Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2021

«Η συνείδηση είναι ένας αλάνθαστος κριτής, όταν δεν την έχουμε μπορεί ακόμα και να δολοφονήσει» Ονορέ ντε Μπαλζάκ


Honoré de Balzac: «Ένα επεισόδιο από την εποχή της τρομοκρατίας & Το κόκκινο πανδοχείο»




ο βιβλίο με τον τίτλο Ένα επεισόδιο από την εποχή της τρομοκρατίας & Το κόκκινο πανδοχείο του Ονορέ ντε Μπαλζάκ περιέχει τις δύο ιστορίες, όπως φαίνεται από τον τίτλο, αλλά και ένα πολύ ενδιαφέρον Επίμετρο, το οποίο υπογράφει ο μεταφραστής Νίκος Σκοπλάκης, καθώς και πολύτιμες ιστορικές σημειώσεις που διαφωτίζουν τον μύθο.

Όπως λοιπόν πληροφορούμαστε από το Επίμετρο, ο Φρίντριχ Ένγκελς έγραψε στις 13 Δεκεμβρίου 1883 στην κόρη του Μαρξ, Λόρα Λαφάργκ, ότι στα έργα του Μπαλζάκ βρίσκεται η ιστορία της Γαλλίας από το 1815 μέχρι το 1848. Ο Μπαλζάκ γεννήθηκε το 1779 και πέθανε το 1850, επομένως έζησε τα γεγονότα που αποτέλεσαν τη βάση των έργων του. Όλη η Ανθρώπινη Κωμωδία, η ιστορία της διαφοράς και της αντίθεσης, της ταξικής πάλης, των εμφύλιων παθών, των ηθών και των ανταγωνισμών, οι κερδοσκοπίες, οι ραδιουργίες, οι οικονομικοί μετασχηματισμοί, είναι το μυθοπλασμένο υλικό του. Με άλλα λόγια, η ιστορία και η μυθοπλασία διεκδικούν η μία τη θέση της άλλης στα έργα του μεγάλου συγγραφέα, ο οποίος μελετάει την υπονόμευση της αυθεντίας από το 1789. Ο Μπαλζάκ καταγράφει σαν χρονικό τον τρόπο που η αστική τάξη διεισδύει στην αριστοκρατική διεκδικώντας λυσσωδώς τη θέση της στην εξουσία, αποδεικνύοντας ότι «η κοινωνία θα πρέπει να φέρει εντός της την αιτία της κίνησής της», όπως έλεγε.

Το πρώτο διήγημα, «Ένα επεισόδιο από την εποχή της τρομοκρατίας», είναι πλαστό, ωστόσο ο δήμιος Charles-Henri Sanson (1739-1804) είναι πρόσωπο υπαρκτό και ήταν ο δήμιος του παλαιού καθεστώτος και του Λουδοβίκου, στη συνέχεια και του Ροβεσπιέρου και των συνεργατών του. Ο Μπαλζάκ είχε αρχίσει να ασχολείται με σύνταξη των απομνημονευμάτων του Σανσόν από το 1829. Η νουβέλα τελείωσε το 1831, εποχή κατά την οποία είχε εκφράσει τα φιλομοναρχικά του αισθήματα, αν και ποτέ οι «νομιμόφρονες» φιλοβασιλικοί δεν τον αποδέχτηκαν.

Η ιστορία έχει ως εξής: Τη νύχτα, 22 Ιανουαρίου 1793 (μία ημέρα μετά την εκτέλεση του Λουδοβίκου XVI), στο Παρίσι, η πρώην Καρμελίτισσα μοναχή Μάρθα, με πολλές προφυλάξεις, παρ’ όλα αυτά ακολουθούμενη από έναν μυστηριώδη άντρα, μπαίνει σε ένα φαρμακείο και παραλαμβάνει ένα κουτί. Στη συνέχεια επιστρέφει στην παραγκούπολη, όπου κρύβεται μαζί με τη μοναχή Αγάθη και τον αβά Ντε Μαρόλ. Το κουτί περιέχει όστιες για μυστικές λειτουργίες που τελούν, εφόσον, λόγω της προσπάθειας αποχριστιανισμού, όλα τα μοναστήρια έχουν καταργηθεί, τα ιερά σκεύη έχουν εξαφανιστεί, τα τάγματα έχουν διαλυθεί και οι θρησκευτικές τελετές απαγορεύονται επί ποινή θανάτου.

Ο μυστηριώδης άντρας ήταν ο δήμιος Σανσόν, ο οποίος ζήτησε από τον αβά Ντε Μαρόλ να κάνει μία επιμνημόσυνη δέηση στη μνήμη του εκτελεσθέντος βασιλιά Λουδοβίκου XVI. Μετά επιστρέφει για να παραστεί στη λειτουργία, επιτρέποντας στους τρεις ηλικιωμένους –τις δύο μοναχές και τον ιερέα– να οργανώσουν μια υποτυπώδη ιερή τράπεζα με τα λιγοστά ιερά σκεύη που είχαν κρυμμένα και υπόσχεται ότι θα επιστρέψει του χρόνου για μια άλλη λειτουργία για τον βασιλιά. Τέλος, υπόσχεται ότι θα είναι ασφαλείς από κάθε κίνδυνο και φεύγοντας αφήνει για δώρο ένα μαντίλι με κόκκινο σημάδι και με βασιλικά διακριτικά. Για τους κρυμμένους στην παραγκούπολη η ταυτότητα του μυστηριώδους άντρα είναι άγνωστη, μέχρι τη στιγμή που ο ιερέας τον βλέπει στο κάρο που μεταφέρει μελλοθανάτους. Είναι, λοιπόν, ο περιβόητος εκτελεστής Charles-Henri Sanson, ένας ευσεβής άνθρωπος, ο οποίος, παρά τον ρόλο του δήμιου, ζήτησε την επιμνημόσυνη δέηση για την ψυχή του τελευταίου βασιλιά.

Ο Μπαλζάκ καταγράφει σαν χρονικό τον τρόπο που η αστική τάξη διεισδύει στην αριστοκρατική διεκδικώντας λυσσωδώς τη θέση της στην εξουσία, αποδεικνύοντας ότι «η κοινωνία θα πρέπει να φέρει εντός της την αιτία της κίνησής της», όπως έλεγε.

Η ιστορία είναι όπως είπαμε φανταστική, αλλά ο στόχος της είναι να φανούν τα ηθικά θέματα που προκύπτουν από την ίδια την πραγματικότητα: η απαξία της ανθρώπινης ζωής, ο διωγμός της θρησκευτικής πίστης, ο προβληματισμός πάνω στην ευθύνη που έχει ο άνθρωπος να υπακούει και να εκτελεί εντολές, η συμπόνια για τον βασιλιά. Το πρόσωπο του δήμιου πέρα από τη νουβέλα του Μπαλζάκ σώζεται σε γκραβούρα του Eugène Lampsonius, που βρίσκεται στο βιβλίο. Τέλος, βγαίνει το συμπέρασμα πως, πέρα από το εξεγερμένο πλήθος, υπάρχουν και άνθρωποι που ένιωθαν και συμπονούσαν τον βασιλιά σαν άνθρωπο.

Η άλλη ιστορία αφορά «Το κόκκινο πανδοχείο». Ο Γερμανός τραπεζίτης Χέρμαν, σε ένα επίσημο γεύμα με την υψηλή κοινωνία στο Παρίσι, αναφέρει ένα περιστατικό που άκουσε στη φυλακή στο Άντερναχ (που σήμερα ανήκει στο κρατίδιο της Ρηνανίας), όταν συνελήφθη κατά τη διάρκεια των ναπολεόντειων πολέμων από τους Γάλλους. Η αφήγησή του αφορά ένα έγκλημα που διαπράχθηκε το 1799. Δύο στρατιωτικοί χειρουργοί περνούν τη νύχτα σε ένα πανδοχείο, σε μια πόλη όπου έφθασαν για τις ανάγκες του εκεί γαλλικού συντάγματος. Οι δύο γιατροί μοιράζονται το δωμάτιό τους με τον βιομήχανο Βάλενφερ, ο οποίος τους φανερώνει ότι εγκατέλειψε τις εχθροπραξίες και έχει πάνω του ένα σημαντικό ποσό χρυσού και διαμάντια. Ο Προσπέρ Μανιάν, ένας από τους χειρουργούς, πολύ εντυπωσιασμένος από την αποκάλυψη, σκέφτεται να δολοφονήσει τον Βάλενφερ και να εξαφανιστεί με τα τιμαλφή του. Πραγματικά, παίρνει ένα μαχαίρι από τη χειρουργική του τσάντα, προκειμένου να δολοφονήσει τον βιομήχανο, αλλά, βγαίνοντας από το παράθυρο και ύστερα από αρκετό περπάτημα στο δάσος μετανιώνει, επιστρέφει στο πανδοχείο και πέφτει για ύπνο. Όταν ξυπνά το πρωί διαπιστώνει ότι ο Βάλενφερ έχει αποκεφαλισθεί με το χειρουργικό του μαχαίρι, ενώ ο φίλος του και τα τιμαλφή του θύματος έχουν εξαφανιστεί. Επειδή ο Μανιάν είναι καλυμμένος με αίμα και χρησιμοποιήθηκε το δικό του μαχαίρι, οι στρατιώτες υποψιάζονται ότι αυτός είναι ο δράστης και το στρατοδικείο τον καταδικάζει σε θάνατο. Πριν εκτελεστεί στη φυλακή είχε συναντήσει τον Χέρμαν, που είχε πάλι συλληφθεί για εξέγερση κατά των Γάλλων, στον οποίο είπε την περιπέτειά του.

photo BalzacΈνας άλλος τώρα, ο Ταϊγφέρ, εμπλέκεται στην ιστορία και οι υποψίες πέφτουν πάνω του για τον φόνο. Αυτός έχει μια κόρη, τη Βικτορίν, την οποία ερωτεύεται ο αφηγητής και το δίλημμα που προκύπτει είναι: μπορεί να παντρευτεί την κόρη ενός δολοφόνου και να αποκτήσει την περιουσία που προέρχεται από τον φόνο ενός άλλου; Όταν ρωτάει τους φίλους του, αντιλαμβάνεται ότι όσοι τον συμβούλευσαν να μην την παντρευτεί είναι οι επόμενοι υποψήφιοι, άρα θα την παντρευτεί ο ίδιος και κακώς έκανε ερωτήσεις που του γέννησαν δίλημμα.

Ο Μπαλζάκ μεταφέρει εδώ πληροφορίες που είχε μάλλον ακούσει από την ερωμένη του, δούκισσα Ντ’ Αμπραντές. Η αληθινή βάση του διηγήματος είναι ότι δύο μεγάλοι τραπεζίτες κατηγορήθηκαν για τη δολοφονία μιας πλούσιας οικογένειας το 1796. Ο δολοφονημένος είχε εμπιστευθεί την περιουσία του σε δύο αδέλφια, εκ των οποίων ο ένας ήταν γνωστός ως «Μισέλ ο κλέφτης» και ο άλλος ως «Μισέλ ο δολοφόνος», που στη συνέχεια έγιναν τραπεζίτες στην Πλατεία Βαντόμ. Η ιστορία αυτή έχει αναλογίες με τον Μπαρμπα-Γκοριό, όπου αναλύονται διεξοδικότερα οι οικογενειακές σχέσεις του τραπεζίτη και της κόρης του.

Συμπέρασμα, ο Μπαλζάκ θεωρεί τη γαλλική κοινωνία ιστορικό και τον εαυτό του γραμματέα της. Η Ανθρώπινη Κωμωδία του, σαν αντιδιαστολή προς τη Θεία Κωμωδία του Δάντη, τα κοινωνικά φαινόμενα, όχι κωμικά αλλά τραγικά, έχει θέμα της.

Πολύ ωραίο βιβλίο στο σύνολό του και πολύ καλή η δουλειά του μεταφραστή και σχολιαστή πίσω από την επιφάνεια των ιστοριών.
https://diastixo.gr/kritikes/xenipezografia/12055-episodeio-tromokratia
Ένα επεισόδιο από την εποχή της τρομοκρατίας & Το κόκκινο πανδοχείο

Η πανσιόν Βωκέ - του Μπάρμπα-Γκοριό σε ένα πανδοχείο


Στο Παρίσι του 1819, το πανδοχείο της κυρα-Βωκέ παρέχει στέγη και τροφή σε αρκετούς ενοίκους. Κάποιοι απ' αυτούς εµφανίζουν µια ιδιαίτερα µυστηριώδη συµπεριφορά. ...

Ένα δράµα µε πολυάριθµους ήρωες, ο καθένας µε τη δική του µοναδική ιστορία, προικισµένος µε το δικό του χαρακτήρα και τη δική του φιλοδοξία, παρασυρόµενος από τη λογική και το συµφέρον, αντιµέτωπος µε το δικό του πάθος, συχνά ωθούµενος στην καταστροφή.

Σ' ένα µυθιστόρηµα ο Balzac παρουσιάζει το ζήτηµα των γηρατειών, της µοναξιάς, της αγάπης, του χρήµατος, της νιότης, του πάθους, αλλά και του ατόµου, της κοινωνικής διάσπασης. Όλα όσα αντιπροσωπεύουν τη ζωή, µε τις αρετές και τα ψεγάδια της, τις λαµπρότητες και τις αθλιότητες, τις οµορφιές και τις ασχήµιες της.

Σε εντελώς διαφορετικό κλίμα, ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ τοποθετεί επίσης τη δράση ενός από τα γνωστότερα έργα του, του Μπάρμπα-Γκοριό σε ένα πανδοχείο, την περιβόητη pension Vauquier που μεταφράστηκε στα ελληνικά ως πανδοχείο, προφανώς ελλείψει ελληνικής λέξης για το pension που ωστόσο δεν είναι ακριβώς συνώνυμο του πανδοχείου ή του ξενώνα καθώς δεν βρίσκεται υποχρεωτικά σε κάποιο πέρασμα, μπορεί δε να αποτελέσει μόνιμο κατάλυμα για κάποιον.

Μετά τους Σουάνους και το Μαγικό Δέρμα, ο Μπαλζάκ συλλαμβάνει την ιδέα να γράψει μια σειρά μυθιστορημάτων όπου θα εμφανίζονται οι ίδιοι χαρακτήρες και οι οποίοι θα απεικονίζουν το σύνολο της γαλλικής κοινωνίας. Όπως λέει στον πρόλογο της Ανθρώπινης Κωμωδίας – έργο που περιλαμβάνει 100 περίπου τόμους και του οποίου ο τίτλος παραπέμπει στη Θεία Κωμωδία του Δάντη – ο στόχος του ήταν «να κάνει την απογραφή της γαλλικής κοινωνίας» του πρώτου μισού του 19ου  αιώνα «αναπαράγοντας και ταυτόχρονα εξηγώντας» τα ήθη της εποχής.                                               Το 1834 σ’ ένα γράμμα του στην κόμισα Εύα Χάνσκα – ερωμένη του για είκοσι περίπου χρόνια και μετέπειτα γυναίκα του – διευκρινίζει: «Τα ήθη αποτελούν το θέαμα, τα αίτια τα παρασκήνια και τους μηχανισμούς».

Μετά την πρώτη μεγάλη επιτυχία που γνωρίζει με την Ευγενία Γκραντέ το 1833, ο Μπαλζάκ γράφει δύο χρόνια αργότερα τον Μπαρμπα-Γκοριό, έργο το οποίο αρχικά δημοσιεύεται σε δύο μέρη στην επιθεώρηση “La Revue de Paris” και όπου εφαρμόζει για πρώτη φορά την ιδέα του: 23 πρόσωπα του μυθιστορήματος αυτού θα επανεμφανιστούν στα επόμενα έργα του. Πρόκειται για πραγματικό θρίαμβο και την ίδια κιόλας χρονιά γίνονται διασκευές του βιβλίου για το θέατρο.

Μεταφέροντας τις ιδέες του φυσιοδίφη Geoffroy Saint-Hilaire στη λογοτεχνία, ο Μπαλζάκ θέλησε να δείξει πώς ο χαρακτήρας, η ύπαρξη ολόκληρη των ανθρώπων, συνδέονται άμεσα με το περιβάλλον. Γι’ αυτό το λόγο κυρίαρχο ρόλο παίζει στο έργο του η ακριβής αναπαράσταση της εξωτερικής πραγματικότητας, οι σχοινοτενείς περιγραφές των χώρων και των αντικειμένων, η έμφαση στην πιστότητα, στη λεπτομέρεια, στην αληθοφάνεια.

Οι πρώτες σελίδες του Μπαρμπα-Γκοριό είναι αφιερωμένες στην περιγραφή της πανσιόν Βωκέ, της ιδιοκτήτριάς της και των ενοίκων. Η περιγραφή αυτή αποτελεί το αρχέτυπο της μεθόδου που ακολουθούσε ο Μπαλζάκ: η αναπαράσταση των χώρων προετοιμάζει την είσοδο των προσώπων, εξηγεί κάποιες από τις αντιδράσεις τους, μαρτυρά έναν τρόπο ζωής και σκέψης. Η ίδια η διαμόρφωση της πανσιόν αντανακλά την οικονομική κατάσταση των ενοίκων: όσο ανεβαίνεις τους ορόφους, τόσο μεγαλύτερη φτώχεια συναντάς. Σαν ένας φακός που κάνει ζουμ, ο συγγραφέας περνάει από ένα γενικό πλάνο της συνοικίας για να εστιάσει στο στενό δρομάκι και στο συγκεκριμένο κτίριο, πριν χωθεί στο εσωτερικό του. Η πανσιόν αυτή, που κρύβει όλες τις φιλοδοξίες, τις πικρίες και τα όνειρα μιας λαϊκής συνοικίας του Παρισιού, θα είναι και ο χώρος του δράματος. Δια μέσου της περιγραφής των δωματίων, των φθαρμένων επίπλων και των κάθε λογής αντικειμένων, αλλά και των οσμών και των χρωμάτων, ο Μπαλζάκ πλάθει χαρακτήρες προσιτούς και οικείους συσχετίζοντάς τους πάντα με το περιβάλλον από το οποίο προέρχονται και στο οποίο ζουν, δημιουργώντας συχνά «τύπους» που παίρνουν τη διάσταση συμβόλου μέσα στο έργο και ταυτόχρονα μοναδικούς. Ο δρόμος, το σπίτι, τα ρούχα, ακόμα και το σχήμα των χεριών ή η στάση του σώματος μιλούν για την ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση του ήρωα – τις φιλοδοξίες για κοινωνική ανέλιξη, τη δίψα των απολαύσεων, τη διαφθορά, τη μοναξιά, τα πάθη και τις αρετές –  και μοιάζουν να υπάρχουν μέσω αυτού και χάρη σ’ αυτόν, λες και άνθρωποι και χώροι προϋποθέτουν και συνεπάγονται ο ένας τον άλλο.

 

   «Το οίκημα που στεγάζει το αστικό πανδοχείο ανήκει στην κυρα-Βωκέ. Βρίσκεται χαμηλά στην οδό Νεβ-Σαιντ-Ζενεβιέβ, εκεί που ο δρόμος κατηφορίζει προς την οδό ντε λ’ Αρμπαλέτ σε μια τόσο απότομη και κακοτράχαλη κλίση που τα άλογα σπάνια ανεβαίνουν ή κατεβαίνουν. Αυτή η συνθήκη ευνοεί την ηρεμία που βασιλεύει σ’ αυτούς τους στενούς δρόμους, ανάμεσα στους θόλους του Βαλ-ντε-Γκρας και του Παντεόν, δυο μνημεία που διαμορφώνουν την ατμόσφαιρα ρίχνοντας κιτρινωπές αποχρώσεις και σκιάζοντας τα πάντα με την επιβλητική χροιά που αντανακλούν οι τρούλοι τους. Εδώ, τα λιθόστρωτα είναι στεγνά, τα ρείθρα δεν έχουν ούτε λάσπη ούτε νερό, χορτάρια φυτρώνουν κατά μήκος των τοίχων. Ακόμη και ο πιο ανέμελος διαβάτης εδώ νιώθει θλίψη σαν όλους τους περαστικούς, ο θόρυβος μιας άμαξας αποτελεί γεγονός, τα σπίτια είναι γκρίζα, οι τοίχοι μυρίζουν φυλακή. Ένας ξεστρατισμένος Παριζιάνος θα έβλεπε εδώ μόνο αστικά πανδοχεία ή σχολεία, αθλιότητα ή πλήξη, γηρατειά που πεθαίνουν, χαρούμενα νιάτα αναγκασμένα να δουλεύουν. Καμιά συνοικία του Παρισιού δεν είναι πιο φρικτή ούτε πιο, κατά κάποιο τρόπο άγνωστη….

   Καθώς προορίζεται για να καλύπτει τις ανάγκες του αστικού πανδοχείου, το ισόγειο αποτελείται καταρχήν από ένα δωμάτιο που φωτίζεται από τα δύο παράθυρα του δρόμου και έχει για είσοδο μια μπαλκονόπορτα. Αυτό το σαλόνι συνδέεται με μια τραπεζαρία που χωρίζεται από την κουζίνα με μια σκάλα, της οποίας τα σκαλοπάτια είναι φτιαγμένα από ξύλο και γυαλιστερά, χρωματιστά πλακάκια. Δεν υπάρχει κάτι πιο θλιβερό από τη θέα αυτού του σαλονιού, του επιπλωμένου με πολυθρόνες και καρέκλες που καλύπτονται από τρίχινα υφάσματα με ρίγες λείες και τραχιές εναλλάξ. Στο κέντρο του βρίσκεται ένα στρογγυλό τραπέζι από γκρίζο μάρμαρο με λευκές κηλίδες, διακοσμημένο με εκείνο το συνηθισμένο σερβίτσιο από λευκή πορσελάνη στολισμένη με μισοσβησμένα χρυσά σχέδια. Αυτό το δωμάτιο με το φθαρμένο ξύλινο πάτωμα είναι σοβατισμένο χαμηλά, σε ύψος ενός μέτρου. Η υπόλοιπη επιφάνεια του τοίχου είναι καλυμμένη με μια παλιά ταπετσαρία που απεικονίζει τις βασικές σκηνές του «Τηλέμαχου» με τους κλασικούς πρωταγωνιστές έγχρωμους. Στο διάστημα ανάμεσα στα παράθυρα με τα σιδερένια κάγκελα οι ένοικοι απολαμβάνουν τον πίνακα που απεικονίζει το γεύμα που προσέφερε η Καλυψώ στο γιο του Οδυσσέα. Για σαράντα χρόνια αυτός ο πίνακας προκαλεί τα πειράγματα των νεαρών ενοίκων που θεωρούν τους εαυτούς τους ανώτερους και περιφρονούν το δείπνο που η άθλια ζωή τους μπορεί να τους προσφέρει. Το πέτρινο τζάκι του οποίου η πάντα καθαρή εστία μαρτυρά ότι η φωτιά ανάβει μόνο σε σημαντικές περιστάσεις, έχει για στολίδι δυο ανθοδοχεία γεμάτα ψεύτικα λουλούδια, παλιά και φθαρμένα που πλαισιώνουν το πιο κακόγουστο γαλάζιο, μαρμάρινο εκκρεμές. Αυτό το δωμάτιο αναδίνει μια μυρωδιά που δεν υπάρχουν λέξεις για να την περιγράψουν και που θα έπρεπε να αποκαλείται «η μυρωδιά του πανδοχείου». Μυρίζει κλεισούρα, μούχλα, ξινίλα. Είναι υγρή, προκαλεί ρίγη, διαπερνά τα ρούχα. Σαν αίθουσα μετά από δείπνο, βρωμάει αποφάγια, ιδρώτα, φτώχεια. Ίσως να μπορούσε να περιγραφεί αν εφευρίσκαμε μια μέθοδο αξιολόγησης των εμετικών στοιχείων που αναδίνει το συνάχι και ο ιδρώτας του κάθε ενοίκου, νέου ή γέρου. Ε λοιπόν, παρά τις τόσες αρμονικές εκφάνσεις ασχήμιας, αν το συγκρίνατε με την τραπεζαρία  με την οποία συνδέεται, θα βρίσκατε αυτό το σαλόνι κομψό και ευωδιαστό όπως ένα ιδιαίτερο δωμάτιο κυρίας. Εκείνη η αίθουσα, εξ ολοκλήρου επενδυμένη με ξύλο, ήταν κάποτε βαμμένη με ένα χρώμα που δεν διακρίνεται πια, και το οποίο αποτελεί ένα φόντο πάνω στο οποίο τα στρώματα της βρωμιάς έχουν αποτυπώσει λεκέδες που μοιάζουν με παράξενες φιγούρες. Είναι γεμάτη με λιγδιασμένους μπουφέδες που πάνω τους έχουν τοποθετήσει θαμπωμένες κανάτες, μεταλλικούς δίσκους, στίβες πιάτων από χοντρή πορσελάνη με γαλάζια σχέδια, φτιαγμένα στην Τουρνέ. Σε μια γωνιά είναι τοποθετημένο ένα κουτί με αριθμημένα χωρίσματα που χρησιμεύει για να τακτοποιούν τις λερωμένες ή λεκιασμένες πετσέτες του κάθε ένοικου. Υπάρχουν τέτοια έπιπλα, άφθαρτα, που κανείς δεν τα θέλει πια, αλλά που εκεί έχουν βρει τη θέση τους σαν απομεινάρια των Ανιάτων. Θα μπορούσατε να δείτε ένα βαρόμετρο μ’ ένα σπουργίτι που βγαίνει  όταν βρέχει. Απωθητικές γκραβούρες που διώχνουν την όρεξη σε μαύρα ξύλινα κάδρα με χρυσές ρίγες. Ένα εκκρεμές από ταρταρούγα με επένδυση χαλκού. Μια πράσινη θερμάστρα, λάμπες του Αργκάν όπου η σκόνη αναμιγνύεται με το λάδι, ένα μακρύ τραπέζι καλυμμένο με ύφασμα τόσο λιγδιασμένο όπου κάποιος αστείος πελάτης μπορεί να γράψει το όνομά του χρησιμοποιώντας το δάχτυλό του, ακρωτηριασμένες καρέκλες, άσχημα ψάθινα χαλάκια που συνεχώς αλλάζουν θέση αλλά ποτέ δεν χάνονται, κι έπειτα, άθλιες σόμπες τρύπιες και σπασμένες, με χαλασμένους μεντεσέδες, έτοιμες να γίνουν στάχτη. Για να εξηγήσω πόσο αυτά τα έπιπλα είναι παλιά, ραγισμένα, φθαρμένα, ξεχαρβαλωμένα, διαβρωμένα, κουτσά, στραβά, άχρηστα, πεθαμένα, θα έπρεπε να κάνω μια περιγραφή που θα εξαντλούσε το ενδιαφέρον γι’ αυτήν την ιστορία και που οι βιαστικοί αναγνώστες δεν θα συγχωρούσαν. Τα κόκκινα πλακάκια του πατώματος είναι γεμάτα ατέλειες είτε από φθορά είτε από βαψίματα. Τέλος, εδώ κυριαρχεί η αθλιότητα χωρίς γοητεία, μια τσιγκούνικη μιζέρια, συμπυκνωμένη, φθαρμένη. Αν και ακόμη δεν έχει βούρκο, έχει λεκέδες. Αν και δεν έχει τρύπες ούτε κουρέλια, θα υποστεί τη σήψη.

   Αυτό το δωμάτιο βρίσκεται σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια τη στιγμή που, κατά τις επτά το πρωί, ο γάτος της κυρα-Βωκέ προπορεύεται της αφεντικίνας του, πηδά πάνω στους μπουφέδες, μυρίζει το γάλα από τα φλιτζάνια τα καλυμμένα με τα πιατάκια τους και αφήνει να ακουστεί το πρωινό του γουργούρισμα. Αμέσως εμφανίζεται η χήρα, φορώντας με αδέξιο τρόπο το τούλινο σκουφί της απ’ όπου κρέμονται ολόγυρα μια σειρά από ψεύτικες τούφες και περπατά σέρνοντας τις τσακισμένες παντόφλες της. Το γέρικο, στρουμπουλό πρόσωπό της, που στο κέντρο του εξέχει μια μύτη σαν ράμφος παπαγάλου, τα κοντά και παχουλά της χέρια, η χοντρή της κοψιά σαν ποντικού της εκκλησίας, το παραφουσκωμένο στήθος της που τρέμει, εναρμονίζονται με αυτή την αίθουσα όπου ρέει η δυστυχία, όπου κουρνιάζει η κερδοσκοπία, και της οποίας το ζεστό και δύσοσμο αέρα η κυρά-Βωκέ ανασαίνει χωρίς να αηδιάζει. Το πρόσωπό της φρέσκο από την πρωινή φθινοπωρινή δροσιά, τα μάτια της ρυτιδιασμένα με μια έκφραση που περνά από το χαμόγελο της χορεύτριας στην πικρή γκριμάτσα του πιστωτή, όλος ο εαυτός της ερμηνεύει το πανδοχείο, όπως το πανδοχείο περικλείει τον εαυτό της. Δεν γίνεται φυλακή χωρίς δεσμοφύλακα, δεν μπορεί κανείς να φανταστεί το ένα χωρίς το άλλο. Η χλωμή ευσαρκία αυτής της κοντής γυναίκας είναι προϊόν αυτής της ζωής, όπως ο τύφος είναι συνέπεια των αναθυμιάσεων ενός νοσοκομείου. Το μάλλινο πλεκτό της μεσοφόρι που φαίνεται κάτω από μια φούστα από παλιό μεταποιημένο φόρεμα και που προβάλλει μέσα από τα σχισίματα του φθαρμένου υφάσματος, αποτελεί τη σύνοψη του σαλονιού, της τραπεζαρίας, του κήπου, φανερώνει την κουζίνα και προϊδεάζει για τους ενοίκους της. Όταν εκείνη βρίσκεται εκεί, αυτό το θέαμα ολοκληρώνεται.»

Ονορέ ντε Μπαλζάκ, Ο Μπαρμπα-Γκοριό (μεταφρ. Δέσποινα Μαντοπούλου, εκδ. Bookstars)

===================== 
 "O σιωπών δοκεί συναινείν"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.