Καθυστερημένα πληροφορήθηκα τα της διοργάνωσης στις 15 Μαρτίου από το Πανεπιστήµιο Αθηνών, τις δικαστικές ενώσεις και την Ενωση Επιστηµόνων Ευρωπαϊκών Σπουδών, επιστηµονικής εκδήλωσης µε θέµα «Ευρωπαϊκό ∆ίκαιο και ελληνική ∆ικαιοσύνη: ένας αναγκαίος διάλογος». Ο διάλογος αυτός είναι γνωστό ότι διεξάγεται μέσω της λεγόμενης «προδικαστικής παραπομπής», δηλαδή του μηχανισμού που επιτρέπει στους εθνικούς δικαστές να απευθυνθούν στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΔΕΕ) και να θέσουν ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία και το κύρος πράξεων του ενωσιακού δικαίου.
Εκρινα σκόπιμο να γράψω αυτό το σχόλιο για δύο λόγους. Πρώτον, έτυχε λίγες ημέρες πριν από την εκδήλωση και συγκεκριμένα στις 3 Μαρτίου να δημοσιευθούν οι επίσημες στατιστικές του ΔΕΕ για το έτος 2022, οι οποίες αποκαλύπτουν τις ακριβείς διαστάσεις του «αναγκαίου» χαρακτήρα του διαλόγου των Ελλήνων δικαστών με το ΔΕΕ. Από τις 546 προδικαστικές παραπομπές που καταγράφηκαν το 2022, μόνο 4(!) προήλθαν από ελληνικά δικαστήρια. Η εικόνα αυτή είναι το λιγότερο απογοητευτική για μία χώρα που αισίως συμπλήρωσε 42 χρόνια θητείας στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Αρκεί να κοιτάξουμε τις επιδόσεις άλλων κρατών-μελών και να τις συγκρίνουμε από οποιαδήποτε σκοπιά με τις δικές μας. Στην πρωτοπορία βρίσκεται η Γερμανία με 98 παραπομπές και ακολουθούν η Ιταλία με 63, η Βουλγαρία(!) με 43, η Ισπανία με 41, η Πολωνία με 39, ενώ σε αντίστοιχα χαμηλά με την Ελλάδα επίπεδα κινούνται π.χ. η Δανία, η Εσθονία, η Λετονία και σε ακόμη μικρότερα η Σουηδία με δύο παραπομπές. . . .
Αλλά κι αν συνυπολογίσουμε τον πληθυσμιακό παράγοντα, η σύγκριση είναι αρνητική μεταξύ των χωρών με αντίστοιχο με την Ελλάδα πληθυσμό: σημειώνουμε ότι από την Αυστρία προέρχονται 34 παραπομπές, το Βέλγιο 30, την Πορτογαλία 28, την Ουγγαρία 20 και την Τσεχία 13. Το ίδιο ισχύει, αν χρησιμοποιήσουμε το κριτήριο της «αρχαιότητας» των κρατών-μελών στην Ενωση, υπό την έννοια ότι τα παλαιότερα κράτη έχουν μικρότερη ανάγκη να ζητούν τη βοήθεια του ΔΕΕ. Βλέπουμε να συμβαίνει το αντίθετο, αφού από τα ιδρυτικά μέλη έγινε ήδη λόγος για τη Γερμανία, την Ιταλία και το Βέλγιο, που έχουν να επιδείξουν υψηλό αριθμό παραπομπών, οπότε απομένουν η Ολλανδία με 28, η Γαλλία με 23 και το Λουξεμβούργο με 2 παραπομπές.
Στη χρήση αριθμών και στατιστικών θα αντιτείνει κανείς το επιχείρημα ότι η ποσότητα δεν σημαίνει απαραιτήτως και ποιότητα του διαλόγου. Αυτό ίσως έχει κάποια βάση, όταν όμως οι αριθμοί δεν είναι τόσο μικροί και άρα αφήνουν περιθώρια για ουσιαστική αξιολόγηση των «ελληνικών» παραπομπών. Με ένα ερώτημα ανά τρίμηνο δεν συμβάλλεις στη σωστή ερμηνεία και εφαρμογή του ευρωπαϊκού ενωσιακού δικαίου.
Ο δεύτερος λόγος της παρέμβασής μου έχει σχέση με την πρόσφατη δημοσίευση της απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) στην υπόθεση Γεωργίου κατά Ελλάδας, η οποία αποτελεί πράγματι κόλαφο για τη χώρα μας. Η Ελλάδα καταδικάσθηκε με αυστηρούς όρους από το Δικαστήριο του Στρασβούργου για προσβολή του δικαιώματος για δίκαιη δίκη, επειδή ο Αρειος Πάγος ως ανώτατο δικαστήριο αρνήθηκε –και μάλιστα χωρίς αιτιολογία– να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο του Λουξεμβούργου, προκειμένου το τελευταίο να ερμηνεύσει κρίσιμες για την υπόθεση και την ποινική καταδίκη του πρώην προέδρου της ΕΛΣΤΑΤ, Ανδρέα Γεωργίου, διατάξεις του Κώδικα Ορθής Πρακτικής για τις Ευρωπαϊκές Στατιστικές. Αξίζει να σημειωθεί ότι το ΕΔΑΔ, δικαιώνοντας τον προσφεύγοντα, κάλεσε ρητώς τις ελληνικές αρχές να αποκαταστήσουν τη διαταραχθείσα νομιμότητα και να διασφαλίσουν ότι στη νέα διαδικασία ο Αρειος Πάγος θα εξετάσει το αίτημα του κ. Γεωργίου για προδικαστική παραπομπή στο ΔΕΕ.
Κι αν δεν αρκούν όλα τα παραπάνω, υπάρχουν κι άλλα επιχειρήματα που καταδεικνύουν πόση σημασία έχει τα ελληνικά δικαστήρια να προχωρήσουν σε περισσότερες προδικαστικές παραπομπές στο ΔΕΕ. Πρώτον, δεν μπορώ να φαντασθώ ότι μόνο σε τέσσερις περιπτώσεις τέθηκαν κρίσιμα ζητήματα ενωσιακού δικαίου που επέβαλαν τη χρήση της παραπομπής. Δεύτερον –και σπουδαιότερο– πρέπει να γίνει σαφές ότι με το όπλο της προδικαστικής παραπομπής οι εθνικοί δικαστές μπορούν να επηρεάσουν μέσω των θέσεων που θα εκφράσουν στις παραπεμπτικές αποφάσεις τους την ερμηνεία και εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου. Ο ρόλος του εθνικού δικαστή στο πλαίσιο του άρτια οργανωμένου διαλόγου με το ΔΕΕ δεν είναι παθητικός, αλλά ουσιαστικός, αφού το ίδιο το Δικαστήριο του Λουξεμβούργου παροτρύνει τα εθνικά δικαστήρια να μη θέτουν απλώς ερωτήματα για την ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου και το κύρος των πράξεων των ενωσιακών οργάνων, αλλά να προτείνουν και την απάντησή τους, η οποία δεν είναι ασφαλώς δεσμευτική για το ΔΕΕ, αλλά λαμβάνεται υπόψη. Ετσι δημιουργούνται οι προϋποθέσεις, ώστε ο εθνικός δικαστής να συμβάλει με τις σκέψεις του στην ίδια τη διαμόρφωση του ενωσιακού δικαίου.
Αν πάλι είναι αλήθεια αυτό που εξέφρασε προ δεκαετίας αγαπητός φίλος και επίτιμος πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, ότι δηλαδή οι Ελληνες δικαστές ένιωθαν ασφάλεια στη διάρκεια της (μακράς) προεδρίας μου στο ΔΕΕ, τους διαβεβαιώ ότι μπορούν να αισθάνονται την ίδια ασφάλεια και σήμερα. Αλλωστε δεν πρέπει να λησμονούν ότι στο ΔΕΕ υπηρετούν σήμερα δύο πρώην μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας, που γνωρίζουν πολύ καλά τυχόν ανησυχίες των Ελλήνων συναδέλφων τους. Δεν υπάρχει λοιπόν δικαιολογία για την άκρως επιφυλακτική στάση των δικαστών μας απέναντι στον θεσμό της προδικαστικής παραπομπής.
Επομένως, «φίλη» μεν η συζήτηση για τον αναγκαίο διάλογο της ελληνικής Δικαιοσύνης με το ευρωπαϊκό Δίκαιο, «φιλτέρα» όμως η απόδειξη ότι οι δικαστές μας αντιλαμβάνονται ποιες σοβαρές υποχρεώσεις επιφέρει και ποιες σπουδαίες ευκαιρίες προσφέρει η προδικαστική παραπομπή στο ΔΕΕ.
Με άλλες λέξεις, είναι ασφαλώς σωστό και χρήσιμο να πραγματοποιούνται επιστημονικές εκδηλώσεις, όπως αυτή που έδωσε την αφορμή για το παρόν σχόλιο. Αρκεί να μη μείνουμε πάλι στα λόγια, αλλά να ακολουθήσουν πράξεις.
* Ο κ. Βασίλης Σκουρής είναι πρώην Πρόεδρος του Δικαστηρίου Ε.Ε. (2003-2015).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.