Χωρίς αμφιβολία, ο «Ηγεμόνας» είναι το πιο επαναστατικό έργο του Μακιαβέλι και παραμένει ένα οργανικό έργο γραμμένο με πάθος:
Όσο κι αν είναι αξιέπαινο σε έναν Ηγέτη να τηρεί τις αποφάσεις του και να ζει με ακεραιότητα και χωρίς πονηριά, η πείρα έχει δείξει ότι οι πραγματικά φωτισμένοι Ηγέτες επέδειξαν ευελιξία στον τρόπο εφαρμογής των αποφάσεών τους και ότι χρησιμοποίησαν την πονηριά τους για να γυρίσουν τα κολλημένα μυαλά των άλλων.
Ο Ηγέτης πρέπει να ξέρει πως υπάρχουν δύο τρόποι επιβολής: Ο νόμος και η βία.
Ο πρώτος ταιριάζει στους ανθρώπους, η δεύτερη στα κτήνη. Πολλές φορές όμως, επειδή δεν επαρκεί ο πρώτος, προσφεύγουμε στη δεύτερη.
Είναι απαραίτητο στον Ηγέτη να ξέρει να παίζει καλά και το ρόλο του ανθρώπου και το ρόλο του κτήνους. . . .
Αυτό καλύτερα από όλους το είπαν οι αρχαίοι Έλληνες. Για αυτό γράψανε ότι τον Αχιλλέα, αλλά και πολλούς άλλους αρχαίους ηγεμόνες τους δώσανε για ανατροφή και διδασκαλία στον κένταυρο Χείρωνα, που ήταν μισός άνθρωπος και μισός κτήνος. Το ότι είχε ο Αχιλλέας δάσκαλο κάποιον που ήταν μισός αγρίμι και μισός άνθρωπος σημαίνει πως είναι αναγκαίο να ξέρει ο Ηγέτης πότε πρέπει να προτάσσει τη μία και πότε την άλλη φύση και πως η μία χωρίς την άλλη δεν μπορεί να τον πάει μακριά.
Δεν αρκεί να ξέρει ο Ηγέτης να παίζει το αγρίμι όταν χρειάζεται. Πρέπει να μπορεί να ξεχωρίσει πότε θα πρέπει να γίνει λιοντάρι και πότε αλεπού. Επειδή ως αλεπού, θα μυρίζεται τις παγίδες και ως λιοντάρι, θα σκιάζει τους λύκους.
Όποιος παριστάνει μόνο το λιοντάρι, δε θα πάει μακριά. Αντίθετα, όποιος ξέρει να παριστάνει μόνο την αλεπού, επιβιώνει.
Δεν έχει νόημα να τηρεί ο Ηγέτης τις αποφάσεις του όταν εξέλιπαν οι λόγοι που τον έκαναν να τις πάρει. Εκτός αυτού, και οι άλλοι, επίσης, δεν πρόκειται να τηρήσουν τις δικές τους αποφάσεις, αν εκ των υστέρων κρίνουν πως δεν τους συμφέρει να τις τηρήσουν.
Η συνταγή να αλλάζει ο Ηγέτης της αποφάσεις του ανάλογα με το συμφέρον του θα ήταν ανήθικη, αν ήταν ηθικοί οι άλλοι άνθρωποι. Επειδή όμως οι περισσότεροι δεν είναι ηθικοί, για αυτό θα πρέπει ο Ηγέτης να προσαρμοσθεί.
Είναι ανάγκη ο Ηγέτης να ξέρει να καλύπτει τις εκάστοτε προθέσεις του και να μην είναι εμφανές πότε είναι λιοντάρι και πότε αλεπού. Να ξέρει επίσης πως πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι πρόθυμοι να παίξουν το ρόλο του θύματος και στις δύο περιπτώσεις.
Δεν είναι πάντα απαραίτητο ο Ηγέτης να κατέχει στ' αλήθεια την ικανότητα της μετάλλαξης από λιοντάρι σε αλεπού, είναι όμως απαραίτητο να δίνει την εντύπωση πως την κατέχει.
Οι πέντε αρετές που θα πρέπει να δείχνει πως έχει ο Ηγέτης είναι:
- Ψυχοπόνια,
- Πίστη στη φιλία,
- Ακεραιότητα,
- Ανθρωπιά και
- Ευλάβεια.
Η καλύτερη περίπτωση Ηγέτη είναι εκείνη που όχι από προσποίηση αλλά από χαρακτήρα και νοοτροπία γίνεται πότε λιοντάρι και πότε αλεπού.
Δηλαδή, θα πρέπει να φαίνεται πονόψυχος, καλός φίλος, γλυκομίλητος, ακέραιος, ευλαβής και όντως να είναι. Όμως μέσα του να είναι έτσι φτιαγμένος που, μόλις η τύχη και οι άνεμοι φέρουν τα πράγματα έτσι ώστε να χρειαστεί να μην είναι πια, να μπορεί και να ξέρει να αλλάζει στο αντίθετο.
Οι περισσότεροι άνθρωποι βλέπουν τι φαίνεσαι, ενώ λίγοι νιώθουν τι στην πραγματικότητα είσαι, αλλά κι αυτοί οι τελευταίοι δεν τολμούν να πάνε κόντρα στη γνώμη των πρώτων, επειδή οι πρώτοι είναι οι περισσότεροι.
Η μάζα πάντα μαγεύεται από τα φαινόμενα και από την επιτυχία του Ηγέτη.
Εκείνοι οι λίγοι που δεν πείθονται από αυτά, τότε μόνο μπορούν να αποκτήσουν υπόσταση, όταν τους βάλει η μάζα για στήριγμά της.
Νικολό Μακιαβέλι «Ο Ηγεμόνας»
Περίπλους, 2002, σελ. 34 - 35
==================
VIDEO: Εισαγωγη Διονύση ς Βίτσος
Niccolò Machiavelli’s The Art of War
Κατελής Βίγκλας, «Νικολό Μακιαβέλι: “Περί της τέχνης του πολέμου” – Η γένεση της νεώτερης στρατηγικής σκέψης», ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. Μηνιαίο Περιοδικό για την Ελληνική και Παγκόσμια Στρατιωτική Ιστορία, τεύχος 232, Μάιος 2016, 68-79.
Περίληψη
Το έργο του φιλοσόφου της Αναγέννησης Νικολό Μακιαβέλι έχει τύχει εκτεταμένης αναγνώρισης, εξαιτίας της λεπτής και επεξεργασμένης σκέψης του, αλλά και αποδοκιμασιών, εξαιτίας παρότρυνσης του ηγέτη ενός κράτους να χρησιμοποιήσει την εξαπάτηση και τη σκληρότητα για να διατηρηθεί στην εξουσία. Σε ένα από τα λιγότερο γνωστά βιβλία του, το «Περί της Τέχνης του Πολέμου», ο Μακιαβέλι συζητά εκτενώς μεθόδους διεξαγωγής των πολεμικών συγκρούσεων, με βάση τόσο τον αρχαίο ρωμαϊκό στρατό όσο και μη δυτικούς στρατούς, χωρίς να υποτιμά τη χρήση των πυροβόλων όπλων και του πυροβολικού, που είχαν πρόσφατα κάνει την εμφάνισή τους. Αυτό το έργο είναι ακόμη και σήμερα χρήσιμο για τη στρατηγική σκέψη, χάρη στις σοφές συμβουλές, στα τεχνάσματα και στα στρατηγήματά του, αλλά και στην έμφαση που δίνει στην αξία του ηγετικού νου ως σημαντικού παράγοντα για την έκβαση ενός πολέμου.
Λέξεις κλειδιά: πόλεμος, Ρωμαίοι, στρατηγική, Αναγέννηση, Νικολό Μακιαβέλι, ηγέτης, πυροβόλα, στρατός
Niccolò Machiavelli’s The Art of War. The Birth of Modern Military Thought
Abstract
The work of the Renaissance philosopher Niccolò Machiavelli has received widespread recognition, for its subtle and well elaborated thought, but also it has been disapproved, because of prompting the leader of a State to use deception and cruelty in order to remain in power. In one of his least-known books, The Art of War, Machiavelli extensively discusses methods of warfare, based on both the ancient Roman military and non-Western armies, without underestimating the use of firearms and artillery, which had recently made their appearance. This work is still useful for the strategic thinking, due to its wise advices, its tricks and stratagems, but also to the emphasis it gives on the value of the leading mind as an important factor in the outcome of a war.
Keywords: war, Romans, strategy, Renaissance, Niccolò Machiavelli, leader, artillery, army
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο Νικολό Μακιαβέλι γεννήθηκε στη Φλωρεντία στις 3 Μαΐου 1469 και ήταν γιος του νομικού Μπερνάρντο Μακιαβέλι και της Μπαρτολομέα Νέλι που είχαν ακόμη δύο πρεσβύτερες θυγατέρες κι έναν γιο νεώτερο από τον Νικολό. Στις 19 Ιουνίου του 1498 έγινε γραμματέας της δεύτερης Καγκελαρίας της Φλωρεντίας και αμέσως μετά γραμματέας των Δέκα (των «Υπουργείων Εξωτερικών και Αμύνης»). Το 1501 παντρεύτηκε τη Μαριέτα Κορσίνι με την οποία απέκτησε πέντε παιδιά, τέσσερα αγόρια κι ένα κορίτσι. Συμμετείχε ολόψυχα στην εργασία του, διεκπεραιώνοντας έναν όγκο αλληλογραφίας και λαμβάνοντας μέρος σε πολλές αποστολές στη Γαλλία και στην παπική Αυλή, ενώ είχε συναντήσεις με τον Γερμανό αυτοκράτορα, τον Καίσαρα Βοργία (1), την Ιταλίδα ευγενή και κόμισσα του Φορλί Αικατερίνη Σφόρτσα (2) κ.ά.
Ο Μακιαβέλι βρέθηκε επανειλημμένα στο πεδίο της μάχης κατά την πολύχρονη πολιορκία της Πίζας (παραδόθηκε το 1509), ενώ το 1506, επιδιώκοντας να εφαρμόσει ένα προσωπικό του σχέδιο, συγκέντρωσε άνδρες για να καταρτίσει σώματα εθνοφυλακής, που εμφανίστηκαν και στην Πίζα. Το 1512 οι Ισπανοί επανέφεραν τους Μεδίκους (3) στη Φλωρεντία, που είχαν εξοριστεί το 1494, και εκδίωξαν τον Πέτρο Σοντερίνι, που είχε επιλεγεί ισόβια στη διοίκηση της πόλης από το 1502. Κατόπιν ο Μακιαβέλι έχασε τη θέση του, συνελήφθηκε και βασανίστηκε, καθώς ήταν ύποπτος για συνομωσία εναντίον των Μεδίκων. Στη συνέχεια αποσύρθηκε από τον δημόσιο βίο με κάποια απογοήτευση.
Μετά την αποχώρησή του από την πολιτική, ο Μακιαβέλι ασχολήθηκε με τη συγγραφή, παράγοντας φιλοσοφικά και πολιτικά έργα. Ο Μακιαβέλι έμεινε κυρίως γνωστός ως συγγραφέας και φιλόσοφος για το έργο του «Ο Ηγεμόνας» («Il Principe» -1513), που περιείχε συμβουλές για τη χρήση των καλύτερων μέσων από τους ηγεμόνες ώστε να παραμείνουν στην εξουσία. Στο έργο αυτό ισχυρίστηκε ότι οι ηγεμόνες θα πρέπει να χρησιμοποιήσουν τη σκληρότητα, την απάτη και άλλα δόλια μέσα για την ενδυνάμωση της θέσης τους στα μάτια των λαών τους. Ο όρος «μακιαβελικός» αποδίδεται έκτοτε σε όποιον χρησιμοποιεί απάτη και οπορτουνισμό για τη χειραγώγηση των άλλων, αλλά ο ορισμός αυτός αδικεί την πολύπλοκη θεωρία του Μακιαβέλι για τη σχέση μεταξύ ηθικής και πολιτικής. Το θεμελιώδες πιστεύω του ήταν πως ένα ισχυρό κράτος όφειλε να ανταποκριθεί με επιτυχία σε κάθε ανθρώπινη επιδίωξη. Αυτή η άποψη αναπτύσσεται και στο έργο του «Discorsi sopra la prima deca di Tito Livio» («Διατριβές πάνω στην πρώτη Δεκάδα του Τίτου Λίβιου», 1513-21), στο οποίο αναλύονται τα επιτεύγματα της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, ώστε να γίνουν κατανοητές οι απαιτήσεις μιας επιτυχημένης δημοκρατικής κυβέρνησης. Ο Μακιαβέλι έδινε έμφαση στην ύπαρξη ενός ισχυρού πολιτικού κώδικα ηθικής για τη διατήρηση του υψηλού φρονήματος, της virtu (4) των πολιτών, και την αποφυγή της διαφθοράς. Τα συγγράμματά του αποδεικνύουν ότι επρόκειτο για έναν πολιτικό ρεαλιστή που στήριζε τις απόψεις του σε εμπειρικές παρατηρήσεις.
Το 1520 ο Μακιαβέλι διορίστηκε πρώτος ιστοριογράφος της Φλωρεντίας. Μετά την εκ νέου πτώση των Μεδίκων το 1527, οι ελπίδες του να εξασφαλίσει μια θέση στη νέα δημοκρατία διαψεύστηκαν και απεβίωσε λίγο αργότερα, στις 21 Ιουνίου του ίδιου έτους.
Η πολιτική σκέψη του Μακιαβέλι εκφράζεται και στο έργο του «Περί της Τέχνης του Πολέμου» («Dell’ Arte della Guerra») σε τέτοιον βαθμό, ώστε πολλοί να το τοποθετούν μαζί με τα άλλα δύο συνθέτουν μια τριλογία του πολιτικού συγγραφικού του έργου. Οι περισσότεροι σχολιαστές του Μακιαβέλι περιορίζονται στον «Ηγεμόνα» και στις «Διατριβές πάνω στην πρώτη Δεκάδα του Τίτου Λίβιου», λησμονώντας το «Περί της Τέχνης του Πολέμου». Ομως, κατά τον Μακιαβέλι, η τέχνη του πολέμου αποτελεί το μόνο αντικείμενο της πολιτικής. Ο Ιταλός φιλόσοφος πίστευε πως η μόνη τέχνη του πολιτικού είναι αυτή του αρχηγού του στρατού, της στρατηγικής και της πειθαρχίας, της οργάνωσης και της εκπαίδευσης του στρατεύματος. Σύμφωνα με τη φιλοσοφία του, ο πόλεμος είναι η βάση για τη θεμελίωση του κράτους.
Οπως παρατήρησε ο ιστορικός της Αναγέννησης στην Ιταλία Γιάκομπ Μπούρκχαρτ (1818–1897), ο πόλεμος εκείνη την εποχή είχε προσλάβει χαρακτήρα έργου τέχνης. Στη μεσαιωνική Δύση, η εκπαίδευση του πολεμιστή όσον αφορά την άμυνα και τη χρήση των όπλων ήταν ιδιαίτερα τελειοποιημένη. Επίσης, υπήρχαν πάντοτε ευφυείς εφευρέτες της οχυρωματικής και της πολιορκητικής τέχνης. Ομως η εξέλιξη της στρατηγικής σκέψης παρακωλύθηκε από τους περιορισμούς που έθετε η στρατιωτική θητεία, αλλά και από τη φιλοδοξία των ευγενών οι οποίοι έριζαν π.χ. ενώπιον του εχθρού για την πρωτοκαθεδρία στη μάχη και με την τυφλή ορμή τους αποτύγχαναν στις σημαντικότερες μάχες. Αντίθετα, στους Ιταλούς κυριάρχησε νωρίτερα ο θεσμός των μισθοφόρων. Στην Ιταλία εμφανίστηκε για πρώτη φορά ως συγκροτημένη θεωρία η επιστήμη και η τέχνη του πολέμου, καθώς οι Ιταλοί αντιμετώπιζαν τον πόλεμο και τη σωστή διεξαγωγή του ως ψυχρό επαγγελματισμό, κάτι που αποδεικνύεται από τη συχνή αλλαγή παράταξης των κοντοτιέρων (5). Η ιταλική φιλολογία της Αναγέννησης βρίθει πολεμικών περιγραφών και αναφορών σε στρατηγήματα. Ωστόσο, στη Φλωρεντία η κατάσταση ήταν ανησυχητική, εφόσον η πόλη αρνείτο πεισματικά να εισαγάγει τις απαραίτητες στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις που άλλα ιταλικά κράτη άρχισαν να υιοθετούν τον 15o αιώνα. Ενώ οι γείτονες των Φλωρεντινών πειραματίζονταν με νέες μεθόδους ελέγχου του στρατού και δημιούργησαν ειδικά διοικητικά όργανα για στρατιωτικά θέματα, οι πλούσιοι έμποροι της Δημοκρατίας της Φλωρεντίας, απρόθυμοι να καταβάλουν την απαραίτητη φορολογία για τη διατήρηση μόνιμης στρατιωτικής δύναμης, συνέχισαν να βασίζονται σε ομάδες μισθοφόρων που προσλάμβαναν για μικρό χρονικό διάστημα. Η πολιτική αυτή παρεμπόδισε την εξάπλωση της Φλωρεντίας και έδωσε ώθηση στις ηγεμονικές τάσεις της Τοσκάνης και της κεντρικής Ιταλίας, αφήνοντας την πόλη άοπλη, αδύναμη και ανυπεράσπιστη απέναντι στους αντιπάλους της. Μετά την επιδρομή των Γάλλων το 1494, που κατέληξε στην απέλαση των Μεδίκων και στην απώλεια της σημαντικότερης πόλης της δημοκρατίας, του επινείου της Πίζας, πολλοί επικριτές -με κυριότερο τον Μακιαβέλι- κατηγόρησαν με πικρία την ελίτ για την παραμέληση των στρατιωτικών υποθέσεων. Σε αυτό το πλαίσιο συγγράφηκε και το «Περί της Τέχνης του Πολέμου».
Επίσης, τονίζεται η σημασία της οργάνωσης για τη νίκη στον πόλεμο. Η οργάνωση προϋποθέτει την κατάλληλη επιλογή των ανθρώπων, τον οπλισμό τους, την ιεράρχησή τους, την εκπαίδευσή τους σε μικρές ή μεγάλες ομάδες, τη διαίρεση σε τμήματα και την τοποθέτησή τους είτε σε στάση είτε σε προέλαση εναντίον του εχθρού. Κατά την άποψη του Μακιαβέλι, οι άνδρες που θα αξιοποιηθούν στον πόλεμο πρέπει να επιλέγονται από τις χώρες με εύκρατο κλίμα, ώστε να έχουν πνεύμα σωφροσύνης. Οι θερμές χώρες, κατά τη γνώμη του, παράγουν άνδρες σώφρονες, αλλά όχι εύψυχους και οι ψυχρές χώρες άνδρες εύψυχους, αλλά όχι σώφρονες. Δεν παύει πάντως να επιμένει ότι ο κανόνας είναι να προτιμούνται οι ντόπιοι για να υπηρετήσουν στον πόλεμο ενός ηγεμόνα.
Η τελική του θέση είναι ότι η εκπαίδευση καθιστά έναν στρατιώτη ικανό, από όποια χώρα και αν προέρχεται. Επίσης, συμφωνεί ότι καλό είναι οι στρατιώτες να επιλέγονται από την ύπαιθρο, επειδή εκεί όλοι οι άνθρωποι είναι σκληραγωγημένοι, συνηθισμένοι στον ήλιο, αντέχουν να σηκώνουν φορτία και δεν έχουν πονηριά. Ωστόσο, αφού υπήρχαν τότε δύο είδη στρατιωτών, οι πεζοί και οι ιππείς, συνιστά οι πρώτοι να επιλέγονται από την ύπαιθρο και οι δεύτεροι από την πόλη. Οσον αφορά την ηλικία στράτευσης, ο Μακιαβέλι προτείνει ότι αν έπρεπε να αναπληρώσει τα κενά ενός εδραιωμένου στρατού, θα επέλεγε 17χρονους, αλλά αν έπρεπε να δημιουργήσει έναν νέο, θα επέλεγε από όλες τις ηλικίες από τα 17 μέχρι τα 40, ώστε να συγκεντρωθούν σε μικρό χρονικό διάστημα. Γενικά, ο Μακιαβέλι προτιμά οι στρατιώτες να είναι εύπλαστοι και πειθήνιοι.
Κατόπιν, συζητείται το θέμα των επαγγελμάτων από τα οποία θα πρέπει να επιλέγονται οι στρατιώτες. Σύμφωνα με συγγραφείς της εποχής εκείνης, οι κυνηγοί πτηνών, οι αλιείς, οι μάγειροι, οι προμηθευτές και οι επαγγελματίες της ψυχαγωγίας, θα πρέπει να μην αποτελούν την πρώτη επιλογή για στρατολόγηση, αφού προτιμότεροι είναι οι εργάτες της γης, οι μεταλλουργοί και οι σιδηρουργοί, οι μαραγκοί, οι κρεοπώλες, οι κυνηγοί κ.ά. Ωστόσο, ο Μακιαβέλι δεν κρίνει από το επάγγελμα την αξία ενός στρατιώτη, θεωρώντας ως καλύτερο κριτήριο για την επιλογή του τη σωστή αξιοποίησή του. Παρ’ όλα αυτά, δεν παύει να θεωρεί τους χωρικούς, που είναι συνηθισμένοι στην εργασία με τη γη, ως προτιμότερους για στρατολόγηση, αφού το επάγγελμα αυτό χρησιμοποιείται περισσότερο από όλα τα άλλα στον στρατό. Ακόμη αξιολογεί ως ιδιαίτερα χρήσιμους τους χαλκευτές, τους μαραγκούς, τους σιδηρουργούς και τους παπουτσήδες, καθώς οι ικανότητές αυτές μπορούν να εφαρμοστούν σε πολλούς τομείς και είναι δυνατόν να προσφέρουν διπλή υπηρεσία.
Επίσης, το ιππικό ήταν πολύ χρήσιμο για την πολιτοφυλακή. Ο Μακιαβέλι προτείνει να επιλέγονται ως ιππείς οι πλουσιότεροι, αφού οπλιστούν και εκπαιδευτούν κατάλληλα. Ακόμη θεωρεί ότι η παροχή προμηθειών σε αυτούς είναι αναγκαία, αλλά μόνο για τη συντήρηση των αλόγων τους. Οσον αφορά την πληρωμή του αλόγου και τα προσωπικά τους έξοδα προτείνει ότι πρέπει να καλύπτονται από τους ίδιους.
Στην εποχή του Μακιαβέλι, το βασικό αμυντικό μέσο του πεζικού ήταν ο μεταλλικός θώρακας, ενώ κατά την επίθεση οι πολεμιστές έφεραν μια λόγχη μήκους 4,5-6,5 μ. και ένα ξίφος με στρογγυλεμένη αιχμή – ελάχιστοι προστάτευαν τους βραχίονες και τα πόδια με πανοπλία και κανένας το κεφάλι. Μεταξύ δύο πεζών τάσσονταν τρεις πυροβολητές, οι οποίοι εκτελούσαν τα καθήκοντα των σφενδονητών και των τοξοτών της αρχαιότητας. Αυτή η μέθοδος καθιερώθηκε από τους Γερμανούς και ιδιαίτερα από τους Ελβετούς. Κατά τον Μακιαβέλι, για τη συγκρότηση του καλύτερου στρατού θα έπρεπε να συνδυαστούν οι ρωμαϊκές με τις γερμανικές τακτικές, ώστε οι μισοί άνδρες να εξοπλιστούν με ρωμαϊκά όπλα και οι άλλοι μισοί με γερμανικά (σάρισσες – πυροβόλα).
Επίσης, όσον αφορά το ιππικό, χάρη στις σέλες και τους αναβατήρες της εποχής, ο στρατιώτης μπορούσε να ιππεύσει με μεγαλύτερη σιγουριά σε σχέση με το παρελθόν, ενώ ο οπλισμός του προσέφερε μεγαλύτερη ασφάλεια. Ετσι στην Αναγέννηση μια ίλη από βαρύτατα οπλισμένους ιππείς αντιμετωπιζόταν πολύ πιο δύσκολα απ’ ό,τι το αρχαίο ιππικό.
Στη συνέχεια συγκρίνεται ο τρόπος μάχης των Πάρθων με αυτόν των Ρωμαίων. Οι Πάρθοι, εφόσον πολεμούσαν μόνο έφιπποι, μάχονταν με τρόπο ασταθή και αβέβαιο. Από την άλλη, οι Ρωμαίοι ήταν σχεδόν όλοι πεζοί, πολεμώντας σε μικρή απόσταση μεταξύ τους. Επομένως, ανάλογα με το αν το πεδίο της μάχης ήταν ανοικτό ή κλειστό, υπερίσχυε πότε ο ένας στρατός και πότε ο άλλος. Ο Μακιαβέλι θεωρεί ότι στη δεύτερη περίπτωση οι Ρωμαίοι ήταν ανώτεροι, ενώ στην πρώτη οι Πάρθοι είχαν το πλεονέκτημα. Το επιχείρημα του είναι ότι ο ρωμαϊκός στρατός όντας βραδυκίνητος λόγω του οπλισμού και της οργάνωσής του, δεν μπορούσε να καταδιώξει τους Πάρθους χωρίς να υποστεί σημαντικές απώλειες, καθώς οι αντίπαλοι διέθεταν ίππους και κινούντο ταχύτατα, με αποτέλεσμα να έχουν τη δυνατότητα να καλύπτουν αποστάσεις έως και 80 χλμ. κάθε ημέρα. Για αυτό τον λόγο, οι Πάρθοι κατάφεραν να καταστρέψουν τον στρατό του Ρωμαίου στρατηγού Μάρκου Λικίνιου Κράσσου (115–53 π.Χ.) και να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο αυτόν του Μάρκου Αντώνιου (83–30 π.Χ.).
Οσον αφορά την εκπαίδευση των ανδρών, ο στόχος είναι να γίνουν ταχείς στο τρέξιμο, ικανοί στα άλματα, στο να εμπηγνύουν πασσάλους για να οχυρώνουν τις θέσεις και στην πάλη. Η θέση αυτή στηρίζεται σε τρεις ανάλογες παρατηρήσεις. Πρώτον, η ταχύτητα επιτρέπει την κυρίευση περιοχών πριν από τον εχθρό, την απρόσμενη επίθεση ή την καταδίωξή του, όταν έχει συντριβεί. Δεύτερον, η ευκινησία επιτρέπει την αποφυγή πληγμάτων, την υπέρβαση ορυγμάτων και την αναρρίχηση σε αναχώματα. Τρίτον, η δύναμη επιτρέπει τον αποτελεσματικό χειρισμό των όπλων, την έφοδο κατά του εχθρού και την αντοχή στην επίθεση. Πάνω απ’ όλα όμως, η δύναμη καθιστά το σώμα πιο ανθεκτικό στις κακουχίες και ικανό να μεταφέρει μεγάλα βάρη, κάτι απαραίτητο, καθώς στις δύσκολες εκστρατείες συχνά ο στρατιώτης πρέπει να μεταφέρει εκτός από όπλα και προμήθειες για πολλές ημέρες. Αν δεν ήταν συνηθισμένος σε αυτόν τον φόρτο, δεν θα μπορούσε ούτε να αποφύγει τον κίνδυνο ούτε να επιτύχει τη νίκη. Επίσης, στο δεύτερο βιβλίο υπάρχει μια συναρπαστική αναφορά σχετικά με την επίδραση της στρατιωτικής μουσικής στο ηθικό των στρατιωτών.
Ο Μακιαβέλι όφειλε να εξετάσει την άποψη ότι η εφεύρεση του πυροβολικού καθιστούσε το ρωμαϊκό μοντέλο μάχης παρωχημένο. Η απάντησή του είναι σύντομη και το κύριο επιχείρημά της συνίσταται στο ότι το πυροβολικό δεν έχει ακρίβεια, καθώς εκείνη την εποχή οι βολές του ήταν συχνά πολύ υψηλές ή πολύ χαμηλές. Επιπλέον, πιστεύει ότι το πυροβολικό είναι αργό και δυσκίνητο, οπότε σε μια αναμέτρηση θα ήταν εύκολο να ακινητοποιηθεί κατά τη διάρκεια μιας καταιγίδας. Επίσης, οι μάχες στην εποχή του διεξάγονταν εκ του συστάδην, χωρίς να υπάρχει χώρος για δράση του πυροβολικού. Ο συγγραφέας πάντως υποστηρίζει πως το πυροβολικό χρησιμεύει περισσότερο στον επιτιθέμενο παρά στον αμυνόμενο, ιδιαίτερα σε μια πολιορκία πόλης, ενώ εφόσον το πλεονέκτημα του ρωμαϊκού στρατού έγκειτο στην ικανότητά του για επίθεση, το πυροβολικό θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την ενίσχυση των ρωμαϊκών μεθόδων διεξαγωγής του πολέμου.
Ακόμη σημειώνεται ότι πολλοί στρατοί, όταν διέσχισαν ποταμούς, καταστράφηκαν από έναν επιτήδειο εχθρό που περίμενε να χωριστεί το στράτευμα στα δύο (σε κάθε πλευρά της όχθης) και μετά να επιτεθεί. Επιπλέον, μερικές φορές ο εχθρός μπορεί να εξαντληθεί, λόγω καταδίωξης, αλλά ο φίλιος στρατός να είναι ξεκούραστος και σε καλή κατάσταση δράττοντας την ευκαιρία. Επίσης, είναι δυνατό ο εχθρός να παρουσιαστεί πολύ νωρίς το πρωί και ο αντίπαλός του να αργήσει πολλές ώρες να εξέλθει από το στρατόπεδο για να τον συναντήσει, με αποτέλεσμα ο στρατός που έχει παραμείνει επί μεγάλο χρονικό διάστημα επί ποδός και οπλισμένος να χάσει την πρώτη ορμή του και να αντιμετωπιστεί ευκολότερα. Ο Μακιαβέλι αναφέρει ότι αυτή τη μέθοδο χρησιμοποίησαν οι Ρωμαίοι στρατηγοί Σκιπίων ο Αφρικανός (235–183 π.Χ.) και Κόιντος Καικίλιος Μέτελλος (210–116/115 π.Χ.) στην Ισπανία, ο μεν εναντίον του Ασδρούβα Βάρκα (245–207 π.Χ.), και ο δε εναντίον του Ρωμαίου στρατηγού Κόιντου Σερτώριου (123–72 π.Χ.).
Ακόμη, ως σημαντικότερη φροντίδα του αρχηγού ενός στρατού κρίνεται το να έχει αυτός πλησίον του πιστούς άνδρες, με μεγάλη πείρα και σύνεση, ώστε να συσκέπτεται μαζί τους διαρκώς. Επίσης, απαιτείται η εκτίμηση του βέλτιστου αριθμού των στρατιωτών (πεζών και ιππέων), του καταλληλότερου οπλισμού και εκπαίδευσης, της εξασφάλισης αντοχής σε περίπτωση ανάγκης, και της καλύτερης αναλογίας μεταξύ του πεζικού και του ιππικού. Επιπλέον, ο ηγέτης θα πρέπει να εξετάζει αν η περιοχή στην οποία βρίσκεται είναι ευνοϊκότερη για τον εχθρό ή για τον ίδιο, σε ποιον από τους δύο αντιπάλους είναι ευκολότερος ο αιφνιδιασμός, αν θα πρέπει να αναβληθεί η μάχη, και αν είναι σκόπιμο να περιμένει για κάποιο διάστημα ή να ενεργήσει αμέσως, καθώς οι στρατιώτες βλέποντας ότι ο πόλεμος αναβάλλεται συνεχώς αισθάνονται ανία και εγκαταλείπουν τον αγώνα. Τέλος, αναφέρει ότι η μάχη δεν μπορεί να αποφευχθεί, αν ο εχθρός την επιθυμεί οπωσδήποτε.
Προκειμένου να διαφύγει κανείς από τις δυνάμεις του εχθρού σημειώνονται δύο τακτικές. Πρώτον, με την άμεση επίθεση στον εχθρό με ένα μέρος του στρατού, ώστε να εστιάσει ο αντίπαλος την προσοχή σε αυτήν και να δοθεί η ευκαιρία στους υπόλοιπους άνδρες να σωθούν. Δεύτερον, με την πρόκληση ενός πρωτόφαντου περιστατικού, ώστε οι αντίπαλοι να οδηγηθούν σε απορία και να καταστούν διστακτικοί και ακίνητοι. Για τη δεύτερη περίπτωση, παράδειγμα αποτελεί η πράξη του Αννίβα που, όντας αποκλεισμένος από τον Ρωμαίο στρατηγό Φάβιο Μάξιμο (280–203 π.Χ.), τοποθέτησε τη νύκτα αναμμένους δαυλούς ανάμεσα στα κέρατα βοδιών και εξέπληξε τον αντίπαλό του που δεν μπόρεσε να αντιδράσει.
Επίσης, συνάμα με αυτές τις ενέργειες, ένας στρατιωτικός ηγέτης θα πρέπει με κάθε τρόπο να προσπαθεί να διχάσει τις δυνάμεις του εχθρού, καθιστώντας ύποπτους τους ανθρώπους που εμπιστεύεται ο αντίπαλος ηγέτης ή αναγκάζοντάς τον να χωρίσει το στράτευμά του και έτσι να εξασθενήσει. Το πρώτο εξ αυτών είναι δυνατό αν ο ηγέτης σεβαστεί το περιβάλλον του έμπιστου συνεργάτη του αντιπάλου του, αν δηλαδή δεν φθείρει στον πόλεμο τους ανθρώπους και την περιουσία του ή αν του επιστρέψει τους αιχμάλωτους συγγενείς του χωρίς να ζητήσει λύτρα. Η περίπτωση του Αννίβα αποτελεί και πάλι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Οταν ο τελευταίος βρήκε καταφύγιο στον Ελληνα βασιλιά των Σελευκιδών Αντίοχο Γ’ τον Μέγα (241–187 π.Χ.), η μεγάλη οικειότητα με την οποία οι Ρωμαίοι πρεσβευτές διαπραγματεύτηκαν μαζί του κίνησαν τις υποψίες του Αντιόχου, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να μην εμπιστεύεται τις συμβουλές του.
Όσον αφορά τη διαίρεση των δυνάμεων του εχθρού, ως ασφαλέστερος τρόπος είναι ο ηγέτης να προβεί σε επίθεση στη χώρα μερικών από τους συμμάχους του εχθρού, ώστε να τους αναγκάσει να οπισθοχωρήσουν και να μεταβούν στην πατρίδα τους για να την υπερασπιστούν, εγκαταλείποντας τον πόλεμο. Αλλος τρόπος διαίρεσης των δυνάμεων του εχθρού είναι να αφεθεί να εισέλθει στη χώρα και να αλώσει πολλά οχυρά, στη συνέχεια να τοποθετήσει σε αυτά φρουρές μειώνοντας έτσι τις διαθέσιμες δυνάμεις του, με αποτέλεσμα να καταστεί πιο αδύναμος, και με μια επίθεση να ηττηθεί. Εναλλακτικά, είναι δυνατόν ένας ηγέτης να φανεί έτοιμος να επιτεθεί σε μια χώρα, ενώ στην πραγματικότητα σκοπεύει να εκστρατεύσει σε μια άλλη, και αφού εισέλθει αιφνιδιαστικά στην τελευταία, να νικήσει τον εχθρο΄πριν αυτός σπεύσει σε υπεράσπισή της.
Οσον αφορά την πρώτη άποψη, φαίνεται να έρχεται σε αντίφαση με τον εαυτό του. Για παράδειγμα, ο ισχυρισμός ότι οι επαγγελματίες στρατιώτες δεν μπορούν να είναι «καλοί» άνθρωποι προέρχεται από το στόμα ενός ανθρώπου που υπήρξε ο ίδιος επαγγελματίας στρατιώτης. Μάλιστα, σύμφωνα με ορισμένους μελετητές είναι άξιο απορίας το γεγονός ότι το «Περί της Τέχνης του Πολέμου» απέκτησε φήμη. Στην αρνητική στάση απέναντι σε αυτό το βιβλίο συνέβαλλε το ότι κανείς από τους συγχρόνους του Μακιαβέλι δεν εξέλαβε σοβαρά τη συμβουλή του για την υποχρεωτική στράτευση, παρότι εκτιμήθηκε η έμφαση που έδωσε στην πειθαρχία και στην τάξη.
Επίσης, πολλές από τις προτάσεις του είναι αρκετά λογικές, αλλά στερούνται πρωτοτυπίας, καθώς αντλήθηκαν εξ ολοκλήρου από τους Λατίνους συγγραφείς Τίτο Λίβιο (59 π.Χ–17 μ.Χ), Σέξτο Ιούλιο Φροντίνο (40–103 μ.Χ. ) και Βεγκέτιο (ύστερος 4ος αιώνας μ.Χ.) (μην γνωρίζοντας αρχαία ελληνικά και προτιμώντας τη ρωμαϊκή λεγεώνα από την ελληνική φάλαγγα, έδωσε πολύ λίγη βάση στους υπόλοιπους συγγραφείς). Ετσι ενίοτε θεωρείται πως ο λόγος για τον οποίο αξιολογήθηκε εν μέρει θετικά το «Περί της Τέχνης του Πολέμου» είναι ότι ο Μακιαβέλι υπήρξε εν γένει μια ηγετική πνευματική μορφή.
Ωστόσο, η κριτική της εμμονής του Ιταλού φιλοσόφου με την αρχαιότητα δεν ευσταθεί απαραίτητα. Πολλοί συγγραφείς συμφωνούσαν με τη χρήση του ρωμαϊκού στρατού ως πρότυπο, άποψη που βρήκε εφαρμογή στις τακτικές των στρατών κατά τον 16ο αιώνα. Επιπλέον, ο Μακιαβέλι άσκησε βαθιά κριτική στον ρωμαϊκό στρατό. Οι νίκες του στρατού της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας οδήγησαν στην κατάκτηση όλης της Δύσης, προετοιμάζοντας τους μεσαιωνικούς χρόνους. Επιπλέον, ο στρατός αυτός ήταν έντονα ευάλωτος σε μη Δυτικές δυνάμεις, όπως ήταν οι Νουμίδιοι ιππείς της βόρειας Αφρικής και οι στρατοί των Πάρθιων της Ασίας (με τον όρο «μη Δυτικές δυνάμεις», ο Μακιαβέλι εννοούσε περιοχές που περιελάμβαναν το σύγχρονο Ιράκ, Ιράν και Αφγανιστάν). Ο Μακιαβέλι δεν ήταν δυνατόν να μιμηθεί τα λάθη του ρωμαϊκού στρατού. Το στράτευμα που προτείνει αποτελεί ένα αμάλγαμα διαφόρων στρατών, όπως ο αρχαίος ρωμαϊκός και ο ελληνικός, ώστε να δημιουργηθεί μια εντελώς νέα δομή. Εξαιτίας του ιδιαίτερου συνδυασμού που αποτελεί αυτός ο νέος στρατός, το «Περί της Τέχνης του Πολέμου» είναι κατά κάποιο τρόπο χρήσιμο για τους θεωρητικούς του πολέμου που επιθυμούν αφενός να κατανοήσουν τη σύνθετη φύση του πολέμου καθ’ αυτού και αφετέρου να συνδυάσουν ανόμοιους τρόπους πολέμου.
Από τις τρεις προαναφερθείσες προκαταλήψεις σχετικά με τη στρατηγική σκέψη του Μακιαβέλι, η υποτίμηση του τεχνολογικού παράγοντα στην εξέλιξη των στρατιωτικών πραγμάτων φαίνεται να βαρύνει περισσότερο. Στην πραγματικότητα, όμως, ο Μακιαβέλι αναγνώρισε ότι η χρήση του πυροβολικού στις πολιορκίες επισκίασε τα αρχαία βλητικά μέσα και ότι το πυροβολικό του πεδίου μάχης επέτρεπε σημαντικές βελτιώσεις στις αρχαίες πρακτικές. Επίσης, υποστήριξε την καθολική εκπαίδευση στη χρήση πυροβόλων όπλων και επαίνεσε σε μεγάλο βαθμό την τεχνολογική καινοτομία στον πόλεμο. Η ανακάλυψη της πυρίτιδας και η εφεύρεση των πυροβόλων όπλων συνεπάγονταν ότι η πανοπλία του ιππότη ήταν καταδικασμένη και ότι η κατάρρευση της στρατιωτικής οργάνωσης του Μεσαίωνα, στην οποία οι ιππότες έπαιζαν αποφασιστικό ρόλο, είχε καταστεί αναπόφευκτη. Ο Μακιαβέλι κατέχει μια σημαντική θέση στον τομέα της στρατιωτικής σκέψης, επειδή οι ιδέες του βασίζονταν στην αναγνώριση του συσχετισμού μεταξύ των αλλαγών που συνέβησαν στη στρατιωτική οργάνωση και στις εξελίξεις που έλαβαν χώρα στην κοινωνικοπολιτική σφαίρα.
Εν πολλοίς, η αδυναμία εκτίμησης της συλλογιστικής και των συμπερασμάτων του Μακιαβέλι είχε ως αποτέλεσμα πολλοί μελετητές να παραβλέψουν το πλήθως των σοφών συμβουλών του, που εξακολουθούν να ισχύουν σε μεγάλο βαθμό ακόμα και στη σύγχρονη εποχή. Επιπλέον, ο Μακιαβέλι στο έργο του «Διατριβές πάνω στην πρώτη Δεκάδα του Τίτου Λίβιου», προειδοποιεί για τον κίνδυνο να θεωρηθεί η στρατιωτική τεχνολογία ως πανάκεια, ως ένας τρόπος απελευθέρωσης των στρατιωτών από τη σκληρή πραγματικότητα που επιβάλλει να σκοτώσουν και ενδεχομένως να σκοτωθούν, αλλά και από την πειθαρχία, τις ικανότητες, και τα άλλα απαραίτητα προσόντα στο πεδίο της μάχης.
Ακόμη και οι θέσεις που εκφράζονται στο έβδομο βιβλίο του «Περί της Τέχνης του Πολέμου» σχετικά με τη χρησιμότητα των οχυρών, στο οποίο ο Μακιαβάλι προειδοποιεί ότι οι οχυρώσεις δεν υποκαθιστούν τους καλά εκπαιδευμένους στρατιώτες, ερμηνεύονται από τους επικριτές του ως ένδειξη ότι απέρριπτε την αναγκαιότητα του νεώτερου πυροβολικού. Στην πραγματικότητα, καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, ο φιλόσοφος βρισκόταν στην αιχμή της τεχνικής των πολιορκιών και των οχυρώσεων, από την ανάμιξή του στην κατασκευή των καινοτόμων διπλών τειχών της Πίζας, κατά τη διάρκεια των πρώιμων στρατιωτικών εμπειριών του, μέχρι την τελική ανάθεση σε αυτόν το 1527 του τρόπου εκσυγχρονισμού των φλωρεντινών αμυντικών τειχών. Επομένως, γίνεται εμφανές πως θεωρεί τις καινοτομίες στις στρατιωτικές υποθέσεις χρήσιμες και απαραίτητες, υποστηρίζοντας όμως ότι δεν υποκαθιστούν τον ανθρώπινο παράγοντα.
Κάτι αντίστοιχο των οχυρώσεων στη σύγχρονη εποχή θα μπορούσε να θεωρηθεί η βαλλιστική πυραυλική άμυνα. Ο Μακιαβέλι είναι δυνατόν να παρομοιαστεί με τους ειδικούς της σύγχρονης στρατηγικής, που υποστηρίζουν τη βαλλιστική πυραυλική άμυνα, αλλά ταυτόχρονα προειδοποιούν για τον κίνδυνο της υπερίσχισής της σε βάρος μιας ισχυρής οργάνωσης, της αποτελεσματικής στρατολόγησης και εκπαίδευσης και μιας σώφρονος στρατηγικής, που θα πρέπει να αποτελεί πρώτη προτεραιότητα.
Κατά τον 18ο αιώνα, ο στρατάρχης της Γαλλίας Μωρίς ντε Σαξ (1696–1750) βασίστηκε πολύ στο βιβλίο του Μακιαβέλι για τη συγγραφή του έργου του «Ονειροπολήσεις για τη φύση του πολέμου» (1757) και ο Βενετός λόγιος Φραντσέσκο Αλγκαρότι (1712–1764) –αν και όχι με μεγάλη αξιοπιστία– είδε στο πρόσωπο του Μακιαβέλι τον δάσκαλο που δίδαξε τον Φρειδερίκο τον Μέγα της Πρωσίας (1712–1786) τις τακτικές με τις οποίες κατέπληξε την Ευρώπη. Οπως πολλοί ενδιαφερόμενοι για τα στρατιωτικά ζητήματα, ο τρίτος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και κύριος συντάκτης της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας Τόμας Τζέφερσον (1743–1826) είχε το «Περί της Τέχνης του Πολέμου» στη βιβλιοθήκη του. Με τον Αγγλοαμερικανικό πόλεμο του 1812 το ενδιαφέρον του κοινού για τα προβλήματα του πολέμου ενισχύθηκε, και το βιβλίο κυκλοφόρησε σε ειδική αμερικανική έκδοση.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Το «Περί της Τέχνης του Πολέμου» του Μακιαβέλι γράφτηκε κατά τη μεταβατική περίοδο από τη μεσαιωνική πολεμική μέθοδο στις νεώτερες πολεμικές μεθόδους. Στην πραγματικότητα, το έργο αυτό σηματοδοτεί τη γένεση της νεώτερης στρατηγικής σκέψης, παρότι η μεταγενέστερη χρησιμότητα και η εγκυρότητα των συμβουλών του έχουν προκαλέσει διχογνωμίες και αμφισβητήσεις. Ο Μακιαβέλι εισάγει στοιχεία που υποδεικνύουν μια στροφή προς την επιστημονικότερη μελέτη του πολέμου, και δίνει έμφαση στον τρόπο δράσης και σκέψης των ατόμων, προκειμένου να εξαχθούν διαχρονικά διδάγματα.
Ο κύριος ομιλητής, ο Φαμπρίτσιο, θεωρεί τον εαυτό του όχι μόνο ειδήμονα στην αρχαία τέχνη του πολέμου και στα στρατιωτικά ζητήματα εν γένει, αλλά και εν δυνάμει θεμελιωτή μιας ανανέωσης της στρατιωτικής κατάστασης στην Ιταλία, εμπνευσμένης από την αρχαιότητα. Στα έργα του Μακιαβέλι τα στρατιωτικά θέματα θεωρούνται ως θεμελιώδη στοιχεία όλων των κρατών. Επομένως, η στρατιωτική επανάσταση που υπόσχεται υποδηλώνει παράλληλα την εγκαθίδρυση μιας νέας πολιτικής τάξης. Το θέμα είναι πως ο Φαμπρίτσιο, το alter ego του Μακιαβέλι, δεν μπορεί να δράσει από μόνος του, αλλά μόνο μέσω άλλων, και συγκεκριμένα εκείνων που θα καλέσει να τον υπηρετήσουν.
Ο συγγραφέας προβαίνει σε μια αξιοσημείωτη κριτική αξιολόγηση των αποτελεσμάτων των δικών του προσπαθειών ως γραμματέα της Φλωρεντίας, ώστε να δώσει στη γενέθλια πόλη του τη δυνατότητα να υπερασπιστεί τον εαυτό της, βασιζόμενη στις δικές της στρατιωτικές δυνάμεις. Στο έργο του παρατηρείται μια σύνθεση διαφόρων τρόπων διεξαγωγής πολέμου, παρουσιάζονται λαμπρά στρατηγήματα και τεχνάσματα, αλλά και στοχασμοί του φιλοσόφου για τις σχέσεις πολιτείας και στρατού. Το κυριότερο όμως χαρακτηριστικό της σκέψης του Μακιαβέλι είναι η εξαγγελία ενός μακροπρόθεσμου σχεδίου για την πολιτική και πνευματική μεταμόρφωση της Ευρώπης που προοιώνισε την κυριαρχία της στην παγκόσμια ιστορία.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
- Ο Καίσαρας Βοργίας (1475–1507) ήταν γιος του πάπα Αλέξανδρου ΣΤ’ και της κυριότερης ερωμένης του, Βανότσα ντε Κατάνι. Εγινε καρδινάλιος, αλλά σύντομα κατέστη εμφανής η έλλειψη θρησκευτικής κλίσης του, και έτσι μετέβη ως παπικός λεγάτος στη Γαλλία, όπου παντρεύτηκε την αδελφή του βασιλιά της Ναβάρας. Ο πατέρας του υποστήριξε τις φιλοδοξίες του, όπως φάνηκε κατά τις εισβολές των Γάλλων στην Ιταλία (μετά το 1494) και από την προσπάθειά του να κατακτήσει εκ νέου τα παπικά εδάφη στην κεντρική Ιταλία. Οι ελπίδες του να δημιουργήσει το δικό του βασίλειο διαψεύστηκαν με τον θάνατο του Αλέξανδρου ΣΤ’ (1503). Φυλακίστηκε από τον πάπα Ιούλιο Β’, δραπέτευσε και κατέφυγε στη Ναβάρα, ενώ αργότερα σκοτώθηκε πολεμώντας στην Καστίλη. Οντας αδίστακτος και ανελέητος, αποτέλεσε το πρότυπο του Μακιαβέλι για τη συγγραφή του έργου του «Ο Ηγεμόνας».
- Η Αικατερίνη Σφόρτσα (1463–1509) ήταν κόρη του Γκαλεάτσο Μαρία Σφόρτσα, μέλος της ηγετικής οικογένειας των Σφόρτσα του Μιλάνου. Αρραβωνιάστηκε το 1473 τον Τζιρόλαμο Ριάριο, ανιψιό του πάπα Σίξτου Δ΄, ο οποίος είχε στην κατοχή του την Ιμολα, και την παραχώρησε ως φέουδο στην οικογένεια των Ριάριο. Μετά από μια θριαμβευτική είσοδο στην Ιμολα (1477), η Αικατερίνη μετέβη στη Ρώμη με τον σύζυγο της, και με τη βοήθεια του πάπα απέσπασε την ηγεμονία του Φορλί από τον Φραγκίσκο Ε΄ Ορντελάφι. Ο Νικολό Μακιαβέλι συναντήθηκε αρκετές φορές με την Αικατερίνη τον Ιούλιο του 1499 ως πρεσβευτής της Φλωρεντίας.
- Οι Μέδικοι ήταν οικογένεια τραπεζιτών που κυβερνούσε με τη δύναμή της τη Φλωρεντία από το 1434 έως το 1494, χωρίς όμως να κατέχει επίσημα αξιώματα. Ανατράπηκαν από τη δημοκρατία το 1494, αλλά επανήλθαν στην εξουσία το 1512, ενώ από το 1537 έγιναν δούκες της Φλωρεντίας με κληρονομικό δικαίωμα διαδοχής.
- Ο όρος virtù είναι μια έννοια που χρησιμοποιεί ο Μακιαβέλι για να αναφερθεί στο στρατιωτικό πνεύμα και στην ηγετική ικανότητα, αλλά περιλαμβάνει επίσης και πλήθος ιδιοτήτων απαραίτητων για τη διατήρηση ενός κράτους και την επίτευξη σπουδαίων πράξεων. Ο Μακιαβέλι επέκτεινε τη μελέτη της κλασικής έννοιας της αρετής στο πεδίο της επιδεξιότητας, της αξιοσύνης και της ηγεσίας, ώστε να περιλαμβάνει και τον ξεχωριστό ηγεμόνα ή τον στρατιωτικό ηγέτη.
- Ο όρος κοντοτιέρος χρησιμοποιείται για τον ηγέτη των ομάδων μισθοφόρων στρατιωτών του ύστερου Μεσαίωνα και της Αναγέννησης. Η ακμή της δράσης των κοντοτιέρων τοποθετείται στην Ιταλία του 14ου και 15ου αιώνα, σε ένα κλίμα οικονομικής ευημερίας και πολέμων μεταξύ των πόλεων-κρατών. Τα κίνητρα τους ήταν ιδιοτελή και άλλαζαν συχνά παρατάξεις. Για τον λόγο αυτόν ο Μακιαβέλι δεν τους θεωρεί αξιόπιστους υπερασπιστές της ανεξαρτησίας της πόλης του Φλωρεντίας.
- Ο όρος arme proprie αναφέρεται στα ίδια τα στρατεύματα που ανήκουν αποκλειστικά σε έναν ηγεμόνα και η στρατολόγησή γίνεται μεταξύ των πολιτών του κράτους, προσεγγίζοντας τη μεταγενέστερη έννοια του «εθνικού στρατού». Η αναγκαιότητα να συγκροτηθεί μόνιμος και εθνικός στρατός είναι μια θέση που επανέρχεται στο έργο του Μακιαβέλι.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
(1) Νικολό Μακιαβέλι: ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ, τομ. Ι-ΙΙ, μτφρ. Γιώργος Μπαρουξής, εκδ. Αργοναύτης, Αθήνα, χ.χ.
(2) Νικολό Μακιαβέλι: ΕΡΓΑ, τομ. 1-2, εισ.– επιμ.–μτφρ. Τάκης Κονδύλης, εκδ. Κάλβος, Αθήνα, 1984.
(3) Niccolo Machiavelli: ART OF WAR, transl.–ed.–comm. Christopher Lynch, The University of Chicago Press, Chicago–London, 2003.
(4) Νικολό Μακιαβέλλι: Ο ΗΓΕΜΟΝΑΣ, μτφρ. Ζώζη Ζωγραφίδου–Καραχάλιου, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1996.
(5) Γιάκομπ Μπούρκχαρτ: Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ, μτφρ. Μαρία Τοπάλη, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα, 1997.
(6) Syndey Anglo: MACHIAVELLI. THE FIRST CENTURY, Oxford University Press, Oxford, 2005.
(7) John M. Najemy (ed.): THE CAMBRIDGE COMPANION TO MACHIAVELLI, Cambridge University Press, Cambridge, 2010.
(8) Peter Paret: MAKERS OF MODERN STRATEGY FROM MACHIAVELLI TO THE NUCLEAR AGE, Princeton University Press, Princeton, New Jersey, 1986.
(9) Martin Van Creveld: THE ART OF WAR. WAR AND MILITARY THOUGHT, Cassel, London, 2000.
(10) Harvey C. Mansfield: MACHIAVELLI’S VIRTUE, The University of Chicago Press, Chicago–London, 1998.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.