Τετάρτη 17 Μαρτίου 2021

Πώς δόθηκε “άδεια έκτακτης ανάγκης” στο εμβόλιο της Pfizer στις ΗΠΑ


Πώς δόθηκε “άδεια έκτακτης ανάγκης” στο εμβόλιο της Pfizer στις ΗΠΑ – Μέρος Α΄: Οι διαδικασίες

Τον Δεκέμβριο του 2020 το κράτος των ΗΠΑ έδωσε “άδεια (χρήσης) έκτακτης ανάγκης” στο εμβόλιο των Pfizer-BioNTech. Πριν εξετάσουμε τις διαδικασίες με τις οποίες δόθηκε η ειδική αυτή άδεια, ας δούμε πως λειτουργεί στη χώρα αυτή το κύκλωμα της διαπλοκής μεταξύ κρατικών υπηρεσιών και φαρμακευτικών εταιρειών.

Το περίγραμμα των σχέσεων διαπλοκής κράτους και φαρμακοβιομηχανίας

Ο ανώτερος κρατικός φορέας για την Υγεία στις ΗΠΑ είναι το Υπουργείο Υγείας (Department of Health and Human Services, HHS). Σε αυτό υπάγονται διάφορες υπηρεσίες. Αυτές που θα συναντήσουμε σε αυτό το άρθρο είναι τα Εθνικά Ινστιτούτο Υγείας (National Health Institute, ΝΙΗ), τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) και κυρίως ο Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA), η ελεγκτική και ρυθμιστική Αρχή του Υπουργείου Υγείας. Είναι η αρμόδια κρατική υπηρεσία που εγκρίνει τα προϊόντα της φαρμακοβιομηχανίας.  Μετά την έγκριση ενός τέτοιου προϊόντος, π.χ. των εμβολίων, από τον FDA, η υπηρεσία που τα εντάσσει στα προγράμματα εμβολιασμού και που ασχολείται με την προώθηση τους στην αγορά είναι τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC).

Ο δημοσιογράφος Jeremy R. Hammond, στο φυλλάδιο με τίτλο «5 τρομακτικά γεγονότα σχετικά με τη διαδικασία έγκρισης εμβολίων του FDA» εξηγεί με συνοπτικό τρόπο πώς λειτουργεί το κύκλωμα της διαπλοκής κράτους-φαρμακοβιομηχανίας στις ΗΠΑ: 

“Υπάρχει η αντίληψη ότι υπηρεσίες όπως ο Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA), τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) και τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας (ΝΙΗ) υπάρχουν για να υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον και για να λειτουργούν ως  υπηρεσίες επίβλεψης με σκοπό τη διασφάλιση της δημόσιας υγείας. Ωστόσο, αυτή η αντίληψη είναι λανθασμένη. Δεν ισχύει τόσο το ότι η κυβέρνηση επιβλέπει τη βιομηχανία παραγωγής εμβολίων, όσο το ότι η κυβέρνηση είναι η βιομηχανία παραγωγής εμβολίων. Δεν υπάρχει μία σαφής διαχωριστική γραμμή μεταξύ της φαρμακοβιομηχανίας και της κυβέρνησης. Οι κυβερνητικές υπηρεσίες λειτουργούν με αποτελεσματικό τρόπο σαν μία προέκταση των φαρμακευτικών εταιρειών. Το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας (ΝΙΗ) ενεργεί σαν να ήταν ένα από τα τμήματα έρευνας και ανάπτυξης αυτών των εταιρειών. Ο Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) εμπλέκεται στο marketing. Και τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) ασχολούνται ταυτόχρονα με τη διανομή και την προώθηση των εμβολίων. Καθώς είναι ανίκανη να πείσει το κοινό για την αξία που έχουν τα εμβόλια της, η φαρμακοβιομηχανία (Big Pharma) καταφεύγει στον εξαναγκασμό της κυβέρνησης για να αποκομίσει κέρδη, για παράδειγμα, μέσω της νομοθεσίας που καθιστά υποχρεωτικό τον εμβολιασμό των παιδιών για να μπορέσουν να φοιτήσουν στα δημόσια σχολεία”.

Το κέρδος της φαρμακοβιομηχανίας προέρχεται από την παραγωγή και πώληση συνθετικών φαρμακευτικών και παραφαρμακευτικών προϊόντων. Αυτά θεωρούνται ανακαλύψεις από τη νομοθεσία, οπότε οι φαρμακευτικές εταιρείες έχουν τα αποκλειστικά δικαιώματα χρήσης τους. Επομένως, κατοχυρώνοντας τα αποκλειστικά αυτά δικαιώματα, οι φαρμακευτικές εταιρείες θησαυρίζουν από τις πωλήσεις τους. Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους η φαρμακοβιομηχανία δεν έχει ως προτεραιότητα της την παραγωγή και πώληση φυσικών προϊόντων για θεραπευτικούς σκοπούς. Αυτά δεν θεωρούνται ανακαλύψεις και επομένως δεν μπορούν να πατενταριστούν· ανήκουν (ακόμα…) στη μητέρα-φύση.

Το μεγαλύτερο και ευκολότερο κέρδος οι εταιρείες αυτές το αποκομίζουν από την πώληση εμβολίων. Σε αυτήν εμπλέκονται άμεσα οι κρατικοί φορείς, οι οποίοι διευκολύνουν το έργο των φαρμακευτικών εταιρειών, εξασφαλίζοντας τους μαζικές πωλήσεις, με τους υποχρεωτικούς εμβολιασμούς (στα σχολεία, στον στρατό, κλπ) και τους εθελοντικά υποχρεωτικούς εμβολιασμούς, όπως αυτούς στη συνθήκη που ζούμε σήμερα.

Ο Hammond χρησιμοποιεί το παράδειγμα του εμβολίου της Merck για τις προ-καρκινικές αλλοιώσεις, προκειμένου να δείξει πως λειτουργεί το φαρμακευτικό κύκλωμα. Το 2005 μία κρατική υπηρεσία των ΗΠΑ, τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας (ΝΙΗ), πούλησε την τεχνολογία παρασκευής και τα αποκλειστικά δικαιώματα παραγωγής του εμβολίου αυτού στον φαρμακευτικό κολοσσό Merck and GlaxoSmithKline (GSK). Βασιζόμενη σε αυτήν την τεχνολογία, η Μerck παρασκεύασε το εμβόλιο Gardasil. Μερικούς μήνες αργότερα, το 2006, μία άλλη κρατική υπηρεσία των ΗΠΑ, ο Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) του έδωσε έγκριση για να κυκλοφορήσει στην αγορά.

Εκείνη την περίοδο επικεφαλής των ΝΙΗ ήταν ο Elias Zerhouni, ο οποίος είχε δεχτεί πολλές αιτιάσεις για συγκάλυψη σύγκρουσης συμφερόντων κάποιων ερευνητών των ΝΙΗ. Δύο χρόνια μετά αποχώρησε από τα ΝΙΗ και πήγε στη Sanofi Pasteurστο Ίδρυμα  Bill Melind Gates και στη Mayo Clinic (περισσότερα γι’ αυτήν στο δεύτερο μέρος του άρθρου). Επικεφαλής των CDC την ίδια χρονική περίοδο ήταν ο Julie Gerberding, ο οποίος τρία χρόνια αργότερα, το 2009, έγινε διευθυντής του Τμήματος Εμβολίων της Merck. Ο Hammond σχολιάζει την μετεγγραφή αυτή ως εξής: “συνέχισε να κάνει τη δουλειά που έκανε στα CDC αλλά με ακόμα μεγαλύτερο οικονομικό όφελος”…

Στο παραπάνω παράδειγμα φαίνονται καθαρά τόσο η διαπλοκή μεταξύ κεφαλαίου και κράτους όσο και ο τρόπος που το κεφάλαιο χρησιμοποιεί απροκάλυπτα το κράτος για να πετύχει τους σκοπούς του. Στην ουσία οι κρατικές υπηρεσίες λειτουργούν ως παραρτήματα των φαρμακευτικών εταιρειών.

Η κάλυψη της φαρμακοβιομηχανίας από το κράτος στο θέμα της ασφάλειας φαρμάκων και εμβολίων

Ωστόσο, η κάλυψη του κεφαλαίου από το κράτος δεν τελειώνει εδώ. Επεκτείνεται στον τομέα της ασφάλειας των φαρμάκων ή των εμβολίων. Στην περίπτωση του Gardasil, παρότι αυξάνονταν οι ενδείξεις και οι ανησυχίες για την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα του, οι κρατικές υπηρεσίες των ΗΠΑ συνέχισαν να συνιστούν τον εμβολιασμό με αυτό το εμβόλιο. Οι άνθρωποι που εμφάνισαν σοβαρές παθήσεις λόγω των παρενεργειών του εμβολίου αντιμετωπίστηκαν από το κράτος ως παράπλευρες απώλειες ή αγνοήθηκαν εντελώς.

Το 2012 δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό The Journal of Law, Medicine & Ethics μία μελέτη δύο επιστημόνων του Πανεπιστημίου της British Columbia στο Vancouver του Καναδά, στην οποία οι ενδείξεις της ακαταλληλότητας του εμβολίου έγιναν βεβαιότητα: “Το εμβόλιο Gardasil της Merck για το HPV δεν πληρούσε (και συνεχίζει να μην πληροί) κανένα από τα τέσσερα κριτήρια του FDA για τη χορήγηση άδειας μέσω ταχείας διαδικασίας (fast track). Το Gardasil, αποδεδειγμένα, δεν είναι ούτε πιο ασφαλές ούτε πιο αποτελεσματικό από το τεστ Παπανικολάου σε συνδυασμό με την αφαίρεση της ζώνης μετάπλασης με ηλεκτροχειρουργική αγκύλη, ούτε μπορεί να βελτιώσει τη διάγνωση του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας. Παρόλα αυτά συνεχίζεται η προώθηση του, σαν να είχαν ολοκληρωθεί οι κλινικές δοκιμές της φάσης 4, σαν να είχε πάρει έγκριση και σαν να είχε αποδειχτεί η αποτελεσματικότητα του κατά του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας”.

Tα ίδια ισχύουν βέβαια σε πολλές άλλες περιπτώσεις εμβολίων και γενικά φαρμακευτικών προϊόντων.

Μία επιπλέον βοήθεια του κράτους προς τις φαρμακευτικές εταιρείες στον ίδιο τομέα είναι η τακτική που ακολουθεί ο FDA στον έλεγχο της ασφάλειας και της αποτελεσματικότητας των εμβολίων. Για να δώσει έγκριση σε ένα εμβόλιο, ο FDA στηρίζεται στα αποτελέσματα των κλινικών δοκιμών της παρασκευάστριας εταιρείας. Αυτό συνέβη στην περίπτωση του εμβολίου της Pfizer, αυτό συνέβη στην περίπτωση του Gardasil της Μerck, αυτό συμβαίνει στις περιπτώσεις όλων των εμβολίων. 

Το 2017 η ιστοσελίδα Slate αφιέρωσε ένα εκτενές άρθρο στο Gardasil. Στο άρθρο αυτό αμφισβητείται άμεσα η εγκυρότητα των κλινικών δοκιμών της Merck. Σημειώνεται ότι “οι κλινικές δοκιμές δεν σχεδιάστηκαν για να εκτιμήσουν την ασφάλεια του με τον κατάλληλο (σωστό) τρόπο”.

Στην έρευνα των Καναδών επιστημόνων που αναφέραμε πιο πριν η τακτική της αξιολόγησης που ακολουθούν οι κρατικές υπηρεσίες των ΗΠΑ κρίνεται ευθέως ως αναξιόπιστη: “όλες οι ομοσπονδιακές υπηρεσίες που είναι υπεύθυνες για τη διασφάλιση της ασφάλειας των φαρμάκων δεν θα πρέπει να βασίζονται αποκλειστικά στα δεδομένα που παρέχει η παρασκευάστρια εταιρεία, καθώς μία αναξιόπιστη έρευνα ( π.χ. η χρήση ενός αντιδραστικού και πιθανώς τοξικού εικονικού φαρμάκου) δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αξιόπιστη αξιολόγηση της ασφάλειας κανενός φαρμάκου”.

Στις ΗΠΑ, αλλά και σε πολλές άλλες χώρες, οι εταιρείες που διεξάγουν κλινικές δοκιμές για εμβόλια, μπορούν να πραγματοποιούν ταυτόχρονα περισσότερες από μία έρευνες πάνω στην ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα των εμβολίων αυτών. Έχουν το δικαίωμα να μην δημοσιοποιήσουν όλες τις μελέτες. Στη διαδικασία έγκρισης στην οποία υποβάλλεται το εμβόλιο τους έχουν το δικαίωμα να επιλέξουν να παρουσιάσουν μία από αυτές τις μελέτες, προφανώς αυτήν με τα ευνοϊκότερα για το σκοπό τους αποτελέσματα. Τις υπόλοιπες τις τρώει το μαύρο σκοτάδι.

Τα placebo που δεν είναι placebo

Στις κλινικές δοκιμές των εμβολίων οι κρατικοί φορείς επιτρέπουν στις φαρμακευτικές εταιρείες να χρησιμοποιούν άλλα εμβόλια αντί για εικονικά φάρμακα (placebo). Ένα πρόσφατο παράδειγμα είναι οι κλινικές δοκιμές που διεξήγαγε το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης για ένα εμβόλιο κατά της COVID-19. Σε αυτές χρησιμοποιήθηκε ως placebo ένα εμβόλιο κατά της μηνιγγίτιδας.

Κάποιες φορές, το λεγόμενο εικονικό φάρμακο περιέχει αλουμίνιο ή υδράργυρο, ουσίες που είναι νευροτοξικές. Εκτός από το ότι η χρήση τέτοιων ουσιών είναι επικίνδυνη για την ανθρώπινη υγεία, η έρευνα που τις χρησιμοποιεί δεν μπορεί να είναι αξιόπιστη. Αυτό τονίζουν οι Καναδοί επιστήμονες στην έρευνα που αναφέραμε πιο πριν, αυτό λέει και η δική μας λογική. Ο Hammond εξηγεί το γιατί: “(στην περίπτωση που στις κλινικές δοκιμές χρησιμοποιείται ένα άλλο εμβόλιο αντί για εικονικό φάρμακο) δεν συγκρίνονται οι παρενέργειες που προκαλεί ένα εμβόλιο με αυτές που προκαλεί ένα εικονικό φάρμακο. Αντίθετα, στην πραγματικότητα, οι εταιρείες που παρασκευάζουν εμβόλια συγκρίνουν τις παρενέργειες ενός πειραματικού φαρμάκου με αυτές ενός άλλου πειραματικού εμβολίου. Αν ο δείκτης παρενεργειών στην ομάδα που κάνει το υπό έρευνα εμβόλιο δεν είναι πολύ υψηλότερος από αυτόν της ομάδας ελέγχου (Σ.τ.Μ. αυτής που κάνει το εμβόλιο που παίζει το ρόλο του εικονικού φαρμάκου), τότε το υπό έρευνα εμβόλιο αποκαλείται «ασφαλές». Αυτό, φυσικά, έχει ως αποτέλεσμα να έχει φαίνεται αυξημένος ο δείκτης παρενεργειών της ομάδας που λαμβάνει το υποτιθέμενο εικονικό φάρμακο ή ο δείκτης των παρενεργειών στον πληθυσμό από τη λήψη του, ενώ υποτίθεται ότι το εικονικό φάρμακο αυτό ακριβώς βοηθάει να καθοριστεί. Ουσιαστικά, οι κλινικές δοκιμές για τα εμβόλια είναι σχεδιασμένες για να αποκρύπτουν τον πραγματικό δείκτη παρενεργειών (που αυτά έχουν). Επίσης,οι εταιρείες που παρασκευάζουν εμβόλια κοιτούν μόνο τις βραχυπρόθεσμες παρενέργειες και όχι τις μακροπρόθεσμες αρνητικές επιπτώσεις που αυτά έχουν στην ανθρώπινη υγεία, αυτό όμως είναι μία άλλη μεγάλη ιστορία” (η υπογράμμιση δική μας).Με άλλα λόγια, όταν χρησιμοποιείται ένα δεύτερο εμβόλιο στις κλινικές δοκιμές, η διαφορά στις παρενέργειες μεταξύ του εξεταζόμενου εμβολίου και του δεύτερου εμβολίου είναι μικρή. Αν όμως είχε χρησιμοποιηθεί στις κλινικές δοκιμές ένα εικονικό φάρμακο, θα ήταν μεγαλύτερη. Με αυτό το (νόμιμο) κόλπο συγκαλύπτονται οι παρενέργειες του εμβολίου και οι μάζες κοιμούνται ήσυχες αφού τηρήθηκαν οι νόμιμες διαδικασίες από τις αρμόδιες αρχές…

Σε πολλές περιπτώσεις δεν γνωρίζουμε ούτε καν τη σύνθεση αυτών των εικονικών φαρμάκων. Στις ΗΠΑ, αλλά και σε πολλές άλλες χώρες, η νομοθεσία δεν υποχρεώνει τις φαρμακευτικές εταιρείες να δημοσιοποιούν τα συστατικά του εικονικού φαρμάκου (placebo) που χρησιμοποιήθηκε στις κλινικές δοκιμές. Επίσης, είναι εξαιρετικά ασαφής ως προς το ποιες ουσίες δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται σε αυτό.

Μία επιστημονική έρευνα που έγινε το 2010 και δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Annals of Internal Medicine, έδειξε ότι μόνο στο 8% των κλινικών δοκιμών φαρμάκων σε χάπι και στο 26% των κλινικών δοκιμών εμβολίων αποκαλύπτεται η χημική σύνθεση του εικονικού φαρμάκου που χρησιμοποιήθηκε σε αυτές.

Η διεξαγωγή κλινικών δοκιμών στις οποίες το εμβόλιο συγκρίνεται με ένα εικονικό φάρμακο που όμως δεν είναι καθόλου εικονικό, είναι απολύτως νόμιμη στις ΗΠΑ και σε πολλές άλλες χώρες του κόσμου. Όποιος πιστεύει ότι το κράτος θα άφηνε ακάλυπτο το κεφάλαιο, είναι τουλάχιστον αφελής. Εξίσου νόμιμη είναι η προαιρετική δημοσιοποίηση της χημικής σύνθεσης του «εικονικού φαρμάκου». Το εμβόλιο της Pfizer είναι ένα από τα πολλά παραδείγματα αυτής της νόμιμης διαδικασίας.

Η ασυλία των φαρμακευτικών εταιρειών

Η σκανδαλώδης στήριξη του κεφαλαίου από το κράτος αποτυπώνεται ακόμη πιο ξεκάθαρα στην αστική και νομική ασυλία που έχουν οι φαρμακευτικές εταιρείες που παρασκευάζουν εμβόλια. Στις ΗΠΑ (αλλά και σε πολλές άλλες χώρες) αν κάποιος υποστεί βλάβη στην υγεία του από κάποιο εμβόλιο, δεν μπορεί να μηνύσει την παρασκευάστρια εταιρεία του εμβολίου. Το ίδιο συμβαίνει σε περίπτωση θανάτου από κάποια από τις παρενέργειες ενός εμβολίου. Όσο αφορά στις αγωγές, αυτές θεωρητικά επιτρέπονται, όμως στην πράξη σε λίγα από τα θύματα αναγνωρίζεται η αιτιώδης συνάφεια των εμβολίων με τις βλάβες που έχουν υποστεί, τα δε ποσά των αποζημιώσεων είναι πενιχρά.

Το 1986 η κυβέρνηση των ΗΠΑ νομοθέτησε την ασυλία των φαρμακευτικών εταιρειών που παρασκευάζουν εμβόλια για παιδιά, ψηφίζοντας τον “Εθνικό Νόμο για την Πρόκληση Βλάβης από Εμβόλια της Παιδικής Ηλικίας” (National Childhood Vaccine Injury Act, NCVIA). Με το νόμο αυτόν του 1986, που τέθηκε σε ισχύ το 1988, ιδρύθηκε το αποκαλούμενο “Εθνικό Πρόγραμμα Αποζημίωσης για Βλάβες από Εμβόλια” (National Vaccine Injury Compensation Program, VICP). Το πρόγραμμα αυτό ήταν ένα είδος «δικαστηρίου εμβολίων» του Υπουργείου Υγείας, που λάμβανε αποφάσεις για την καταβολή αποζημίωσης σε όσους είχαν υποστεί βλάβες στην υγεία τους από τα εμβόλια. Από την ίδρυση του μέχρι σήμερα, δηλαδή σε ένα χρονικό διάστημα περίπου 30 ετών, το «δικαστήριο εμβολίων» δικαίωσε μόνο το 31% των εναγόντων, δίνοντας τους συνολικά 4,5 δισεκατομμύρια δολάρια. Σημειώνουμε ότι τις αποζημιώσεις αυτές δεν τις πλήρωσαν οι φαρμακευτικές εταιρείες, αλλά το κράτος των ΗΠΑ με τα χρήματα των φορολογουμένων-υπηκόων του.

Τα επόμενα χρόνια οι πωλήσεις εμβολίων στις ΗΠΑ άρχισαν να αυξάνονται κατακόρυφα, για να φτάσουν στο απόγειο τους την τελευταία δεκαπενταετία. Το 2020 τα έσοδα της φαρμακοβιομηχανίας των ΗΠΑ μόνο από την πώληση εμβολίων έφτασαν τα 60 δισεκατομμύρια, έχοντας σχεδόν διπλασιαστεί σε σχέση με το 2014.

To τηλεοπτικό δίκτυο CNBC χαρακτήρισε αυτήν την προστασία-ασυλία των φαρμακευτικών εταιρειών “χωρίς προηγούμενο” και ο Rogge Dunn, δικηγόρος εξειδικευμένος σε θέματα εργασίας, με μία δήλωση του στο δίκτυο, εξήγησε με σαφή τρόπο που οφείλεται αυτή: “Όταν η κυβέρνηση είπε: θέλουμε να το παρασκευάσετε τέσσερεις ή πέντε φορές γρηγορότερα απ’ ότι κάνετε συνήθως, πιθανότατα οι κατασκευαστές είπαν στην κυβέρνηση: θέλουμε εσείς, η κυβέρνηση, να μας προστατεύσετε από αγωγές πολλών εκατομμυρίων”.

Θυμίζουμε ότι παρόμοια είναι η ασυλία έχουν στην Ελλάδα και σε πολλές ακόμα χώρες όλες οι εταιρείες που έχουν παρασκευάσει εμβόλια κατά της COVID-19. Στην Ελλάδα για να κάνει κάποιος το συγκεκριμένο εμβόλιο υποχρεώνεται να δώσει προφορικά τη συγκατάθεση του ή να υπογράψει – μεταξύ άλλων- ότι “κατανοεί τις πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες του εμβολίου”.

Η AstraZeneca απαίτησε και πέτυχε να έχει ασυλία, δηλαδή στις χώρες στις οποίες κυκλοφόρησε το εμβόλιο της, οι κυβερνήσεις τους της έχουν παρέχει πλήρη νομική κάλυψη, δεχόμενες την απαίτηση της αν αποποιηθεί των ευθυνών για πιθανές παρενέργειες του εμβολίου της. Πρόσφατα ο Ruud Dobber, υψηλόβαθμο στέλεχος της εταιρείας δήλωσε ότι οι περισσότερες χώρες με τις οποίες είχε υπογράψει συμφωνίες προμηθειών είχαν ήδη αποδεχτεί το αίτημά τους, αλλά αρνήθηκε να κατονομάσει ποιες είναι αυτές οι χώρες. Ο Dobber δήλωσε ακόμη ότι η AstraZeneca “δεν μπορεί να αναλάβει το ρίσκο να έρθει αντιμέτωπη με τις όποιες ευθύνες, εάν σε τέσσερα χρόνια το εμβόλιο εμφανίζει παρενέργειες”.

Στις ΗΠΑ ανάλογη νομική ασυλία έχουν ο FDA, όλες οι κρατικές υπηρεσίες και φυσικά η κυβέρνησηΌπως εξήγησε στο CNBC ο η Dorit Rubinstein Reiss, καθηγήτρια στη Νομική Σχολή Hastings του Πανεπιστημίου της California, αυτό οφείλεται στο ότι απολαμβάνουν των προνομίων της λεγόμενης κυρίαρχης ασυλίας ή ασυλίας του κυρίαρχου (“sovereign immunity”). Αυτή η έννοια είναι κατάλοιπο του βρετανικού δικαίου, το οποίο προστάτευε το βρετανό μονάρχη, και μετά την αμερικανική επανάσταση παρέμεινε στη νομοθεσία των ΗΠΑ για να παρέχει νομική προστασία στους διαδόχους του.

Όσο αφορά στους εργοδότες, στις ΗΠΑ ο νόμος του 2005 για τις καταστάσεις έκτακτης ανάγκης τους δίνει το δικαίωμα να απαιτήσουν τον εμβολιασμό ενός μισθωτού σκλάβου ως προϋπόθεση για να συνεχίσει να δουλεύει γι’ αυτούς.

Οι στενές οικονομικές σχέσεις της Big Pharma με το κράτος

Οι σχέσεις διαπλοκής κράτους-Big Pharma είναι ακόμα πιο στενές σε καθαρά οικονομικό επίπεδο. Ένα μεγάλο μέρος των εσόδων του FDA προέρχεται από τη φαρμακοβιομηχανίαΣύμφωνα με στοιχεία που προέρχονται από τον ίδιο τον FDA, το 2020 το 55% (3,2 δισεκατομμύρια δολάρια) του συνολικού προϋπολογισμού του Οργανισμού προερχόταν από κρατικά κονδύλια. Το υπόλοιπο 45% (2,7 δισεκατομμύρια δολάρια) προερχόταν από τις πληρωμές των φαρμακευτικών εταιρειών.

Όπως θα δούμε αναλυτικά στο δεύτερο μέρος του άρθρου που αναφέρεται στα πρόσωπα που συμμετείχαν στις διαδικασίες με τις οποίες δόθηκε πειραματική άδεια στο εμβόλιο της Pfizer, τα μέλη των συμβουλευτικών επιτροπών που θεωρητικά έχουν αναλάβει το έργο του ελέγχου της ασφάλειας και της αποτελεσματικότητας ενός φαρμακευτικού προϊόντος, έχουν στενότατες οικονομικές και άλλες σχέσεις με τις φαρμακευτικές εταιρείες.

Τα αποτελέσματα μίας πρόσφατης σχετικής έρευνας του επιστημονικού περιοδικού Science έδειξαν ότι κατά το χρονικό διάστημα 2013-2016 οι 40 από τους 107 επιστήμονες που συμμετείχαν σε επιτροπές του FDA, μετά την έγκριση των φαρμάκων ή των εμβολίων που εγκρίθηκαν από επιτροπές του Οργανισμού , έλαβαν έκαστος πάνω από 10.000 δολάρια από τις φαρμακευτικές εταιρείες παραγωγής τους ή από ανταγωνίστριες εταιρείες. Οι 26 από αυτούς έλαβαν από αυτές τις φαρμακευτικές εταιρείες πάνω από 100.000 έκαστος, ενώ οι 6 από αυτούς έλαβαν πάνω από 1 εκατομμύριο δολάρια έκαστος. Επίσης, 16 από τους καλύτερα αμειβόμενους ερευνητές μεταξύ των προαναφερομένων επιστημόνων έλαβαν από φαρμακευτικές εταιρείες περισσότερα από 24 εκατομμύρια δολάρια ως ερευνητική βοήθεια ή ως απ’ ευθείας πληρωμές (πάνω από 300.000 δολάρια έκαστος). Από το ποσό αυτό, το 93% προερχόταν από τις φαρμακευτικές εταιρείες των οποίων τα φάρμακα είχαν εγκριθεί οι επιτροπές στις οποίες συμμετείχαν οι κύριοι αυτοί, ή από ανταγωνίστριες εταιρείες. Στην πολύ ενδιαφέρουσα έρευνα του Science σημειώνεται επίσης ότι “περισσότεροι από αυτούς τους υψηλά αμειβόμενους επιστήμονες – και πολλοί άλλοι- έλαβαν κι άλλες χρηματοδοτήσεις από τις ίδιες εταιρείες, το έτος που ήταν μέλη μίας επιτροπής ή πριν από αυτό. Οι χρηματοδοτήσεις αυτές αποκαλύφτηκαν από επιστημονικά περιοδικά, όχι όμως από τον FDA”.

Ίδια και ίσως ακόμα στενότερη είναι η διαπλοκή με την Big Pharma στα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC). Τα μέλη των συμβουλευτικών επιτροπών της Υπηρεσίας – ειδικά της λεγόμενης Συμβουλευτικής Επιτροπής για Ανοσολογικές Πρακτικές (Advisory Committee on Immunization Practices, ACIP) – έχουν διαφόρων ειδών οικονομικές δοσοληψίες με τις εταιρείες που παρασκευάζουν εμβόλια: κατοχή πατεντών για εμβόλια από κοινού με φαρμακευτικές εταιρείες, κατοχή μετοχών φαρμακευτικών εταιρειών, πληρωμές από φαρμακευτικές εταιρείες για ερευνητικούς σκοπούς ή για την επίβλεψη κλινικών δοκιμών εμβολίων, χρηματοδότηση από φαρμακευτικές εταιρείες διαφόρων πανεπιστημιακών τμημάτων στα οποία είναι καθηγητές μέλη αυτών των επιτροπών, κλπ.

Την ίδια στιγμή η κρατική αυτή υπηρεσία έχει υπογράψει με φαρμακευτικές εταιρείες και με πανεπιστήμια δεκάδες συμφωνίες για τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας σε εμβόλια ή προϊόντα που σχετίζονται με εμβόλια. Επίσης, συμμετέχει από κοινού με φαρμακευτικές εταιρείες σε προγράμματα παρασκευής εμβολίων. Όλα αυτά είναι νόμιμα στις ΗΠΑ, μετά την ψήφιση ενός σχετικού νόμου το 1980, ο οποίος συμπληρώθηκε από ανάλογους νόμους τα επόμενα χρόνια.

Τον Ιούνιο του 2000 συζητήθηκε στο αμερικανικό κογκρέσο το θέμα της σύγκρουσης συμφερόντων των μελών των επιτροπών του FDA και των CDC για τα εμβόλια. Ο γερουσιαστής Dan Burton, μιλώντας εκ μέρους της επιτροπής του κογκρέσου που εξέτασε το θέμα, είπε: “εξετάσαμε πολύ προσεκτικά τις συγκρούσεις συμφερόντων. Εξετάσαμε εξονυχιστικά αν η φαρμακοβιομηχανία έχει υπερβολικά μεγάλη επιρροή σε αυτές τις επιτροπές. Από τα στοιχεία που βρήκαμε η απάντηση είναι πως έχει”.

Ο ίδιος παραδέχτηκε ότι “μέλη των συμβουλευτικών επιτροπών του FDA και των CDC –  συμπεριλαμβανομένου των προέδρων τους- που παίρνουν αυτές τις αποφάσεις, έχουν μετοχές σε φαρμακευτικές εταιρείες που παράγουν τα εμβόλια”, και ότι “μέλη των επιτροπών αυτών κατέχουν πατέντες για εμβόλια των οποίων η έγκριση εξετάζεται από τις επιτροπές αυτές ή επηρεάζεται από τις αποφάσεις τους”.

Για το θέμα των εξαιρέσεων που γίνονται σε κάποιες περιπτώσεις σύγκρουσης συμφερόντων μελών των επιτροπών, αναρωτήθηκε “πόσο εμπιστοσύνη μπορεί να έχει κανείς σε ένα σύστημα, όταν μία υπηρεσία φαίνεται να θεωρεί ότι ο αριθμός των ειδικών (σε ένα θέμα) είναι τόσο μικρός σε όλη την χώρα που όλοι τους έχουν κάποια σύγκρουση συμφερόντων και επομένως πρέπει να γίνει εξαίρεση για κάποιους από αυτούς και να τους επιτραπεί να συμμετέχουν;”.

Έκανε αναφορά, επίσης, στη σκανδαλώδη περίπτωση του Paul Offit (βλ. αναλυτικότερα γι’ αυτόν στο δεύτερο μέρος του άρθρου) και “του Neal Halsey, εκπροσώπου της Αμερικανικής Παιδιατρικής Εταιρείας σε επιτροπές των CDC για τα παιδικά εμβόλια και συμβούλου αντίστοιχων επιτροπών του FDA, o οποίος έχει εκτενείς δεσμούς με τη φαρμακοβιομηχανία· έφτασε μάλιστα στο σημείο να ζητήσει και να λάβει χρηματοδότηση από τη βιομηχανία αυτήν για την εκκίνηση της λειτουργίας του εμβολιαστικού του κέντρου”. Τόσο αυτός όσο και άλλοι γερουσιαστές κατονόμασαν κι άλλους επιστήμονες που συμμετείχαν στις επιτροπές αυτές, αν και είχαν μεγάλης αξίας μετοχές φαρμακευτικών εταιρειών ή κατείχαν μέρος των δικαιωμάτων χρήσης κάποιου φαρμάκου ή εμβολίου. Η λίστα των μελών αυτών των επιτροπών με τέτοιου είδους σχέσεις με την υπερεθνική φαρμακοβιομηχανία είναι πάρα πολύ μεγάλη. Μερικά ενδεικτικά παραδείγματα μπορείτε να βρείτε στο άρθρο της ιστοσελίδας Children’s Health Defense με τίτλο “Τα μυστικά των εμβολίων”.  

Το εμπόριο των δικαιωμάτων (πατεντών) στα φαρμακευτικά προϊόντα ξεκινά από τις κρατικές υπηρεσίες. Τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας (ΝΙΗ) και τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) κατέχουν δεκάδες πατέντες εμβολίων και φαρμάκων. Παραχωρούν τα δικαιώματα της άδειας εκμετάλλευσης τους στις φαρμακευτικές εταιρείες “για περαιτέρω έρευνα και ανάπτυξη, και κατόπιν για εμπορευματοποίηση”Φυσικά, οι υπηρεσίες αυτές, και το Υπουργείο Υγείας (HHS) στο οποίο υπάγονται, έχουν όφελος από αυτήν την παραχώρηση, αφού παίρνουν μέρος των κερδών από τις πωλήσεις.

Σε αυτήν του την λειτουργία, το κράτος είναι ένας κερδοσκοπικός οργανισμός που γίνεται συνέταιρος στις εμπορικές δραστηριότητες του κεφαλαίου. Υπάρχει για να το διευκολύνει και για να το εξυπηρετεί. Πώς μπορεί λοιπόν σε αυτό το σύστημα διαπλοκής, μία κρατική υπηρεσία να ελέγχει αν ένα προϊόν μίας ιδιωτικής εταιρείας είναι κατάλληλο να βγει στην αγορά, όταν η ίδια έχει μερίδιο των κερδών από τις πωλήσεις του; Αυτή η καταφανής σύγκρουση συμφερόντων που διέπει την υπόσταση και τη λειτουργία της ίδιας της κρατικής αυτής υπηρεσία είναι πλήρως νομιμοποιημένη στο νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό των ΗΠΑ.

Η φαρμακοβιομηχανία επενδύει μεγάλα ποσά στη στήριξη προεκλογικών εκστρατειών πολιτικών κομμάτων, υποψηφίων προέδρωνγερουσιαστώνμελών του κογκρέσου κυβερνητών και μελών τοπικών επιτροπών. Οι ετήσιες δωρεές της φαρμακοβιομηχανίας σε πολιτικούς κυμαίνονται από 30 έως 50 εκατομμύρια δολάρια. Το 2019-2020 η Pfizer ήταν τρίτη στη λίστα των φαρμακευτικών εταιρειών με τις μεγαλύτερες δωρεές σε πολιτικούς και κόμματα, έχοντας δώσει 3,44 εκατομμύρια δολάρια.

Ξοδεύει πολλά περισσότερα για άσκηση παρασκηνιακής πολιτικής πίεσης (lobbying). Το 2020 έδωσε πάνω από 306 εκατομμύρια δολάρια σε διάφορες τέτοιες ομάδες (lobbies). Η Pfizer ήταν τέταρτη στην αντίστοιχη λίστα, έχοντας δώσει 10,87 εκατομμύρια δολάρια.

Από όλη αυτή τη σχέση διαπλοκής δεν θα μπορούσαν να λείψουν τα μέσα μαζικής προπαγάνδας. Τα media στις HΠΑ έχουν βγει πολύ ωφελημένα από την αύξηση των πωλήσεων φαρμακευτικών προϊόντων. Η αμερικανική και η πολυεθνική φαρμακοβιομηχανία επενδύουν τεράστια ποσά στη διαφήμιση των προϊόντων τους και στην ενίσχυση της εικόνας τους. Το ποσό που έδωσαν οι φαρμακευτικές εταιρείες για διαφήμιση φαρμάκων στις ΗΠΑ το 1997 ήταν 2,1 δισεκατομμύρια δολάρια. Μέσα σε περίπου 20 χρόνια αυτό το ποσό σχεδόν πενταπλασιάστηκε και σε περίπου 25 χρόνια σχεδόν εξαπλασιάστηκε: Το 2016 έφτασε τα 9,6 δισεκατομμύρια δολάρια και το 2020 έφτασε στα 12 δισεκατομμύρια δολάρια.

Η διαπλοκή δεν θα μπορούσε να μην περιλαμβάνει και τους γιατρούς. Δεν αναφερόμαστε μόνο στους μεγαλογιατρούς που στελεχώνουν τις μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες, τις κρατικές υπηρεσίες υγείας και τις επιτροπές τους. Πάρα πολλοί γιατροί είναι ενταγμένοι σε αυτό το σάπιο σύστημα. Πρόσφατα η ιστοσελίδα Propublica αποκάλυψε τις δημοσιευμένες πληρωμές που έγιναν το 2018 από 2.191 φαρμακευτικές εταιρείες σε 1.036.163 γιατρούς και 1.249 πανεπιστημιακά νοσοκομεία των ΗΠΑ για την «προώθηση» των προϊόντων τους. Το συνολικό ποσό των γνωστών (δημοσιευμένων) πληρωμών ήταν 12 δισεκατομμύρια δολάρια.

Το 2008, η δημοσιογράφος Sharyl Attkisson, πρώην συνεργάτης του ραδιοτηλεοπτικού δικτύου CBS News, σε ένα άρθρο της με τίτλο “Πόσο ανεξάρτητοι είναι οι υποστηρικτές των εμβολίων;” αποκάλυψε ότι “η βιομηχανία παραγωγής εμβολίων δίνει εκατομμύρια στη Ακαδημία Παιδιατρικής για συνέδρια, υποτροφίες, εκπαιδευτικά μαθήματα ιατρικής, μέχρι οικονομική βοήθεια για το χτίσιμο των κεντρικών της γραφείων. Τα συνολικά ποσά κρατούνται μυστικά, όμως δημόσια έγγραφα έχουν αποκαλύψει κάποια μικροποσά”. Στο ίδιο δημοσίευμα η Attkisson αναφέρει ενδεικτικά δύο τέτοια «μικροποσά»: τα 342.000 δολάρια που έλαβε η Ακαδημία Παιδιατρικής των ΗΠΑ από την Wyeth, την φαρμακευτική εταιρεία που παρήγαγε το εμβόλιο για τον πνευμονιόκοκκο (με ετήσιες πωλήσεις ύψους 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων εκείνη την εποχή), και τα 433.000 δολάρια που πήρε από τη Merck, το ίδιο έτος που ενέκρινε το εμβόλιο της εταιρείας για το HPV (με ετήσιες πωλήσεις ύψους 1,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων εκείνη την εποχή).

Το κράτος εξασφαλίζει στην φαρμακοβιομηχανία σίγουρη πελατεία για τα προϊόντα της

Το κράτος αναλαμβάνει επίσης το ρόλο της εξασφάλισης σίγουρης και μόνιμης πελατείας για τα προϊόντα της φαρμακοβιομηχανίας. Σε πολλές περιπτώσεις εμβολίων, οι φαρμακευτικές εταιρείες (αλλά και ο συνεταίρος τους, το κράτος) δεν χρειάζεται να αγωνιούν για το αν το προϊόν τους θα έχει καλές πωλήσεις στην αγορά. Τα εμβόλια που εγκρίνονται από τα CDC προορίζονται, βάσει νόμου, για το πρόγραμμα υποχρεωτικού εμβολιασμού των παιδιών (Vaccines for Children, VFC) και αγοράζονται από το κράτος των ΗΠΑ με τα χρήματα των φορολογουμένων. Ανάλογα γίνονται και στην συγκυρία που ζούμε αυτήν την εποχή. Τα εμβόλια για την COVID-19 αγοράζονται μαζικά από το κράτος των ΗΠΑ (και από τα υπόλοιπα κράτη) με τα χρήματα των φορολογουμένων-υπηκόων.

Με αυτές τις τακτικές, το κεφάλαιο της φαρμακοβιομηχανίας (Big Pharma) έχει σίγουρα και μεγάλα κέρδη, ο συνέταιρος του το κράτος αποκομίζει σημαντικά οφέλη και θρέφει τους γραφειοκράτες, και ο εσμός των τεχνοκρατών που συμμετέχει σε αυτή τη μπίζνα παίρνει ένα μερίδιο από την πίτα. Η πίτα είναι μεγάλη και μεγαλώνει συνεχώς: To 2020 τα έσοδα από την πώληση εμβολίων έφτασαν τα 59,2 εκατομμύρια δολάρια (από 32,2 εκατομμύρια δολάρια που ήταν το 2014). Όσο «προκύπτουν» καινούργιοι ιοί, η πίτα θα μεγαλώνει ακόμα περισσότερο. Αυτή είναι η επιδίωξη του παγκόσμιου φαρμακευτικού κεφαλαίου και του επιστημονικού και πολιτικού κυκλώματος που το στηρίζει και θρέφεται από αυτό.

Το πόσο αποτελεσματικά είναι τα εμβόλια φαίνεται ότι δεν απασχολεί πολύ τους ιθύνοντες. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία των Κέντρων Ελέγχου και Νοσημάτων των ΗΠΑ (CDC), από το 2009 ως το 2020 τα ποσοστά αποτελεσματικότητας του εμβολίου της εποχικής γρίπης στις ΗΠΑ κυμάνθηκαν από 19% ως 60%. Το 2004-2005 ήταν μόλις 10%.

Αυτό που τους απασχολεί είναι να έχουν τους πληθυσμούς σε μία διαρκή κατάσταση «υγειονομικής ομηρίας», με άλλα λόγια η κατάσταση της υγείας μας να καθορίζεται και να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα φαρμακευτικά και βιοτεχνολογικά προϊόντα της Big Pharma (εργαστηριακοί-υβριδικοί ιοί, εμβόλια, κλπ). Στην περίπτωση των εμβολίων, η εξάρτηση (θα) είναι μόνιμη, αφού ως γνωστόν οι πληθυσμοί θα πρέπει να εμβολιάζονται κάθε χρόνο. Αυτή η μόνιμη εξάρτηση των πολλών από φάρμακα και εμβόλια αποτελεί μία αστείρευτη πηγή πλούτου για τους λίγους.

Στο άρθρο με τίτλο “Σύγχρονη Ιατρική: H Νέα Παγκόσμια Θρησκεία” της ιστοσελίδας “Ελεύθερη Έρευνα” διαβάζουμε :“Στην ουσία, πολιτικοί, φαρμακοβιομηχανίες, μεγαλογιατροί, ΜΜΕ αποτελούν ένα κουβάρι διαπλεκόμενων. Προπαγανδίζουν οποιαδήποτε επιδημία ή ασθένεια σκεφτούν, προωθώντας παράλληλα τα χημικά φάρμακα για την αντιμετώπισή της, τα οποία όμως συμβάλλουν στην αρρώστια κι όχι στην υγεία των ανθρώπων με τις τεράστιες παρενέργειές τους. Αυτό κάνει τους ανθρώπους ακόμη περισσότερο εξαρτώμενους από τις φαρμακευτικές για ακόμη περισσότερα φάρμακα. Στόχος όλων αυτών δεν είναι να αποκτήσει ο άνθρωπος υγεία, αλλά να σέρνεται σαν τον ναρκομανή στα πόδια τους εκλιπαρώντας το φάρμακο/δόση του”.

Η πανδημία της COVID-19 έρχεται να προστεθεί σε μία σειρά άλλων επιδημιών και «πανδημιών» του παρελθόντος, οι οποίες δεν είχαν λειτουργήσει τόσο αποτελεσματικά όσο αυτή που βιώνουμε, για τα συμφέροντα των καπιταλιστών και για τα σχέδια των εξουσιαστών και των ακολούθων τους. Το μήνυμα της απειλής των ιών (που έχουν δήθεν φυσική προέλευση) έχει περάσει στις χειραγωγημένες και τρομοκρατημένες μάζες. Έτσι, όταν στο μέλλον ο SARS-CoV-2 πάψει να είναι τόσο απειλητικός όσο (μας παρουσιάζεται ότι) είναι σήμερα, κάποιος άλλος θα έρθει να πάρει τη θέση του και ο φαύλος κύκλος θα συνεχιστεί.

Σε κάποιους έχει γίνει σαφές πως τα παραπάνω είναι ένα μέρος των σχεδιασμών των κυρίαρχων και αδίστακτων υπερεθνικών ελίτ για την εγκαθίδρυση ενός παγκόσμιου ολοκληρωτισμού, τόσο αυταρχικού και δυστοπικού που θα επισκιάσει όλα τα προηγούμενα εξουσιαστικά εγχειρήματα, όπως π.χ. τα στυγνά καθεστώτα σοβιετικού τύπου ή οι κοινοβουλευτικές δικτατορίες με δημοκρατικό μανδύα. Προϋπόθεση της επίτευξης των σκοπών τους είναι η με κάθε μέσο αποχαύνωση και χειραγώγηση των μαζών, έτσι ώστε είτε να αγνοούν ή να αδιαφορούν τι παίζεται πίσω από την πλάτη τους, είτε να συναινούν (ακόμα και να υπερασπίζονται) σε ό,τι αποφασιστεί από τους «ειδικούς», έχοντας την ψευδαίσθηση ότι «είναι για το καλό τους».

Ας κάνουμε στο σημείο αυτό μία παρένθεση για να δούμε ένα – πρόσφατο και σχετικό με την υπόθεση που εξετάζουμε – παράδειγμα διαπλοκής στα ανώτερα κλιμάκια των διαχειριστών της εξουσίας.

Η διαπλοκή στα ανώτερα κλιμάκια των διαχειριστών της εξουσίας

Το Μάιο του 2020 ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ Donald Trump ανακοίνωσε τη συγκρότηση μιας επιχείρησης για την ταχεία εύρεση ενός εμβολίου ή φαρμάκου για τον κορωνοϊό. Την ονόμασε Warp Speed (ταχύτητα δίνης) και όρισε επιστημονικό επικεφαλής της ένα γνήσιο τέκνο της Big Pharma, με μεγάλο και αμαρτωλό παρελθόν, τον Moncef Sloui. Ο Sloui ήταν για τρία χρόνια υψηλόβαθμο στέλεχος της Μoderna, και πιο πριν, διευθυντής του τμήματος εμβολίων της GlaxoSmithKline, εταιρεία στην οποία είχε εργαστεί για 29 χρόνια. Οι αμοιβές του Slaoui για τις υπηρεσίες του στην επιχείρηση ήταν 611.500 δολάρια, με τα έξοδα της (πολυτελούς) διαβίωσης του καλυμμένα από το κράτος.

Το συνολικό κόστος της επιχείρησης ήταν 12 δισεκατομμύρια δολάρια, από τα οποία τα 1,95 δισεκατομμύρια ήταν η αμοιβή της Pfizer. Το συμβόλαιο της Pfizer – καθώς και αυτά των υπόλοιπων εταιρειών που παρασκεύασαν εμβόλια- με την κυβέρνηση των ΗΠΑ, έγινε μέσω ενός μεσάζοντα, της εταιρείας Advanced Technology International (ATI). Μέχρι τα τέλη του 2020 τα συμβόλαια αυτά δεν είχαν δημοσιοποιηθεί. Τότε, διάφορα παρατηρητήρια ζήτησαν γραπτώς από την κυβέρνηση να το πράξει. Μέχρι τις αρχές του 2021 κάτι τέτοιο δεν είχε γίνει.

Στις 14 Μαΐου 2020, οι μετοχές της Moderna που είχε στην κατοχή του ο Slaoui είχαν αξία γύρω στα 7 εκατομμύρια δολάρια. Μία μέρα μετά, στις 15 Μαΐου 2020, ο Trump τον όρισε υπεύθυνο της επιχείρησης και παραιτήθηκε από τη Moderna. Τρεις μέρες μετά, στις 18 Μαΐου 2020, ανακοινώθηκαν τα «θετικά» αποτελέσματα των κλινικών της Moderna και η αξία των μετοχών του Slaoui ανέβηκε στα 9,1 εκατομμύρια δολάρια…

Έχει επίσης μετοχές της GlaxoSmithKline, αξίας 10 εκατομμυρίων δολαρίων (…). Η φαρμακευτική αυτή εταιρεία έχει παρασκευάσει ένα εμβόλιο κατά της COVID-19 μαζί με την Sanofi, και έχει υπογράψει συμβόλαιο με την κυβέρνηση των ΗΠΑ για πωλήσεις 100 εκατομμυρίων δόσεων αξίας 2,1 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Όταν ο Slaoui τέθηκε επικεφαλής της επιχείρησης, πούλησε τις μετοχές της GlaxoSmithKline, αλλά αρνήθηκε να πουλήσει τις μετοχές της Μοderna αξίας περίπου 10 εκατομμυρίων δολαρίων που είχε στην κατοχή του. Επίσης, σύμφωνα με επίσημα κυβερνητικά έγγραφα, έχει μετοχές και της Lonza Group, μιας εταιρείας που συνεργάστηκε με τη Moderna στην παρασκευή ανάλογου εμβολίου. Ας αφήσουμε να αιωρείται το ερώτημα πώς απέκτησε τόσες δεκάδες εκατομμυρίων δολαρίων (χωρίς να υπολογίζουμε αυτά που θα έχει σε καταθέσεις τραπεζών και σε επενδύσεις) και ας δούμε μερικά ακόμα παραδείγματα διαπλοκής στο ίδιο επίπεδο.

Πρόσφατα αποκαλύφθηκε ότι άλλα τρία επιτελικά στελέχη της επιχείρησης Warp Speed, οι Carlo de NotaristefaniWilliam Erhardt και Rachel Harrigan, έχουν σοβαρή σύγκρουση συμφερόντων, παρότι το Υπουργείο Υγείας των ΗΠΑ (HHS) είχε διαβεβαιώσει γραπτώς το αντίθετο γι’ αυτούς . Οι δύο τελευταίοι είναι πρώην υψηλόβαθμα στελέχη της Pfizer και έχουν μετοχές της εταιρείας, των οποίων η αξία δεν έχει γίνει γνωστή. Σύμφωνα με επίσημα έγγραφα της κυβέρνησης των ΗΠΑ, εκτός από τις μετοχές της Pfizer, o Erhardt έχει μετοχές της Thermo Fisher Scientific, μιας εταιρείας στην οποία η κυβέρνηση των ΗΠΑ έδωσε πρόσφατα εκατομμύρια δολάρια για την αγορά υλικού για τις κλινικές δοκιμές των εμβολίων κατά της COVID-19, της PhaseBio Pharmaceuticals, μιας εταιρείας που συμμετείχε σε τουλάχιστον δύο φάσεις κλινικών δοκιμών φαρμάκων κατά της COVID-19, και της Incyte Pharmaceuticals, μιας εταιρείας που διεξάγει έρευνες μαζί με τον FDA για ένα παρόμοιο φάρμακο.

Το Μάρτιο του 2020 ο de Notaristefani είχε 665.799 μετοχές της Teva Pharmaceuticals, εταιρεία η οποία από το 2013 ανήκει στον όμιλο του φαρμακευτικού κολοσσού Bayer HealthCare. Παράλληλα ήταν υψηλόβαθμο στέλεχος στην εταιρεία αυτή.

Ένα από τα φάρμακα που παρασκευάζει η Τeva (Bayer) έχει για δραστική ουσία την υδροξυχλωροκίνη και χρησιμοποιείται κυρίως για την καταπολέμηση της ελονοσίας. Το Μάρτιο του 2020 ο Trump το διαφήμιζε για πολλές μέρες. Ακριβώς σε αυτήν την συγκυρία, στις 15 Μαΐου, ο Trump ανακοίνωσε την επιχείρηση Warp Speed. Τρεις μέρες μετά, στις 18 Μαΐου 2020, δήλωσε ότι είχε πάρει υδροξυχλωροκίνη όταν είχε νοσήσει(;). Μία μέρα μετά, στις 19 Μαρτίου 2020 η Bayer ανακοίνωσε ότι θα δώσει τρία εκατομμύρια χάπια σε νοσοκομεία των ΗΠΑ, και η Teva ανακοίνωσε ότι θα δώσει 10 εκατομμύρια δόσεις του ίδιου φαρμάκου επίσης σε νοσοκομεία. Την επόμενη μέρα των ανακοινώσεων της διπλής δωρεάς, στις 20 Μαρτίου 2020, ο Trump κάλεσε ανοιχτά  τον FDA να το εγκρίνει. Μερικές ημέρες αργότερα, στις 28 Μαρτίου 2020, το φάρμακο έλαβε “άδεια (χρήσης) έκτακτης ανάγκης” από τον FDAπαρά τις σοβαρές του παρενέργειες και την έλλειψη επιστημονικών στοιχείων για την αποτελεσματικότητα του.

Μέχρι τις 27 Απριλίου 2020 έγιναν στις ΗΠΑ 483.000 συνταγογραφήσεις του περισσότερες από το αντίστοιχο διάστημα του 2019. Την εβδομάδα μετά την πρώτη θετική αναφορά του φαρμάκου από τον Trump σε μία συνέντευξη τύπου, οι συνταγογραφήσεις του σημείωσαν αύξηση 200% σε σχέση με αυτές του αντίστοιχου χρονικού διαστήματος το 2019.

Τις επόμενες ημέρες μετά την πειραματική άδεια από τον FDA και την κυκλοφορία του φαρμάκου στην αμερικανική αγορά, τη σκυτάλη της διαφήμισης- προώθησης του φαρμάκου την πήραν τα media (1234). Τις επόμενες εβδομάδες οι πωλήσεις του από την Teva Pharmaceuticals (Bayer) εκτοξεύθηκαν και η τιμή της μετοχής της διπλασιάστηκε.

Στις 27 Μαΐου 2020 η ιστοσελίδα “The Conversation” δημοσίευσε μία σύνοψη των αποτελεσμάτων μίας επιστημονικής αξιολόγησης όλων των ερευνών που είχαν γίνει σε όλον τον κόσμο, από την 1η Δεκεμβρίου 2019 μέχρι τις 8 Μαΐου 2020, πάνω στην αποτελεσματικότητα της υδροξυχλωροκίνης για την καταπολέμηση της COVID-19. Η μελέτη πραγματοποιήθηκε από την επιστημονική ομάδα “The UConn Health Outcomes, Policy, and Evidence Synthesis (HOPES)” του Πανεπιστημίου του Connecticut. Σε αυτήν αναφέρεται ότι από τις έρευνες που είχαν πραγματοποιηθεί σε εκείνο το χρονικό διάστημα δεν είχαν προκύψει αποδείξεις ότι η λήψη υδροξυχλωροκίνης προλαμβάνει την COVID-19. Επίσης, εντοπίστηκαν διαφόρων ειδών προβλήματα και αδυναμίες στη μεθοδολογία δεκατεσσάρων από τις έρευνες που είχαν πραγματοποιηθεί μέχρι τότε. Τέλος, διαπιστώθηκε ότι έχει πολλές παρενέργειες, λόγω των οποίων κάποιες από τις έρευνες διακόπηκαν.

Δύο επιστημονικές έρευνες που έγιναν το Μάιο του 2020, μετά τη δημοσίευση της αξιολόγησης, έδειξαν ότι η ουσία αυτή δεν είναι αποτελεσματική για την πρόληψη ή τη θεραπεία της COVID-19. Η πρώτη δημοσιεύτηκε στις 11 Μαΐου και η δεύτερη στις 22 Μαΐου (αποσύρθηκε στις 5 Ιουνίου 2020).

Στις 15 Ιουνίου 2020 ο FDA ανακάλεσε την άδεια που ο ίδιος είχε δώσει βιαστικά και αδικαιολόγητα δύο μήνες πριν στο φάρμακο της Teva (Bayer)· η «δουλειά» όμως είχε γίνει… 

Ας επιστρέψουμε στην υπόθεση της σύγκρουσης συμφερόντων του Slaoui και της παρέας του. Τον Αύγουστο του 2020 το Κογκρέσο των ΗΠΑ έστειλε επιστολές στο Υπουργείο Υγείαςστην εταιρεία Advanced Decision Vectors (που είχε συνεργαστεί με το Υπουργείο Υγείας στην υπόθεση αυτή) και στον ίδιο τον Slaoui, κάνοντας εκτενείς αναφορές στις παρανομίες – παρατυπίες που είχαν διαπιστωθεί σχετικά με τη σύγκρουση συμφερόντων του Slaoui και των άλλων τριών στελεχών, και ζητώντας τους να προσκομίσουν μία ατελείωτη σειρά εγγράφων σχετικών με αυτές.

Δεν ίδρωσε το αυτί κανενός με όλα αυτά. Κανένας τους δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Το Σεπτέμβριο του 2020 το Υπουργείο Υγείας των ΗΠΑ δήλωσε ότι τα τρία υψηλόβαθμα στελέχη της επιχείρησης “τηρούν τα σχετικά πρότυπα ηθικής των ΗΠΑ για τους αναδόχους”. Ο Slaoui παρέμεινε στη θέση του και παραιτήθηκε από την επιχείρηση Warp Speed πέντε μήνες μετά, τον Ιανουάριο του 2021, με την αλλαγή της κυβέρνησης. 

Η κανονική και η ταχεία διαδικασία έγκρισης φαρμακευτικών προϊόντων από τον FDA

Όπως προαναφέρθηκε, η ελεγκτική και ρυθμιστική αρχή των ΗΠΑ στον τομέα της Υγείας είναι ο Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων (Food and Drug Administration, FDA). Στην κανονική διαδικασία έγκρισης ενός φαρμακευτικού προϊόντος από τον κρατικό αυτό οργανισμό, υπάρχουν κάποια στάδια. Το πρώτο είναι η υποβολή από την φαρμακευτική εταιρεία ενός σχεδίου της μελέτης που θα πραγματοποιηθεί. Κατόπιν, υπάρχουν τρεις φάσεις κλινικών δοκιμών. Αφού ολοκληρωθούν οι δοκιμές, η εταιρεία υποβάλλει αίτηση έγκρισης του προϊόντος αυτού στον FDA, καταθέτοντας τα αντίστοιχα δικαιολογητικά. Μεταξύ των δικαιολογητικών αυτών είναι τα αποτελέσματα της δικής της έρευνας πάνω στην ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα του.

Κατόπιν ο FDA ελέγχει την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα του προϊόντος με βάση τη μελέτη που έχει καταθέσει η εταιρεία. Γι’ αυτό το λόγο, έχει συστήσει διάφορες συμβουλευτικές επιτροπές, οι οποίες – θεωρητικά πάντα- ελέγχουν τα στοιχεία της μελέτης της εταιρείας που αιτείται την έγκριση ενός φαρμάκου ή εμβολίου, και δίνουν την άποψη τους στον FDA σχετικά με την έγκριση ή όχι του φαρμακευτικού αυτού προϊόντος.

Αν το φάρμακο ή το εμβόλιο εγκριθεί από τον FDA, περνάμε στην τέταρτη και τελευταία φάση. Οι Αμερικανοί την αποκαλούν ευφημιστικώς «αξιολόγηση των κινδύνων μετά την κυκλοφορία του στην αγορά» (“postmarketing risk assessment”). Ο Hammond εξηγεί τι σημαίνει αυτό στην πράξη: “με άλλα λόγια, το φάρμακο περνάει στην αγορά και ο ρόλος του πειραματόζωου περνάει στον καταναλωτή”.

Η διαδικασία αυτή συνήθως διαρκεί δέκα μήνες. Το 1992 η κυβέρνηση των ΗΠΑ ψήφισε ένα νόμο (Prescription Drug User Fee Act) ο οποίος προβλέπει την επιτάχυνση της διαδικασίας κατά τέσσερις μήνες, εφόσον η φαρμακευτική εταιρεία πληρώσει ένα επιπλέον ποσό στον FDA. Το 2019 ο FDA εισέπραξε 935,9 εκατομμύρια δολάρια για ταχείες διαδικασίες (fast track) έγκρισης φαρμακευτικών προϊόντων. Ο νόμος αυτός έχει αναπροσαρμοστεί πολλές φορές από το 1992, η ουσία του όμως δεν έχει αλλάξει από τότε.  

Σύμφωνα με μία μελέτη που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό “The BMJ” (Τhe British Medical Journal) το 2014, τα φάρμακα που εγκρίνονται με την ταχεία διαδικασία (fast track) έγκρισης “είχαν υψηλότερα ποσοστά αποσύρσεων και λήψης προειδοποιήσεων λόγω θεμάτων ασφάλειας”. Όταν μιλάμε για ταχείες διαδικασίες έγκρισης φαρμάκων στις ΗΠΑ, εννοούμε περίπου δύο μήνες ταχύτερες από τις αντίστοιχες στην Ευρώπη. Αυτά τα θέματα ασφάλειας δεν φαίνεται να απασχολούν τις μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες των ΗΠΑ, οι οποίες, μέσω του πολύ ισχυρού τους lobby πιέζουν για ακόμα πιο σύντομες διαδικασίες έγκρισης των προϊόντων τους.

Τα έσοδα του FDA δεν περιορίζονται στα ποσά που καταβάλλουν οι φαρμακευτικές εταιρείες για να πετύχουν fast track εγκρίσεις για κάποια προϊόντα τους. Μετά το 1992 – έτος στο οποίο ψηφίστηκε ο νόμος που επιτρέπει ταχείες διαδικασίες (fast track) έγκρισης φαρμακευτικών προϊόντων – η εξάρτηση του FDA από το αμερικανικό φαρμακευτικό κεφάλαιο αυξάνεται κατακόρυφα. Το 2015 το 71% των δαπανών του FDA (796 εκατομμύρια δολάρια) για έλεγχο προϊόντων προερχόταν από τις φαρμακευτικές εταιρείες. Το 2017 το ποσοστό αυτό έφτασε στο 75% (905 εκατομμύρια δολάρια). Το αντίστοιχο ποσοστό το 1993 ήταν μόλις 27%.

Οι σχέσεις διαπλοκής μεταξύ κρατικών υπηρεσιών και φαρμακοβιομηχανίας είναι τόσο εξόφθαλμες που ομολογούνται ακόμα και από τους εκπροσώπους των πιο συντηρητικών και συστημικών πανεπιστημίων. Ο Jerry Avorn, καθηγητής στην Ιατρική Σχολή του Harvard, σχολίασε σχετικά“Η παρθενιά χάθηκε το 92. Από τη στιγμή που έχεις αυτήν την σχέση εξάρτησης, δημιουργείται μία δυναμική που δεν είναι υγιής”.

Η “άδεια (χρήσης) έκτακτης ανάγκης”

Στις ΗΠΑ τα «παραθυράκια» της νομοθεσίας μοιάζουν μάλλον με μεγάλα ορθάνοιχτα παράθυρα, έτσι ώστε να μη δυσκολεύονται όσοι μπορούν να τα χρησιμοποιούν. Έτσι λοιπόν, σε κάποιες έκτακτες περιπτώσεις, εάν χρειαστεί να επιταχυνθούν ακόμα περισσότερο οι διαδικασίες αδειοδότησης ενός φαρμακευτικού προϊόντος, αυτό μπορεί να γίνει με μία ειδική αδειοδότηση. Αυτή ονομάζεται “άδεια (χρήσης) έκτακτης ανάγκης” (Emergency Use Authorization, EUA). Με αυτήν η εταιρεία έχει το δικαίωμα να κυκλοφορήσει στην αγορά το φαρμακευτικό προϊόν που την έχει λάβει, ως πειραματικό. Αυτή είναι η περίπτωση του εμβολίου των Pfizer-BioNTech, καθώς και των υπόλοιπων εμβολίων για την COVID-19. Πειραματική είναι, λοιπόν, η χρήση των εμβολίων στα οποία έχει δοθεί ή πρόκειται να δοθεί στις ΗΠΑ αυτή η άδεια ειδικού σκοπού, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη δημόσια υγεία.

Οι ειδικές αυτές περιπτώσεις για τις οποίες μπορεί να εκδοθεί αυτή η άδεια πειραματικής χρήσης προβλέπονται από τον κανονισμό του Οργανισμού. Ο κανονισμός αυτός έχει τροποποιηθεί τέσσερις φορές (στην ουσία έχει γίνει «λάστιχο») από το 2004 ως το 2017, προκειμένου να συμπεριληφθούν σε αυτόνδιαφόρων ειδών εξαιρέσεις: “Ο διοικητής του FDA μπορεί να επιτρέψει τη χρήση μη εγκεκριμένων ιατρικών προϊόντων ή να επιτρέψει μη εγκεκριμένες χρήσεις εγκεκριμένων ιατρικών προϊόντων σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, για τη διάγνωση, τη θεραπεία ή την πρόληψη σοβαρών ή απειλητικών για τη ζωή ασθενειών ή καταστάσεων που προκαλούνται από χημικούς, βιολογικούς, ραδιολογικούς και πυρηνικούς παράγοντες απειλής (CBRN threat agents), όταν δεν υπάρχουν επαρκείς, εγκεκριμένες και διαθέσιμες εναλλακτικές λύσεις”.

Η “άδεια (χρήσης) έκτακτης ανάγκης” δεν συνιστά έγκριση. Όταν μία φαρμακευτική εταιρεία λάβει αυτήν την ειδική άδεια χρήσης ενός φαρμάκου ή εμβολίου, η ευθύνη της πιστοποίησης των κριτηρίων ποιότητας και ασφάλειας τόσο της διαδικασίας παραγωγής του όσο και του ίδιου του φαρμάκου ή του εμβολίου, περνάει από το κράτος στην εταιρεία παραγωγής του, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ασφάλεια του.

Η “άδεια (χρήσης) έκτακτης ανάγκης” ενός φαρμάκου ή εμβολίου δεν σημαίνει ότι η χρήση του δεν ενέχει κινδύνους. Η ύπαρξη των κινδύνων αναγνωρίζεται και από τον ίδιο τον FDA. Σύμφωνα με τον κανονισμό του, πριν αυτή χορηγηθεί σε ένα φαρμακευτικό προϊόν, μπαίνουν σε μία ζυγαριά “τα γνωστά και δυνητικά οφέλη της χρήσης του” και “οι γνωστοί και δυνητικοί κίνδυνοι του”. Αν κριθεί από τον FDA ότι τα οφέλη υπερκαλύπτουν τους κινδύνους, χορηγείται η ειδική και προσωρινή αυτή αδειοδότηση στη φαρμακευτική εταιρεία που το παρασκεύασε και το εμπορεύεται.

Τα παραπάνω ισχύουν και για περίπτωση του εμβολίου κατά του COVID-19 των Pfizer-BioNTech, αλλά και των εμβολίων των υπολοίπων εταιρειών που έχουν αιτηθεί σχετικής άδειας χρήσης από το κράτος των ΗΠΑ. Ο FDA έχει συστήσει μία συμβουλευτική επιτροπή, προκειμένου αυτή να εκτιμήσει αν τα οφέλη υπερτερούν των κινδύνων από τη χρήση τους, και κατόπιν να γνωμοδοτήσει υπέρ ή κατά της χορήγησης “άδειας (χρήσης) έκτακτης ανάγκης” σε αυτά.

Η επιτροπή αυτή αποτελείται από καθηγητές ιατρικών πανεπιστημιακών σχολών, ερευνητές και επιστήμονες, καθώς και από εκπροσώπους φαρμακευτικών εταιρειών και κρατικών φορέων. Συγκεκριμένα, σε αυτήν υπάρχουν κάποια τακτικά μέλη, κάποια μη τακτικά, κάποια που είναι ομιλητές χωρίς δικαίωμα ψήφου και κάποια μέλη που είναι υψηλόβαθμοι υπάλληλοι του FDA και άλλων κρατικών υπηρεσιών και που συμμετέχουν ως ομιλητές, χωρίς δικαίωμα ψήφου. Όλα τα μέλη της επιτροπής είναι διορισμένα από τον FDA. Τα καθήκοντα και οι αρμοδιότητες τους στα πλαίσια της λειτουργίας της επιτροπής ορίζονται από τον FDA. Τα μέλη της δεν είναι μόνιμα· ανά πάσα στιγμή ο FDA έχει το δικαίωμα της καθαίρεσης τους και της αντικατάστασης τους από άλλα, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να αιτιολογήσει αυτήν του την απόφαση.

Υποτίθεται ότι για τους συμμετέχοντες στην επιτροπή δεν πρέπει να υφίσταται σύγκρουση συμφερόντων. Η έννοια της σύγκρουσης συμφερόντων είναι πολύ σχετική για τον FDA. Τους ζητείται να μην έχουν κάποια οικονομική σχέση με τις εταιρείες που εμπλέκονται στην έρευνα ή στην παραγωγή του φαρμακευτικού προϊόντος που εξετάζεται από την επιτροπή. Και αυτό όμως είναι πολύ σχετικό και προσδιορίζεται με αόριστο τρόπο στον κανονισμό του FDA. Μπορεί κάποιοι να έχουν ή να είχαν κάποια τέτοια σχέση με κάποιες φαρμακευτικές εταιρείες, αλλά μπορεί για κάποιους λόγους οι δοσοληψίες τους να μην εμφανίζονται στα κρατικά αρχεία και στις επίσημες βάσεις δεδομένων. Ένας λόγος που μπορεί να ισχύει κάτι τέτοιο είναι το γεγονός ότι κάποια μέλη των επιτροπών αυτών δεν είναι γιατροί, επομένως οι όποιες πληρωμές τους από τις φαρμακευτικές εταιρείες δεν εμφανίζονται στα αρχεία αυτά. Κάποιους άλλους λόγους μπορούμε να τους υποπτευτούμε. Όλα τα μέλη της επιτροπής υποχρεούνται να υποβάλλουν τα φορολογικά τους στοιχεία στον FDA. Ωστόσο, ο FDA δεν έχει υποχρέωση να δημοσιοποιήσει τα στοιχεία αυτά. Μέχρι τώρα δεν το έχει πράξει ποτέ για κανένα μέλος καμίας επιτροπής.

Επίσης, το προαπαιτούμενο της μη ύπαρξης σύγκρουσης συμφερόντων είναι πολύ δύσκολο να τηρηθεί στην πράξη. Καθώς στις ΗΠΑ η έρευνα στο χώρο της Υγείας χρηματοδοτείται και κατευθύνεται από την φαρμακοβιομηχανία (Βig Pharma), οι περισσότεροι γιατροί και η συντριπτική πλειοψηφία των πανεπιστημιακών και ερευνητών στο χώρο αυτό έχει κάποιου είδους οικονομικές σχέσεις με κάποιες φαρμακευτικές εταιρείες. Επομένως, είναι πολύ δύσκολο να βρεθούν άτομα για να πλαισιώσουν τις συμβουλευτικές επιτροπές του FDA, που να μην έχουν κάποιου είδους σύγκρουση συμφερόντων,

Η αμερικανική νομοθεσία “δίνει στον FDA και στις υπόλοιπες υπηρεσίες σημαντική ευελιξία και διακριτικότητα στο να αποφασίζουν αν ένα μέλος που έχει θέμα σύγκρουσης συμφερόντων μπορεί να συμμετέχει στη συζήτηση ενός θέματος”. Για παράδειγμα, αν ο FDA κρίνει (ή ισχυριστεί) ότι είναι απαραίτητη η συμμετοχή κάποιων επιστημόνων που έχουν οικονομικές σχέσεις με φαρμακευτικές εταιρείες, μπορεί να παρακάμψει κατ’ εξαίρεση αυτή τη σύγκρουση συμφερόντων και να τους δώσει το δικαίωμα να συμμετέχουν σε μία επιτροπή ή μόνο σε κάποια από τις συνεδριάσεις της. Θεωρητικά αυτή η εξαίρεση δικαιολογείται από τη νομοθεσία όταν “το συμφέρον της κυβέρνησης από τη συμμετοχή του μέλους υπερτερεί της ανησυχίας (που μπορεί να προκύψει) ότι κάποιος λογικός άνθρωπος μπορεί να αμφισβητήσει την ακεραιότητα των προγραμμάτων και των λειτουργιών του Οργανισμού”.

Αν πάλι ο FDA κρίνει ότι δεν προκύπτει κάποιο θέμα λόγω των οικονομικών συμφερόντων ή και των οικονομικών σχέσεων κάποιου υποψήφιου μέλους μιας επιτροπής με κάποιες φαρμακευτικές εταιρείες, έχει το δικαίωμα να εγκρίνει τη συμμετοχή του σε αυτήν, χωρίς να δώσει εξηγήσεις γι’ αυτή του την απόφαση. Όπως σχολίασε εύστοχα το παρατηρητήριο “Project On Government Oversight, POGO” (Πρόγραμμα Κυβερνητικής Εποπτείας), σε αυτήν την περίπτωση “το κοινό δε θα μάθει τίποτα και θα μείνει στο σκοτάδι”.

Επίσης, ο FDA έχει το δικαίωμα να αντικαθιστά κάποια μέλη της επιτροπής με άλλα, όποτε το κρίνει σκόπιμο. Δεν είναι υποχρεωμένος να δημοσιοποιεί την αιτιολόγηση που τον οδήγησαν σε αυτές τις αντικαταστάσεις. Με άλλα λόγια κάνει ό,τι γουστάρει και λογαριασμό δε δίνει. Αυτό έγινε, για παράδειγμα, στην συνεδρίαση της 10ης Δεκεμβρίου 2020, στην οποία η επιτροπή έδωσε θετική ψήφο στην “άδεια έκτακτης ανάγκης” στο εμβόλιο της Pfizer. Ο FDA διόρισε δέκα νέα μέλη με δικαίωμα ψήφου, τα οποία δεν είχαν πάρει μέρος στην προηγούμενη συνεδρίαση της 22ης Οκτωβρίου 2020.

Με αντίστοιχο τρόπο λειτουργεί ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας. Κατά τα πρότυπα του FDA, σε μία σειρά περιπτώσεων «υγειονομικής έκτακτης ανάγκης», έχει το δικαίωμα να δώσει “άδεια (χρήσης) έκτακτης ανάγκης” σε μη εγκεκριμένα φαρμακευτικά προϊόντα, τα οποία διανέμει σε όλες τις χώρες του κόσμου μέσω της UNICEF. Επίσης, με ανάλογο τρόπο λειτουργούν οι αντίστοιχες ρυθμιστικές αρχές στις περισσότερες χώρες του κόσμου. Μάλιστα, μερικές από αυτές έχουν αντιγράψει κατά γράμμα την αμερικανική νομοθεσία και ακολουθούν πιστά το παράδειγμα λειτουργίας του FDA.

Για όλους τους παραπάνω λόγους, αποφύγαμε να χρησιμοποιήσουμε τον όρο “ανεξάρτητη” που χρησιμοποιείται από τον FDA και από τα διεθνή μέσα μαζικής προπαγάνδας γι’ αυτές τις συμβουλευτικές επιτροπές.

Σημειώνουμε ότι αυτές οι επιτροπές έχουν συμβουλευτικό χαρακτήρα. Οι αποφάσεις και οι γνωμοδοτήσεις τους δεν είναι δεσμευτικές για τον FDA, όμως σχεδόν πάντα ακολουθούνται από τον Οργανισμό. Οι συνεδριάσεις κάποιων επιτροπών μεταδίδονται ζωντανά από διάφορα μέσα. Γενικά, τα τελευταία χρόνια διαφημίζονται πολύ στις ΗΠΑ (ειδικά αυτές που ασχολήθηκαν με τα mRNA εμβόλια) και προβάλλονται ως άλλοθι της δήθεν δημόσιας, διαφανούς και δημοκρατικής λειτουργίας του φαρμακευτικού κυκλώματος. Όσο αφορά στη σύνθεση των επιτροπών αυτών, η μαζική προπαγάνδα στις ΗΠΑ έχει δώσει ιδιαίτερη έμφαση σε αυτήν, επιχειρώντας να τα παρουσιάσει ως “ανεξάρτητους” και «καταξιωμένους» επιστήμονες.

Η συνεδρίαση της συμβουλευτικής επιτροπής, στην οποία τα μέλη της ψήφισαν υπέρ της χορήγησης προσωρινής “άδειας χρήσης έκτακτης ανάγκης” στο εμβόλιο της Pfizer πραγματοποιήθηκε στις 10 Δεκεμβρίου 2020. Πριν από αυτήν έγινε μία προκαταρκτική συνεδρίαση στις 22 Οκτωβρίου 2020. Ένα γενικό πλαίσιο των πεπραγμένων τους δίνουμε αμέσως πιο κάτω.

Η προκαταρκτική συνεδρίαση της 22ης Οκτωβρίου 2020

Η συνεδρίαση αυτή έγινε σε μία συγκυρία στην οποία η κυβέρνηση του Trump πίεζε τον FDA για να εγκρίνει τα εμβόλια κατά της COVID-19 πριν από τις εκλογές στις HΠΑ. Σε αντίθεση με άλλες συνεδριάσεις που πέρασαν σχεδόν απαρατήρητες, ο FDA διαφήμισε έντονα και με διάφορους τρόπους τη συγκεκριμένη, προβάλλοντας τη ως ανεξάρτητη και εξαίροντας το επιστημονικό κύρος των συμμετεχόντων σε αυτήν. Αυτό οφείλεται στην προσπάθεια του να δημιουργήσει σχέσεις εμπιστοσύνης μεταξύ της αμερικανικής κοινωνίας και των «μεταλλαγμένων» εμβολίων. Μάλιστα, μερικές μέρες πριν από την συνεδρίαση, εξέδωσε ένα έκτακτο ανακοινωθέν, προπαγανδίζοντας τις θέσεις του για το ρόλο των συμβουλευτικών επιτροπών. Ο Peter Marks, διευθυντής του Κέντρου Βιολογικής Αξιολόγησης και Έρευνας (CBER)του FDA εξειδίκευσε την κρατική προπαγάνδα, προαναγγέλλοντας την συγκεκριμένη συνεδρίαση σε ένα άρθρο του στην ιστοσελίδα του Οργανισμού και σε μία συνέντευξη του που δημοσιεύτηκε σε κείμενο και σε βίντεο στην ίδια ιστοσελίδα.

Στη συνέντευξη αυτή είπε ότι τόσο εκείνη η συνεδρίαση, όσο και η επόμενη, ακόμα πιο σημαντική, της 10ης Δεκεμβρίου θα μεταδίδονταν ζωντανά (βίντεο) και εξέφρασε την ελπίδα του ότι “αυτό θα αυξήσει την εμπιστοσύνη του κοινού στα εμβόλια”. Επίσης, για τα μέλη της επιτροπής, αισθάνθηκε την ανάγκη να τονίσει δύο φορές ότι είναι ανεξάρτητα και ότι δεν έχουν σύγκρουση συμφερόντων. Την πρώτη φορά είπε ότι “δεν έχουν κανενός είδους σύγκρουση συμφερόντων σε κανένα από τα θέματα που θα συζητούνταν”. Τη δεύτερη είπε ότι “όλοι τους έχουν ελεγχθεί για σύγκρουση συμφερόντων και είναι ανεξάρτητοι από τις εταιρείες που εμπλέκονται στη δημιουργία αυτών των εμβολίων”.

Στη συνεδρίαση αυτή απουσίασαν 7 από τα 18 μέλη της επιτροπής. Μεταξύ αυτών και η μέχρι τότε πρόεδρος Hana El Sahly λόγω της συνεργασίας της με την Moderna στην παρασκευή του γνωστού εμβολίου της εταιρείας. Ο FDA έδωσε την προεδρία στον 87χρονο Arnold Monto, «παλιά καραβάνα» στο χώρο της διαπλοκής, για να ελέγξει τη ροή της «συζήτησης» και για να αποφύγει πιθανά απρόοπτα. Η Sahly διατήρησε στα χαρτιά τον τίτλο της προέδρου, αλλά τα καθήκοντα της από τότε ασκεί ο Monto, φέροντας τον τίτλο του αναπληρωτή προέδρου.

Σε δύο μη τακτικά μέλη, τον James Hildreth και στη Jeannette Lee δόθηκε ειδική άδεια συμμετοχής, παρότι είχαν καταφανέστατη σύγκρουση συμφερόντων. Ο FDA έκρινε ότι “η συμμετοχή τους είναι πιο σημαντική από κάποια δυνητική σύγκρουση συμφερόντων λόγω οικονομικών αιτιών.  Η υπογράμμιση στη λέξη δυνητική είναι δική μας.

Σε αυτήν την συνεδρίαση συμμετείχαν ως ομιλητές χωρίς δικαίωμα ψήφου δεκαέξι ανώτερα στελέχη διαφόρων τμημάτων του Υπουργείου Υγείας των ΗΠΑ (μεταξύ των οποίων οχτώ επιστήμονες και τρεις διοικητικοί υπάλληλοι του FDA) και δύο ανώτεροι υπάλληλοι του Ιδρύματος (του Κογκρέσου) Reagan-Udall για τον FDA. Επίσης, εκ μέρους της φαρμακοβιομηχανίας συμμετείχε χωρίς δικαίωμα ψήφου η Paula Annunziato, αντιπρόεδρος του τμήματος εμβολίων της Merck, της μεγαλύτερης εταιρείας παραγωγής εμβολίων στον κόσμο. Η Merck αρχικά συμμετείχε στην παρασκευή εμβολίων κατά της COVID-19. Στις 25 Ιανουαρίου 2021 ανακοίνωσε ότι σταματά τις έρευνες, επειδή οι κλινικές δοκιμές έδειξαν ότι το εμβόλιο είχε χαμηλά επίπεδα ασφάλειας. Σημειώνουμε ότι η Merck είχε υιοθετήσει την «παραδοσιακή» προσέγγιση των εμβολίων με χρήση αποδυναμωμένων ιών.

Στις 18 Οκτωβρίου 2020, τρεις μέρες πριν από την συνεδρίαση, ο γνωστός πια Anthony Fauci είχε δηλώσει γι’ αυτήν την επιτροπή“αποτελείται από ανεξάρτητους ανθρώπους, τους οποίους εμπιστεύομαι”…

Ο προεδρεύων Arnold Monto και η διευθύντρια του Τμήματος Εμβολίων του FDA Marion Gruber επίσπευσαν σε υπερβολικό βαθμό τη «συζήτηση». Έτσι, αρκετά από τα θέματα που τέθηκαν από μερικούς ομιλητές σχετικά με την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα του εμβολίου, καθώς και με την ανεπάρκεια και τη μονομέρεια των πειραματικών δεδομένων των κλινικών δοκιμών, δεν συζητήθηκαν καθόλου ή θίχτηκαν επιφανειακά. Κάποια μέλη της επιτροπής αυτής αμφισβήτησαν τον τρόπο με τον οποίο η Pfizer εκτίμησε ότι οι κλινικές δοκιμές είχαν πετύχει τους στόχους τους. Υποστήριξαν ότι η μέθοδος που ακολουθήθηκε σε αυτές δεν ήταν ορθή, καθώς  τα αποτελέσματα τους είχαν εστιάσει στη μείωση του αριθμού των ασθενών με ήπια συμπτώματα, ενώ δεν παρατηρήθηκε αντίστοιχη μείωση στους ασθενείς με βαριά συμπτώματα. Έτσι, το εμβόλιο κρίθηκε από την εταιρεία ως αποτελεσματικό με βάση αυτά τα συγκεκριμένα αποτελέσματα. Οι εκπρόσωποι του FDA παραδέχτηκαν ότι αυτό συνέβη και απάντησαν ότι η εστίαση στις πιο σοβαρές περιπτώσεις θα απαιτούσε κλινικές δοκιμές με έναν υπερβολικά μεγάλο αριθμό συμμετεχόντων, πράγμα που θα απαιτούσε πολύ περισσότερο χρόνο.

Κάποια μέλη έκριναν κάποια από τα αποτελέσματα των κλινικών δοκιμών ως προβληματικά, επειδή ήταν βασισμένα σε υποκειμενικές εντυπώσεις των ασθενών που συμμετείχαν σε αυτές και όχι σε μετρήσιμα δεδομένα. Τέλος, από κάποιους ομιλητές τέθηκε το θέμα της εξαίρεσης των παιδιών κάτω των 18 ετών από τον εμβολιασμό, λόγω των πιθανών κινδύνων που μπορεί να ενέχει η χορήγηση του εμβολίου σε άτομα που ανήκουν σε αυτές τις ηλικιακές κατηγορίες και λόγω του γεγονότος ότι σε γενικές γραμμές τα παιδιά πλήττονται πολύ λίγο ως καθόλου από την COVID-19.

Στο τέλος της συνεδρίασης η Gruber έκανε μια σύνοψη των λεχθέντων σε αυτήν. Παρέλειψε όμως να συμπεριλάβει σε αυτήν τα σχόλια που έγιναν από κάποιους παρατηρητές, σχετικά με τα θέματα που αναφέραμε αμέσως πιο πάνω. Μερικοί από αυτούς εργάζονται για πολλά χρόνια στον χώρο της Υγείας και οι παρατηρήσεις τους ήταν πιο άμεσες και αιχμηρές από εκείνες των μελών της επιτροπής με δικαίωμα ψήφου.

Όταν ρωτήθηκε για τις μειονοτικές και άλλες πληθυσμιακές ομάδες που εκπροσωπήθηκαν από καθόλου ως ανεπαρκώς στις κλινικές δοκιμές, απάντησε: “μπορούμε να το προωθήσουμε στα νέα εμβόλια που όπως ξέρετε υπάρχουν τέτοια που αρχίζουν τώρα να κάνουν κλινικές δοκιμές. Αυτό ίσως είναι λίγο δύσκολο να γίνει γι’ αυτά που βρίσκονται ήδη στην φάση 3”…

Περισσότερες πληροφορίες για το τι ειπώθηκε στη συνεδρίαση αυτή από τους ομιλητές και για το πόσο “ανεξάρτητοι άνθρωποι” είναι αυτοί, μπορείτε να διαβάσετε στο δεύτερο μέρος του άρθρου με τίτλο “Πώς δόθηκε “άδεια έκτακτης ανάγκης” στο εμβόλιο της Pfizer στις ΗΠΑ – Μέρος Β: Τα πρόσωπα”.

Η συνεδρίαση της 10ης Δεκεμβρίου 2020

Στη συνεδρίαση της 10ης Δεκεμβρίου 2020 υπήρξαν αρκετές αλλαγές στη σύνθεση της επιτροπής. Σε σχέση με τη σύνθεση της συνεδρίασης της 22ης Οκτωβρίου 2020, ο FDA αφαίρεσε από τη λίστα των συμμετεχόντων ένα τακτικό μέλος και πέντε μη τακτικά μέλη, και κάλεσε δέκα νέα μη τακτικά μέλη με δικαίωμα ψήφου. Φυσικά ο FDA ποτέ δεν αιτιολόγησε αυτή του την απόφαση να αλλάξει ριζικά τη σύνθεση της επιτροπής, ούτε κάποιος επίσημος κρατικός φορέας του ζήτησε να λογοδοτήσει γι’ αυτήν. Άλλωστε το καταστατικό του είναι τόσο ευέλικτο που του δίνει το δικαίωμα να κάνει στην κυριολεξία ό,τι γουστάρει. Σημειώνουμε, επίσης, ότι τα μέσα μαζικής προπαγάνδας των ΗΠΑ δεν σχολίασαν αυτές τις αλλαγές στη σύνθεση της επιτροπής.

Το παρατηρητήριο “Project On Government Oversight, POGO” (Πρόγραμμα Κυβερνητικής Εποπτείας) θεωρεί ότι τα μέλη της επιτροπής που αντικαταστάθηκαν από τον FDA ήταν αυτά που στη συνεδρίαση της 22ης Οκτωβρίου 2020 είχαν εκφράσει κάποιες ανησυχίες για την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα του εμβολίου. Μία αρκετά περιεκτική αποτύπωση των πεπραγμένων σε αυτήν την συνεδρίαση δημοσίευσε το POGO στην ιστοσελίδα του, με τίτλο “Hearing Without Listening”. Στα ελληνικά, ένα ανάλογο άρθρο – βασισμένο σε αυτό του POGO – δημοσίευσε ο Κλεάνθης Γρίβας στην ιστοσελίδα του.

Στην συνεδρίαση-τηλεδιάσκεψη συμμετείχαν 22 μέλη με δικαίωμα ψήφου, από τα οποία τα 9 ήταν τακτικά. Χωρίς δικαίωμα ψήφου, συμμετείχαν ως ομιλητές 12 εκπρόσωποι του FDA, 3 του CDC, 3 της Pfizer και ένας του Πανεπιστημίου του Stanford.

Το θεωρητικό ερώτημα που τέθηκε από τον FDA στα μέλη της επιτροπής, και στο οποίο θα έπρεπε αυτά να τοποθετηθούν ψηφίζοντας «ναι» ή «όχι», ήταν εάν με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία, τα οφέλη του εμβολίου είναι περισσότερα από τους κινδύνους από τη χρήση του, για παιδιά και ενήλικους άνω των 16 ετών.

Κατά τη γνώμη μας, ένα τέτοιο ερώτημα δεν μπορεί να απαντηθεί με ένα «ναι» ή με ένα «όχι» και δεν θα έπρεπε να τίθεται καθόλου με αυτόν τον τρόπο. Με ποιον τρόπο θα μπορούσε να γίνει η εκτίμηση της σημασίας των οφελών ενός φαρμάκου; Σε ποια ζυγαριά θα μπορούσε να εκτιμηθεί αν αυτά ζυγίζουν περισσότερο από τους κινδύνους που έχει η χρήση του, όταν μιλάμε για ανθρώπινες ζωές; Με τη λογική του FDA, αν δεχτούμε ότι ένα φαρμακευτικό προϊόν έχει, για παράδειγμα, έξι σημαντικά οφέλη και πέντε σοβαρούς κινδύνους για την ανθρώπινη ζωή, τότε αυτό θα πρέπει να εγκριθεί, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη δημόσια υγεία λόγω αυτών των κινδύνων. Η επικίνδυνη «μπακαλίστικη» αριθμητική του FDA οδηγεί σε σκοτεινές ατραπούς, ειδικά όταν πρόκειται για την δημόσια υγεία και ειδικά όταν μιλάμε για ένα πειραματικό εμβόλιο. Στην περίπτωση αυτή, οι άνθρωποι μετατρέπονται σε πειραματόζωα και οι απώλειες ζωών ονομάζονται παράπλευρες απώλειες.

Ακόμα, όμως, κι αυτό το ερώτημα, ήταν αδύνατον να απαντηθεί με ουσιαστικό τρόπο, αφού οι διαδικασίες παρασκευής του εμβολίου της Pfizer (και γενικώς όλων των εμβολίων κατά της COVID-19) ήταν εξαιρετικά βιαστικές. Ουσιαστικός επιστημονικός διάλογος δεν έγινε ποτέ. Δεν θα μπορούσε να γίνει, άλλωστε, αφού όλα τα μέλη της επιτροπής είχαν επιλεγεί από τον FDA. Δεν υπήρχαν πραγματικά ανεξάρτητοι επιστήμονες ανάμεσα τους. Όλοι ήταν ένθερμοι υποστηρικτές των εμβολίων, με ισχυρούς δεσμούς με την φαρμακοβιομηχανία. Στο πάνελ δεν υπήρχε ούτε ένας επιστήμονας – έστω και «για τα μάτια του κόσμου»- που να ήταν εναντίον των εμβολίων. Έπρεπε να δοθεί προς τα έξω η εικόνα μιας συμπαγούς, ομοιογενούς επιστημονικής «κοινότητας» που έχει μεν την ίδια άποψη, αλλά μπορείμεταξύ της να έχεικάποιες μικρές διαφωνίες, πάντα για δευτερεύοντα θέματα. Τα «μάτια του κόσμου» δεν έπρεπε να δουν τίποτα διαφορετικό από την εικόνα που επιχείρησε να περάσει προς τα έξω το ιατρικό ιερατείο της υπερδύναμης. Και τα αυτιά του κόσμου έπρεπε να ακούσουν το «αντικειμενικό» συμπέρασμα της «ουδέτερης» επιστήμης (στον ενικό) από τα στόματα των «έγκριτων» και «καταξιωμένων» επιστημόνων.

Και στη συνεδρίαση της 10ης Δεκεμβρίου κάποια από τα μέλη της επιτροπής εξέφρασαν επιφυλάξεις ή και διαφωνίες για την πειραματική έγκριση του εμβολίου για τις ηλικίες 16-17 ετών. Επίσης, επισήμαναν ότι οι κλινικές δοκιμές εστίασαν στην αντιμετώπιση των ήπιων συμπτωμάτων της νόσου και ότι δεν υπήρχαν επαρκή στοιχεία που να αποδείκνυαν την αποτελεσματικότητα του εμβολίου για τους νοσούντες με σοβαρά συμπτώματα. Επίσης, κάποιες πληθυσμιακές ομάδες, όπως οι έγκυες και οι διαμένοντες σε γηροκομεία, δεν αντιπροσωπεύτηκαν στις κλινικές δοκιμές. Τα μέλη της επιτροπής δεν είχαν το χρόνο να συζητήσουν αυτά τα σοβαρά ζητήματα. Δεν είχαν το δικαίωμα να διαμορφώσουν και θέσουν προς συζήτηση ή προς ψηφοφορία κάποια τροποποιητική πρόταση. Ήταν υποχρεωμένοι να ψηφίσουν υπέρ ή κατά του ερωτήματος που είχε τεθεί εξαρχής. Το πλαίσιο ήταν διαμορφωμένο εκ των προτέρων «από τα πάνω»: από τον FDA και τα αφεντικά του, δηλαδή την αμερικανική φαρμακοβιομηχανία.

Όλοι γνώριζαν το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας εκ των προτέρων. Μία μέρα πριν από τη συνεδρίαση, στις 9 Δεκεμβρίου 2020, ο πρόεδρος της επιτροπής Arnold Monto το προέβλεψε, δηλώνοντας ότι “η πιθανότητα της έγκρισης είναι υψηλή”. Στο άρθρο που αναδημοσιεύτηκε σε αρκετά αμερικανικά media, στα πλαίσια της “αντικειμενικής και ανεξάρτητης δημοσιογραφίας”, εκτός από αυτή τη δήλωση του Monto φιλοξενείται μία δήλωση του Paul Offit, του πιο σκληροπυρηνικού υπέρμαχου της Big Pharma ανάμεσα στους επιστήμονες των ΗΠΑ, και άλλη μία του Aaron Kesselheim, καθηγητή στην Ιατρική Σχολή του Harvard, για την τήρηση “ενός συντηρητικού πρωτοκόλλου, παρά την επιθυμία να βγει ένα εμβόλιο γρήγορα”. Στα ίδια πλαίσια, στο άρθρο επαναλαμβάνεται από τον συντάκτη του η πρόβλεψη του Monto: “αναμένεται μία θετική πρόταση από το πάνελ”, διαμορφώνοντας κλίμα υπέρ του εμβολίου.

Οι διαδικασίες της συνεδρίασης ήταν εξωφρενικές ως γελοίες (βίντεο). Ο προεδρεύων Arnold Monto επίσπευσε και χειραγώγησε τη «συζήτηση» με διάφορους τρόπους. Διέκοπτε συνεχώς τα μέλη όταν αυτά είχαν το λόγο, κατεύθυνε τη «συζήτηση» εκεί που ήθελε αυτός, όποιο θέμα που τίθετο και δεν ήταν της αρεσκείας του ανέβαλλε τη συζήτηση του… μετά τη συνεδρίαση, δέχθηκε να υποβληθούν από τα μέλη προς τους υπεύθυνους του FDA μόνο εκείνες οι ερωτήσεις που αυτός έκρινε σκόπιμο ότι άξιζε τον κόπο να απαντηθούν, έκανε διαρκώς εκκλήσεις για συντόμευση, περιόρισε τον ήδη περιορισμένο από τον FDA χρόνο «συζήτησης» (από την ημερήσια διάταξη της συνεδρίασης προκύπτει ότι ο συνολικός καθαρός χρόνος που αντιστοιχούσε στα 22 μέλη της επιτροπής ήταν 125 λεπτά για να θέσουν ερωτήματα) και δεν επέτρεψε στα μέλη να αιτιολογήσουν την ψήφο τους, όπως είχε δεσμευτεί προφορικά ότι θα κάνει κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης. Σημειώνουμε ότι στο λιγοστό χρόνο που τους αντιστοιχούσε, τα μέλη της επιτροπής είχαν το δικαίωμα να θέσουν ερωτήματα προς τους εκπροσώπους του FDA και της Pfizer. Στα πλαίσια των ερωτημάτων και με την πίεση του χρόνου, οι τοποθετήσεις τους θα έπρεπε να είναι εξαιρετικά σύντομες.

Είναι φανερό ότι η όλη διαδικασία των συνεδριάσεων αυτών των συμβουλευτικών επιτροπών είναι εντελώς προσχηματική. Είναι το άλλοθι του FDA και των αφεντικών του για την χορήγηση “άδειας έκτακτης ανάγκης” με κάποιες φαινομενικά νομότυπες διαδικασίες που είναι υποχρεωτικές από το νομικό καθεστώς των ΗΠΑ. Με άλλα λόγια, έπρεπε να παιχτεί όλο αυτό το θέατρο του παραλόγου για να τηρηθεί ο νόμος και να δοθεί προς τα έξω η εντύπωση ότι είχε γίνει μία διεξοδική συζήτηση μεταξύ επιστημόνων-ειδικών στο θέμα.

Ήταν τόσο εξόφθαλμες οι παρατυπίες στη συνεδρίαση, που είναι αμφίβολο αν επιτεύχθηκε ο σκοπός του FDA: να δοθεί προς τα έξω η εικόνα μιας άρτιας διαδικασίας. H Kim Witczak, εκπρόσωπος των καταναλωτών σε μία άλλη επιτροπή του FDAδήλωσε στο POGO ότι η βιαστική διαδικασία “ήταν ένα σόου για το κοινό, με αλογάκια και σκυλάκια… ”. Απαντώντας σε ένα email της ίδιας ιστοσελίδας, ο  Peter Doshi, καθηγητής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Maryland και συνεργάτης του επιστημονικού περιοδικού “Τhe BMJ” (Τhe British Medical Journal), δήλωσε σχετικά“Νομίζω ότι κανείς δεν πρέπει να βιάζει μία τέτοια διαδικασία. Αν η συνεδρίαση απαιτούσε επιπλέον χρόνο συζήτησης, ο χρόνος της θα έπρεπε να είχε παραταθεί”.

Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας ήταν 17 θετικές ψήφοι, 4 αρνητικές και 1 αποχή. Πρέπει να σημειώσουμε ότι αρνητικές ψήφοι τεσσάρων μελών και η αποχή ενός – όπως δήλωσαν μετά την ψηφοφορία τα ίδια τα μέλη που ψήφισαν αρνητικά – δεν οφείλονταν στην εναντίωση τους στο να δοθεί πειραματική “άδεια έκτακτης ανάγκης” στο εμβόλιο της Pfizer, αλλά στο γεγονός ότι τόσο στις κλινικές δοκιμές όσο και στην άδεια αυτή συμπεριλήφθηκε η ηλικιακή ομάδα των 16-17 ετών. Η επιπλέον αιτιολόγηση που έδωσε ένα μέλος για την αρνητική του ψήφο ήταν ότι η έρευνα της Pfizer κράτησε πολύ λίγο χρόνο και ότι αν οι κλινικές δοκιμές συνεχίζονταν, θα έδιναν περισσότερα στοιχεία για την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα του.

Συνεχίζεται στο: Πώς δόθηκε “άδεια έκτακτης ανάγκης” στο εμβόλιο της Pfizer στις ΗΠΑ – Μέρος Β’ : Τα πρόσωπα.

Πώς δόθηκε “άδεια έκτακτης ανάγκης” στο εμβόλιο της Pfizer στις ΗΠΑ – Μέρος Β΄: Τα πρόσωπα

Στο πρώτο μέρος του άρθρου αναλύσαμε τις διαδικασίες με τις οποίες δόθηκε “άδεια έκτακτης ανάγκης” στο εμβόλιο των Pfizer-BioNTech στις ΗΠΑ. Σε αυτήν την ανάρτηση εστιάζουμε στα πρόσωπα που συμμετείχαν στις δύο συνεδριάσεις της συμβουλευτικής επιτροπής του FDA που ασχολήθηκαν με αυτό το θέμα. Πριν συνεχίσουμε στο θέμα του άρθρου, κρίνουμε σκόπιμο να δώσουμε κάποιες εξηγήσεις σχετικά με το περιεχόμενο του.

Στα εξουσιαστικά κοινωνικοοικονομικά συστήματα τα πρόσωπα που εμπλέκονται σε μία δομή, λειτουργία ή διαδικασία τους έχουν δευτερεύουσα σημασία σε σχέση με τις συνθήκες που τα διαμορφώνουν. Βέβαια, η γέννηση και η εξέλιξη των συνθηκών αυτών οφείλονται κυρίως σε ανθρώπινους παράγοντες. Τότε όμως οι παράγοντες αυτοί, στην αλληλεπίδραση τους μεταξύ τους με άλλους, λειτουργούν σε κοινωνικό επίπεδο, οπότε μιλάμε για κοινωνικές δομές, λειτουργίες και διαδικασίες. Αυτές καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τον κοινωνικό ρόλο των ατόμων, τα οποία, εντασσόμενα σε αυτές, δρουν ως κοινωνικά υποκείμενα και όχι απλά ως άτομα.

Επομένως, σε αυτά τα κοινωνικοοικονομικά συστήματα, το ποιο πρόσωπο κατέχει μία θέση και επιτελεί μία λειτουργία στις ιεραρχημένες κοινωνικές δομές ή θεσμούς τους, δεν αλλάζει την ουσία αυτών των δομών και θεσμών. Η αλλαγή των προσώπων αυτών δεν θα άγγιζε τον πυρήνα της υπόστασης τους. Ίσως συνεισέφερε στη «βελτίωση» – δηλαδή στην ενίσχυση και στη διαιώνιση- της λειτουργίας των δομών εξουσίας τους και κατ’ επέκταση των ίδιων των εξουσιαστικών κοινωνικοοικονομικών συστημάτων.

Μετά από αυτήν την εισαγωγή, ίσως σε κάποιους αναγνώστες γεννηθεί το ερώτημα γιατί επιλέξαμε να ασχοληθούμε με τα πρόσωπα που εμπλέκονται στην τελευταία φάση της χορήγησης πειραματικής “άδειας έκτακτης ανάγκης” στο εμβόλιο της Pfizer.

Πρώτα απ’ όλα, το άρθρο αυτό είναι η συνέχεια εκείνου στο οποίο εξετάζονται οι διαδικασίες μέσω των οποίων εγκρίνονται φαρμακευτικά προϊόντα από την αρμόδια ρυθμιστική αρχή των ΗΠΑ, καθώς και η διαπλοκή των κρατικών υπηρεσιών των ΗΠΑ με το φαρμακευτικό κεφάλαιο. Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο εντάσσονται τα πρόσωπα που εξετάζουμε εδώ, έχοντας έναν συγκεκριμένο κοινωνικό ρόλο. Καταρχάς, αυτόν τον τελευταίο επιθυμούμε να καταδείξουμε. Έτσι λοιπόν, εδώ επιχειρείται να εξειδικευτεί η βαθιά διαπλοκή των μεγαλογιατρών-επιχειρηματιών, των πανεπιστημιακών και των ανώτερων κρατικών αξιωματούχων και γραφειοκρατών με τις φαρμακευτικές εταιρείες, τα πανεπιστήμια-εταιρείες και τους κρατικούς φορείς στις ΗΠΑ.

Τα τελευταία χρόνια, στα πλαίσια της γενικότερης απομυθοποίησης των ιδεολογημάτων του καπιταλισμού, έχει αρχίσει να μπαίνει η ταφόπλακα και στο αφήγημα περί δήθεν έγκριτων και αντικειμενικών επιστημόνων που ενεργούν προς όφελος της ουδέτερης επιστήμης, του κοινού καλού και της δημόσιας υγείας. Μερικοί από εμάς δεν έχουμε πειστεί ότι αυτοί που το αναπαράγουν, το πιστεύουν κιόλας. Υποκρίνονται, γιατί αυτός είναι ο ρόλος τους. Αν δεν έχουμε να κάνουμε με υποκριτές, μιλάμε για απύθμενο θράσος.

Δεν μπορούν να έχουν το θράσος ή την υποκρισία να εμφανίζονται ως υπερασπιστές της δημόσιας υγείας αυτοί που εμπορεύονται δημόσια αγαθά όπως η Υγεία και που θέλουν να εμπορευματοποιήσουν μέχρι και τον αέρα που αναπνέουμε. Δεν μπορούν να έχουν το θράσος ή την υποκρισία να μιλούν για κοινό καλό αυτοί που πλουτίζουν από αυτή τη μπίζνα και που ζουν μέσα στη χλιδή, την ίδια ώρα που δισεκατομμύρια άνθρωποι σε όλον τον πλανήτη επιβιώνουν σε συνθήκες ένδειας. Και δεν μπορούν να παρουσιάζονται ως προστάτες μας αυτοί που παίζουν βρώμικα και επικίνδυνα παιχνίδια με τις ζωές μας, επιδιδόμενοι εδώ και πολλά χρόνια στη δημιουργία απρόβλεπτων εργαστηριακών ιών και των αντίστοιχων εμβολίων (αυτά τα δύο πάνε πακέτο).

Είναι φανερό ότι πίσω και πάνω από τα πρόσωπα που είναι οι φανεροί «πρωταγωνιστές» της ιστορίας της χορήγησης ειδικής άδειας στο εμβόλιο της Pfizer, βρίσκονται τεράστια οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα. Τα πρόσωπα αυτά είναι η καλοπληρωμένη «βιτρίνα» αυτών των συμφερόντων. Δεν είναι άβουλες μαριονέτες στα χέρια των αφεντικών τους· έχουν μερίδιο ευθύνης για όσα πράττουν.

Τα αφεντικά τους αποτελούν έναν ισχυρό πόλο οικονομικής και πολιτικής εξουσίας. Διαχειρίζονται τεράστια κεφάλαια, προωθούν τα προϊόντα της υπερεθνικής φαρμακοβιομηχανίας και άμεσα ή έμμεσα ασκούν εξουσία, καθορίζοντας – ολοένα και πιο περισσότερο – τις συνθήκες ζωής μαςΚατά δεύτερον, λοιπόν, επιθυμούμε να ρίξουμε λίγο φως στον κοινωνικό ρόλο αυτών των τελευταίων.

Δεν είναι ίδιες όλες οι περιπτώσεις των προσώπων που εμπλέκονται στην υπόθεση που εξετάζουμε. Άλλωστε δεν είναι ίδιες οι εξειδικεύσεις και οι θέσεις που κατέχουν στις δομές εξουσίας. Όμως, έχουν έναν κοινό παρανομαστή: είναι τα δεκανίκια του ίδιου σάπιου συστήματος. Τέλος, σε κάποια από τα πρόσωπα που αναφέρουμε πιο κάτω, τα στοιχεία της διαπλοκής και της διαφθοράς είναι τόσο έκδηλα που θεωρούμε ότι αποδομούν από μόνα τους το αφήγημα της επιστημονικής αντικειμενικότητας.

Στην έρευνα μας επικεντρώθηκαμε στα ενεργά μέλη της επιτροπής του FDA. Συμπεριλάβαμε όμως σε αυτήν και τα μη ενεργά ή απόντα από τις συνεδριάσεις. Ο κύριος λόγος που το κάναμε είναι επειδή έχει ενδιαφέρον να γνωρίζει κανείς ποια πρόσωπα επιλέχτηκαν από τον FDA για να στελεχώσουν την επιτροπή αυτή. Επίσης, εκτιμήσαμε ότι και οι λόγοι που αυτό-εξαιρέθηκαν, απουσίασαν ή καθαιρέθηκαν παρουσιάζουν κάποιο ενδιαφέρον. Τέλος, ένα σχετικό ενδιαφέρον έχει και η έλλειψη αιτιολόγησης εκ μέρους του FDA της απουσίας ή καθαίρεσης κάποιων μελών.

Κάνουμε αναφορά σε συνολικά τριάντα δύο πρόσωπα με δικαίωμα ψήφου στην επιτροπή. Από αυτά τα δεκαεννέα είναι μεγαλογιατροί και καθηγητές πανεπιστημίων-εταιρειών, τα εννέα είναι υψηλόβαθμοι υπάλληλοι και αξιωματούχοι κρατικών υπηρεσιών, τα τρία είναι ανώτεροι υπάλληλοι κρατικοδίαιτων οργανισμών και τo ένα είναι ανώτερος υπάλληλος σε φαρμακευτική εταιρεία. Το 2019, από τα δεκαεννέα πανεπιστήμια-εταιρείες για τα οποία εργάζονται οι καθηγητές που είναι μέλη της επιτροπής του FDA για το εμβόλιο της Pfizer, τα δεκαέξι βρίσκονταν ανάμεσα στα σαράντα πανεπιστήμια των ΗΠΑ με τη μεγαλύτερη χρηματοδότηση έρευνας από τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας των ΗΠΑ (ΝΙΗ).

Ας δούμε αναλυτικά κάθε μία από αυτές τις περιπτώσεις των μελών αυτής της επιτροπής:

Η (απούσα) πρόεδρος της επιτροπής

Πρόεδρος της επιτροπής από το 2019 είναι η Hana El Sahly, αναπληρώτρια καθηγήτρια ιολογίας και ανοσολογίας της Ιατρικής Σχολής Baylor του Πανεπιστημίου του Texas. Τα τελευταία δέκα χρόνια η Σχολή αυτή βρίσκεται στις θέσεις 101-152 της παγκόσμιας κατάταξης πανεπιστημίων του Academic Ranking of World Universities (ARWU). Το 2019 την βρίσκουμε στην 21η θέση των πανεπιστημίων με τη μεγαλύτερη χρηματοδότηση έρευνας από τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας των ΗΠΑ (National Health Institute, NIH), με πάνω από 346 εκατομμύρια δολάρια.

Τον Ιούλιο του 2020 η Sahly άρχισε να συνεργάζεται με τη Moderna στην παρασκευή του γνωστού εμβολίου της εταιρείας, το οποίο πρόσφατα εγκρίθηκε από τον FDA. Συγκεκριμένα, είναι μία από τους επικεφαλής της έρευνας. Η Sahly αυτοεξαιρέθηκε από την επιτροπή δύο μήνες μετά, τον Σεπτέμβριο του 2020. Δεν συμμετείχε σε καμία από τις δύο συνεδριάσεις της για το εμβόλιο της Pfizer.

Τον Ιανουάριο του 2021, ένα μήνα μετά την έγκριση του εμβολίου της Moderna, η Sahly παρατήρησε ότι κάποιοι από αυτούς που έκαναν την πρώτη δόση του εμβολίου συνεχίζουν να είναι φορείς του ιού και μπορούν να τον μεταδώσουν: “Nαι, συνεχίζεις να μπορείς να τον μεταδώσεις” δήλωσε, προσθέτοντας ότι “είναι ένα σημάδι προς τη σωστή κατεύθυνση, εντούτοις αυτό δεν μπορεί να ερμηνευτεί ότι το εμβόλιο προλαμβάνει τη μετάδοση».

Από το 2007 τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας των ΗΠΑ (National Institute of Health, NIH) της έχουν εμπιστευτεί 22 προγράμματα, συνολικού κόστους 20.431.843 δολαρίων. Την τρέχουσα χρονική περίοδο, εκτός από την έρευνα της Moderna, συμμετέχει ταυτόχρονα και σε άλλα επτά ερευνητικά προγράμματα χρηματοδοτούμενα από τα NIH, συνολικού προϋπολογισμού 8.115.425 δολαρίων.

O αντικαταστάτης της προέδρου

Η Sahly αντικαταστάθηκε από τον 88χρονο σήμερα Arnold Monto, αρχικά πτυχιούχο ζωολογίας και μετέπειτα ιατρικής και επιδημιολογίας. Ο Monto είναι πρόεδρος της έδρας επιδημιολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Michigan, η οποία πρόσφατα ανακοίνωσε τη διεξαγωγή της έρευνας για το εμβόλιο ενάντια στην COVID-19 από κοινού με την AstraZeneca. Η Σχολή αυτή βρίσκεται στην 14η θέση μεταξύ των πανεπιστημίων των ΗΠΑ με τα μεγαλύτερα ποσά χρηματοδότησης έρευνας από τα ΝΙΗ, με περίπου 500 εκατομμύρια δολάρια το 2019.

Ο Monto είναι ο ιδρυτής και διευθυντής του “University of Michigan-Israel Public Health Partnership”, ενός ιδιωτικού φορέα που προάγει τη συνεργασία στον τομέα της Υγείας μεταξύ του Πανεπιστημίου του Michigan και του κράτους του Ισραήλ. Είναι, επίσης, ένας από τους επικεφαλής του Εργαστηρίου Αναφοράς Γρίπης του Πανεπιστημίου του Michigan. Το εργαστήριο αυτό είναι ένα από τα πέντε εργαστήρια στις ΗΠΑ που παρέχουν στοιχεία για τη γρίπη στα κρατικά Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC).

Ο Monto έχει εργαστεί στο παρελθόν για το Υπουργείο Υγείας (HHS) και για τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας των ΗΠΑ (NIH), καθώς και για τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ). Είναι από τους περισσότερο διαπλεκόμενους με την αμερικανική φαρμακοβιομηχανία και τους κρατικούς και υπερεθνικούς εξουσιαστικούς μηχανισμούς επιστήμονες, τουλάχιστον στις ΗΠΑ, αν όχι σε παγκόσμιο επίπεδο.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ανοιχτής βάσης δεδομένων του κράτους των ΗΠΑ, ο νέος πρόεδρος της επιτροπής από το 2013 ως το 2019 εισέπραξε συνολικά 194.254 δολάρια ως αμοιβές από διάφορες μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες, εκ των οποίων 10. 657 δολάρια από τη Novartis και 54.114 δολάρια από τις Sanofi, GlaxoSmithKline, Pfizer και Shionogi, οι οποίες παρασκευάζουν εμβόλια ενάντια στην COVID-19. Μάλιστα η Pfizer, από την οποία εισέπραξε 3.550 δολάρια το 2018, είναι η εταιρεία της οποίας το εμβόλιο εξέτασε η επιτροπή στην οποία συμμετείχε ως πρόεδρος. Στη βάση δεδομένων δεν εμφανίζονται οι αντίστοιχες αμοιβές του πριν από το 2013.

Την περίοδο 2004-2008 ο Monto διεξήγαγε μία έρευνα πάνω στην αποτελεσματικότητα του ζωντανού εξασθενημένου εμβολίου ενάντια στη γρίπη, σε σύγκριση με αυτήν του αντίστοιχου ρινικού σπρέι-εμβολίου FluMist. Το FluMist παρασκευάστηκε στο Πανεπιστήμιο του Michigan, στο οποίο είναι ερευνητής, καθηγητής και πρόεδρος έδρας ο Monto. Η φαρμακευτική εταιρεία MedImmune το παράγει και το διακινεί από κοινού με αυτό το πανεπιστήμιο-εταιρεία και με την άδεια του. Με άλλα λόγια, ο Monto έκανε μία έρευνα για την αποτελεσματικότητα ενός φαρμακευτικού προϊόντος, από τις πωλήσεις του οποίου έχει κέρδη το πανεπιστήμιο-εταιρεία στην ιεραρχία του οποίου κατέχει υψηλή θέση.

Στη δημοσίευση της έρευνας που έκανε από κοινού με άλλους επιστήμονες το Σεπτέμβριο του 2009, διαβάζουμε: “ο Δρ Μόντο αναφέρει ότι λαμβάνει αμοιβές παροχής συμβουλών από τις GlaxoSmithKline, Novartis, and Baxter, αμοιβές διαλέξεων από τις Sanofi Pasteur and GlaxoSmithKline και ευρεία στήριξη από την Sanofi Pasteur”. Στην ίδια δημοσίευση αναφέρεται ότι η έρευνα χρηματοδοτήθηκε για τα τρία πρώτα χρόνια της από το Εθνικό Ινστιτούτο Αλλεργιών και Μεταδοτικών Ασθενειών των ΗΠΑ, και για ένα χρόνο έλαβε επιχορήγηση από την Sanofi Pasteur, χωρίς να τεθεί στους όρους της κανένας περιορισμός για τους παραλήπτες της. Επίσης, τα εμβόλια για τη διενέργεια εκείνης της έρευνας  χορηγήθηκαν από την MedImmune (πλέον ανήκει στην AstraZeneca) και την Sanofi Pasteur, εταιρείες που πρόσφατα παρασκεύασαν εμβόλια για την COVID-19. Επίσης, όπως θα δούμε αμέσως πιο κάτω, ο Monto ήταν σύμβουλος στην MedImmune.

Τον Ιούνιο του 2009 ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) κήρυξε την έναρξη της «παγκόσμιας πανδημίας γρίπης Η1Ν1». Σύστησε μία “Έκτακτη Επιτροπή” για την αντιμετώπιση αυτού που ο ίδιος τότε είχε ονομάσει «πανδημία». Η Επιτροπή εξέδωσε μία σειρά οδηγιών για την αντιμετώπιση της «πανδημίας», δίνοντας την εντύπωση μίας σοβαρής απειλής για τον παγκόσμιο πληθυσμό. Η βασική οδηγία προς τις κυβερνήσεις ήταν ο μαζικός εμβολιασμός του πληθυσμού.

Το Νοέμβριο του 2009 η δανέζικη εφημερίδα Information δημοσίευσε ένα άρθρο, στο οποίο αποκάλυψε ότι κάποια μέλη της Έκτακτης Επιτροπής του ΠΟΥ είχαν οικονομικές σχέσεις με τις φαρμακευτικές εταιρείες παρασκευής των εμβολίων που προτείνονταν για τους μαζικούς εμβολιασμούς στις οδηγίες που συνέτασσαν τα μέλη αυτά. Ένα από αυτά ήταν ο Arnold Monto, για τον οποίο η εφημερίδα ανέφερε στο ίδιο άρθρο τα εξής: “Ο Δρ Arnold Monto, ο οποίος εμφανίζεται επίσης ως προσκεκλημένος εμπειρογνώμονας στον κατάλογο των μελών της Επιστημονικής Συμβουλευτικής Ομάδας για Επείγουσες Καταστάσεις (Scientific Advisory Group for Emergencies, SAGE), είναι σύμβουλος επί πληρωμή στις εταιρείες MedImmune, η οποία παράγει εσπνεύσιμο εμβόλιο γρίπης, Glaxo Wellcome και ViroPharma. Στη λίστα της SAGE αναφέρεται μόνο ως επικεφαλής ενός τμήματος στο πανεπιστήμιο του Michigan”.

Τον Ιούνιο του 2010 το βρετανικό ιατρικό περιοδικό Τhe British Medical Journal (The ΒΜJδημοσίευσε ένα άρθρο, στο οποίο κατηγορούσε ανοιχτά τον ΠΟΥ ότι είχε αποκρύψει (δεν είχε δημοσιοποιήσει ως όφειλε) τις δηλώσεις που κάνουν τα μέλη της επιτροπής για πιθανή σύγκρουση συμφερόντων. Συγκεκριμένα, το επιστημονικό περιοδικό αποκάλυψε με στοιχεία ότι πέντε από τα δεκαέξι μέλη της Έκτακτης Επιτροπής του ΠΟΥ είχαν οικονομικές σχέσεις με εταιρείες παραγωγής εμβολίων. Εκείνη την εποχή ο ΠΟΥ εξέδιδε τις οδηγίες βάσει των εκθέσεων που συνέτασσαν τα μέλη της Έκτακτης Επιτροπής, προτείνοντας (προωθώντας) τον μαζικό εμβολιασμό του παγκόσμιου πληθυσμού με τα εμβόλια που είχαν παρασκευάσει αυτές οι φαρμακευτικές εταιρείες. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της JP Morganτο 2009, μόνο από τις πωλήσεις εμβολίων η παγκόσμια φαρμακοβιομηχανία είχε κέρδη που άγγιξαν τα 10 δισεκατομμύρια δολάρια. Πολλές από εκείνες τις πωλήσεις δεν θα γίνονταν ποτέ, αν η Έκτακτη Επιτροπή του ΠΟΥ δεν είχε εκδώσει συγκεκριμένες οδηγίες, τρομοκρατώντας χωρίς λόγο τον παγκόσμιο πληθυσμό.

Ο ΠΟΥ αρχικά αρνήθηκε να δώσει στη δημοσιότητα τα ονόματα των μελών της Έκτακτης Επιτροπής. Κάποια στιγμή αναγκάστηκε να το κάνει, ύστερα από πολλές πιέσεις που δέχτηκε. Στην ιστοσελίδα του Παγκόσμιου Παρατηρητηρίου Υγείας (Global Health Watch) αναφέρεται ότι ο ΠΟΥ αναγκάστηκε να δημοσιοποιήσει τα ονόματα των μελών της Επιτροπής τον Αύγουστο του 2010. Ένα από τα μέλη της που είχαν οικονομικές σχέσεις με την υπερεθνική φαρμακοβιομηχανία ήταν ο Arnold Monto. Στο σχετικό άρθρο του ΒMJ διαβάζουμε: “Ο Arnold Monto ήταν ο συντάκτης του παραρτήματος σχετικά με τη χρήση εμβολίων σε πανδημίες. Μεταξύ του 2000 και του 2004 – και τη στιγμή της σύνταξης του παραρτήματος – ο Δρ Monto είχε δημόσια δηλώσει γενικές αμοιβές, αμοιβές παροχής συμβουλών και ερευνητικής υποστήριξης από τη Roche, αμοιβές παροχής συμβουλών και ερευνητικής υποστήριξης από την GlaxoSmithKline, καθώς και χρηματοδότηση έρευνας από τη ViroPharma. Καμία δήλωση σύγκρουσης συμφερόντων δεν περιλαμβάνεται στο παράρτημα που συνέταξε για τον ΠΟΥ”. Πώς παρέλειψε αυτός ο έμπειρος επιστήμονας να συμπεριλάβει αυτά τα σημαντικά στοιχεία στη δήλωση του στον ΠΟΥ; Αυτήν την παράλειψη δεν την πρόσεξε κανένας στον ΠΟΥ;

Επίσης, για τις σχέσεις του Monto με τηνGlaxoSmithKline εκείνη την εποχή αναφέρονται στο ίδιο άρθρο τα εξής: “Πέρυσι (2009), σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιοποιήθηκαν στις ΗΠΑ από την GlaxoSmithKline, ο καθηγητής Monto έλαβε από την εταιρεία 3.000 δολάρια ως αμοιβή για διαλέξεις που έδωσε στην περίοδο από το δεύτερο τέταρτο ως το τελευταίο τέταρτο του 2009”.

Τον Αύγουστο του 2010, το Παγκόσμιο Παρατηρητήριο Υγείας (Global Health Watch) επανήρθε στην υπόθεση, επικαλούμενο στοιχεία του ΠΟΥ, σύμφωνα με τα οποία ο Monto “έχει δηλώσει αμοιβές από τρέχουσες και παρελθοντικές παροχές συμβουλών πάνω στους τομείς της πανδημίας ή και της εποχικής γρίπης, από τις GSK, Novartis, Roche,  Baxter and Sanofi. Οι αμοιβές για κάθε μία από αυτές τις παροχές είναι κάτω από 10.000 δολάρια”.

Στην παρούσα φάση ο Monto είναι ο βασικός ερευνητής σε δύο κρατικά χρηματοδοτούμενα προγράμματα, συνολικού προϋπολογισμού 3.706.829 δολαρίων. Τα 76 προγράμματα που έχουν λάβει χρηματοδότηση από τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας των ΗΠΑ (ΝΙΗ), στα οποία έχει συμμετάσχει ως βασικός ερευνητής από το 1985 ως σήμερα, καθώς και τον αντίστοιχο προϋπολογισμό του καθενός από αυτά, μπορείτε να τα δείτε εδώ.

Για τον FDA τίποτα από τα παραπάνω δεν συνιστά σύγκρουση συμφερόντων. Για κάποιους η απόφαση του FDA να συμπεριλάβει στα μέλη της επιτροπής έναν άνθρωπο με το παρελθόν του Monto (και μάλιστα ως πρόεδρο) είναι εξοργιστική. Από τη άλλη, θεωρούμε ότι με αυτή του την απόφαση ο FDA (ή όποιος πήρε αυτήν την απόφαση) αυτό-υπονομεύτηκε. Ο Monto είναι ένα από τα παραδείγματα που ακυρώνουν όλα τα επιμέρους στοιχεία του αφηγήματος περί αντικειμενικών επιστημονικών επιτροπών και διαδικασιών.

Στην αυτοπαρουσίαση του στη συνεδρίαση της 22ης Οκτωβρίου 2020 ο Monto είπε ότι ένας από τους λόγους που βρίσκεται στην επιτροπή είναι ότι μελετά τους κορωνοϊούς για 30 χρόνια και ότι “το 2003 ήμουν στο Πεκίνο κατά τη διάρκεια του ξεσπάσματος του SARS”. Η αλήθεια είναι ότι εκείνη η επιδημία είχε αρχίσει το 2002 και ότι πήγε στο Πεκίνο περίπου 1,5 χρόνο μετά, μόλις είχε τελειώσει η επιδημία στην Κίνα. Μάλιστα, σε μία συνέντευξή του στις 11 Ιανουαρίου 2021 είπε σχετικά: “Η μέρα που έφτασα ήταν η πρώτη μέρα που δεν είχαν κανένα νέο κρούσμα και θεώρησαν την άφιξη μου γούρικη”.

Στο πρώτο μέρος του άρθρου αναφέραμε αναλυτικά ότι και στις δύο συνεδριάσεις ο ρόλος του Monto ήταν να επισπεύσει και κυρίως να χειραγωγήσει με διάφορους τρόπους τη διαδικασία της «συζήτησης», δίνοντας της μία συγκεκριμένη κατεύθυνση. Το δικό μας συμπέρασμα, βλέποντας τα βίντεο των δύο συνεδριάσεων-τηλεδιασκέψεων (12) και διαβάζοντας τα απομαγνητοφωνημένα κείμενα (12), είναι ότι στην πρώτη συνεδρίαση το έκανε κρατώντας – σε κάποιο βαθμό- τα προσχήματα, ενώ στη δεύτερη, αυτή της ψηφοφορίας, το έκανε εντελώς απροκάλυπτα.

Οι υπόλοιποι απόντες

Στις συνθέσεις της συμβουλευτικής επιτροπής για τις δύο συνεδριάσεις (12) βλέπουμε ότι κάποια μέλη της δεν ήταν παρόντα σε αυτές, παρότι είχαν δικαίωμα συμμετοχής και ψήφου. Τους ονομάσαμε απλώς απόντες και όχι αδικαιολογήτως απόντες, αφού ο FDA δεν έχει αιτιολογήσει επισήμως τους λόγους της απουσίας τους.

Εκτός από την πρόεδρο Hana El Sahly, ένα από τα μέλη της επιτροπής που απουσιάσαν στις δύο συνεδριάσεις για το εμβόλιο της Pfizer ήταν η Geeta Krishna Swamy, ερευνήτρια και καθηγήτρια μαιευτικής και γυναικολογίας στο Ιατρικό Κέντρο του Πανεπιστημίου του Duke. Το Πανεπιστήμιο του Duke βρίσκεται στην 10η θέση της κατάταξης των πανεπιστημίων που λαμβάνουν κρατική χρηματοδότηση έρευνας από τα ΝΙΗ. Το 2019 έλαβε 547 εκατομμύρια δολάρια.

Από τον Ιούλιο του 2020 η Swamy συμμετέχει στην ερευνητική ομάδα της Pfizer για την παρασκευή του γνωστού εμβολίου της εταιρείας. Επίσης, στο βιογραφικό της αναφέρεται ότι από το 2017 ως σήμερα είναι η πρόεδρος μίας συμβουλευτικής επιτροπής για άλλο εμβόλιο της Pfizer.

Από το 2013 ως το 2019 έχει λάβει συνολικά 63.040 δολάρια ως αμοιβή από τις φαρμακευτικές εταιρείες GlaxoSmithKline, Sanofi, Pfizer, Saol, Novartis και Μerck. Συγκεκριμένα από τη Pfizer έχει λάβει 6.019 δολάρια. Στο ίδιο χρονικό διάστημα έχει συμμετάσχει σε ερευνητικά προγράμματα των GlaxoSmithKline, Novartis και Regeneron, συνολικού προϋπολογισμού 206.038 δολαρίων. Επίσης, στο ίδιο χρονικό διάστημα (για το οποίο υπάρχουν στοιχεία στην επίσημη βάση δεδομένων των ΗΠΑ) οι GlaxoSmithKline και Regeneron Pharmaceuticals πλήρωσαν στο Duke 121.771 δολάρια για την έρευνα πάνω σε ένα φάρμακο κατά της COVID-19. Είναι το φάρμακο που σύμφωνα με το αμερικανικό κράτος χορηγήθηκε στον Trump. Στην έρευνα αυτή μία από τους βασικούς ερευνητές ήταν η Swamy.

Απών και από τις δύο συνεδριάσεις ήταν ο Myron M. Levineγιατρός με ειδίκευση στις μεταδοτικές ασθένειες, στην παιδιατρική και στην ανοσολογία. Ο Levine είναι κοσμήτορας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Maryland. Μόνο από το NIH, το 2019 και το 2020 η Σχολή αυτή έλαβε περίπου 170 και 195 εκατομμύρια δολάρια αντίστοιχα ως χρηματοδότηση έρευνας (και συνολική χρηματοδότηση από τα ΝΙΗ, 190 και 230 εκατομμύρια δολάρια αντίστοιχα για τα ίδια έτη).

Το 2019 η Ιατρική Σχολή του Maryland βρισκόταν στην 40η θέση της κατάταξης των ιατρικών σχολών των ΗΠΑ με τη μεγαλύτερη χρηματοδότηση. Συμμετέχει στην έρευνα της Moderna για το εμβόλιο κατά του COVID. Από το 2013 ως σήμερα η GlaxoSmithKline έχει πληρώσει στη σχολή αυτή και σε ένα ακόμη ίδρυμα περισσότερα από 2,3 εκατομμύρια δολάρια για διάφορες ιατρικές έρευνες.

Τo 2019 o Levine έλαβε γενική αμοιβή 30.199 από τις φαρμακευτικές εταιρείες Sanofi Pasteur, Merck Sharp & Dohme και Emergent BioSolutions Inc., οι οποίες παρασκευάζουν εμβόλια κατά της COVID-19 (η τελευταία μαζί με την AstraZeneca).

Από το 1985 ως σήμερα έχει συμμετάσχει σε 188 ερευνητικά προγράμματα (σε όλα πλην εκτός από ένα ως βασικός ερευνητής) χρηματοδοτούμενα από το κράτος (ΝΙΗ), συνολικού προϋπολογισμού πάνω από 180 εκατομμύρια δολάρια. Το 2021 συμμετέχει σε δύο ανάλογα ερευνητικά προγράμματα, συνολικού προϋπολογισμού 2.723.288 δολαρίων.

Σε καμία από τις δύο συνεδριάσεις δεν διευκρινίστηκε αν τα δύο αυτά μέλη αυτό-εξαιρέθηκαν ή αν αποκλείστηκαν από τον FDA. Στο σχετικό ερώτημα του POGO o FDA δεν απάντησε. Αντίθετα, για την Hana El Sahly, την Holly James και τον Paul Spearman, γνωρίζουμε από δημοσιεύματα ότι αυτό-εξαιρέθηκαν λόγω της συμμετοχής τους σε κλινικές δοκιμές για τα εμβόλια κατά της COVID-19.

Η Holly Janes είναι βιοστατιστικολόγος, ειδικευμένη στα εμβόλια. Είναι ερευνήτρια και καθηγήτρια στο Τμήμα HIV και Μεταδοτικών Ασθενειών του Κέντρου Έρευνας Καρκίνου Fred Hutch. Στην ιστοσελίδα του Fred Hutch διαβάζουμε ότι είναι “ένα από τα ακαδημαϊκά και ερευνητικά κέντρα των ΗΠΑ που έχουν λάβει τις μεγαλύτερες χρηματοδοτήσεις, και είναι στην πρώτη θέση της κατάταξης όλων των ανεξάρτητων ερευνητικών κέντρων στις ΗΠΑ που χρηματοδοτούνται από τα ΝΙΗ (Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας)”. Στην ιστοσελίδα των NIH αναφέρεται ότι για το οικονομικό έτος 2020 οι κρατικές χρηματοδοτήσεις προς το Fred Ηutch ξεπέρασαν τα 758 εκατομμύρια δολάρια. Συγκρίνοντας το ποσό αυτό με τα ποσά των χρηματοδοτήσεων των αμέσως προηγούμενων ετών, παρατηρούμε ότι το 2020 οι κρατικές χρηματοδοτήσεις που έλαβε το Fred Hutch υπερδιπλασιάστηκαν.

Από το 2010 μέχρι σήμερα η Janes έχει συμμετάσχει σε δεκατρία ερευνητικά προγράμματα του Fred Hutch (σε δώδεκα από τα οποία ήταν η βασική ερευνήτρια). Στην τρέχουσα χρονική περίοδο συμμετέχει σε τρία ερευνητικά προγράμματα, συνολικού προϋπολογισμού περίπου 6 εκατομμυρίων δολαρίων.

Ο Paul Spearman είναι γιατρός ειδικευμένος στην παιδιατρική και στις μεταδοτικές ασθένειες. Είναι επικεφαλής του Τμήματος Παιδικών Μεταδοτικών Ασθενειών και καθηγητής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Cincinnati. Το 2019 ήταν στην 35η θέση της κατάταξης των πανεπιστημίων με τη μεγαλύτερη κρατική χρηματοδότηση έρευνας στις ΗΠΑ, με 200 εκατομμύρια δολάρια.

Ο Spearman είναι φανατικός υπέρμαχος και προπαγανδιστής των μαζικών εμβολιασμών και όλων των προϊόντων της φαρμακοβιομηχανίας, της οποίας τα συμφέροντα υπηρετεί πιστά. Συμμετείχε στις κλινικές δοκιμές των mRNA εμβολίων και έχει ταχθεί υπέρ του εμβολιασμού ακόμα και των παιδιών. Επίσης, πρόσφατα εγκωμίασε την επιχείρηση Warp Speed της κυβέρνησης Trump.

Από το 2014 ως το 2016 συνεργάστηκε με τις φαρμακευτικές εταιρείες GlaxosmithKline, Astrazeneca και Cerexa. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του κράτους των ΗΠΑ για τις συνεργασίες αυτές έλαβε συνολικά 39.459 δολάρια. Από το 2008 ως σήμερα έχει συμμετάσχει σε 51 ερευνητικά προγράμματα. Στην τρέχουσα χρονική περίοδο είναι ο βασικός ερευνητής σε πέντε ερευνητικά προγράμματα, συνολικού προϋπολογισμού περίπου 2 εκατομμυρίων δολαρίων.

Gregg Sylvester, είναι παιδίατρος και εκπρόσωπος στην επιτροπή της λεγόμενης Alternative Industry της φαρμακοβιομηχανίας, χωρίς δικαίωμα ψήφου και φυσικά χωρίς έλεγχο της σύγκρουσης συμφερόντων του. Ο όρος Alternative Industry είναι ένας αμερικανικός νεολογισμός-ευφημισμός. Δεν αφορά στα προϊόντα της βιομηχανίας αυτής, αλλά στα είδη επένδυσης (π.χ. αμοιβαία κεφάλαια, κεφάλαια επιχειρηματικού κινδύνου, κλπ).

Ο Sylvester ήταν απών στις δύο συνεδριάσεις-τηλεδιασκέψεις για το εμβόλιο της Pfizer, συμμετείχε όμως σε αυτήν της 17ης Δεκεμβρίου 2020, στην οποία η συμβουλευτική επιτροπή έδωσε το πράσινο φως για την πειραματική έγκριση του εμβολίου της Μοderna.

Ο Sylvester δεν είναι ένα τυχαίο πρόσωπο. Είναι επικεφαλής του τμήματος ιατρικών υποθέσεων της φαρμακευτικής εταιρείας Seqirus, η οποία εξειδικεύεται στην παρασκευή εμβολίων, μεταξύ των οποίων και αυτά για την COVID-19. Επίσης, είναι μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής του FDA για ανοσοποιητικές πρακτικές. Στο παρελθόν, για περίπου έξι χρόνια ήταν επικεφαλής της ιατρικής ομάδας του εμβολίου της Pfizer για τον πνευμονιόκοκκο, και για πέντε χρόνια υψηλόβαθμο στέλεχος του τμήματος της Merck για το εμβόλιο κατά του HPV.

Στο βιογραφικό του αναφέρει: “η καριέρα μου έχει εστιαστεί στην επιτάχυνση και ενδυνάμωση της χρήσης εμβολίων”, “είμαι αναγνωρίσιμος για τις ηγετικές μου ικανότητες” και αυτοχαρακτηρίζεται ως “σεβαστός εκπρόσωπος σε θέματα που αφορούν τη σημασία των εμβολίων”…

Υπήρξε για  επτά χρόνια γενικός γραμματέας και πρόεδρος (υπουργός) Δημόσιας Υγείας στην πολιτεία του Delaware και για ένα χρόνο μέλος επιτροπής του αμερικανικού κογκρέσου και του Ιδρύματος Joseph P. Kennedy, Jr. Από το 1990 είναι μέλος της ΕIS (Epidemic Intelligence Service) των CDC, δηλαδή την υπηρεσία που στις ΗΠΑ θεωρείται η CIA του τομέα της Υγείας.

Επίσης, είναι πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της προτεσταντικής ΜΚΟ Lutheran World Relief. Η οργάνωση αυτή διαχειρίζεται έναν πακτωλό χρημάτων, προερχόμενο από κρατικές και ιδιωτικές χρηματοδοτήσεις. Την τελευταία δεκαετία ο ετήσιος μέσος όρος εσόδων της οργάνωσης ξεπερνά τα 45 εκατομμύρια δολάρια. Από το 2004 ως σήμερα έχει λάβει πολλά δισεκατομμύρια δολάρια από το Ίδρυμα Bill και Melinda Gates, με το οποίο διατηρεί στενές σχέσεις. Το 2010, για παράδειγμα, έλαβε περίπου 1 δισεκατομμύριο δολάρια, ενώ το 2018 έλαβε περίπου 1,5 δισεκατομμύρια δολάρια.

Οι επίσημες παρακάμψεις του κανονισμού

Μία από τις δύο ειδικές άδειες συμμετοχής στην επιτροπή που έδωσε ο FDA σε επιστήμονες, παρακάμπτοντας τη σύγκρουση συμφερόντων τους, ήταν αυτή που πήρε ο James Hildreth, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Ιατρικής Σχολής του πανεπιστημίου Meharry. Η Σχολή αυτή είναι μία από τις λίγες στις ΗΠΑ στις οποίες η πλειοψηφία των φοιτητών και των καθηγητών είναι μαύροι.

Από το 2002 ως το 2013 η ετήσια χρηματοδότηση έρευνας της σχολής αυτής από τα ΝΙΗ ξεπερνούσε τα 20 εκατομμύρια δολάρια. Από το 2014 ως το 2020 μειώθηκε από τα 16 στα 9,7 εκατομμύρια δολάρια. Συγκριτικά με τις κρατικές χρηματοδοτήσεις που λαμβάνουν άλλες ιατρικές σχολές στις ΗΠΑ, τα χρήματα που λαμβάνει η Ιατρική Σχολή του Meharry από το κράτος είναι εξαιρετικά λίγα.

Στη σχολή αυτή διεξάγονται οι κλινικές δοκιμές ενός από τα εμβόλια ενάντια στην COVID-19. Ο FDA δεν έχει κάνει επίσημα γνωστό ποιας εταιρείας είναι το εμβόλιο αυτό και σε ποια φάση βρίσκονται οι δοκιμές. Ο Ηildreth πάντως πρόσφατα έκανε το εμβόλιο της Moderna. Σύμφωνα με το σχετικό έγγραφο του FDA στο οποίο αναφέρεται η σύγκρουση συμφερόντων, το Meharry θα λάβει 500.000-800.000 δολάρια ως αμοιβή για τη διενέργεια των δοκιμών αυτών.

Ο πρώτος λόγος που επικαλέστηκε ο FDA για την εξαίρεση που έκανε στην περίπτωση του Hildreth   ήταν “το ισχυρό και σημαντικό επιστημονικό υπόβαθρο του Δρ Hildreth στην ιολογία και την ανοσολογία”. Ο δεύτερος λόγος εκφράστηκε με εξαιρετικά περιφραστικό και έμμεσο τρόπο στο επίσημο έγγραφο της χορήγησης ειδικής άδειας συμμετοχής στην επιτροπή: “είναι στην αρμοδιότητα (κρίση) του FDA να συγκαλέσει μία επιτροπή που θα περιλαμβάνει εμπειρογνώμονες σε θέματα υγείας που αφορούν στους μειονοτικούς πληθυσμούς”.

Όταν ο FDA λέει στο έγγραφο αυτό “μειονοτικούς πληθυσμούς”, εννοεί τους μαύρους. O Ηildreth είναι έγχρωμος. Είναι ένας από τους ελάχιστους έγχρωμους επιστήμονες αυτού του επιπέδου στον τομέα της ανοσολογίας στις ΗΠΑ. Θεωρείται ένας από τους κορυφαίους ερευνητές του ιού HIV στον κόσμο. Μέσω της παρουσίας του στην επιτροπή επιχειρήθηκε να γίνει μία προσέγγιση των αφροαμερικανών, οι οποίοι είναι ιδιαίτερα διστακτικοί και αρνητικοί απέναντι στα νέα εμβόλια κατά του κορωνοϊού.

Η προσέγγιση αυτή αποτελεί μέρος μίας ευρύτερης πολιτικής του κράτους των ΗΠΑ. Πρόσφατα ο Anthony Fauci δήλωσε“το πρώτο πράγμα που θα ήθελα να πω στους αφροαμερικανούς αδελφούς και τις αδελφές μου είναι ότι το εμβόλιο που πρόκειται να κάνετε δημιουργήθηκε από μια αφροαμερικανή. Αυτό είναι ένα γεγονός.” Η αφροαμερικανή στην οποία αναφέρεται στη δήλωση αυτή είναι ηKizzmekia Corbett, μία από τους επικεφαλής του Ερευνητικού Κέντρου Εμβολίων των ΗΠΑ (Vaccine Research Center, VRC), ενός από τους κρατικούς οργανισμούς των ΗΠΑ που διεξάγουν έρευνες για τη δημιουργία αυτού του είδους εμβολίων. Η Corbett συνεργάστηκε στην παρασκευή του εμβολίου της Moderna. Επειδή λοιπόν μία μαύρη ήταν επικεφαλής αυτών που έφτιαξαν το εμβόλιο, σύμφωνα με τον Fauci οι μαύροι θα πρέπει να την εμπιστευτούν και να το κάνουν! Κατ’ αντιστοιχία, θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι λευκοί θα πρέπει να κάνουν το εμβόλιο επειδή το παρασκεύασαν λευκοί… Είναι φανερό ότι ο λαϊκίστικος λόγος του Fauci απευθύνεται στο συναίσθημα και απέχει πολύ από τη λογική. Οι λόγοι, όμως, για τους οποίους τα ποσοστά των θανάτων από COVID-19 ανάμεσα στους έγχρωμους (και στους ισπανόφωνους) στις ΗΠΑ είναι πολύ υψηλότερα από εκείνα των λευκών δεν είναι καθόλου συναισθηματικοί. Είναι κοινωνικοί και ταξικοί. Οι βασικοί λόγοι για τους οποίους το ποσοστό των έγχρωμων που είναι αντίθετοι ή επιφυλακτικοί απέναντι σε αυτή τη γενιά εμβολίων είναι πολύ υψηλότερο από το αντίστοιχο των λευκών, απέχουν πολύ από την λαϊκίστικη προσέγγιση του Fauci.

Στο ίδιο μήκος κύματος βρίσκονται τελευταία και άλλοι έγχρωμοι μεγαλοαστοί και υπηρέτες του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, όπως ο manager της ομάδας base ball Houston Astros, Dusty Baker, ο οποίος δήλωσε, αναφερόμενος στον Hildreth: “ένας αφροαμερικανός γιατρός ήταν ένας από τους υπεύθυνους του εμβολίου… αισθάνομαι πιο άνετα όταν ξέρω ότι αυτός και άλλοι αφροαμερικανοί ήταν στις επιτροπές που παρασκεύασαν το εμβόλιο”. Στα πλαίσια της ίδιας προπαγάνδας η επονομαζόμενη «Μαύρη Συμμαχία Ενάντια στον COVID-19» έβγαλε ένα βίντεο στο οποίο παροτρύνει το μαύρο πληθυσμό των ΗΠΑ να συμμετέχει στις κλινικές δοκιμές για τα εμβόλια και να μη διστάσει να τα κάνει. Η πρωτοβουλία αυτή ονομάστηκε «γράμμα αγάπης» και πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με τέσσερα πανεπιστήμια και τρεις κρατικούς οργανισμούς των ΗΠΑ. Ένα από τα τέσσερα αυτά πανεπιστήμια ήταν η Ιατρική Σχολή του πανεπιστημίου Meharry.

Την τρέχουσα χρονική περίοδο ο Hildreth συμμετέχει ως βασικός ερευνητής σε πέντε προγράμματα, χρηματοδοτούμενα από το Υπουργείο Υγείας των ΗΠΑ (National Institute of Health, NIH), συνολικού προϋπολογισμού 3.706.829 δολαρίων. Τα προγράμματα στα οποία έχει συμμετάσχει ως βασικός ερευνητής από το 1986, καθώς και το αντίστοιχο κόστος του καθενός, μπορείτε να τα δείτε εδώ.

Στην συνεδρίαση της 22ης Οκτωβρίου 2020 ο Hildreth ρώτησε τους εκπροσώπους του FDA αν το εμβόλιο είναι αποτελεσματικό σε νοσούντες με COVID-19 με σοβαρά συμπτώματα. Το ερώτημα αυτό τέθηκε και από άλλα μέλη της επιτροπής στους εκπροσώπους του FDA και της Pfizer. Ο λόγος είναι ότι τα δεδομένα των κλινικών δοκιμών έδειξαν ότι το εμβόλιο είχε μικρή αποτελεσματικότητα σε ασθενείς με σοβαρά συμπτώματα. Και στις δύο συνεδριάσεις της επιτροπής έθεσε το ζήτημα της ελλιπούς εκπροσώπησης στις κλινικές δοκιμές των μαύρων και άλλων μειονοτήτων. Παρότι οι απαντήσεις που πήρε και στα δύο θέματα που έθεσε δεν ήταν καθόλου ικανοποιητικές, ο Hildreth ψήφισε υπέρ της “άδειας έκτακτης ανάγκης” για το εμβόλιο της Pfizer…

Η δεύτερη εξαίρεση έγινε για την Jeannette Lee, καθηγήτρια βιοστατιστικής και ανώτερο στέλεχος στο κρατικό Πανεπιστήμιο Ιατρικών Σπουδών του Arkansas (UAMS). Το πανεπιστήμιο αυτό βρίσκεται σχετικά χαμηλά στη λίστα των ιατρικών σχολών με τη μεγαλύτερη χρηματοδότηση από το ΝΙΗ. Μόνο από το NIH έλαβε ως χρηματοδότηση έρευνας περίπου 50 και 43 εκατομμύρια δολάρια το 2019 και το 2020 αντίστοιχα, βρισκόμενο στην 70η θέση της σχετικής κατάταξης. Το 2020 έλαβε συνολική χρηματοδότηση 125,5 εκατομμύρια δολάρια, από τα οποία τα 83,7 εκατομμύρια ήταν από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση.

Η Lee είναι ειδική κυβερνητική υπάλληλος (special government employee, SGE) και τακτικό μέλος μίας ακόμα επιτροπής του FDA. Σύμφωνα με το σχετικό έγγραφο του FDA, της επιτράπηκε να συμμετέχει στην επιτροπή επειδή είναι δύσκολο να βρεθεί επιστήμονας με την εξειδίκευση της που να τηρεί τα κριτήρια της μη σύγκρουσης συμφερόντων. Όμως, το παράδοξο είναι παρόλο που ούτε η Lee τα τηρεί, επιλέχτηκε για την επιτροπή αυτή και για μία ακόμη επιτροπή του FDA. Δυσκολευόμαστε να πιστέψουμε ότι σε ολόκληρες τις ΗΠΑ δεν υπάρχει άλλος επιστήμονας με ανάλογη ή μεγαλύτερη εξειδίκευση στον τομέα της.

Σύμφωνα με το ίδιο έγγραφο, η Lee κατέχει μετοχές της καπνοβιομηχανίας Philip Morris, αξίας 25.000-50.000 δολαρίων. Δεν γνωρίζουμε για ποιους λόγους δεν δημοσιοποιείται η αξία των μετοχών της -έστω κατά προσέγγιση – και αναφέρεται με αυτό το μεγάλο εύρος τιμής. Όπως αναφέρεται στο ίδιο έγγραφο του FDA, στην περίπτωση της κατοχής μετοχών σε μία εταιρεία, το όριο που θέτει ο κανονισμός του Οργανισμού για να μην υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων είναι τα 15.000 δολάρια. Δικαιολογώντας την εξαίρεση που έγινε γι’ αυτήν, ο FDA αναφέρει ότι η αξία των μετοχών της “είναι οριακά πάνω από το όριο που θέτει η ρυθμιστική αρχή για εξαίρεση». Μία υπέρβαση του ορίου της τάξης του 67-233% δεν τη λες και οριακή…

Στο ίδιο έγγραφο αναφέρεται πως η Philip Morris κατέχει περίπου το 1/3 των μετοχών μίας εταιρείας, “τα συμφέροντα της οποίας μπορούν να επηρεαστούν από ένα συγκεκριμένο κυβερνητικό ζήτημα”. Tα στοιχεία της εταιρείας αυτής δεν αποκαλύπτονται στο έγγραφο. Πρόσφατα η Philip Morris εξαγόρασε το 35% των μετοχών της Jull, με σκοπό να κυριαρχήσει στο χώρο του ηλεκτρονικού τσιγάρου. Η Jull τελευταία αντιμετώπιζε δυσκολίες στην έγκριση ενός βασικού προϊόντος της από τον FDA. Μένει να δούμε αν θα αντιμετωπίσει τις ίδιες δυσκολίες μετά την μερική εξαγορά της από την Philip Morris…

Όπως αναφέρεται στην ιστοσελίδα του Πανεπιστημίου του Αrkansas, τoν Αύγουστο του 2020 το Κέντρο Λειτουργίας και Συντονισμού του Πανεπιστημίου (Data Coordinating and Operations Center, DCOC) έλαβε για τα επόμενα πέντε χρόνια κρατική επιχορήγηση ύψους 39 εκατομμυρίων δολαρίων για τον συντονισμό και επίβλεψη κλινικών δοκιμών σε παιδιά. Το 2016 είχε λάβει 41,8 εκατομμύρια δολάρια για τον ίδιο σκοπό. Μία από τις δύο διευθύντριες του Κέντρου είναι η Jeannette Lee.

Την τρέχουσα χρονική περίοδο η Lee συμμετέχει σε δύο προγράμματα χρηματοδοτούμενα από το NIH, συνολικού προϋπολογισμού 14.795.485 δολαρίων. Τα προγράμματα που έχουν χρηματοδοτηθεί από το κράτος των ΗΠΑ, στα οποία έχει συμμετάσχει από το 1992 ως σήμερα, καθώς και το αντίστοιχο κόστος του καθενός, μπορείτε να τα δείτε εδώ.

Ο FDA πρότεινε και ενέκρινε τη συμμετοχή της, παρακάμπτοντας την προφανή σύγκρουση συμφερόντων που υπήρχε στην περίπτωση της, εκτιμώντας ότι η συμμετοχή της στις δύο συνεδριάσεις “υπερτερεί κάθε δυνητική σύγκρουση συμφερόντων λόγω οικονομικής ωφέλειας”. Μάλιστα στο σχετικό έγγραφο της εξαίρεσης ο FDA σημειώνει ότι “η ειδίκευση (εμπειρογνωσία) της Δρ Lee στο συγκεκριμένο θέμα είναι απαραίτητη προς όφελος της δημόσιας υγείας”. Η συμμετοχή αυτής της τόσο απαραίτητης ειδήμονα στις δύο συνεδριάσεις περιορίστηκε σε δύο ερωτήματα πάνω σε δευτερεύοντα θέματα στη συνεδρίαση της ψηφοφορίας της 10ης Δεκεμβρίου 2020. Σε αυτήν της 22ης Οκτωβρίου ούτε καν πήρε το λόγο. Αναρωτιόμαστε λοιπόν πού ακριβώς χρησίμευσε η ειδίκευση της “προς όφελος της δημόσιας υγείας”.

Στην ψηφοφορία της 10ης Δεκεμβρίου 2020 ψήφισε «ναι» στην “άδεια έκτακτης ανάγκης” στο εμβόλιο της Pfizer.

Όπως προαναφέρθηκε, στις περιπτώσεις των δύο αυτών επιστημόνων ο FDA παραδέχτηκε ότι υπήρχε σύγκρουση συμφερόντων. Αναρωτιόμαστε πόσο διαφορετικές είναι οι δοσοληψίες που έχουν με φαρμακευτικές εταιρείες τα περισσότερα από τα υπόλοιπα μέλη της επιτροπής, αφού για κανένα από αυτά δεν τέθηκε ανάλογο θέμα.

Τα υπόλοιπα τακτικά μέλη της επιτροπής

Η Archana Chatterjee είναι παιδίατρος ειδικευμένη στις μεταδοτικές ασθένειες. Είναι καθηγήτρια παιδιατρικής και κοσμήτορας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Rosalind Franklin του Chicago. Το 2019 η σχολή αυτή ήταν στην 22η  θέση της λίστας των ιατρικών σχολών των ΗΠΑ με τη μεγαλύτερη χρηματοδότηση έρευνας από το ΝΙΗ, με 327 εκατομμύρια δολάρια.

Η Chatterjee έχει στενές και διαχρονικές σχέσεις με αρκετές μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες που έμμεσα ή άμεσα εμπλέκονται στη δημιουργία και παρασκευή των νέων εμβολίων κατά της COVID-19. Συμμετείχε στις συνεδριάσεις και των δύο επιτροπών σχετικά με το εμβόλιο της Pfizer. Στο βιογραφικό της και σε άλλες πηγές αναφέρεται ότι μέχρι και το 2020 συμμετείχε σε έρευνες χρηματοδοτούμενες από την Pfizer και ότι έχει συμμετάσχει σε συμβουλευτικές επιτροπές διαφόρων φαρμακευτικών εταιριών, μεταξύ των οποίων οι Νovartis, Merck, GlaxoSmithKline, Sanofi Pasteur, and MedImmune (τώρα μέρος της AstraZeneca). Επίσης, στις ίδιες πηγές αναφέρεται ότι στο παρελθόν συμμετείχε σε έρευνες χρηματοδοτούμενες από τις Merck, GlaxoSmithKline, Sanofi Pasteur, Novartis, Wyeth and MedImmune.

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της βάσης δεδομένων του αμερικανικού κράτους, από το 2013 ως το 2019 εισέπραξε συνολικά περίπου 245.000 δολάρια από τις Pfizer, GlaxoSmithKline, Seqirus, Sobi, Merck Sharp & Dohme, Sanofi Pasteur και AstraZeneca. Το ίδιο χρονικό διάστημα, το ποσό που εισέπραξε ως αμοιβή για ερευνητικές εργασίες ήταν περίπου 142.000 δολάρια. Μόνο από την Pfizer έλαβε 90.000 δολάρια. Το 2019 τα αντίστοιχα ποσά ήταν περίπου 74.000 και 54.000 δολάρια, ενώ εισέπραξε περίπου 30.000 δολάρια από την Pfizer, 16.000 δολάρια από την AstraZeneca, 11.000 δολάρια από τη Merck, 11.000 δολάρια από την Sanofi και 6.000 δολάρια από την GlaxoSmithKline.

Σε ερώτηση του παρατηρητηρίου “Project On Government Oversight, POGO” (Πρόγραμμα Κυβερνητικής Εποπτείας) αν η ανάμιξη ή H συμμετοχή κάποιου στο παρελθόν σε έρευνες από εταιρείες που συμμετέχουν στην παρασκευή των νέων εμβολίων αποτελούν αιτία εξαίρεσης του από τη συμβουλευτική επιτροπή, απάντησε: “Είναι δύσκολο για μένα να το κρίνω. Το ζήτημα της συμμετοχής ή της εξαίρεσης εξαρτάται από την οπτική γωνία του παρατηρητή”. Για τη δική της υπόθεση απάντησε: “Εμπιστεύομαι την κρίση του FDA για να αποφασίσει αν υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων ή όχι και να με ενημερώσει κατάλληλα”. Ο FDA έκρινε ότι στην περίπτωση της δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα…

Στη συνέχεια της συνέντευξης έριξε ξανά το μπαλάκι στην κοινή γνώμη: “Θα έλεγα ότι είναι σημαντικό για το κοινό να γνωρίζει τις σχέσεις που έχουν τα μέλη μιας επιτροπής του FDA. Πιστεύω ότι αυτές αποτελούν δημόσια στοιχεία και κατά τη γνώμη μου το κοινό μπορεί να έχει τη δική του κρίση”. Δεν ήταν όμως το κοινό αυτό που έδωσε θετική γνωμοδότηση στον FDA για τα εμβόλια. Δεν είχε όμως το κοινό τη δικαιοδοσία να εξαιρέσει κάποιο μέλος της επιτροπής, ούτε ήταν το κοινό αυτό που πήρε την τελική απόφαση για την έγκριση των εμβολίων. Οπότε η επίκληση του κοινού είναι άνευ ουσίας.

Στη συνεδρίαση της 22ης Οκτωβρίου 2020 η Chatterjee περιέγραψε τo έργο της επιτροπής ως εξής: “Αυτό που μας ζητούν να κάνουμε είναι να φτιάξουμε ένα αεροπλάνο ενώ είμαστε μέσα σε αυτό εν πτήση”. Πρόβλεψε ότι θα περνούσαν αρκετοί μήνες πριν από την μαζική διανομή του εμβολίου και ότι ο χρόνος αυτός θα επέτρεπε τη συλλογή περισσότερων στοιχείων από κλινικές δοκιμές. Οι εξελίξεις την διέψευσαν. Δύο μήνες αργότερα, ο FDA έδωσε προσωρινή άδεια σε δύο εμβόλια, χωρίς να έχουν συλλεχθεί επαρκή στοιχεία από τις κλινικές δοκιμές και χωρίς να έχει προηγηθεί επαρκής επιστημονική συζήτηση γι’ αυτά.

Η ιστοσελίδα Politico έγραψε ότι διάφορα μέλη της επιτροπής σχολίασαν πως “γνώριζαν ότι θα έπρεπε να ζυγίσουν από τη μία την ανάγκη για εμβόλια και από την άλλη μία πιθανή καταστροφή που θα προέκυπτε αν δινόταν το πράσινο φως σε κάτι επικίνδυνο και αναποτελεσματικό, λόγω του ότι οι ρυθμιστικές αρχές προχώρησαν (τη διαδικασία) πολύ γρήγορα”. Σχετικά με αυτό η Chatterjee δήλωσε στην ιστοσελίδα αυτή: “Κανονικά παίρνω το ρόλο αυτό πολύ σοβαρά σε κάθε περίπτωση. Όμως, νομίζω ότι κάτω από αυτές τις συνθήκες το σκέφτομαι με ένα ελαφρώς διαφορετικό τρόπο”. Δεν διευκρίνισε με ποιον ακριβώς “ελαφρώς διαφορετικό τρόπο” σκέφτεται το θέμα της επικινδυνότητας ή αναποτελεσματικότητας του εμβολίου.

Στη συνεδρίαση της 10ης Δεκεμβρίου 2020 παρατήρησε ότι στην έρευνα της Pfizer δεν συμπεριλαμβάνονται οι διαμένοντες για πολλά χρόνια σε μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων, παρότι αυτό θα έπρεπε να είχε γίνει, επειδή αυτή η κατηγορία είναι ιδιαίτερα ευάλωτη στον SARS-CoV-2.  Επίσης, πρότεινε να τροποποιηθεί το αρχικό ερώτημα στο οποίο τα μέλη έπρεπε να τοποθετηθούν θετικά ή αρνητικά, με τη μετάθεση του ορίου ηλικίας από τα 16 στα 18 χρόνια. Επειδή η πρόταση της δεν εισακούστηκε από τον FDA, ψήφισε «όχι».

Η Hayley Altman-Gans είναικαθηγήτρια εσωτερικής παθολογίας, παιδιατρικής και μεταδοτικών ασθενειών στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Stanford. Τα τελευταία εννέα χρόνια το πανεπιστήμιο αυτό βρίσκεται στη 2η θέση της λίστας του Academic Ranking of World Universities με τα καλύτερα πανεπιστήμια στον κόσμο. Το 2019 η Ιατρική Σχολή του Stanford μόνο από τα ΝΙΗ έλαβε χρηματοδότηση έρευνας ύψους 462 εκατομμυρίων δολαρίων (16η στις ΗΠΑ) και συνολική χρηματοδότηση ύψους 526 εκατομμυρίων δολαρίων.

Από το 1999 ως το 2009 ηAltman-Gans έχει συμμετάσχει σε δώδεκα ερευνητικά προγράμματα χρηματοδοτούμενα από τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας των ΗΠΑ. Στην επίσημη βάση δεδομένων του κράτους των ΗΠΑ είναι καταχωρημένες αμοιβές της από φαρμακευτικές εταιρείες μόνο για τα έτη 2014 και 2015 και μόνο για ερευνητικές εργασίες. Στα δύο αυτά χρόνια έλαβε από την Glaxosmithkline 4.694 δολάρια.

Στη συνεδρίαση της 22ης Οκτωβρίου 2020 είπε, μεταξύ άλλων: “οι δοκιμές δεν έχουν προχωρήσει αρκετά στο θέμα της ασφάλειας και της αποτελεσματικότητας (των εμβολίων). Επιπλέον, απ’ όσο γνωρίζω, κανένας δεν ασχολείται με τη συλλογή συγκεκριμένων σημαντικών δεδομένων”. Επίσης, εξέφρασε ανησυχίες ότι “συγκεκριμένα ζητήματα ασφαλείας όπως η πρόκληση θρομβωτικών επεισοδίων, έχουν παραβλεφθεί”.

Στη συνεδρίαση της 10ης Δεκεμβρίου 2020 παρατήρησε ότι από τις κλινικές δοκιμές δεν έχουν προκύψει επαρκή στοιχεία για την αποτελεσματικότητα του εμβολίου σε κατηγορίες όπως οι ανοσοκατεσταλμένοι και οι έγκυες. Σχετικά με τα παιδιά, πρότεινε στην παρούσα φάση να μην συμπεριληφθούν στον εμβολιασμό.

Παρότι όμως κάποια από αυτά (16 και 17χρονα) συμπεριλήφθηκαν στο ερώτημα της ψηφοφορίας, και παρά τις παρατηρήσεις της και στις δύο συνεδριάσεις, η Gans ψήφισε υπέρ της χορήγησης “άδειας (χρήσης) έκτακτης ανάγκης” στο εμβόλιο της Pfizer.

Steven Pergam, είναι καθηγητής στο Τμήμα Αλλεργιών και Μεταδοτικών Ασθενειών της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Washington και ερευνητής σε τρία αντικαρκινικά και λοιμωξιολογικά κέντρα των ΗΠΑ που ανήκουν στο πανεπιστήμιο αυτό.

Ένα από αυτά είναι η Seattle Cancer Care Alliance, στην οποία κατέχει διευθυντική θέση. Όπως προκύπτει από στοιχεία της ίδιας, μερικοί από τους πολυάριθμους χορηγούς της είναι η Pfizer, η Merck και το Ίδρυμα Bill and Melinda Gates. Το Μάιο του 2020 η Τράπεζα της Αμερικής (Bank of America) έδωσε 500.000 δολάρια στην Seattle Cancer Care Alliance και στον εταίρο της, το Ερευνητικό Κέντρο για τον Καρκίνο Fred Hutch.

Το 2019 η Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Washington ήταν η δεύτερη – μετά το Harvard – ιατρική σχολή στις ΗΠΑ στην λίστα των μεγαλύτερων χρηματοδοτήσεων των ΝΙΗ, έχοντας λάβει πάνω από 783 εκατομμύρια δολάρια για ερευνητικούς σκοπούς.  

Από το 2013 ως το 2016 (για τα επόμενα χρόνια δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία για τις αμοιβές του) ο Pergam έλαβε συνολικά 140.311 δολάρια από τις φαρμακευτικές εταιρείες Merck Sharp & Dohme για διάφορες έρευνες στις οποίες ήταν ο βασικός ερευνητής. Η εταιρεία Merck συνεργαζόταν με μια άλλη φαρμακευτική για την παρασκευή ενός εμβολίου ενάντια στην COVID-19. Ο Pergam αρνήθηκε να απαντήσει σε ερωτήσεις του POGO σχετικά με τα ποσά αυτά και την συνεργασία του με τη Merck.

Από το 2009 ως το 2013 έχει συμμετάσχει ως κύριος ερευνητής σε πέντε ερευνητικά προγράμματα χρηματοδοτούμενα από τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας των ΗΠΑ, συνολικού προϋπολογισμού 663.244 δολαρίων.

Σε μία πρόσφατη συνέντευξη του, το Ιανουάριο του 2021, όταν ρωτήθηκε για την εξαιρετικά και ασυνήθιστα γρήγορη παρασκευή των mRNA εμβολίων, απάντησε: “Ήμασταν σε έναν αγώνα δρόμου (τα τελευταία 10-15 χρόνια) για να βρούμε εμβόλια για τους ιούς του Ebola, του HIV και του Δυτικού Νείλου. Τώρα έφτασε η ώρα και όλη αυτή η επένδυση οδήγησε εδώ που είμαστε τώρα”. Το παράδοξο είναι πως για τις τρεις ασθένειες που ανέφερε o Pergam, η πολυετής έρευνα δεν έχει φτάσει σε κάποιο αποτελεσματικό και χωρίς παρενέργειες εμβόλιο. Αντίθετα, στην περίπτωση του SARS-CoV-2, για τον οποίο έχουμε πολύ λιγότερα δεδομένα, βρέθηκαν παραπάνω από ένα εμβόλια μέσα σε μερικούς μήνες…

Στην ίδια συνέντευξη είπε πως “οι γιατροί θα έπρεπε να είναι πιο ανοιχτοί (να μιλούν πιο ανοιχτά) για τις παρενέργειες του εμβολίου”. O ίδιος όμως παρέλειψε να αναφέρει ποιες είναι οι πιθανές παρενέργειες στις οποίες αναφέρθηκε. Απ’ όσο γνωρίζουμε δεν το έχει κάνει σε καμία άλλη δημόσια δήλωση του.

Μία μέρα μετά τη συνεδρίαση της 22ης Οκτωβρίου 2020, σε μία άλλη ιστοσελίδα δήλωσε ότι ο FDA “ποτέ δεν είχε θέσει ως προαπαιτούμενο την ύπαρξη δημογραφικής σύνθεσης στα δεδομένα στα οποία στηρίζεται η αδειοδότηση ενός εμβολίου και νομίζω ότι θα ήταν πολύ δύσκολο να θέσει τέτοια προαπαιτούμενα τώρα για τη χορήγηση άδειας ειδικού σκοπού”. Το κενό αυτό δεν τον απασχόλησε ιδιαίτερα· απλώς το ανέφερε. Όπως θα δούμε πιο κάτω, απασχόλησε κάποια άλλα μέλη της επιτροπής.

Στη συνεδρίαση της 22ης Οκτωβρίου 2020 έκανε μερικά ερωτήματα για την αντιμετώπιση των ανοσοκατεσταλμένων ασθενών, για την έλλειψη στοιχείων σχετικών με το ποσοστό ανθρώπων που ανήκουν “εθνοτικές μειονότητες” ανάμεσα σε αυτούς στους οποίους το εμβόλιο ήταν αποτελεσματικό και ασφαλές, και για μερικά παρόμοια θέματα.

Στη συνεδρίαση της 10ης Δεκεμβρίου 2020 ασχολήθηκε με δύο δευτερεύοντα θέματα. Έκανε δύο ερωτήσεις στους εκπροσώπους της Pfizer σχετικά με αυτούς που είναι θετικοί στον ιό χωρίς να το ξέρουν και θα κάνουν το εμβόλιο, και για αυτούς που νόσησαν κατά τη διάρκεια των κλινικών δοκιμών, αφότου έκαναν το εμβόλιο. Ψήφισε «ναι» στην “άδεια (χρήσης) έκτακτης ανάγκης”.

Ο Michael Kurilla είναι παθολόγος, ειδικός ερευνητής των μεταδοτικών ασθενειών και διευθυντής του Τμήματος Κλινικών Καινοτομιών των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας (ΝΙΗ) των ΗΠΑ. Το 2018 οι ετήσιες απολαβές του ήταν 218.960 δολάρια, συν 430 δολάρια bonus. Στην επίσημη βάση δεδομένων των ΗΠΑ δεν εμφανίζονται αμοιβές του από φαρμακευτικές εταιρείες. Επίσης, σύμφωνα με τα επίσημα κρατικά στοιχεία, δεν συμμετέχει σε κάποιο ερευνητικό πρόγραμμα χρηματοδοτούμενο από το κράτος των ΗΠΑ.

Στη συνεδρίαση της 22ης Οκτωβρίου 2020 έκανε αρκετές παρεμβάσεις στη συζήτηση. Σε μία από αυτές ρώτησε τον εκπρόσωπο του FDA αν ο Οργανισμός έχει σκεφτεί πώς θα περάσει στον κόσμο το μήνυμα ότι δεν πρέπει να περιμένει το τέλειο εμβόλιο. Επίσης, αναφέρθηκε στο όριο του 50% στη μείωση των συμπτωματικών ασθενών που έχει θέσει ο FDA ως ελάχιστο όριο για την αποτελεσματικότητα ενός εμβολίου: “Έχω μερικές ανησυχίες αναφορικά με τη χρησιμότητα του ποσοστού 50% για τη μείωση των συμπτωματικών ασθενών, όταν στην πραγματικότητα δεν έχουμε καμία απόδειξη ότι τα εμβόλια αυτά  θα δημιουργήσουν πλήρη ανοσία. Για τους εργαζόμενους στο χώρο της Υγείας, το προσωπικό που εργάζεται στις εγκαταστάσεις υγειονομικής περίθαλψης  και για άλλα άτομα υψηλού κινδύνου, κάτι που θα τους πάει από την κατάσταση του ασθενή με ήπια συμπτώματα σε αυτήν του ασυμπτωματικού ασθενή, στην οποία μάλλον θα είναι ακόμα μεταδοτικοί, δε φαίνεται να αξίζει να πάρει άδεια εκτάκτου ανάγκης”. Γι’ αυτές τις κατηγορίες είπε ότι “το ελάχιστο όριο θα πρέπει να είναι πολύ υψηλότερο, έτσι ώστε να έχουμε συνολικά ένα θετικό αντίκτυπο στη δημόσια υγεία” και ότι “όσο αφορά σε σοβαρές ασθένειες, πολλές από τις ομάδες υψηλού κινδύνου δεν έχουν καλή (θετική) ανταπόκριση στα εμβόλια”.

Στη συνεδρίαση της 22ης Οκτωβρίου 2020 επεσήμανε ότι όλα τα υποψήφια προς έγκριση εμβόλια είναι δύο δόσεων, ενώ “θα ήταν πολύ πιο επιθυμητά τα εμβόλια μίας δόσης”. Αναφέρθηκε σε διάφορα άλλα θέματα, ένα εκ των οποίων ήταν αυτό του ποσοστού αποτελεσματικότητας. Υποστήριξε για κάποιες πληθυσμιακές κατηγορίες όπως οι εργαζόμενοι στο χώρο της Υγείας, το ελάχιστο ποσοστό αποτελεσματικότητας του 50% που έχει θέσει ο FDA  για να δώσει “άδεια (χρήσης) έκτακτης ανάγκης” σε ένα εμβόλιο θα έπρεπε να ήταν πολύ υψηλότερο.

Στη συνεδρίαση της 10ης Δεκεμβρίου 2020 έθεσε αρκετά θέματα, μεταξύ των οποίων ο χαμηλός δείκτης (ποσοστό) αποτελεσματικότητας του εμβολίου σε ασθενείς με σοβαρά συμπτώματα και η ανεπάρκεια του ποσοστού αυτού για κάποιες κατηγορίες υψηλού κινδύνου, όπως οι υγειονομικοί υπάλληλοι. Τόνισε ότι η σχέση οφελών-κινδύνων μπορεί να είναι διαφορετική, ανάλογα με την πληθυσμιακή ή άλλη κατηγορία. Δηλαδή, σε γενικές γραμμές μπορεί τα οφέλη να είναι περισσότερα από τους κινδύνους, αλλά σε κάποιες πληθυσμιακές κατηγορίες μπορεί να ισχύει το αντίστροφο.

Ενδιαφέρον έχει η απάντηση του εκπροσώπου του FDA Doran Fink, όταν ρωτήθηκε από τον Michael Kurilla πως βλέπει “το υπό έρευνα status του εμβολίου που θα λάβει άδεια έκτακτης ανάγκης”: “Ένα προϊόν που διατίθεται με αδειοδότηση έκτακτης ανάγκης είναι ένα μη εγκεκριμένο προϊόν. Δεν έχει πάρει άδεια από τον FDA”. Κάποια στιγμή ο πρόεδρος της επιτροπής με το πρόσχημα της έλλειψης χρόνου δεν επέτρεψε στον Kurilla να ολοκληρώσει ένα ερώτημα που είχε αρχίσει να διατυπώνει. Του είπε ότι θα πήγαινε στο τέλος της σειράς, δηλαδή ότι θα το έκανε μετά από τους υπόλοιπους ομιλητές. Δεν θα μάθουμε ποιο ήταν το ερώτημα που θα έκανε, αφού η σειρά του δεν έφτασε ποτέ…

Στην ψηφοφορία ψήφισε «όχι», επειδή στην αδειοδότηση έκτακτης ανάγκης συμπεριλήφθηκαν οι ηλικιακές κατηγορίες των 16 και 17 ετών, όπως δήλωσε την επόμενη μέρα της ψηφοφορίας.

Amanda Cohn είναι στρατιωτικός γιατρός, ειδικευμένη στα εμβόλια και τις μεταδοτικές ασθένειες. Εδώ και 16 χρόνια είναι η επικεφαλής του Εθνικού Κέντρου Ανοσοποίησης και Αναπνευστικών Παθήσεων των Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Ασθενειών (CDC) των ΗΠΑ. Στην επίσημη βάση δεδομένων των ΗΠΑ, από το 2013 δεν εμφανίζονται αμοιβές της από φαρμακευτικές εταιρείες. Επίσης, σύμφωνα με τα επίσημα κρατικά στοιχεία, δεν συμμετέχει σε κάποιο ερευνητικό πρόγραμμα χρηματοδοτούμενο από το κράτος των ΗΠΑ.

Στη συνεδρίαση της 22ης Οκτωβρίου εκδήλωσε τη ανησυχία της για “τα σπάνια, σοβαρά ανεπιθύμητα επεισόδια που μπορεί να προκύψουν μετά την έγκριση του εμβολίου”. Ωστόσο, δεν πρότεινε την παράταση των κλινικών δοκιμών έτσι ώστε να εντοπιστούν τέτοια επεισόδια πριν κυκλοφορήσει μαζικά το εμβόλιο. Θεώρησε δεδομένο ότι το εμβόλιο πρέπει να εγκριθεί άμεσα. Είπε σχετικά ότι “γι’ αυτό το λόγο η παρακολούθηση μετά την έγκριση του εμβολίου πρέπει να είναι δυνατή και αποτελεσματική, έτσι ώστε να εντοπίσουμε περισσότερα σπάνια ανεπιθύμητα επεισόδια από αυτά που μπορούσαν να εντοπιστούν σε μία κλινική δοκιμή με 30.000 ανθρώπους”. Στην ουσία αυτό που πρότεινε είναι να γίνουν πειραματόζωα οι πληθυσμοί που θα το κάνουν.

Το περίεργο στη στάση της Cohn είναι ότι η ίδια έχει παραδεχτεί ότι το χρονικό διάστημα στο οποίο ελέγχθηκε η αποτελεσματικότητα του εμβολίου ήταν εξαιρετικά μικρό: “Πολύ σπάνια κοιτάμε την αποτελεσματικότητα ενός εμβολίου τόσο σύντομα αφότου έχουμε ολοκληρώσει τις σειρές (των δοκιμών)”.

Στη συνεδρίαση-τηλεδιάσκεψη της 10ης Δεκεμβρίου 2020, λίγο πριν από την ψηφοφορία αισθάνθηκε την ανάγκη να δηλώσει ότι πιστεύει πως “τα οφέλη (του εμβολίου των Pfizer-BioNTech) υπερτερούν των κινδύνων” και πρότεινε στη διατύπωση του ερωτήματος: “βάσει του συνόλου των επιστημονικών στοιχείων που είναι διαθέσιμα” να προστίθετο η φράση “στην παρούσα στιγμή”. Μετά από λίγα λεπτά ψήφισε «ναι» στο ερώτημα, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί και τεθεί εξ’ αρχής από τον FDA.

Η πρόταση της, εκτός από περιττή, αφού η φράση που πρότεινε εξυπακούεται, είναι και ανούσια, αφού όπως είναι γνωστό, δεν γίνονται τροποποιήσεις στα ερωτήματα αυτών των ψηφοφοριών. Η διαδικασία είναι άκαμπτη: Τα μέλη της επιτροπής ψηφίζουν «ναι» ή «όχι» στο ερώτημα έχει τεθεί από τον FDA. Η διαλεκτική, η σύνθεση και η συνδιαμόρφωση είναι χαρακτηριστικά άλλου είδους συζητήσεων και διαδικασιών… 

Οι αντιφάσεις της συνεχίστηκαν και μετά την έγκριση του εμβολίου της Pfizer. Στις 13 Δεκεμβρίου 2020 δήλωσε: “θα μαθαίνουμε πολλά περισσότερα όσο συνεχίζουμε να χρησιμοποιούμε αυτό το εμβόλιο πολύ προσεκτικά”. Δεν διευκρίνισε ποια είναι η προσεκτική του χρήση και γιατί αυτά που δεν ξέρουμε και που θα μαθαίνουμε όσο γίνονται μαζικοί εμβολιασμοί, δεν θα μπορούσαμε να τα μάθουμε με μεγαλύτερης διάρκειας κλινικές δοκιμές, δεδομένου κάποια από αυτά μπορεί να είναι εξαιρετικά δυσάρεστα. Παράλληλα, ο ίδιος άνθρωπος που παραδέχτηκε ότι θα μαθαίνουμε πολλά στην πορεία γι’ αυτά τα εμβόλια, δήλωσε ότι “είναι πολύ σημαντικό οι υγειονομικοί να έχουν εμπιστοσύνη ότι αυτά τα εμβόλια είναι πολύ ασφαλή”.

Η στάση της εξηγείται μόνο από το γεγονός ότι είναι υψηλόβαθμο στέλεχος του κρατικού μηχανισμού των ΗΠΑ στον τομέα της Υγείας. Επίσης, είναι ένα από τα στελέχη των (απαξιωμένων) CDC που προωθούν εντατικά την προπαγάνδα υπέρ των εμβολίων. Εκτιμούμε ότι εκτός από αυτήν της την ιδιότητα, ένας άλλος λόγος που επιλέχθηκε για την επιτροπή από τον FDA είναι η εβραϊκή της καταγωγή, υπό την έννοια της πολιτικής προσέγγισης των lobbies και των εθνοτικών μειονοτήτων από το κράτος των ΗΠΑ.

Ο Paul Offit, ειδικευμένος στις μεταδοτικές ασθένειες, είναι καθηγητής παιδιατρικής στο Τμήμα Μεταδοτικών Ασθενειών του Νοσοκομείου Παίδων της Philadelphia και της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Pennsylvania. Η Σχολή αυτή το 2019 ήταν στην τέταρτη θέση της λίστας με τα πανεπιστήμια με τις μεγαλύτερες χρηματοδοτήσεις έρευνας από τα ΝΙΗ, έχοντας λάβει πάνω από 700 εκατομμύρια δολάρια. Όσο αφορά γενικά στις κρατικές χρηματοδοτήσεις διαχρονικά, το Πανεπιστήμιο της Pennsylvania είναι ένα από τα περισσότερο χρηματοδοτούμενα πανεπιστήμια από το κράτος των ΗΠΑ. Το 2020 ήταν το έκτο και το 2019 το πέμπτο στη σχετική λίστα. Επίσης, αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι το Νοσοκομείο Παίδων της Philadelphia είναι το πρώτο νοσοκομείο στις ΗΠΑ το οποίο αφαίρεσε από τη λίστα των εγκεκριμένων προς χρήση φαρμάκων και παραφαρμακευτικών προϊόντων τις βιταμίνες, τα προβιοτικά και όλα τα συμπληρώματα διατροφής.

Ο Offit είναι ένας από αυτούς που ανακάλυψαν το εμβόλιο του ρότα ιού (ιού του Ρότα), RotaΤeq, με οικονομική υποστήριξη από τη φαρμακευτική εταιρεία Merck. Μέχρι το 2008 το εμβόλιο το  εμπορευόταν η Μerck, μία από τις εταιρείες που συμμετέχουν στον αγώνα δρόμου για την παρασκευή εμβολίου για την COVID-19. Από το 2006 ως το 2008, τα κέρδη της Merck από τις πωλήσεις του RotaTeq έφτασαν στα 650 εκατομμύρια δολάρια. O ίδιος έχει δηλώσει ότι χάρις στο Ίδρυμα Bill and Melinda Gates το εμβόλιο αυτό έχει κυκλοφορήσει (και έχει επιβληθεί θα προσθέταμε εμείς) σε όλον τον κόσμο. Σε ένα άρθρο της ερευνητικής ομάδας της ιστοσελίδας GreenMedinfo – με πολλές αναφορές σε πηγές – αναφέρονται οι πολλοί κίνδυνοι που έχει ο εμβολιασμός με το RotaTeq.

Το 2008 το Νοσοκομείο Παίδων της Philadelphia πούλησε τα δικαιώματα του RotaTeq στην φαρμακευτική εταιρεία Royalty Pharma αντί 182 εκατομμυρίων δολαρίων. Οι επικεφαλής του Νοσοκομείου μιλούσαν τότε για μία από τις δέκα μεγαλύτερες πωλήσεις δικαιωμάτων φαρμακευτικού προϊόντος στις ΗΠΑ. Το 2009 η ιστοσελίδα Age of Autism δημοσίευσε μία πρώτη εκτίμηση του ποσού που θα εισέπραττε ο Offit από το μερίδιο του στο εμβόλιο μέχρι το 2019. Το ποσό αυτό υπερέβαινε τα 29 εκατομμύρια δολάρια. Το 2011 δημοσίευσε μία δεύτερη ενδελεχέστερη εκτίμηση, στην οποία τα εκτιμώμενα κέρδη τoυ Offit για το ίδιο διάστημα κυμαίνονταν από 13 ως 35 εκατομμύρια δολάρια. Ο ίδιος ο Offit, δεν έχει αποκαλύψει το ποσό που αντιστοιχεί στα ετήσια κέρδη του από τα δικαιώματα του στο εμβόλιο. Σε μία από τις πολλές συνεντεύξεις που δίνει είπε ότι “ήταν σα να έχεις κερδίσει το λαχείο”, χωρίς να δώσει επιπλέον λεπτομέρειες. Σε κάποιες επιστολές και συνεντεύξεις του έκανε λόγο για 6 εκατομμύρια δολάρια. Πάντως, γεγονός είναι ότι όσο αυξάνουν οι πωλήσεις του εμβολίου, τόσο μεγαλώνουν τα κέρδη του Offit.

Ο Offit έχει συμμετάσχει σε διάφορες συμβουλευτικές επιτροπές και «ομάδες ειδικών» του Υπουργείου Υγείας των ΗΠΑ, από κοινού με εκπροσώπους της Big Pharma, με αντικείμενο τα εμβόλια. Από το 1998 ως το 2003, μία από τις επιτροπές των CDC που συμμετείχε ήταν η Συμβουλευτική Επιτροπή για Πρακτικές Ανοσοποίησης (ACIP). Στο διάστημα αυτό ψήφισε τρεις φορές υπέρ της αδειοδότησης του εμβολίου Rotateqδηλαδή του «δικού του» εμβολίου! Μία από αυτές τις φορές, η αδειοδότηση αφορούσε στη μαζική χρήση του εμβολίου στο κρατικό πρόγραμμα των ΗΠΑ “Εμβόλια για τα Παιδιά”. Στο ίδιο διάστημα που συμμετείχε σε αυτήν την επιτροπή, παράλληλα πληρωνόταν και από τη Merck για την έρευνα πάνω στο RotaTeq…

Σύμφωνα με το CBS News, η έδρα έρευνας που κατέχει στο Νοσοκομείο Παίδων της Philadelphia (το οποίο ιδρύθηκε  από τη φαρμακευτική εταιρεία Merck) αποτιμάται 1,5 εκατομμύρια δολάρια. Ένας από τους σπόνσορες του είναι – φυσικά-  η Merck, η οποία μέχρι πρόσφατα παρασκεύαζε ένα εμβόλιο κατά της COVID-19. Το ίδιο μέσο, σε άρθρο με τίτλο “Πόσο ανεξάρτητοι είναι οι υποστηρικτές των εμβολίων;” η Sharyl Attkisson, πλέον πρώην δημοσιογράφος του CBS Νews, τον ονομάζει “insider” της βιομηχανίας παραγωγής εμβολίων.

Τo 2000 η εξεταστική επιτροπή του αμερικανικού κογκρέσου για τις συγκρούσεις συμφερόντων των μελών των επιτροπών του FDA και των CDC για τα εμβόλια, έβγαλε το συμπέρασμα ότι “ο Δρ Paul Offit κατέχει μία πατέντα για το εμβόλιο κατά του ρότα ιού και λαμβάνει χρηματοδότηση από τη Merck για την ανάπτυξη του εμβολίου. Έχει επίσης δημοσιοποιήσει ότι πληρώνεται από αυτήν τη φαρμακευτική εταιρεία για να ταξιδεύει σε όλη τη χώρα και να διδάσκει τους γιατρούς ότι τα εμβόλια είναι ασφαλή. Ο Δρ Offit είναι μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής των CDC και ψήφισε σε τρεις ψηφοφορίες για το εμβόλιο κατά του ρότα ιού, συμπεριλαμβανομένης αυτής στην οποία ψηφίστηκε η προσθήκη του εμβολίου αυτού στο Πρόγραμμα Παιδικού Εμβολιασμού”.

Από το 2006 ο Offit είναι μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής της «μη κυβερνητικής οργάνωσης» “Every Child By Two”. Πρόκειται για μία βαθιά καθεστωτική οργάνωση, ιδρυμένη από τη σύζυγο του πρώην προέδρου των ΗΠΑ Carter με σκοπό την προπαγάνδιση των εμβολίων. Στο άρθρο της η Attkisson αποκάλυψε ότι ένας εκπρόσωπος της οργάνωσης παραδέχτηκε ότι αυτή δέχεται χρηματοδότηση από τη φαρμακοβιομηχανία των ΗΠΑ (Big Pharma). Δεν διευκρίνισε όμως πόσα είναι τα χρήματα αυτά. Στη λίστα των υπευθύνων οικονομικών θεμάτων της οργάνωσης εμφανίζονται τα ονόματα ανωτέρων υπαλλήλων της Wyeth (πλέον μέρος της Pfizer) και ένας σύμβουλος μεγάλων φαρμακευτικών εταιρειών.

Στην επίσημη κρατική βάση δεδομένων των ΗΠΑ, στην οποία εμφανίζονται οι αμοιβές και οι πληρωμές των γιατρών από τις φαρμακευτικές εταιρείες, από το 2013 ως το 2019 ο Offit εμφανίζεται να έχει λάβει συνολικά μόνο 387,65 δολάρια από την Merck και την Pfizer για… φαγητά και αναψυκτικά…

Σε μία από τις συνεντεύξεις του, όταν ρωτήθηκε αν μετά τον εμβολιασμό θα συνεχίσουμε να φοράμε μάσκες, απάντησε: “Ναι, για δύο χρόνια ακόμα. Και να κάνουμε το καλύτερο που μπορούμε για να κρατάμε κοινωνικές αποστάσεις”…

Στις 9 Σεπτεμβρίου 2020 έκανε μία δήλωση για την Συμβουλευτική Επιτροπή στην οποία συμμετέχει, παρόμοια με εκείνη που είχε κάνει ο Fauci: “Είναι ανεξάρτητη από την κυβέρνηση και από τις εταιρείες. Δεν πληρωνόμαστε από κανένα τους· είμαστε απλά ακαδημαϊκοί”…  

Στην ομιλία του στην τηλεδιάσκεψη της 22ης Οκτωβρίου 2020 ήταν σαν να μιλούσε ένας  εκπρόσωπος του FDA, για να μην πούμε ένας εκπρόσωπος κάποιας από τις φαρμακευτικές εταιρείες που παρασκευάζουν εμβόλια.

Ο Offit είναι ίσως ο πιο σκληροπυρηνικός υπερασπιστής των εμβολίων στις ΗΠΑ. Έχει ταχθεί υπέρ του υποχρεωτικού εμβολιασμού όλων των παιδιών. Παράλληλα, είναι από τους πιο αντιδραστικούς ρατσιστές μεταξύ των υπερασπιστών τους. Συχνότατα προωθεί ακραίες ολοκληρωτικές – ρατσιστικές αντιλήψεις για τον διαχωρισμό των εμβολιασμένων από τους μη εμβολιασμένους με ειδική σήμανση, και για την καταστολή των τελευταίων: “ίσως οι άνθρωποι που δεν είναι εμβολιασμένοι θα έπρεπε να φέρουν πάνω τους ένα Α με έντονο κόκκινο χρώμα, όπως η Hester Prynne, έτσι ώστε να ξέρεις ποιον να αποφύγεις στο μανάβικο…. Αν περιστοιχίζεσαι από ανθρώπους που δεν είναι εμβολιασμένοι, κινδυνεύουν τόσο τα δικά τους παιδιά όσο και τα δικά σου. Πρέπει να αρχίσουμε να θυμώνουμε περισσότερο με αυτό”.

Είναι ένας μικρός Fauci· ίσως περισσότερο κυνικός και αδίστακτος και από τον ίδιο τον Fauci. Κάνοντας ένα λογοπαίγνιο με το όνομα του, πολλοί τον αποκαλούν Dr Proffit”. Τα media στις ΗΠΑ τον προβάλλουν υπερβολικά περισσότερο από άλλους καθεστωτικούς επιστήμονες, όχι μόνο σε «στημένες» συνεντεύξεις, αλλά και παραχωρώντας του βήμα για άρθρα. Όταν διαβάσει ή ακούσει κάποιος αυτά που δημόσια λέει, και τα συνεκτιμήσει με τη διαπλοκή του με τη φαρμακοβιομηχανία, εύκολα μπορεί να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους το κάνουν.

Στις 22 Νοεμβρίου 2020 έκανε μία δήλωση που αξίζει να την προσέξουμε, γιατί είναι από τις λίγες φορές που μέσα από τον κυνισμό των εξουσιαστών και των φερέφωνων τους διαφαίνεται η αλήθεια: “με αυτό το εμβόλιο δεν θα κάνεις μία μελέτη 7 ετών, ούτε θα κάνεις μία μελέτη 4 ετών, γιατί φέτος πέθαναν περισσότεροι από 230.000 Αμερικανοί από τον ιό. Έτσι λοιπόν, δεν θα περιμένεις τόσο πολύ για να σιγουρευτείς ότι το εμβόλιο είναι ασφαλές και αποτελεσματικό για το διάστημα αυτό”. Έμμεσα παραδέχτηκε ότι στο μικρό χρονικό διάστημα στο οποίο έγιναν οι κλινικές δοκιμές της Pfizer δεν βγήκαν ασφαλή συμπεράσματα για την ασφάλεια και τη αποτελεσματικότητα του εμβολίου.

Στο ίδιο μήκος κύματος, στις 3 Ιανουαρίου 2021, σε μία συνέντευξή του στον κρατικό ραδιοφωνικό σταθμό των ΗΠΑ (NPR) υποστήριξε ότι “πρέπει να γίνει μία μαζική εκστρατεία υπέρ του εμβολίου”. Σε γενικές γραμμές, εδώ και πολλά χρόνια προπαγανδίζει με υπερβάλλοντα ζήλο όλα τα εμβόλια, ειδικά τα τελευταία για την COVID-19.

Σε μία άλλη συνέντευξη του τάχθηκε χωρίς ενδοιασμούς υπέρ του εμβολιασμού των παιδιών… Το 2008 η ιστοσελίδα του περιοδικού της Αμερικανικής Εταιρείας Παιδιατρικής “Pediatrics” (πλουσιοπάροχα χρηματοδοτούμενη από την Big Pharma), δημοσίευσε μία «μελέτη» στην οποία κύριος συντάκτης ήταν ο Offit. Απευθυνόμενος στους γονείς, επιχείρησε να τους πείσει ότι όσο πιο πολλά εμβόλια κάνουν τα παιδιά, τόσο το καλύτερο γι’ αυτά. Σε αυτήν υποστηρίζεται ότι “τα μικρά παιδιά μπορούν να ανταποκριθούν στη λήψη 10.000 εμβολίων την ίδια στιγμή”. Η δημοσίευση της δήλωσης προκάλεσε πολλές αντιδράσεις στις ΗΠΑ. Μία από αυτές ήταν της ιστοσελίδας “Foreign Policy Journal”. Σε ένα άρθρο του με τίτλο “10.000 εμβόλια την ίδια στιγμή; Πώς τα CDC ψεύδονται για την ασφάλεια των εμβολίων”, ο Jeremy R. Hammond αποδομεί το αφήγημα του Offit, των CDC, αλλά και της υπερεθνικής φαρμακοβιομηχανίας, σχετικά με την ασφάλεια των εμβολίων για την υγεία των παιδιών.

Στην ίδια συνέντευξη του στον ραδιοφωνικό σταθμό NPR ο Offit κατηγόρησε τους Κινέζους και τους Ρώσους ότι δεν έχουν δημοσιεύσει τα στοιχεία βάσει των οποίων ισχυρίζονται ότι τα δικά τους εμβόλια (τα οποία δεν είναι mRNA) έχουν υψηλή αποτελεσματικότητα, την ίδια στιγμή που κάνει τα στραβά μάτια στις ανακοινώσεις -μέσω δελτίων τύπου- των αποτελεσμάτων αποτελεσματικότητας των εμβολίων συγκεκριμένων φαρμακευτικών εταιρειών και στην έλλειψη επιστημονικής συζήτησης πάνω στα αποτελέσματα των κλινικών δοκιμών τους. Επίσης, στράφηκε κατά των μεθόδων της AstraZeneca, βάσει των οποίων βγήκε το ποσοστό αποτελεσματικότητας του δικού της εμβολίου. Αυτό δεν μας εκπλήσσει· ο Offit υπερασπίζεται τα συμφέροντα της φαρμακοβιομηχανίας των ΗΠΑ.

Όλα τα παραπάνω δεν θεωρούνται από τον FDA σύγκρουση συμφερόντων. Η επιλογή του συγκεκριμένου ατόμου ως μέλος διαφόρων επιτροπών του FDA είναι η πιο απτή απόδειξη ότι οι δηλώσεις υψηλόβαθμων αξιωματούχων περί ανεξαρτησίας αυτών των επιτροπών είναι τουλάχιστον αστείες. Για την επιλογή του Offit ισχύουν αυτά που σχολιάσαμε στην περίπτωση του Monto.

Ο Offit είναι «βασιλικότερος του βασιλέως»: Ζητούσε την πλήρη έγκριση του εμβολίου της Pfizer από τον Οκτώβριο του 2020! Στη συνεδρίαση της 22ης Οκτωβρίου 2000 είπε: “θα ήθελα να απαλλαγούμε από τη λέξη EUA (Emergency Use Aythorization, Άδεια Έκτακτης Ανάγκης)”. Σε κάποιο σημείο αισθάνθηκε την ανάγκη να απολογηθεί για την αργή και ελλιπή εκπροσώπηση των μειονοτήτων στις κλινικές δοκιμές της Pfizer, κάνοντας την πρόβλεψη ότι “στο τέλος αυτό δε θα δημιουργήσει κάποιο πρόβλημα”.

Στη συνεδρίαση της 10ης Δεκεμβρίου είπε – μεταξύ άλλων- πως “οι άνθρωποι με σοβαρές αλλεργίες δεν μπορούν να κάνουν το εμβόλιο”. Στην ίδια συνεδρίαση οι εκπρόσωποι του FDA και της Pfizer επιβεβαίωσαν το γεγονός ότι στις κλινικές δοκιμές του εμβολίου στη Μεγάλη Βρετανία υπήρξαν τρεις περιπτώσεις ανθρώπων που είχαν αλλεργία σε κάποια τρόφιμα και μετά την πρώτη δόση του εμβολίου εμφάνισαν σοβαρές αλλεργικές αντιδράσεις. Ο Offit πρότεινε να συνεχιστεί η χορήγηση του εμβολίου σε ανθρώπους με σοβαρές αλλεργίες, αλλά με… προσεκτική ιατρική παρακολούθηση: “πρέπει να δώσουμε στους ανθρώπους αυτούς κάποια ανακούφιση, ότι αυτό δεν πρόκειται να είναι ένα πρόβλημα γι’ αυτούς”… Δεν διευκρίνισε ποια θα είναι αυτή η ανακούφιση και πώς οι σοβαρές αλλεργικές αντιδράσεις δεν θα είναι ένα μεγάλο πρόβλημα σε περίπτωση που αυτοί οι άνθρωποι κάνουν το εμβόλιο. Είπε μόνο πως χρειάζονται δεδομένα για την αντιμετώπιση του.

Για την ιστορία αναφέρουμε ότι ο Offit ψήφισε υπέρ της “άδειας (χρήσης) έκτακτης ανάγκης”.

Ο Cody Meissner είναι γιατρός ειδικευμένος στις μεταδοτικές ασθένειες, καθηγητής παιδιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Tufts και διευθυντής του αντίστοιχου τμήματος του Νοσοκομείου Παίδων του Πανεπιστημίου στη Βοστώνη. Το 2021 η Ιατρική Σχολή του Tufts βρίσκεται στην 53η θέση της κατάταξης των καλύτερων ιατρικών σχολών στις ΗΠΑ. Στο Academic Ranking of World Universities, τα τελευταία χρόνια το πανεπιστήμιο αυτό βρίσκεται στις θέσεις 151-200. Βρίσκεται αρκετά χαμηλά στη κατάταξη των πανεπιστημιακών σχολών ανάλογα με τις χρηματοδοτήσεις έρευνας που λαμβάνουν από το ΝΙΗ. Το 2019 βρισκόταν στην 56η θέση της κατάταξης, έχοντας λάβει 99 εκατομμύρια δολάρια.

Στην επίσημη βάση δεδομένων των ΗΠΑ, από το 2013 ως σήμερα δεν εμφανίζονται αμοιβές του Meissner από φαρμακευτικές εταιρείες. Επίσης, σύμφωνα με τα επίσημα κρατικά στοιχεία, δεν συμμετέχει και δεν έχει συμμετάσχει στο παρελθόν σε κάποιο ερευνητικό πρόγραμμα χρηματοδοτούμενο από το κράτος των ΗΠΑ.

Είναι ένας από τους περίπου 800.000 ανθρώπους (μέχρι σήμερα) σε όλον τον κόσμο που έχουν υπογράψει τη Διακήρυξη του Great Barrington (The Great Barrington Declaration)”, προτείνοντας μία διαφορετική προσέγγιση και αντιμετώπιση της πανδημίας από αυτήν που ακολουθείται από την πλειοψηφία των χωρών, την οποία ονόμασαν “Εστιασμένη Προστασία (Focused Protection)”.

Στη συνεδρίαση της 22ης Οκτωβρίου τόνισε πως η COVID-19 δεν αποτελεί κίνδυνο για τα παιδιά και ότι για παιδιά 0-17 ετών το ποσοστό νοσηλευομένων ήταν 0,9%, ενώ πέρυσι το αντίστοιχο ποσοστό για τη γρίπη ήταν 42,1%. Το ίδιο, είπε, συμβαίνει και για τα ποσοστά θνησιμότητας. Επίσης, εξέφρασε την ανησυχία του που η Pfizer στις κλινικές δοκιμές της περιέλαβε και παιδιά κάτω των 12 ετών, αφού όπως είπε “γνωρίζουμε ότι το πολυσυστημικό φλεγμονώδες σύνδρομο δεν εκδηλώνεται στις ηλικίες 12-20. Και μερικά πρόσφατα στοιχεία έχουν δείξει ότι η πρωτεΐνη S έχει μεγάλη αντϊιική δραστηριότητα. Δηλαδή μπορεί να προσδεθεί απ’ ευθείας στα κύτταρα T και να ενεργοποιήσει μία ταχεία ανοσοποιητική αντίδραση. Γι’ αυτό λοιπόν ανησυχώ – πιστεύω ότι πριν πάμε στα παιδιά χρειαζόμαστε μία πολύ στέρεα (ισχυρή) βάση δεδομένων αναφορικά με την ασφάλεια αυτού του εμβολίου στους ενήλικες”.

Στη συνεδρίαση της 10ης Δεκεμβρίου ρώτησε τους εκπροσώπους του FDA πότε προβλέπεται να δοθεί κανονική έγκριση στο εμβόλιο της Pfizer. Εξέφρασε επιφυλάξεις για τον εμβολιασμό των εγκύων και των παιδιών (κάτω των 18) και επεσήμανε ότι είναι πολύ μικρό το χρονικό διάστημα για το οποίο έχουμε στοιχεία για το εμβόλιο (μόνο 60 ημέρες). Τέλος, είπε ότι υπάρχουν πολύ λίγα πειραματικά δεδομένα για τις επιπτώσεις του εμβολίου στην ηλικιακή ομάδα 16-17 ετών και ότι γι’ αυτήν την ομάδα “δεν γνωρίζουμε αν τα οφέλη υπερτερούν των κινδύνων”. Σε μία συνέντευξη του στο κρατικό ραδιοφωνικό σταθμό NPR τρεις μέρες μετά την ψηφοφορία έδωσε μία ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια σχετικά με την εκπροσώπηση αυτής της ηλικιακής ομάδας. Είπε ότι ο αριθμός των ατόμων αυτής της ηλικιακής ομάδας που συμμετείχε στις κλινικές δοκιμές ήταν πολύ μικρός (γύρω στα 80 άτομα έκαναν το εμβόλιο).

Πριν από την ψηφοφορία είχε πει ξεκάθαρα ότι θα ήθελε να ψηφίσει υπέρ και ζήτησε να αλλάξει η διατύπωση του ερωτήματος έτσι ώστε να μην συμπεριλαμβάνονται σε αυτό οι ηλικιακές κατηγορίες 16-17 ετών. Αυτό φυσικά δεν έγινε δεκτό, γι’ αυτό το λόγο ο Meissner απείχε από την ψηφοφορία.

Ο Sheldon Toubman είναι ο εκπρόσωπος των καταναλωτών στην επιτροπή, με δικαίωμα ψήφου στις συνεδριάσεις. Είναι δικηγόρος που εργάζεται για το New Haven Legal Assistance Association, έναν οργανισμό που έχει έδρα το Connecticut και παρέχει νομική βοήθεια σε κάποιες κατηγορίες του τοπικού πληθυσμού που δεν έχουν τους πόρους για να έχουν πρόσβαση σε αυτήν. Αυτός ο (αυτοαποκαλούμενος) μη κερδοσκοπικός οργανισμός ιδρύθηκε το 1964 από το άκρως κερδοσκοπικό Ίδρυμα Ford (Ford Foundation).

Ένα χρήσιμο στοιχείο γι’ αυτόν τον οργανισμό είναι ότι περίπου το 60% των χρηματοδοτήσεων του προέρχεται από χρηματοδοτήσεις της ομοσπονδιακής και της τοπικής κυβέρνησης. Ένα ακόμα πιο χρήσιμο στοιχείο είναι ότι πάνω από το 68% των συνολικών του εσόδων προέρχεται από αυτές τις χρηματοδοτήσεις, δηλαδή πρόκειται για έναν καθαρά κρατικοδίαιτο οργανισμό. Το 2018 τα έσοδα του ξεπέρασαν τα 4,7 εκατομμύρια δολάρια, ενώ το 2019 και το 2020 ξεπέρασαν τα 4,8 εκατομμύρια δολάρια ετησίως. Το 2020, λόγω της πανδημίας, έλαβε έκτακτη οικονομική βοήθεια 756.144 δολαρίων από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση.

Στη συνεδρίαση της 22ης Οκτωβρίου ο Toubman είπε – μεταξύ άλλων- ότι η “άδεια έκτακτης ανάγκης” του εμβολίου της Pfizer έχει πολλά προβλήματα και έθεσε το θέμα της ανεπαρκούς εκπροσώπησης του μαύρου πληθυσμού στις κλινικές δοκιμές: “υπάρχουν πολλά προβλήματα σχετικά με την άδεια εκτάκτου ανάγκης σε αυτήν την ιδιαίτερη κατάσταση, πριν περάσουμε στο πρόβλημα της πιθανής μικρής συμμετοχής έγχρωμων σε κάποιες από τις μελέτες”. Στις 8 Ιανουαρίου 2021, μετά τις ψηφοφορίες για τα δύο εμβόλια, σε ένα άρθρο του, όμως, στην τοπική εφημερίδα Νew Haven Independent παρουσίασε το θέμα με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο: “(η Pfizer και η Moderna) κατέβαλλαν ιδιαίτερες προσπάθειες να στρατολογήσουν έγχρωμους στις κλινικές δοκιμές τους… Αν και δεν ήταν τόσο μεγάλη όσο θα ήθελαν τα μέλη της επιτροπής, η τελική συμμετοχή έγχρωμων στις κλινικές δοκιμές της Pfizer και της Moderna ήταν ιδιαίτερα υψηλή”.

Στη συνεδρίαση της 10ης Δεκεμβρίου 2020 απέδωσε την ταχύτητα παρασκευής των εμβολίων σε πολιτικές πιέσεις: “βασικά αυτό που ακούμε είναι η αντίληψη ότι αυτή είναι η ταχύτητα (παρασκευής) και ότι αυτή είναι αποτέλεσμα πολιτικής πίεσης και ότι περί αυτού πρόκειται”. Σχετικά με το μικρό χρονικό διάστημα των κλινικών δοκιμών είπε τα εξής: “ειπώθηκε ότι στο έγγραφο αναφέρεται πως οι περισσότερες αρνητικές παρενέργειες συμβαίνουν στις πρώτες έξι εβδομάδες. Μιλάμε για φάρμακα που βασίζονται σε μη δοκιμασμένες – θα μπορούσα να πω μη χρησιμοποιημένες- πλατφόρμες που ποτέ δεν αποτέλεσαν τη βάση για εμβόλια. Έτσι λοιπόν, θα μπορούσαν να υπάρχουν ανεπιθύμητες παρενέργειες που δεν γνωρίζουμε. Γι’ αυτό το λόγο, μήπως οι δύο μήνες είναι λίγο μικρό χρονικό διάστημα;”

Τότε είχε προτείνει οι δοκιμές να κρατήσουν περισσότερο: “θα πρότεινα να μη δοθεί άδεια εκτάκτου ανάγκης, αλλά αν πρόκειται να το κάνουμε, θα πρότεινα το εξής: Nα γίνει μετά από μία μεγαλύτερη περίοδο (δοκιμών). Όχι δύο μήνες, θα μπορούσε να είναι τρεις ή τέσσερις μήνες”.  Επίσης, είχε εστιάσει στα αρνητικά σημεία των εμβολίων, τα οποία είναι πιο σημαντικά από την αποτελεσματικότητα σε ποσοστό 50% των περιπτώσεων: “η ανησυχία είναι ότι θα μπορούσαμε να έχουμε ένα εμβόλιο που φαίνεται να καλύπτει το 50% στις δοκιμές και που είναι αποτελεσματικό στην αποφυγή κρουσμάτων με ήπια συμπτώματα, αλλά στην πραγματικότητα κάνει πολύ λίγα πράγματα όσο αφορά στην αντιμετώπιση αυτού που πραγματικά μας ενδιαφέρει, το οποίο είναι οι σοβαρές περιπτώσεις και οι θάνατοι”.

Στο άρθρο του στην τοπική εφημερίδα, μετά τις ψηφοφορίες και την κυκλοφορία των εμβολίων, παρουσίασε τους δύο μήνες κλινικών δοκιμών (για τις μισές δοκιμές) και το 50% ως θετικά σημεία: “ο FDA πρόσθεσε ένα ακόμα προαπαιτούμενο για οποιαδήποτε αίτηση για άδεια εκτάκτου ανάγκης, επιπλέον από αυτό της αποτελεσματικότητας σε ποσοστό 50%: μία ελάχιστη περίοδο δύο μηνών κλινικών δοκιμών για τουλάχιστον τους μισούς από τους συμμετέχοντες σε αυτές”. Στο ίδιο άρθρο έγραψε ότι δόθηκε άδεια εκτάκτου ανάγκης στα εμβόλια “παρά τη μη ολοκλήρωση του συνόλου των κλινικών δοκιμών”.

Στο ίδιο άρθρο, για κάποιο λόγο που όλοι καταλαβαίνουμε ο Toubman ένιωσε την ανάγκη να υπερασπιστεί τον (κρατικό) FDA και τον έλεγχο που δήθεν γίνεται στα μέλη των επιτροπών του για πιθανή σύγκρουση συμφερόντων: “Ελέγξαμε τα μέλη για σύγκρουση συμφερόντων… Πριν από κάθε συνεδρίαση γίνεται αναλυτικός έλεγχος στα μέλη της επιτροπής, σχετικά με σύγκρουση συμφερόντων λόγω των σχέσεων τους με εταιρείες που αιτούνται έγκριση ή αδειοδότηση (των προϊόντων τους) στον FDA, και με ανταγωνιστές των εταιρειών αυτών. Ο έλεγχος είναι σχολαστικός”. Με τα στοιχεία που παραθέτουμε στο κείμενο αυτό για τα μέλη της επιτροπής και με πολύ περισσότερα που μπορεί να βρει κάποιος γι’ αυτά στο διαδίκτυο, θεωρούμε ότι η δήλωση του αυτή ξεπερνά τα όρια του αστείου. Στα ίδια πλαίσια κινείται η δήλωση του στο ίδιο άρθρο για την αντικατάσταση της Sahly από τον Monto: “ένας άλλος ανεξάρτητος ειδικός επιστρατεύτηκε για να προεδρεύσει τις συνεδριάσεις”…

Το «γλείψιμο» του FDA και των αφεντικών του ξεπέρασε κάθε όριο σοβαρότητας, όταν ανέφερε ως καλό παράδειγμα τον…Fauci και όταν έγραψε – χωρίς να το τεκμηριώσει, παρότι είναι δικηγόρος- ότι ο FDA και η επιτροπή παίρνουν στα σοβαρά την «ανεξαρτησία» τους από τη φαρμακοβιομηχανία: “σκεφτείτε την επιτροπή σαν μία ομάδα ειδικών, τόσο εμπεριστατωμένων όσο ο Anthony Fauci… Έχω εντυπωσιαστεί από τη σύνεση των υπολοίπων μελών της επιτροπής. Τόσο ο FDA όσο και η επιτροπή παίρνουν στα σοβαρά το θέμα της ανεξαρτησίας τους από τη φαρμακοβιομηχανία. Αποτελούν πρότυπο για δημόσιες λήψεις αποφάσεων σε θέματα ηθικής. Θα ήταν σοφό μερικοί κρατικοί αξιωματούχοι να έβλεπαν τις διαδικασίες του FDA ως ένα μέσο να αντιμετωπίσουν την έλλειψη αξιοπιστίας μερικών κρατικών συμβουλευτικών επιτροπών, των οποίων τα μέλη συχνά έχουν σημαντική σύγκρουση συμφερόντων”. Εδώ, ένα μέλος της επιτροπής ομολογεί με άμεσο τρόπο ότι μερικές κρατικές συμβουλευτικές επιτροπές στις ΗΠΑ είναι αναξιόπιστες λόγω σημαντικής σύγκρουσης συμφερόντων των μελών τους.

Στις 10 Δεκεμβρίου 2020 ο Τοubman ψήφισε υπέρ της “άδειας έκτακτης ανάγκης”.

The sound of silence

Η Tammy Beckham είναι (ήταν;) τακτικό μέλος της επιτροπής από τον Ιανουάριο του 2020. Είναι ειδικευμένη στις μεταδοτικές ασθένειες και εργάζεται ως διευθύντρια του κρατικού Γραφείου (Τμήματος) Πολιτικής Μεταδοτικών Ασθενειών και HIV/AIDS του Υπουργείου Υγείας των ΗΠΑ.

Στη συνεδρίαση/τηλεδιάσκεψη της 22ης Οκτωβρίου 2020, συστήθηκε στους υπόλοιπους συμμετέχοντες και μετά δεν ξαναπήρε τον λόγο… Παρότι στη λίστα των τακτικών μελών της Συμβουλευτικής Επιτροπής του FDA αναφέρεται ότι η θητεία της σε αυτήν λήγει στις 31 Ιανουαρίου του 2024, δεν συμμετείχε στην κρίσιμη συνεδρίαση της 10ης Δεκεμβρίου 2020, ούτε σε αυτήν της 17ης Δεκεμβρίου 2020, στην οποία δόθηκε «άδεια εκτάκτου ανάγκης» στο εμβόλιο της Moderna. Στη λίστα των συμμετεχόντων σε αυτές τις συνεδριάσεις, το όνομα της απουσιάζει εντελώς· δεν εμφανίζεται ούτε καν ως απούσα. Ο FDA δεν έχει εκδώσει κανένα ανακοινωθέν ή δελτίο τύπου για να δικαιολογήσει την απουσία αυτή…

Τα μέλη της επιτροπής που αντικαταστάθηκαν από τον FDA και δεν συμμετείχαν στη συνεδρίαση της 10ης Δεκεμβρίου 2020

Τέσσερα μη τακτικά μέλη της επιτροπής του FDA που συμμετείχαν στη συνεδρίαση της 22ης Οκτωβρίου 2020, αντικαταστάθηκαν από τον FDA και δεν συμμετείχαν στη συνεδρίαση της 10ης Δεκεμβρίου 2020, στην οποία ψηφίστηκε η “αδειοδότηση έκτακτης ανάγκης” του εμβολίου της Pfizer. Ο FDA δεν έχει αιτιολογήσει δημόσια την αντικατάστασή τους. Είναι τα μέλη που στη συνεδρίαση της 22ης Οκτωβρίου έθιξαν κάποια θέματα σχετικά με το εμβόλιο που δεν ήταν αρεστά στον FDA.

Luigi Notarangelo, επικεφαλής του εργαστηρίου κλινικής ανοσιολογίας και μικροβιολογίας του Εθνικού Ινστιτούτου Αλλεργιών και Μεταδοτικών Ασθενειών του Υπουργείου Υγείας των ΗΠΑ, κλήθηκε να συμμετάσχει στη συνεδρίαση της 22ης Οκτωβρίου 2020 ως έκτακτο (προσωρινό) μέλος με δικαίωμα ψήφου. Aπό το 2016 ως το 2019 o Notarangelo έχει λάβει συνολικές αμοιβές 14.461 δολαρίων από τις φαρμακευτικές εταιρείες Leadiant Bioscience, GlaxoSmithKline και CSL Behring. Στο ίδιο διάστημα, από το παραπάνω ποσό, τα 1.437 δολάρια ήταν η αμοιβή που έλαβε από την GlaxoSmithKline για μία ερευνητική εργασία.

Την τρέχουσα χρονική περίοδο συμμετέχει σε πέντε ερευνητικά προγράμματα, χρηματοδοτούμενα από τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας των ΗΠΑ (National Institute of Health, NIH), συνολικού προϋπολογισμού 3.674.932 δολαρίων. Τα προγράμματα που έχουν χρηματοδοτηθεί από το Υπουργείο, στα οποία έχει συμμετάσχει από το 2009 ως σήμερα, καθώς και το αντίστοιχο κόστος του καθενός, μπορείτε να τα δείτε εδώ.

Μετά τη συνεδρίαση είπε ότι οι μετρήσεις της αποτελεσματικότητας του εμβολίου από τον FDA “είναι μεροληπτικές και στραμμένες (προσανατολισμένες) προς την ασθένεια με ελαφρά συμπτώματα”. Πρόσθεσε ότι “η ασθένεια με ελαφρά συμπτώματα μπορεί να μη σημαίνει πολλά πράγματα”. Επίσης, αμφισβήτησε τις μετρήσεις αυτές: “οι περισσότερες από αυτές είναι υποκειμενικές. Νομίζω ότι αυτή είναι μία σοβαρή ανησυχία. Εννοώ ότι βασιζόμαστε κυρίως πάνω στις αναφορές των ανθρώπων που παίρνουν μέρος στην έρευνα, χωρίς να έχουμε καμία αντικειμενική αξιολόγηση για τις αναφορές αυτές”.

Για τα παιδιά είπε ότι δεν πρέπει να κάνουν το εμβόλιο μέχρι να υπάρξουν επαρκείς αποδείξεις ότι αυτό είναι ασφαλές γι’ αυτά. Επίσης, επισήμανε ότι δεν υπήρξε επαρκής εκπροσώπηση των μειονοτήτων στις κλινικές δοκιμές της Pfizer, και ότι “το πρακτικό αποτέλεσμα θα είναι ότι ίσως ο λευκός πληθυσμός θα προστατευτεί και ότι θα έχουμε σοβαρές περιπτώσεις COVID στον μαύρο πληθυσμό, πράγμα το οποίο θα μπορούσε να είναι μία ολική καταστροφή”.

Με ένα του σχόλιο επιβεβαίωσε ότι στην παρούσα φάση οι εγκαταστάσεις των φαρμακοβιομηχανιών στις οποίες παρασκευάζονται τα νέα εμβόλια δεν επιθεωρούνται από το κράτος των ΗΠΑ: “Δεδομένου ότι έχουμε να κάνουμε με νέες πλατφόρμες, πραγματικά δεν καταλαβαίνω το λόγο για τον οποίον οι εγκαταστάσεις παρασκευής (των εμβολίων) δεν επιθεωρούνται”.

Ο Notarangelo δεν προσκλήθηκε από τον FDA στη συνεδρίαση της 10ης Δεκεμβρίου 2020 στην οποία δόθηκε “άδεια έκτακτης ανάγκης” στο εμβόλιο της Pfizer, ούτε σε αυτήν της 17ης Δεκεμβρίου 2020, στην οποία δόθηκε “άδεια έκτακτης ανάγκης» στο εμβόλιο της Moderna.

Η Kathryn Holmes είναι συνταξιούχος, πρώην ομότιμη καθηγήτρια στο Τμήμα Μικροβιολογίας και Ανοσολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Colorado, Denver και ερευνήτρια των κορωνοϊών για 40 χρόνια πριν συνταξιοδοτηθεί. Τo 2019 το πανεπιστήμιο αυτό έλαβε χρηματοδότηση έρευνας γύρω στα 235 εκατομμύρια δολάρια μόνο από το ΝΙΗ. Το 2019 βρισκόταν στην 31η θέση της κατάταξης των πανεπιστημίων των ΗΠΑ που έλαβαν τη μεγαλύτερη χρηματοδότηση από το ΝΙΗ. 

Η Holmes δεν εμφανίζεται στην επίσημη βάση δεδομένων του αμερικανικού κράτους για τις πληρωμές των γιατρών από φαρμακευτικές εταιρείες. Τα τελευταία 11 χρόνια δεν εμφανίζεται ως ερευνήτρια σε κάποιο πρόγραμμα του Υπουργείου Υγείας των ΗΠΑ. Έχει συμμετάσχει σε 81 ερευνητικά προγράμματα χρηματοδοτούμενα από το κράτος των ΗΠΑ, από το 1985 ως το 2009.

Στη συνεδρίαση της 22ης Οκτωβρίου 2020, στην οποία κλήθηκε να συμμετάσχει ως έκτακτο μέλος, αναφέρθηκε κι αυτή στο θέμα των μετρήσεων της αποτελεσματικότητας του εμβολίου, αμφισβητώντας την επάρκεια του στους ασθενείς με μη ήπια συμπτώματα: “Θα ήθελα να δω πως θα μπορούσαμε να μετρήσουμε τη μετάδοση παρά τις ασθένειες με ελαφρά συμπτώματα, επειδή με αυτό θα αποφευχθεί πιο αποτελεσματικά η διάδοση στην κοινότητα και επίσης αυτό θα προστατεύσει τους ηλικιωμένους μας”.

Η Holmes δεν προσκλήθηκε από τον FDA στη συνεδρίαση της 10ης Δεκεμβρίου 2020 στην οποία δόθηκε “άδεια έκτακτης ανάγκης” στο εμβόλιο της Pfizer, ούτε σε αυτήν της 17ης Δεκεμβρίου 2020, στην οποία δόθηκε “άδεια έκτακτης ανάγκης” στο εμβόλιο της Moderna.

Ο Michael Nelson είναι πρόεδρος της Αμερικανικής Επιτροπής Αλλεργιών και Ανοσολογίας, και γιατρός στο ιατρικό κέντρο του αμερικανικού στρατού Walter Reed. Από το 2017 αυτό το ιατρικό κέντρο συμμετέχει σε μία σύμπραξη μαζί με το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας (ΝΙΗ)Τα τελευταία δέκα χρόνια λαμβάνει από το ΝΙΗ ετήσια χρηματοδότηση ύψους 1,6-3 εκατομμυρίων δολαρίων.

Από το 1985 μέχρι σήμερα ο Nelson έχει συμμετάσχει σε 450 (!) ερευνητικά προγράμματα, χρηματοδοτούμενα από το αμερικανικό κράτος. Στην παρούσα φάση συμμετέχει ταυτόχρονα σε 32(!) ερευνητικά προγράμματα.

Στη συνεδρίαση της 22ης Οκτωβρίου, στην οποία συμμετείχε ως έκτακτο μέλος, ο Nelson παρατήρησε– μεταξύ άλλων- ότι “υπό αυτές τις συνθήκες και για την άδεια χρήσης έκτακτης ανάγκης, απαιτούνται περισσότερα δεδομένα σε πραγματικό χρόνο”. Επίσης, παρατήρησε ότι κάποιες πληθυσμιακές ομάδες δεν εκπροσωπούνται επαρκώς στις κλινικές δοκιμές και ότι για όσους κάνουν το εμβόλιο και αποκτήσουν ανοσία στον ιό, θα πρέπει να μελετηθεί η διάρκεια της ανοσίας αυτής.

Στο κλείσιμο της συνεδρίασης, όταν ο προεδρεύων Arnold Monto έκανε μία σύνοψη των σχολίων των μελών, δεν συμπεριέλαβε σε αυτήν αρκετά από αυτά. Ο Nelson τον διόρθωσε, υπενθυμίζοντας του ότι είχε παραλείψει να συμπεριλάβει στη σύνοψη “πολλές ανησυχίες” μελών της επιτροπής σχετικά με τον τρόπο μέτρησης της αποτελεσματικότητας των εμβολίων, δηλαδή στο εάν η Pfizer έχει εστιάσει δυσανάλογα στην αντιμετώπιση ήπιων περιπτώσεων και όχι στις περιπτώσεις ασθενών με σοβαρά συμπτώματα.

Ο Nelson δεν προσκλήθηκε από τον FDA στη συνεδρίαση της 10ης Δεκεμβρίου 2020, στην οποία δόθηκε “άδεια έκτακτης ανάγκης” στο εμβόλιο της Pfizer, ούτε σε αυτήν της 17ης Δεκεμβρίου 2020, στην οποία δόθηκε ανάλογη αδειοδότηση στο εμβόλιο της Moderna.

Ο David Wentworth είναι ανώτερο στέλεχος του κρατικού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Ασθενειών (CDC), το οποίο, όπως αναφέρεται στην ιστοσελίδα του FDA, είναι “αδελφοί οργανισμοί” με τον FDA. Συγκεκριμένα, είναι επικεφαλής του Υποτμήματος για τη Γρίπη, του Τμήματος Ιολογικής Επιτήρησης και Διάγνωσης. Από το 2004 μέχρι το 2014 έχει συμμετάσχει σε 9 ερευνητικά προγράμματα χρηματοδοτούμενα από το κράτος των ΗΠΑ (στα 8 από αυτά ως βασικός ερευνητής), συνολικού προϋπολογισμού 10.335.702 δολαρίων.

Στη συνεδρίαση της 22ης Οκτωβρίου 2020 αναφερόμενος στα εμβόλια mRNA είπε ότι έχουμε να κάνουμε με κάτι εντελώς καινούργιο, “με κάποιες πολύ νέες πλατφόρμες, όπως το mRNA σαν πλατφόρμα. Αυτό είναι πολύ διαφορετικό από όλα τα πράγματα που έχουν δοθεί στους ανθρώπους γενικά, σε μεγάλες ποσότητες”. Αναρωτήθηκε αν ο FDA είχε εξετάσει το ενδεχόμενο να δώσει ένα μεγαλύτερο χρονικό περιθώριο για τις δοκιμές και παρατήρησε: “εδώ μιλάτε για μία γλυκοπρωτεΐνη- ακίδα που αλληλεπιδρά με έναν υποδοχέα που ελέγχει τη φυσιολογία, και δεν ξέρετε που ακριβώς θα καταλήξουν μέσα στον ξενιστή όλα αυτά τα λιπιδικά νανοσωματιδία. Έτσι απλά αναρωτιόμουν, υπάρχει καμία ιδέα, πριν κυκλοφορήσουν τα εμβόλια να παραταθεί η έρευνα γι’ αυτές τις μοναδικές πλατφόρμες για τις οποίες ξέρουμε πολύ λίγα πράγματα;”.

Ο Wentworth δεν προσκλήθηκε από τον FDA στην κρίσιμη συνεδρίαση και ψηφοφορία της 10ης Δεκεμβρίου 2020, ούτε σε αυτήν της 17ης Δεκεμβρίου 2020, στην οποία δόθηκε “άδεια έκτακτης ανάγκης” στο εμβόλιο της Moderna.

Οι αντικαταστάτες

Στη συνεδρίαση της 10ης Δεκεμβρίου 2020 ο FDA αφαίρεσε από τη λίστα των συμμετεχόντων ένα τακτικό μέλος (Τammy Beckham) και πέντε μη τακτικά μέλη, και κάλεσε δέκα νέα μη τακτικά μέλη με δικαίωμα ψήφου. Τα δέκα αυτά νέα μέλη κλήθηκαν να ψηφίσουν, μη έχοντας συμμετάσχει σε καμία από τις προηγούμενες συνεδριάσεις της επιτροπής για το εμβόλιο αυτό.

Η Oveta Fuller είναι ιολόγος, καθηγήτρια μικροβιολογίας και ανοσολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Michigan (βλ. πιο πριν), φανατική μεθοδίστρια και μέλος του Ιδρύματος Ford. Έχει δηλώσει ότι είναι “ισχυρή υπέρμαχος των εμβολίων”.

Από το 1985 ως το 2005 συμμετείχε σε 18 ερευνητικά προγράμματα με κρατική χρηματοδότηση από το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας των ΗΠΑ (ΝΙΗ), συνολικού προϋπολογισμού 1,9 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Σε όλα ήταν η βασική ερευνήτρια. Ξαφνικά, το 2005 σταμάτησε να συμμετέχει σε ερευνητικά προγράμματα. Δεν έχει συμμετάσχει σε κάποιο ανάλογο πρόγραμμα τα τελευταία 17 χρόνια.

Στη συνεδρίαση της 10ης Δεκεμβρίου 2020 εξέφρασε αρκετές ανησυχίες σχετικά με το νέο εμβόλιο: “Είμαστε σε αχαρτογράφητα ύδατα, με πολλά άγνωστα θέματα: το ανοσοποιητικό σύστημα, την παθογένεια του SARS-CoV-2, την πρώτη μαζική χρήση ενός εμβολίου mRNA για έναν RNA ιό, την κατανομή ενός εμβολίου που συντηρείται στην κατάψυξη…”.

Ανησυχίες εξέφρασε και για τις πιθανές παρενέργειες του εμβολίου και την έλλειψη έρευνας πάνω σε αυτές: “δεν έχουμε ιδέα τι μπορεί να κάνει στους ανθρώπους ένα mRNA εμβόλιο. Από τους 20.000 ανθρώπους που έκαναν το εμβόλιο (στις κλινικές δοκιμές) θα περάσουμε στα εκατομμύρια των ανθρώπων που θα το κάνουν, έχοντας μία πολύ περιορισμένη ποσότητα εκτιμήσεων αυτού του κινδύνου”.

Επίσης, ρώτησε τους εκπροσώπους της Pfizer ποια είναι τα συστατικά του εικονικού φαρμάκου (placebo) που χρησιμοποιήθηκε στις δοκιμές, χωρίς φυσικά να λάβει απάντηση. Είπε ότι υπάρχουν πολύ λίγα στοιχεία για το τι γίνεται σε όσους κάνουν το εμβόλιο και μετά μολύνονται από τον ιό, επειδή η δίμηνη έρευνα δεν τους είχε συμπεριλάβει. Σχετικά με τους ασυμπτωματικούς, παρατήρησε ότι θα ήθελε περισσότερα δεδομένα για το πώς αντιδρούν οι ασυμπτωματικοί που έχουν προσβληθεί από τον ιό, καθώς ούτε αυτή η ομάδα δεν συμπεριλήφθηκε στις κλινικές δομικές του εμβολίου της Pfizer. Τις ίδιες ανησυχίες εξέφρασε και για την αναποτελεσματικότητα του εμβολίου σε νέα στελέχη του ιού.

Πρότεινε την παράταση των κλινικών δοκιμών για τουλάχιστον δύο επιπλέον μήνες: “δύο ακόμα μήνες κλινικών δοκιμών στην φάση 3 (προσθέτοντας εθελοντές υγειονομικούς υπαλλήλους, ανθρώπους που διαμένουν για πολλά χρόνια σε ιδρύματα, και άλλους) θα μας έδιναν αποτελέσματα που θα βασίζονταν σε στοιχεία και που θα έδιναν πληροφορίες στους ερευνητές, θα διεύρυναν τις κατηγορίες ανθρώπων που θα συμμετείχαν και θα οικοδομούσαν την εμπιστοσύνη του κοινού έτσι ώστε να κάνει (ή μερικοί να μην κάνουν) ένα ασφαλές εμβόλιο του οποίου η αποτελεσματικότητα θα έχει ελεγχθεί καλύτερα”.

Για τη διαδικασία της τηλεδιάσκεψης σημείωσε: “Δεν μπορούσαμε έχουμε οπτική επαφή με τους άλλους συναδέλφους μας στο πάνελ. Αν κάποιος με είδε στο μεγαλύτερο μέρος αυτής της διαδικασίας, θα κατάλαβε ότι η γλώσσα του σώματος μου έλεγε ότι δεν πιστεύω ότι εδώ φτάνουμε να συζητήσουμε τα πιο συναφή ζητήματα» και “υπάρχει μεγάλη ουρά σε ένα πάνελ με 20 περίπου ανθρώπους· αν είσαι ο 10ος στη σειρά μπορεί να μην προλάβεις να κάνεις την ερώτηση σου”.

Η Fuller ψήφισε «όχι» στη συνεδρίαση της 10ης Δεκεμβρίου. Η αρνητική της ψήφος δεν οφειλόταν στην εναντίωση της στο εμβόλιο αυτό, αλλά στο γεγονός ότι έκρινε ότι δεν υπήρχαν επαρκή δεδομένα για την ασφάλεια του: “Η ψήφος μου δεν σήμαινε «όχι, ποτέ», η ψήφος μου σήμαινε «όχι ακόμα» για την άδεια έκτακτης ανάγκης”. Eίπε επίσης ότι περίμενε περισσότερες αρνητικές ψήφους: “Πραγματικά μου προξένησε έκπληξη το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας. Νόμιζα ότι θα υπήρχαν περισσότερες αρνητικές ψήφοι, βασιζόμενη στον τρόπο της διατύπωσης (του ερωτήματος), γι’ αυτό και μου προξένησε έκπληξη ότι ήταν 17 θετικές, 4 αρνητικές και 1 αποχή”.

Μία εβδομάδα μετά, στη συνεδρίαση της επιτροπής για το εμβόλιο της Moderna ψήφισε «ναι». Σε δύο διαφορετικές δηλώσεις της έδωσε δύο διαφορετικές – και κατά τη γνώμη μας σε μεγάλο βαθμό αντιφατικές – αιτιολογήσεις της ψήφου της. Και οι δύο δημοσιεύτηκαν λίγο μετά τη λήξη της συνεδρίασης. Στην πρώτη υποστήριξε ότι ψήφισε θετικά επειδή “το πουλάκι είχε πετάξει (the train had left the station)”. Καθόλου επιστημονική αυτή η αιτιολόγηση, αλλά μάλλον πιο κοντά στην πραγματικότητα από τη δεύτερη: “αρχικά δεν πίστευα ότι (μία άδεια έκτακτης ανάγκης) θα ήταν αυτό που θα προκρινόταν, όμως εκτιμώ το γεγονός ότι η Moderna μας έδωσε μία διαφανή και διεξοδική μελέτη… Γι’ αυτό είπα ναι”.

Ο Juan Gea-Banacloche εργάζεται στο Τμήμα Μεταδοτικών Ασθενειών του νοσοκομείου της Ιατρικής Σχολής Mayo Clinic στο Phoenix της Arizona. Έχει λάβει δύο υποτροφίες και δύο βραβεία (με τις ανάλογες χρηματοδοτήσεις) των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας των ΗΠΑ (National Institute of Health, NIH). Επίσης, έχει υπάρξει πρόεδρος και μέλος τεσσάρων επιτροπών των ΝΙΗ και μίας επιτροπής του FDA.

Από το 2008 ως το 2017 έχει συμμετάσχει σε δώδεκα ερευνητικά προγράμματα χρηματοδοτούμενα από τα ΝΙΗ, συνολικού προϋπολογισμού 22,6 εκατομμυρίων δολαρίων, από τα οποία ήταν ο βασικός ερευνητής μόνο σε δύο.  

Η Mayo Clinic αυτοαποκαλείται “ένας από τους μεγαλύτερους μη κερδοσκοπικούς πανεπιστημιακούς οργανισμούς στις ΗΠΑ”, ο οποίος το 2019 είχε… κέρδη 1,06 δισεκατομμύρια δολάρια και συνολικά έσοδα 13,82 δισεκατομμύρια δολάρια, από τα οποία τα 549 εκατομμύρια δολάρια προέρχονται από δωρεές “γενναιόδωρων ευεργετών”. Το 2018 το καθαρό ενεργητικό προερχόμενο από δωρεές ξεπερνούσε τα 4,5 δισεκατομμύρια δολάρια. Το 2019 η ιατρική της σχολή βρισκόταν στην 13η θέση της κατάταξης των ιατρικών σχολών των ΗΠΑ με τη μεγαλύτερη χρηματοδότηση από το ΝΙΗ, με πάνω από 512 εκατομμύρια δολάρια.

Έχει τρία νοσοκομεία και πολλά ιατρικά κέντρα στις ΗΠΑ, ένα νοσοκομείο στο Λονδίνο και στο Abu Dhabi και πολλά γραφεία σε έντεκα χώρες του κόσμου. Βρίσκεται στην πρώτη θέση κατάταξης του U.S. News and World Report για τα νοσοκομειακά ιδρύματα των ΗΠΑ. Το 2019 και το 2020 το Newsweek έχει κατατάξει το νοσοκομείο Mayo Clinic του Rochester στην πρώτη θέση μεταξύ όλων των νοσοκομείων του κόσμου. Ένα νοσοκομείο και τέσσερα ιατρικά κέντρα της Mayo Clinic είναι οι ακριβότεροι οργανισμοί παροχής υγείας στην πολιτεία της Minnessota. Από το 1992 μέχρι σήμερα η Mayo Clinic στο Rochester βρίσκεται σταθερά στις δύο πρώτες θέσεις μεταξύ των ιδρυμάτων και οργανισμών που λαμβάνουν τη μεγαλύτερη χρηματοδότηση από τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας των ΗΠΑ (ΝΙΗ), με μεγάλη διαφορά από τον τρίτο. Το 2020 έλαβε από το κράτος των ΗΠΑ το ποσό των 277 εκατομμυρίων δολαρίων.

Η Mayo Clinic δεν είναι μία απλή επιχείρηση. Στις ΗΠΑ και γενικά στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες το Κεφάλαιο ασκεί πολιτική, συχνά χωρίς τη διαμεσολάβηση των πολιτικών. Ο πρόεδρος της Mayo Clinic, Gianrico Farrugia, είναι υπεύθυνος του τομέα της Υγείας στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ. Η Mayo χρησιμοποιεί την τεχνογνωσία της Google για την ψηφιοποίηση των υπηρεσιών της και η Google εισάγει ιατρικές πληροφορίες της Mayo στη μηχανή αναζήτησης της. Μαζί με την Microsoft, την Salesforce και την Oracle, η Mayo Clinic συμμετέχει σε μία σύμπραξη με σκοπό τη δημιουργία ενός “ψηφιακού πιστοποιητικού εμβολιασμού”, αλλιώς “πιστοποιητικού υγειονομικών φρονημάτων”, στα πλαίσια της εμβάθυνσης του παγκόσμιου ολοκληρωτισμού. Παράλληλα, συμμετέχει ενεργά στην εκστρατεία της υπερεθνικής φαρμακοβιομηχανίας (Big Pharma) υπέρ των εμβολίων, αποκρύπτοντας τεχνηέντως το γεγονός ότι οι εμβολιασμοί θα γίνονται σε τακτά χρονικά διαστήματα.

Δεν προξένησε έκπληξη σε κανέναν η θετική ψήφος του Banacloche στην ψηφοφορία της 10ης Δεκεμβρίου. Αυτό που θέλουμε να σημειώσουμε είναι ότι η Mayo Clinic έστειλε στην επιτροπή ένα δευτεροκλασάτο μέλος της. Επίσης, δεν πέρασε απαρατήρητη η σχεδόν μηδαμινή συμμετοχή του Banacloche στη «συζήτηση». Περιορίστηκε σε μία μόνο ερώτηση προς τους εκπροσώπους της Pfizer. Συγκεκριμένα ρώτησε αν είναι αναγκαία και η δεύτερη δόση του εμβολίου ή αν υπάρχει η πιθανότητα να είναι αρκετή μία μόνο δόση. Αυτήν την ερώτηση-πάσα προς τους εκπροσώπους της Pfizer κάποια μέσα παραπληροφόρησης στις HΠΑ επιχείρησαν να την παρουσιάσουν ως… πίεση προς την Pfizer: “O Βanacloche…πίεσε τους εκπροσώπους της Pfizer σχετικά με το αν μία δόση είναι αρκετή για την προστασία”. Τόσο πολύ δυσκόλεψε την εκπρόσωπο της Pfizer που απάντησε, που είχε έτοιμες τις διαφάνειες που απαντούσαν στην ερώτηση και που έδειχναν ότι πρέπει να γίνουν δύο δόσεις του εμβολίου.

Ο David Kim, ιολόγος, είναι ο διευθυντής του τμήματος εμβολίων του Υπουργείου Υγείας των ΗΠΑ (Department of Health and Human Services) από το 2014. Από το 1995 ως το 2014 ήταν στέλεχος του κρατικού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) των ΗΠΑ. Έχει συμμετάσχει και σε άλλες επιτροπές του FDA.

Ο Kim ψήφισε «όχι» επειδή το ερώτημα που τέθηκε σε ψηφοφορία αφορούσε στις ηλικίες άνω των 16 ετών. Είπε ότι δεν υπήρχαν επαρκή στοιχεία για τις ηλικίες 16-17 έτη και ως εκ τούτου οι αυτή η ηλικιακή ομάδα δεν θα έπρεπε να συμπεριληφθεί στον εμβολιασμό. Μετά την ψηφοφορία δήλωσε ότι θα ψήφιζε «ναι» αν το όριο ηλικίας είχε τεθεί στα 18 έτη.

Στη συνεδρίαση της 10ης Δεκεμβρίου 2020 η συνεισφορά του Kim στη «συζήτηση» ήταν μικρή. Έθεσε το ερώτημα αν είναι ασφαλής ο εμβολιασμός των ανθρώπων που είναι θετικοί στον HIV. Ο εκπρόσωπος της Pfizer, στην απάντηση του παραδέχτηκε ότι δεν υπάρχουν επαρκή πειραματικά δεδομένα γι’ αυτήν την πληθυσμιακή ομάδα. Μετά το τέλος της ψηφοφορίας, σε μία ιστοσελίδα που ειδικεύεται σε ιατρικά θέματα δήλωσε ότι τόσο αυτός όσο και οι υπόλοιποι που ψήφισαν «όχι» δεν είχαν τη δυνατότητα να εξηγήσουν τις απόψεις τους κατά τη συνεδρίαση.

Ο Patrick Moore είναι καθηγητής στο Τμήμα Μικροβιολογίας και Μοριακής Γενετικής του Ινστιτούτου (Ερευνητικού Κέντρου) για τον Καρκίνο του Πανεπιστημίου του Pittsburgh. Το 2019 το πανεπιστήμιο αυτό βρισκόταν στην 14η θέση της κατάταξης των πανεπιστημίων των ΗΠΑ με τη μεγαλύτερη κρατική χρηματοδότηση έρευνας, με περίπου 500 εκατομμύρια δολάρια.

Το Ερευνητικό Κέντρο για τον Καρκίνο του Πανεπιστημίου του Pittsburgh έχει πάρα πολλούς σπόνσορες, μεταξύ των οποίων φαρμακευτικές και βιοτεχνολογικές εταιρείες – κολοσσοί, όπως η Genentech (θυγατρική της Roche), η Celgene θυγατρική της Delaware), η Coherus Biosciences, Inc, η Janssen Biotech (θυγατρική της Johnson & Johnson), η Bayer, η Sanofi Genzyme, η Seattle Genetics, η Immunomedics (Gilead) κ.α. Το 2016 έλαβε κρατική επιχορήγηση 62,3 εκατομμυρίων δολαρίων για 5 χρόνια. Το 2019 είχε λειτουργικά έσοδα ύψους 21 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Τα περιουσιακά του στοιχεία αποτιμώνται στα 17 δισεκατομμύρια δολάρια. Το Ιατρικό Κέντρο του Πανεπιστημίου του Pittsburgh (UPMC) στο οποίο ανήκει έχει συμπεριληφθεί πολλές φορές από το U.S. News & World Report ανάμεσα στα καλύτερα νοσοκομεία των ΗΠΑ. Το 2019 κατατάχθηκε 15ο καλύτερο νοσοκομείο στις ΗΠΑ.

Ο Moore είναι ειδικευμένος στη βιολογία του καρκίνου. Στο παρελθόν έχει συνεργαστεί με το CDC στην αντιμετώπιση επιδημιών μηνιγγίτιδας. Και αυτός έχει περάσει από την ΕIS (Epidemic Intelligence Service), δηλαδή την υπηρεσία του CDC που θεωρείται η CIA του τομέα της Υγείας στις ΗΠΑ.

Στη συνεδρίαση ο Moore ρώτησε αν η Pfizer είχε βρει τις αλληλουχίες του SARS-CoV-2 από τον οποίο είχαν προσβληθεί οχτώ άτομα παρότι είχαν εμβολιαστεί. Η εκπρόσωπος της εταιρείας απάντησε ότι κάτι τέτοιο δεν είχε γίνει από την εταιρεία. Αυτό είναι ένα ακόμη στοιχείο που δείχνει πως δόθηκε στο εμβόλιο της Pfizer άδεια έκτακτης ανάγκης πολύ πρώιμα και με πολλή βιασύνη, χωρίς καν να έχουν αναλυθεί όλα τα δεδομένα των (επίσης βιαστικών) κλινικών ερευνών. Σε ερώτηση του αν υπάρχει πιθανότητα τα RNAs του εμβολίου να μετατραπούν σε DNA, σημειώνουμε ότι ο εκπρόσωπος της Pfizer που του απάντησε δεν το απέκλεισε κατηγορηματικά. Κρατάμε το μέρος της απάντησης του ότι “ένα μικρό ποσό του RNA εισέρχεται στο κύτταρο” και ότι υπάρχει “μικρή πιθανότητα” να γίνει κάτι τέτοιο.

Παρατήρησε επίσης ότι δεν υπάρχουν στοιχεία για το ποια θα είναι η επίδραση του εμβολίου σε ανθρώπους που δεν έχουν προσβληθεί από τον ιό. Ο εκπρόσωπος της Pfizer παραδέχτηκε ότι “δεν υπάρχουν στοιχεία από πειράματα σε ανθρώπους που να δείχνουν ότι το εμβόλιο προστατεύει από την προσβολή (μόλυνση) από τον ιό”.

Μία μέρα μετά την ψηφοφορία, σε μία σύντομη συνέντευξη του στην ιστοσελίδα του Ερευνητικού Κέντρου για τον Καρκίνο του Πανεπιστημίου του Pittsburgh, στο οποίο εργάζεται, δήλωσε ότι “δεν έχουμε αδιάσειστα στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι το εμβόλιο εμποδίζει κάποιον να μεταδώσει τον ιό, ακόμα κι αν αυτός μπορεί να είναι προστατευμένος από αυτόν. Γι’ αυτό θα πρέπει να συνεχίζετε να φοράτε μάσκα και να τηρείτε τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης”… Στην ίδια συνέντευξη εγκωμίασε τη Pfizer, τον FDA και την επιτροπή στην οποία συμμετείχε, λέγοντας ότι “όλοι μας ήμασταν εξαιρετικά εστιασμένοι και αποτελεσματικοί”… Αν δεν παινέψεις το σπίτι σου, θα πέσει να σε πλακώσει. Επίσης, εκθείασε την κυβέρνηση (Trump) στο θέμα της αδειοδότησης των εμβολίων: “αυτό είναι το ανώτατο επίπεδο επαγγελματισμού που έχω δει σε μία κυβέρνηση. Είναι πραγματικά περήφανος για το πώς λειτούργησε το σύστημα”. Θεωρούμε ότι στην περίπτωση του τα σχόλια είναι περιττά. Επίσης, είναι περιττό να πούμε ότι ο Moore ψήφισε υπέρ της αδειοδότησης έκτακτης ανάγκης για το εμβόλιο της Pfizer αλλά και γι’ αυτό της Moderna.

Ο Ofer Levy είναι παιδίατρος, διευθυντής (επικεφαλής) του προγράμματος εμβολιασμού του Νοσοκομείου Παίδων της Βοστόνης, καθηγητής παιδιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Harvard και συνεργάτης (συνεργαζόμενο μέλος) του ερευνητικού κέντρου Broad Institute των MIT και Harvard. Από το 2002 μέχρι σήμερα έχει συμμετάσχει σε 75(!) ερευνητικά προγράμματα που έχουν χρηματοδοτηθεί από το κράτος των ΗΠΑ (ΝΙΗ) με το συνολικό ποσό των 95 εκατομμυρίων δολαρίων. Σημειώνεται ότι σε όλα ήταν ο βασικός ερευνητής. Σήμερα συμμετέχει ταυτόχρονα σε 24(!) προγράμματα χρηματοδοτούμενα από τα NIH, συνολικού προϋπολογισμού 68,6 εκατομμυρίων δολαρίων.

Για το πανίσχυρο πανεπιστήμιο-επιχείρηση-κέντρο εξουσίας που λέγεται Harvard δεν χρειάζεται να γράψουμε πολλά πράγματα. Θεωρείται το καλύτερο και ισχυρότερο πανεπιστημιακό ίδρυμα στον κόσμο. Η Ιατρική Σχολή του Harvard είναι εδώ και πολλά χρόνια μακράν η πρώτη στην κατάταξη των χρηματοδοτούμενων ιατρικών σχολών στις ΗΠΑ. Το 2019 έλαβε πάνω από 1,6 δισεκατομμύρια δολάρια μόνο από τα ΝΙΗ, ποσό υπερδιπλάσιο αυτού που έλαβε ως χρηματοδότηση η δεύτερη στην κατάταξη ιατρική σχολή των ΗΠΑ.

Αναφέραμε κάποια στοιχεία γι’ αυτό στην ανάρτηση μας για την επιχείρηση βιοπειρατείας που πραγματοποίησε στην Κίνα. Σε αυτήν γράφαμε ότι ένας από τους πρωταγωνιστές της έμπνευσης και υλοποίησης του λεγόμενου «Προγράμματος (Ανάγνωσης) Ανθρώπινου Γονιδιώματος» (Human Genome Project, HGP) ήταν το Harvard, μέσω του ερευνητικού του κέντρου Broad Institute. Επίσης, παράλληλα με αυτό το πρόγραμμα, το Harvard «τρέχει» και το δικό του πρόγραμμα ανάγνωσης και σύνθεσης ανθρώπινου γονιδιώματος.

Το 2003, στα πλαίσια της αναβάθμισης του  βιοτεχνολογικού ερευνητικού του κέντρου Whitehead Institute, το Harvard ίδρυσε τον ιατρικό, βιολογικό και βιοτεχνολογικό κολοσσό “Eli and Edythe L. Broad Institute of MIT and Harvard”, ίσως το μεγαλύτερο ερευνητικό κέντρο στον κόσμο με τεράστια έσοδα και περιουσιακά στοιχεία. Ο Eli Broad είναι ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους στον πλανήτη. Στο Broad Institute εργάζονται οι τέσσερις από τους πέντε σημαντικότερους ερευνητές στον τομέα της γονιδιωματικής και όλοι οι επικεφαλής του HGP. Σύμφωνα με τα στοιχεία της διεθνούς βάσης επιστημονικών δεδομένων International Scientific Ιndexind (ISI), ανάμεσα στους 250 σημαντικότερους επιστήμονες παγκοσμίως (σε όλους τους επιστημονικούς τομείς) οι 28 εργάζονται στο Broad Institute. Την τελευταία δεκαετία έχει λάβει από τα κρατικά NIH πάνω από 1,3 δισεκατομμύρια δολάρια. Επίσης, από την ίδρυση του μέχρι σήμερα έχει λάβει αμύθητα ποσά σε δωρεές, μερικές από τις οποίες αναφέρουμε στην ανάρτηση μας για την επιχείρηση βιοπειρατείας στην Κίνα.

Στη συνεδρίαση-τηλεδιάσκεψη της 10ης Δεκεμβρίου ο Levy ευχαρίστησε την Pfizer “για την εντυπωσιακή της προσπάθεια και την εξαιρετική της παρουσίαση” και πρότεινε να συμπεριληφθούν και οι έφηβοι και τα παιδιά στις πληθυσμιακές ομάδες των κλινικών δοκιμών, έτσι ώστε να εμβολιαστούν και αυτές οι ηλικιακές κατηγορίες στο μέλλον. Παρότι διάφοροι ομιλητές εξέθεσαν τους κινδύνους και τα προβλήματα που ενέχει κάτι τέτοιο, μετά τη συνεδρίαση δήλωσε ότι δεν βλέπει το λόγο για τον οποίο δε θα έπρεπε να συμπεριληφθεί ένας 17χρονος στις κλινικές δοκιμές. Έδειξε να μη συμμερίζεται τις ανησυχίες για πιθανές παρενέργειες του εμβολίου, οι οποίες εκφράστηκαν ακόμα κι από μέλη της επιτροπής. Μία μέρα πριν από τη συνεδρίαση δήλωσε“βλέπω τις τυπικές πληροφορίες για την ασφάλεια (του εμβολίου) που θα περίμενε να δει κανείς”, προαναγγέλλοντας την αναμενόμενη θετική του ψήφο.

To Ηarvard εκπροσωπήθηκε στην επιτροπή και από ένα ακόμα μέλος του: τον Eric Rubin. Ο Rubin είναι καθηγητής μικροβιολογίας και μοριακής γενετικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Harvard, πρόεδρος του Τμήματος Ανοσολογίας και Μεταδοτικών Νοσημάτων της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Harvard, κλινικός γιατρός στο νοσοκομείο του Harvard Brigham Women’s Hospital, ανώτερο στέλεχος του Broad Institute, και αρχισυντάκτης του επιστημονικού περιοδικού The New England Journal of Medicine.

Από το 1992 μέχρι σήμερα ο Rubin έχει συμμετάσχει σε 150 (!) ερευνητικά προγράμματα χρηματοδοτούμενα από το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας των ΗΠΑ, συνολικού προϋπολογισμού περίπου 70 εκατομμυρίων δολαρίων. Σήμερα συμμετέχει σε πέντε ανάλογα ερευνητικά προγράμματα, συνολικού προϋπολογισμού περίπου 2 εκατομμυρίων δολαρίων.

Στην τηλεδιάσκεψη έθεσε τον προβληματισμό αν το τεστ αντισωμάτων που χρησιμοποιήθηκε από την Pfizer στη συγκεκριμένη φάση των κλινικών δοκιμών είναι η κατάλληλη εξέταση, δεδομένου ότι ο δείκτης προσβολής των συμμετεχόντων σε αυτές ήταν εξαιρετικά υψηλός, όπως παρατήρησε. Επίσης, αν και είπε ότι το εμβόλιο έχει υψηλό δείκτη αποτελεσματικότητας, σημείωσε ότι κάποιες κατηγορίες όπως οι τρόφιμοι γηροκομείων “δεν υπήρχαν πουθενά στην έρευνα (της Pfizer)”.

Επέλεξε την ημέρα της ψηφοφορίας (10η Δεκεμβρίου 2020) για να δημοσιεύει στο επιστημονικό περιοδικό στο οποίο είναι αρχισυντάκτης δύο άρθρα σχετικά με το εμβόλιο της Pfizer. Το πρώτο είναι η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των κλινικών δοκιμών του εμβολίου της Pfizer που είχαν πραγματοποιηθεί μέχρι εκείνη τη στιγμή, σχετικά με την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα του εμβολίου. Όπως αναφέρεται στη δημοσίευση, η έρευνα “υποστηρίχθηκε από τις BioNTech και Pfizer”. Επίσης, σχεδόν όλοι οι επιστήμονες που το υπογράφουν σχετίζονται άμεσα με αυτές τις εταιρείες και έχουν καταφανή σύγκρουση συμφερόντων, η οποία αναφέρεται με περιληπτικό τρόπο σε παράρτημα του άρθρου.

Το δεύτερο είναι ένα σύντομο κείμενο γνώμης – editorial, στο οποίο ο κύριος συντάκτης είναι ο ίδιος. Στο άρθρο αυτό υποστηρίζει τα συμπεράσματα της έρευνας της Pfizer, όπως αυτά δημοσιεύτηκαν στο πρώτο κείμενο. Κρατάει όμως και μία «πισινή» για ζητήματα όπως η ασφάλεια του εμβολίου: “Φυσικά παραμένουν κάποια σημαντικά ζητήματα. Μόνο 20.000 περίπου άτομα έκαναν αυτό το εμβόλιο. Θα προκύψουν απροσδόκητα θέματα ασφάλειας όταν ο αριθμός αυτός αυξηθεί και φτάσει σε εκατομμύρια και πιθανώς δισεκατομμύρια άτομα; Θα εμφανιστούν παρενέργειες κατά τη διάρκεια μιας μεγαλύτερης σε διάρκεια έρευνας (παρακολούθησης); Για πόσο καιρό θα παραμείνει αποτελεσματικό το εμβόλιο; Το εμβόλιο αποτρέπει την ασυμπτωματική νόσο; Περιορίζει τη μετάδοση (από τους ασυμπτωματικούς); Και τι γίνεται με τις ομάδες ανθρώπων που δεν εκπροσωπήθηκαν σε αυτήν τις δοκιμές, όπως παιδιά, έγκυες γυναίκες και ανοσοκατεσταλμένοι ασθενείς διαφόρων ειδών;”. Παρά τα “σημαντικά ζητήματα” που παραμένουν εκκρεμή και που ο ίδιος θίγει στο κείμενο του που δημοσιεύτηκε το πρωί της 10ης Δεκεμβρίου 2020, το απόγευμα της ίδιας μέρας ψήφισε υπέρ της άδειας έκτακτης ανάγκης…

Η Pamela McInnes είναι από το 2018 συνταξιούχος, πρώην υποδιευθύντρια του Εθνικού Κέντρου για την Προαγωγή των Μεταγραφικών Επιστημών των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας των ΗΠΑ (ΝΙΗ). Είναι απόφοιτος της Οδοντιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Witwatersrand (Ν. Αφρική). Από το 1989 ως το 2018 ήταν δημόσιος υπάλληλος σε διάφορες υπηρεσίες των ΝΙΗ.

Η συμμετοχή της στη συνεδρίαση της 10ης Δεκεμβρίου περιορίστηκε σε μία διευκρίνιση που ζήτησε από τους εκπροσώπους του FDA για ένα θέμα άσχετο με την ουσία της συζήτησης. Συγκεκριμένα, ρώτησε αν η φαρμακοβιομηχανία θα μπορούσε να εμπορευτεί το εμβόλιο, δεδομένου ότι η άδεια έκτακτης ανάγκης το κατατάσσει στα υπό έρευνα φαρμακευτικά προϊόντα.

Το γεγονός ότι ο FDA κάλεσε στην θεωρητικά κρίσιμη αυτή συνεδρίαση μία συνταξιούχο πρώην δημόσια υπάλληλο των ΝΙΗ, χωρίς ειδίκευση ή ερευνητική εμπειρία στο θέμα που συζητείτο και αποσυρμένη από την «ενεργό δράση» τα τελευταία δύο χρόνια, είναι ενδεικτικό του τρόπου με τον οποίο χειρίζεται την επιτροπή αλλά και της αναξιοπιστίας της. Όπως ήταν αναμενόμενο, η McInnes ψήφισε υπέρ της άδειας έκτακτης ανάγκης.

Ο Mark Sawyer είναι παιδίατρος, ειδικευμένος στις μεταδοτικές ασθένειες. Είναι καθηγητής κλινικής παιδιατρικής και αντιπρόεδρος θεμάτων εκπαίδευσης στο Πανεπιστήμιο του San Diego στην California. Στο παρελθόν έχει συμμετάσχει και σε άλλες συμβουλευτικές επιτροπές του FDA και του CDC. Από το 1996 ως το 2010 συμμετείχε σε 16 ερευνητικά προγράμματα που έχουν χρηματοδοτηθεί από το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας των ΗΠΑ (ΝΙΗ), συνολικού προϋπολογισμού περίπου 1,5 εκατομμυρίων δολαρίων. Σε όλα ήταν ο βασικός ερευνητής.

Τα τελευταία 18 χρόνια το Πανεπιστήμιο του San Diego βρίσκεται μεταξύ των 18 καλύτερων πανεπιστημίων στον κόσμο, σύμφωνα με το Academic Ranking of World Universities. Τo 2020, για 11 συνεχόμενα χρόνιαοι χρηματοδοτήσεις που έλαβε ξεπέρασαν το 1 δισεκατομμύριο δολάρια ετησίως. Το 2019 ήταν στην 20η θέση στις ΗΠΑ ανάμεσα στις χρηματοδοτήσεις έρευνας που έδωσαν τα ΝΙΗ σε ιατρικές σχολές, έχοντας λάβει πάνω από 408 εκατομμύρια δολάρια.

Στη συνεδρίαση της 10ης Δεκεμβρίου 2020 ο Sawyer εξέφρασε την ανησυχία του για την έλλειψη πειραματικών δεδομένων για την ηλικιακή ομάδα 16-17 ετών, κυρίως για την ανοσοαντιδραστικότητα των ατόμων αυτής της κατηγορίας, δηλαδή την αντίδραση που θα έχει το ανοσοποιητικό τους σύστημα στο εμβόλιο. Σχετικά με αυτό είπε επίσης: “δεν γνωρίζω άλλο εμβόλιο για το οποίο να έχουμε ερευνητικά δεδομένα από ενήλικες και να τα έχουμε ερμηνεύσει ή να έχουμε βγάλει συμπεράσματα από αυτά και να τα έχουμε μεταφέρει σε ανήλικους”. Παρότι πρότεινε να καθυστερήσει η έγκριση του εμβολίου για τους κάτω των 18 ετών, στο τέλος ψήφισε υπέρ της “άδειας έκτακτης ανάγκης” του εμβολίου της Pfizer (και γι’ αυτές τις ηλικιακές ομάδες)…

To 2015 είχε δηλώσει ότι τα εμβόλια για τη μηνιγγίτιδα Β αποτελούν μία “γκρίζα ζώνη”: “ήμουν σε μία διάσκεψη στην οποία ήταν πάνω από 500 παιδίατροι και συζητούσαμε γι’ αυτό το θέμα (τα εμβόλια για τη μηνιγγίτιδα Β) για περισσότερο από μισή ώρα, επειδή είναι μία πραγματικά γκρίζα ζώνη”.  Το ίδιο έτος, δύο χρόνια μετά την παρασκευή και κυκλοφορία εκείνων των εμβολίων είχε πει“για τα νέα εμβόλια που κυκλοφορούν στην αγορά υπάρχει έλλειψη διεξοδικών (ολοκληρωμένων) στοιχείων πάνω στην ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα τους συγκριτικά με τα εμβόλια που γίνονται για δεκαετίες σε δεκάδες εκατομμυρίων ανθρώπων”. Ο τίτλος του άρθρου στο οποίο δημοσιεύτηκε η είδηση ήταν “Οι γιατροί είναι διχασμένοι σχετικά με τα εμβόλια για τη μηνιγγίτιδα Β”.  

Ο Ralph Tripp είναι καθηγητής στο Τμήμα Μεταδοτικών Ασθενειών της Κτηνιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Georgia, ερευνητής σε θέματα ανοσολογίας και εμβολίων και πρόεδρος του Τμήματος Ανάπτυξης Εμβολίων σε Ζώα στην Georgia Research Alliance. Στο παρελθόν έχει υπάρξει επικεφαλής μίας επιστημονικής ομάδας του κρατικού οργανισμού CDC.

Από το 1990 μέχρι σήμερα έχει συμμετάσχει σε 23 ερευνητικά προγράμματα που έχουν χρηματοδοτηθεί από το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας των ΗΠΑ (ΝΙΗ), συνολικού προϋπολογισμού 6,28 εκατομμυρίων δολαρίων. Σήμερα συμμετέχει σε δύο ανάλογα προγράμματα, συνολικού προϋπολογισμού 936 χιλιάδων δολαρίων.

Η Georgia Research Alliance αυτοαποκαλείται «μη κερδοσκοπικός οργανισμός». Από το 1990 που ιδρύθηκε έχει λάβει πάνω από 600 εκατομμύρια δολάρια χρηματοδότηση από την πολιτεία της Georgia. To 2018 είχε δηλώσει έσοδα 8,9 εκατομμύρια δολάρια. Σύμφωνα με την εταιρεία, οι περίπου 70 ερευνητές που ανήκουν στην επιστημονική της ομάδα λαμβάνουν κάθε χρόνο χρηματοδότηση ύψους 530 εκατομμυρίων δολαρίων, χάρις στη μεσολάβηση της εταιρείας. Πρόσφατα η Georgia Research Alliance επένδυσε 2 εκατομμύρια δολάρια στο τμήμα στο οποίο είναι επικεφαλής ο Tripp.

Αυτό που παρέλειψε να αναφέρει ο Tripp στην αυτοπαρουσίαση του στη συνεδρίαση της 10ης Δεκεμβρίου 2020, ούτε αναφέρεται στο επίσημο βιογραφικό του στην ιστοσελίδα του Πανεπιστημίου της Georgia, είναι ότι είναι επικεφαλής της επιστημονικής ομάδας της νέας εταιρείας βιοτεχνολογίας TrippBio. Ουσιαστικά η εταιρεία ανήκει στην επίσης νέα εταιρεία (2019) SpinUp Corporation του Billy Meadow. Η εταιρεία αυτή, φέρει στον τίτλο της το όνομα του Tripp, επειδή βασίζεται στην έρευνα του πάνω στη χρήση υπαρχόντων φαρμάκων για την καταπολέμηση νέων ασθενειών. Στην περίπτωση της COVID-19, o Tripp και η ομάδα του έχουν βρει ότι το εγκεκριμένο από τον FDA φάρμακο TD213 καταπολεμά σε πολύ μεγάλο βαθμό την ασθένεια αυτήμειώνοντας το ιικό φορτίο κατά 90%.  Η έρευνα βρίσκεται ακόμη σε προκαταρκτικά στάδια· κάποια στιγμή όμως στο προσεχές μέλλον η TrippBio θα αιτηθεί από τον FDA την έγκριση του φαρμάκου για χρήση κατά της COVID-19. Για το σκοπό αυτό η εταιρεία έχει ήδη υπογράψει συμφωνία για την άδεια εκμετάλλευσης του φαρμάκου αυτού με το ερευνητικό ίδρυμα του Πανεπιστημίου της Georgia (ένας ακόμα «μη κερδοσκοπικός» οργανισμός…), στο οποίο είναι καθηγητής ο Tripp.

Στη συνεδρίαση-τηλεδιάσκεψη της 10ης Δεκεμβρίου 2020 ο Tripp πήρε μόνο μία φορά το λόγο για την λακωνική αυτοπαρουσίαση του… Ψήφισε υπέρ της άδειας έκτακτης ανάγκης. Δεν κλήθηκε στη συνεδρίαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020 για το εμβόλιο της Moderna. Επίσης, δεν έχει σχολιάσει δημόσια το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας ή κάτι σχετικό με αυτήν.

Η Melinda Wharton είναι γιατρός ειδικευμένη στις μεταδοτικές ασθένειες. Είναι απόφοιτη της Ιατρικής Σχολής του Harvard, με μεταπτυχιακό στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Johns Hopkins. Είναι διευθύντρια  του Τμήματος Ανοσολογίας των κρατικών Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ (CDC). Έχει περάσει από πολλές υπηρεσίες των CDC. Άρχισε να εργάζεται ως κρατικός υπάλληλος το 1986 στην ΕIS (Epidemic Intelligence Service) των CDC, δηλαδή στην υπηρεσία που στις ΗΠΑ θεωρείται η CIA του τομέα της Υγείας.

Τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) και ο Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) είναι δύο τμήματα του Υπουργείου Υγείας των ΗΠΑ (ΗΗS, Department of Health and Human Services). Με άλλα λόγια, το Υπουργείο Υγείας των ΗΠΑ σύστησε μία ρυθμιστική αρχή, αυτή η ρυθμιστική αρχή σύστησε μία συμβουλευτική επιτροπή και σε αυτήν τοποθέτησε έναν ανώτερο υπάλληλο του Υπουργείου στο οποίο ανήκει η ρυθμιστική αυτή αρχή…

Στη συνεδρίαση-τηλεδιάσκεψη της 10ης Δεκεμβρίου 2020  πήρε μόνο μία φορά το λόγο για τη σύντομη αυτό-παρουσίαση της… Ψήφισε υπέρ της άδειας έκτακτης ανάγκης. Από τότε δεν έχει σχολιάσει δημόσια το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας ή κάτι σχετικό με αυτήν.

Αυτοί που ποτέ δεν εμφανίζονται

Το 2018 η ιστοσελίδα Propublica δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο “Ο FDA εξοφλεί το χρέος του στη φαρμακοβιομηχανία, ρίχνοντας βιαστικά επικίνδυνα φάρμακα στην αγορά”. Αντιγράφουμε ένα μικρό απόσπασμα από αυτό: “«Ξέρεις ποιοι δεν εμφανίζονται ποτέ στις συμβουλευτικές επιτροπές; Οι άνθρωποι που πέθαναν στις κλινικές δοκιμές» είπε με λύπη ένας πρώην υπάλληλος του FDA που ζήτησε να μείνει ανώνυμος, επειδή συνεχίζει να εργάζεται στον ίδιο χώρο. «Κανείς δεν μιλάει γι’ αυτούς»”.

Independent Researchers independent-researchers@riseup.net

=====================
 "O σιωπών δοκεί συναινείν"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.