάχανα
με δάκρυα αγοράζονται κι εκείνα.

Άλλοτε είχε πέραση κι ο ιδρώτας.
Μα τώρα χύνεται στο δρόμο
και κανείς δεν τον μαζεύει.
Με κάτι τέτοιες «εκκρίσεις ντεμοντέ»
θ΄ ασχοληθούμε τώρα;

Εμείς ζούμε στον αιώνα της Δόξας!
Με ηλεκτρονικούς εγκεφάλους
με ηλεκτρονικούς Δασκάλους
ηλεκτρονικούς συζύγους
ηλεκτρονικούς εραστές.

Με τη φόρα που πήραμε – αύριο
θα ΄χουμε κι ηλεκτρονικές μητέρες!
Που θα γεννάνε… νούμερα.
Ψόφια, αλλά σοφά!

2. Να μάθεις να φεύγεις

Από την ασφάλεια τρύπιων αγκαλιών.

Από χειραψίες που σε στοιχειώνουν.

Από την ανάμνηση μιας κάλπικης ευτυχίας.

Να φεύγεις !

Αθόρυβα, σιωπηλά, χωρίς κραυγές, μακρόσυρτους αποχαιρετισμούς.

Να μην παίρνεις τίποτα μαζί, ούτε ενθύμια, ούτε ζακέτες για το δρόμο.

Να τρέχεις μακριά από δήθεν καταφύγια κι ας έχει έξω και χαλάζι.

Να μάθεις να κοιτάς βαθιά στα μάτια όταν λες αντίο κι όχι κάτω ή το άπειρο.

Να εννοείς τις λέξεις σου, μην τις εξευτελίζεις, σε παρακαλώ.

Να μάθεις να κοιτάς την κλεψύδρα, να βλέπεις πως ο χρόνος σου τελείωσε.

Όχι αγκαλιές, γράμματα, αφιερώσεις, κάποτε θα ξανασυναντηθούμε αγάπη μου (όλα τα βράδια και τα τραγούδια δεν θα είναι ποτέ δικά σας).

Αποδέξου το.

Να αποχωρίζεσαι τραγούδια που αγάπησες, μέρη που περπάτησες.

Δεν έχεις τόση περιορισμένη φαντασία όσο νομίζεις.

Μπορείς να φτιάξεις ιστορίες ολοκαίνουριες, με ουρανό κι αλάτι.

Να θυμίζουν λίγο φθινόπωρο, πολύ καλοκαίρι κι εκείνη την απέραντη Άνοιξη.

Να φεύγεις από εκεί που δε σου δίνουν αυτά που χρειάζεσαι.

Από το δυσανάλογο, το μέτριο και το λίγο.

Να απαιτείς αυτό που δίνεις να το παίρνεις πίσω -δεν τους το χρωστάς.

Να μάθεις να σέβεσαι την αγάπη σου, το χρόνο σου και την καρδιά σου.

Μην πιστεύεις αυτά που λένε -η αγάπη δεν είναι ανεξάντλητη, τελειώνει.

Η καρδιά χαλάει, θα τη χτυπάς μια μέρα και δεν θα δουλεύει.

Να καταλάβεις πως οι δεύτερες ευκαιρίες είναι για τους δειλούς

-οι τρίτες για τους γελοίους.

Μην τρέμεις την αντιστοιχία λέξεων-εννοιών, να ονομάζεις σχέση τη σχέση, την κοροϊδία κοροϊδία.

Να μαλώνεις τον εαυτό σου καμιά φορά που κάθεται και κλαψουρίζει

-σαν μωρό κι εσύ κάθεσαι και του δίνεις γλειφιτζούρι μη και σου στεναχωρηθεί το βυζανιάρικο.

Να μάθεις να ψάχνεις για αγάπες που θυμίζουν Καζαμπλάνκα

– όχι συμβάσεις ορισμένου χρόνου

Και να μάθεις να φεύγεις από εκεί που ποτέ πραγματικά δεν υπήρξες.

Να φεύγεις κι ας μοιάζει να σου ξεριζώνουν το παιδί από τη μήτρα.

Να φεύγεις από όσα νόμισες γι’ αληθινά, μήπως φτάσεις κάποτε σ’ αυτά.

3. Ας μη μετρήσουμε

Ας μην καθίσουμε να μετρήσουμε
ποιανού δάκρυα ήταν πιο ζεστά.
Μπορεί πιο ζεστά να ΄ναι κείνα
που δε χύθηκαν ακόμη.

Ας μην καθίσουμε να ρωτήσουμε
ποιο αίμα ήταν πιο κόκκινο.
Μπορεί πιο κόκκινο να ΄ναι
κείνο που πρόκειται να χυθεί.

Ας μη ρωτήσουμε να μάθουμε
ποιανού ιδρώτας ήταν πιο καυτός.
Όλοι οι ιδρώτες έχουνε τη γέψη –
που ΄χουν τα δάκρυα.

Λοιπόν…
Ας μην πνιγόμαστε στους ορισμούς.
Στις χρονικές και κτητικές αντωνυμίες.
(«Σήμερα»… «Χτες»… «Αύριο»…)
Κλάψαμε χτες στην Αφρική
με τα βασανισμένα μάτια των Νέγρων.
Κι αύριο θα κλάψουμε στη Σαϊγκόν
με τα οργισμένα μάτια των Βιετναμέζων.
Αύριο μπορεί να πέσουμε στο Κονγκό
ή να ιδρώσουμε στην Κούβα.

Γιατί είμαστε από κείνους
που ιδρώνουνε, πεθαίνουνε και κλαίνε
σε κάθε κορμί που ιδρώνει και κλαίει.
Κρυώνουμε σήμερα στη ζούγκλα.
Ιδρώνουμε αύριο στον Αρκτικό.

Το κορμί μας είναι ένας πλανήτης.
Με όλα μαζί τα κλίματα.
Πόνεσε, κλάψε, πείνα.
Μόνο μην κάνεις τον άλλον
να πονέσει και να πεινά.
Κι εσύ φημισμένε, εσύ δοξασμένε
εσύ, δυνατέ… Ένα μόνο ξέρε:
Πως όσο ψηλά κι αν ανέβεις
ποτέ δε θα φτάσεις το μπόι των χαμηλών
που θυσιάστηκαν για ψηλά πράγματα!

4. Το παραμύθι ενός ραγισμένου έρωτα

Μιὰ φορὰ κι ἕνα καιρό,
ἦταν ἕνα γραμμόφωνο.
Ἕνα ὁλομόναχο γραμμόφωνο.
Μὰ μπορεῖ καὶ νὰ μὴν ἤτανε γραμμόφωνο
καὶ νά ῾ταν μόνο ἕνα τραγούδι,
ποὺ ζητοῦσε ἕνα γραμμόφωνο,
γιὰ νὰ πεῖ τὸ καημό του.

Μιὰ φορὰ κι ἕνα καιρό,
ἦταν ἕνας Ερωτας.
Ἕνας ὁλομόναχος Ἔρωτας
ποὺ γύριζε μὲ μία πλάκα στὴ μασχάλη,
γιὰ νὰ βρεῖ ἕνα γραμμόφωνο
γιὰ νὰ πει τὸ καημό του.

«Ἔρωτα μὴ σὲ πλάνεψαν
ἄλλων ματιῶν μεθύσια
καὶ μέσ᾿ τὰ κυπαρίσια
περνᾷς μὲ μι᾿ ἄλλη νιά;
Ἔρωτ᾿ ἀδικοθάνατε,
Ἔρωτα χρυσομάλλη,
ἂν σ᾿ εἶδαν μὲ μιὰν ἄλλη,
ἦταν ἡ Λησμονιά».

Μιὰ φορὰ κι ἕνα καιρό,
δὲν ἦταν ἕνας ἔρωτας,
δὲν ἦταν ἕνας πόνος.
Ἦταν μισὸς ἔρωτας -μισὸς πόνος-
καὶ μιὰ μισὴ πλάκα,
πού ῾λεγε τὸ μισό της σκοπό:
«Ἔρωτα μὴ σὲ… Ἔρωτα μὴ σὲ…
ἔρωτα μισέ… ἔρωτα μισέ…»

Θέ μου!
Μὰ δὲ βρίσκεται ἕνα χέρι!
Ἕνα πονετικὸ χέρι,
γιὰ ν᾿ ἀνασηκώσει τὴ βελόνα
καὶ ν᾿ ἀκουστεῖ ξανά,
ὁλόκληρος ὁ Ἔρωτας,
ὁλόκληρο τὸ τραγούδι:

«Ἔρωτα μὴ σὲ σκότωσαν
τὰ μαγεμένα βέλη;
Ἔρωτα Μακιαβέλλι.
Τὰ μάτια ποὺ σὲ λάβωσαν,
μὲ δάκρυα πικραμένα,
καρφιά ῾ταν πυρωμένα
καὶ μπήχτηκαν βαθιά».
………………………………………………

Ποιός μου χτυπᾷ τὸ τζάμι;
Μὴ μοῦ χτυπᾶτε.
Δὲν εἶμαι ῾δῶ.
Ἐδῶ κατοικεῖ ἡ Μοναξιὰ
μὲ μόνιμη νοικάρισα τὴ Πλήξη.

Μὴ μοῦ χτυπᾶτε λοιπὸν τὸ τζάμι.
Μάταια χτυπᾶτε.
Ἐγὼ δὲ μπορῶ ν᾿ ἀνοίξω.
Δὲ μπορῶ νὰ συρτῶ
οὔτ᾿ ὡς τὴ πόρτα τοῦ σπιτιοῦ μου,
οὔτ᾿ ὡς τὴ πόρτα τοῦ ἄλλου κόσμου.

Μὴ μοῦ χτυπᾶτε λοιπὸν τὸ τζάμι.
Δὲν εἶμαι ῾δῶ.
Ἐδῶ εἶν᾿ ἕνα ξερὸ ἔντομο
σ᾿ ἕνα κόσμο, -φέρετρο-
ὅπου ἀπαγορεύεται -μὲ κίνδυνο ἀνάστασης-
ἀκόμη κι ὁ θάνατός σου!

Μὴ μοῦ χτυπᾶτε λοιπὸν τὸ τζάμι.
Κάνετε λάθος.
Λάθος στὸ σπίτι.
Λάθος στὴ πόρτα.
Λάθος στὸν αἰῶνα.
Λάθος. Λάθος. Λάθος!

Γι᾿ αὐτὸ πάψτε.
Πάψτε -γιὰ τὸ Θεό- νὰ μοῦ χτυπᾶτε!
Σᾶς τὸ ξαναλέω- μή!
Ἐδῶ δὲ κατοικῶ ἐγώ.
Ἐδῶ κατοικεῖ μία αἱμοβόρα
κι ἀκροβάτισα ἀράχνη,
ποὺ πρὶν λίγο ἔφαγε μία πεταλούδα.
Μιὰ χρυσή, λεπτὴ πεταλούδα,
ποὺ -ἀλίμονο- εἶχε τ᾿ ὄνομά μου!

Ἄρα δὲν εἶχα ἀγαπηθεῖ, αὐτὸ ἦταν ὅλο
Ἴσως ἀνόητα ὑποδύθηκα τὸ ρόλο
Γελωτοποιοῦ πολὺ μετρίας κλάσης
Λησμονημένος σὲ μιὰν ἄχρηστη ἀποθήκη
Ἠλίθιος κοῦκλος μὲ σπασμένη μύτη.

5. Νέο σύμβολον πίστεως

Πίστευα ότι ο Θεός πέθανε
πριν από είκοσι αιώνες.
Και μου ήταν αδύνατο να πιστέψω
ότι θα τα κατάφερνε να ζει ως τα σήμερα
-ακόμα και νεκρός-
μες στις ψυχές των φοβισμένων.

Πίστευα ότι ο άνθρωπος ήταν
-και είναι και θα είναι-
ζώον δίποδον.
Δε θα πίστευα όμως ποτέ
ότι κάποτε θα μεταβάλλονταν
σε «φτερωτό» ερπετό!

Πίστευα ότι ο Χίτλερ πέθανε
το χίλια εννιακόσια σαράντα πέντε
στην Καγκελαρία του Βερολίνου.
Δε θα το πίστευα όμως ποτέ
ότι τα σκουλήκια που τον έφαγαν
θα γίνονταν κάποτε στρατάρχες!

6. Ο σταχτύς θάνατος
Θαρροῦσα ὡς τώρα -φίλοι μου καλοί-
θαρροῦσα ὡς τώρα…
πῶς ὅλα τὰ πράματα
βαδίζουν στὴ γῆ
μὲ τὸ ἀληθινό τους χρῶμα.
Ἡ Χαρὰ ἄσπρη.
Ἡ Θλίψη χλωμή.
Ὁ Ἔρωτας ρόδινος
Ο Θάνατος μαῦρος.
Ἔτσι θαρροῦσα…

Καὶ περνοῦσα τὶς μέρες μου,
μὲ τὰ χρώματά μου τακτοποιημένα.
Με τα ὄνειρά μου συγυρισμένα.
Μὲ τὰ ποιήματά μου καθαρογραμμένα…
Γιατὶ ἔτσι τά ῾βλεπα.
Ἔτσι νόμιζα.

Αποφθέγματα

1. Αγαπώ θα πει εγώ αγαπώ… Το τι κάνει ο άλλος είναι δική του δουλειά.

2. Κείνος που στ’ αληθινά αγαπά το Λαό δε γίνεται ποτέ αρχηγός του, γίνεται υπηρέτης του.

3. Αν είσαι καλός πού ’ναι οι οχτροί σου;

4. Φτηνά τη Λευτεριά δεν την πουλούν πουθενά. Ούτε και τη χαρίζουνε. Όσοι την πήραν χάρισμα τη χαράμισαν.

5.  Όλα τα λόγια του θεού είναι καλά. Μόνο, βάρντα, να μην τα πάρουνε στο στόμα τους οι παπάδες.

6. Βάλε μια δύση κι ένα βαρκάκι να λιώνει μέσα. Ομορφιά!
Μα, αν δεν υπάρχει μάτι να το δει, είναι ομορφιά;

7. Το άπλυτο κορμί το πλένεις. Καθαρίζει. Η βρόμικη ψυχή πώς πλένεται;
(«Αγέλαστη Άνοιξη»)

8. Φοβού τον Θεόν αλλά τρέμε τους πιστούς του!

9. Η φιλία κρατάει μονάχα μια μέρα. Κάθε μέρα πρέπει να της αλλάζεις βρακί.

10. Εάν βυθισθώμεν, ας βυθισθώμεν εις τον ωκεανόν! Ουχί εις την σκάφην!

11. Ένας άνθρωπος που δίνει στο διψασμένο νερό ποτές δεν είναι κακός.

12. Όλες οι συμφορές στον κόσμο απ’ τα παρακάλια έγιναν.

13. Τώρα που χρειάζονταν τα νιάτα, ήρθαν τα γηρατειά…
(“Θυμωμένα Στάχυα”)

14. Η λακωνικότερη ιστορία του κόσμου είναι η ιστορία των δειλών ανθρώπων.

15. Άιντε, ένα χεράκι ακόμη και τη βγάλαμε τη ζωή… Να πάρουν σειρά οι άλλοι.

16. Τι τσινιάρικη φοράδα είν’ αυτή η Ελλάδα και δεν μποράνε να την κάνουν ζάφτι;

17. Ο αέρας φύσαγε σαν γύφτος.
(η πρώτη φράση από το «Ένα Παιδί Μετράει τ’ Άστρα»)

18. Μ’ αρέσουν οι άνθρωποι που αποφασίζουν γλήγορα. Σπάζουν εύκολα το κεφάλι τους κι ησυχάζουν.

19. Όλοι είμαστε άνθρωποι. Άνθρωποι που ήρθαμε για να φάμε όχι μόνο το μέλι αλλά και το κεντρί.

20. Στον έρωτα μήπως όλες οι φορές που αγαπούμε δεν είναι πρώτες;

newbeast.grneolaia.gr, agonaskritis.gr

=====================
 "O σιωπών δοκεί συναινείν"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.