Τετάρτη 11 Οκτωβρίου 2023

The Piano Teacher (Η δασκάλα του πιάνου 2001) Michael Haneke Isabelle Huppert, Annie Girardot, Benoît Magimel

Σε αυτή τη συναρπαστική μελέτη της δυναμικής του ελέγχου, ο βραβευμένος με Όσκαρ
σκηνοθέτης Michael Haneke αντιμετωπίζει το αμφιλεγόμενο μυθιστόρημα της βραβευμένης με Νόμπελ Elfriede Jelinek του 1983 για τη διεστραμμένη γυναικεία σεξουαλικότητα και τον κόσμο της κλασικής μουσικής.  

Ο Χάνεκε βρίσκει το ταίρι του στην Isabelle Huppert, η οποία παραδίδει μια παγωμένη αλλά ήσυχη ερμηνεία ως Έρικα, καθηγήτρια πιάνου σε ένα βιεννέζικο ωδείο που ζει με τη μητέρα της σε μια κλειστοφοβικά συνεξαρτώμενη σχέση. 

Σοβαρά καταπιεσμένη, ικανοποιεί τις μαζοχιστικές της ορμές μόνο με ηδονοβλεψία μέχρι που συναντά τον Walter (Benoît Magimel), έναν μαθητή του οποίου η επιθυμία για την Erika οδηγεί σε έναν καταστροφικό έρωτα που ανατρέπει την προσεκτική ισορροπία της ζωής της. 

Μια κρίσιμη ανακάλυψη για τον Haneke, The Piano Teacher—που κέρδισε το Grand Prix καθώς και βραβεία διπλής ερμηνείας για τα αστέρια του στις Κάννες—είναι ένα φορμαλιστικό αριστούργημα που παραμένει συγκλονιστική αίσθηση. . .

   

URL: https://ok.ru/video/4651909384856


…’‘Αντίθετα, αν ικετεύω, σφίξε μου περισσότερο τα δεσμά. 
Σφίξε τη ζώνη κατά τουλάχιστον 2-3 τρύπες. 
Μ’αρέσει να με σφίγγουν. 
Μετά φίμωσε με, με τις κάλτσες που έχω ετοιμάσει. 
Φίμωσε με καλά ώστε να μην μπορώ να βγάλω άχνα.  
Μετά λύσε τα μάτια μου… και κάθισε πάνω στο πρόσωπό μου… και χτύπησέ με στην κοιλιά… και ανάγκασε με να σου γλείψω τον πισινό. 
‘Αυτό θέλω, χέρια και πόδια δεμένα στην πλάτη μου… η μητέρα μου κλειδωμένη στο διπλανό δωμάτιο, να μην μπορεί να μπει μέσα… ως αύριο το πρωί. 
Μη σε απασχολεί η μητέρα μου, είναι δικό μου θέμα. 
Αν δεν υπακούσω τις διαταγές σου, βάρα μου ένα χαστούκι, με την ανάποδη. Ρώτα με γιατί δεν καλώ την μητέρα μου. 
Γιατί δεν αντιστέκομαι. Κάνε με να νιώσω πόσο ανίσχυρη είμαι.»



-----------------------

της Ιωάννας Παπαγεωργίου

Η Έρικα έχει μεγάλο ταλέντο, ιδιαίτερα όταν παίζει Σούμπερτ και Σούμαν. Ωστόσο, δεν κατάφερε ποτέ να γίνει τίποτα περισσότερο από μια εξαιρετική δασκάλα του πιάνου. Όπως δεν κατάφερε να κόψει το λώρο από την παθητικά επιθετική μάνα της, να αντιληφθεί / αποδεχθεί τη σεξουαλικότητά της ως οτιδήποτε άλλο πέρα από μια ενοχική, μαζοχιστική εμμονή, να αγαπήσει και να αγαπηθεί, να μοιραστεί…

Ο Χάνεκε ούτε κακός σκηνοθέτης είναι, ούτε κακές ταινίες φτιάχνει. Κάθε άλλο. Τις περισσότερες φορές, όμως, ο τρόπος που προσεγγίζει τους ήρωες και τα θέματά του με βρίσκει ιδεολογικά αντίθετη. Κάθετα. Κυρίως γιατί μου δίνει την εντύπωση πως τους κοιτά αφ’ υψηλού, χωρίς να τους λογοκρίνει, αλλά και χωρίς να τους κατανοεί, συχνά ως ένας απρόσιτος, είρων και άτεγκτος τιμωρός. Άποψη, θα μου πεις, για μια ολόκληρη φιλμογραφία, που σηκώνει πολλή κουβέντα και άρα απαιτεί πολύ περισσότερο χώρο και χρόνο ανάπτυξης από όσους αναλογούν στην έκφραση γνώμης για μια και μόνο ταινία. Άποψη, ωστόσο, που αξίζει να κατατεθεί έστω και έτσι, επιγραμματικά. Γιατί μπορεί να ισχύει (εύστοχα) για το – ανατομία τού παράλογου της βίας που μας ξεπερνά, αν και είναι γραμμένη στο DNA μας – ένα, («Παράξενα Παιχνίδια»), αλλά όχι και για το άλλο από τα μόλις δύο πονήματα του Χάνεκε που με σημάδεψαν ανεξίτηλα: αυτήν την αναπάντεχα, συνταρακτικά συγκινητική, «Δασκάλα του Πιάνου», που προβάλλεται σε επανέκδοση, με νέες κόπιες (κατ’ ισχυρισμόν της εταιρείας διανομής, δεν έγινε δημοσιογραφική προβολή), έτσι και αλλιώς διαχρονική.

Για πρώτη φορά αισθάνθηκα τον Αυστριακό σκηνοθέτη εκεί, μόλις λίγο έξω από το πλάνο, να μοιράζεται τις ανάσες της Έρικα, και απέναντί της, εκείνες του θεατή. Πάντα δίπλα. Συμπαραστάτης και συνοδοιπόρος. Να απογυμνώνει, να αποκαλύπτει και να κοινωνεί έναν άνθρωπο πολιορκημένο, όχι από μια αδικαιολόγητη, εξωφρενική άσκηση βίας (όπως η σε διακοπές οικογένεια στα «Παράξενα Παιχνίδια») ή το μοιραίο των γηρατειών και της αρρώστιας ( σαν το ηλικιωμένο ζευγάρι του «Αγάπη»), αλλά από τον ίδιο του τον – συναισθηματικά ακρωτηριασμένο – εαυτό. Τη δική του ελεύθερη βούληση. Που υποτίθεται πως είναι υπό τον απόλυτο έλεγχό του…

Πάντα εκεί, λοιπόν, πάνω από τα ασπρόμαυρα πλήκτρα, όπου η Έρικα θυσίασε αμετάκλητα τα πάντα, όχι όμως για να εκπληρωθεί με την καριέρα μιας περίφημης πιανίστριας, αλλά για να μείνει με το ανικανοποίητο της παραδοχής: τελικά η τέχνη της έγινε προς το ζην δουλειά και η ίδια από καλλιτέχνιδα, δασκάλα. Εκεί, πάνω στη μπανιέρα, με το ξυραφάκι ψηλά, στο εσωτερικό των ποδιών, για να πονέσει και να θυμηθεί πως είναι ακόμα ζωντανή, αλλά και για να ματώσει αυτοβούλως, στο δικό της χρόνο, με το δικό της, άκαρπο τρόπο, ανταγωνιζόμενη το φυσικό, γόνιμο, αλλά… άσπαρτο κύκλο του σώματός της. 

Εκεί, ανάμεσα στους αποπνικτικά γνώριμους τοίχους του οικογενειακού σπιτιού, στοιχειωμένου από την ακατανίκητη, δεσποτική, πικρόχολη και εκδικητικά απογοητευμένη, πανταχού παρούσα μάνα και την άγονη στασιμότητα της πατρικής απουσίας, που έχουν πάψει καιρό να τη θρέφουν και πλέον μόνο σκοτώνουν. Εκεί, μέσα στην τσέπη της πιο χαρισματικής μαθήτριας, που η Έρικα γεμίζει με σπασμένο γυαλί, για να της πληγώσει ανεπανόρθωτα το χέρι. Ίσως γιατί ζηλεύει. 

Ίσως, πάλι, γιατί κάπως, κάπου βαθιά μέσα της νοιάζεται και δε θέλει να δει άλλο ένα – όλο όνειρα και ελπίδες – κορίτσι να αφιερώνεται εξ ολοκλήρου στο πιάνο μόνο και μόνο για να καταλήξει, στα 40 της, μετανιωμένη, να βουλιάζει στην κινούμενη άμμο προδομένων υποσχέσεων και αδιέξοδων υποκατάστατων. Και εκεί, στα κρύα, σκληρά και αλύγιστα πατώματα, όπου ο νέος και ωραίος μαθητής της «υποκύπτει» τελικά στη μαζοχιστική, ερωτική επιθυμία της. Μόνο που αυτό δεν είναι σεξ, ούτε έρωτας, ούτε σύνδεση, ούτε επικοινωνία…

Η Έρικα συνειδητοποιεί, τελικά, πως η πραγματικότητα δεν ανταποκρίνεται ποτέ στη φαντασίωση, πως η ζωή κάνει πάντα σχέδια για εμάς, χωρίς εμάς, και πως το μόνο που είναι υπό τον έλεγχό μας είναι ο τρόπος με τον οποίο θα αντιμετωπίσουμε ό,τι συμβαίνει χωρίς να το έχουμε προβλέψει, επιθυμήσει, ή φανταστεί. 

Έτσι, η Έρικα αποφασίζει επιτέλους πως αυτός ο εξωγενής και ανεξέλεγκτος πόνος που της «προσφέρει» οργισμένος ο μαθητής / φέρελπις εραστής της, αυτή η έξωθεν, οδυνηρή και βίαιη τιμωρία που της επιφυλάσσει η ζωή (και ως κινηματογραφικός δημιουργός της, ο Χάνεκε), ούτε της ταιριάζει, ούτε τις αξίζει. 

Και την αποποιείται. Δεν εγκαταλείπει, όμως. Συνεχίζει να υπάρχει. Να ζει. Και να παλεύει, θυμωμένη, με τον ίδιο της τον εαυτό, πονώντας και ματώνοντάς τον όπως και όποτε αυτή θέλει. Και αυτό είναι μια ιδιόρρυθμα, αλλά καθαρόαιμα θαρραλέα άρνηση συμβιβασμού ή υποταγής, και ταυτόχρονα γενναία έκφραση αυτογνωσίας και ελεύθερης βούλησης.

Βραβευμένη με το μεγάλο βραβείο της επιτροπής, γυναικείου και ανδρικού ρόλου στο Φεστιβάλ των Καννών, προικισμένη με μια ερμηνεία ζωής από την Ιπέρ και αμετάκλητης ένταξης στο χάρτη του πλανήτη των εικόνων από το Μαζιμέλ, η «Δασκάλα του Πιάνου» δεν είναι το μισογύνικο (όπως είπαν μερικοί) πορτρέτο μιας υστερικής γυναίκας, αλλά η απρόσκοπτη μετάγγιση ενός τσακισμένου, μα ακατάβλητου ανθρώπινου πλάσματος. 

Που όπως όλοι μας, προφανώς «φυσιολογικοί» και αφανώς «εκκεντρικοί», με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, ακροβατεί στη λεπτή, θολή γραμμή που χωρίζει το μεγαλείο από την τρέλα, τον έρωτα από κάθε είδους θάνατο, το θέλω από το μπορώ, το φόβο από την ελπίδα, τη μοίρα από το εγώ, τον πόνο από την ηδονή, την επανάσταση από τη διαστροφή…

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ; https://freecinema.gr/movies/la-pianiste/
Αν το στομάχι σου δε σηκώνει το σινεμά του Χάνεκε, ή πιστεύεις σε ένα εύκολα προσδιορισμένο και κοινώς αποδεκτό «φυσιολογικό», ή θεωρείς πως η υστερία είναι αποκλειστικά γυναικείο χαρακτηριστικό, μην περάσεις ούτε απ’ έξω. Αν, όμως, δε φοβάσαι τις επικίνδυνες, εύστοχα κινηματογραφημένες ερωτήσεις για το τι εστί άνθρωπος, μη διστάσεις να βιώσεις την εμπειρία του, όπως της πρέπει, στη μεγάλη οθόνη.
---------------------------

2001: O Γερμανός Michael Haneke μετά τα Παράξενα Παιχνίδια και τον Άγνωστο Κώδικα συνεχίζει με το ψυχρό και στυλιζαρισμένο-σήμα κατατεθέν-ύφος του να ασκεί κοινωνική κριτική. Αυτή την φορά διασκευάζει, το μυθιστόρημα της ακτιβίστριας και φεμινίστριας Elfriede Jelinek  La Pianiste .  

Πρωταγωνίστρια του η Isabelle Huppert, στον ρόλο μίας εκλεπτυσμένης δασκάλας του πιάνου, πρότυπο για τους μαθητές της, η οποία όμως ζει κάτω από τον ίσκιο της υπερπροστατευτικής και υστερικής μητέρας της, γεμάτη από έντονες σεξουαλικές επιθυμίες, ηδονοβλεπτικές και μαζοχιστικές τάσεις , που όμως αδυνατεί να ικανοποιήσει  με αποτέλεσμα να οδηγείτε στην ζηλοφθονία και στην διαστροφή. 

Η Έρικα για τους μαθητές της είναι ένα αληθινό πρότυπο και πηγή θαυμασμού, για την μητέρα της (Annie Girardot) ωστόσο είναι μια αποτυχημένη πιανίστρια που στα 40 της δεν κατάφερε να γίνει μεγάλη σολίστ και περιορίστηκε στον άδοξο ρόλο της δασκάλας. 

Η ανάγκη της Έρικα να κερδίσει την αποδοχή της μητέρας της ως μουσικός, την ωθεί συχνά σε σκληρό ανταγωνισμό με τους πιο ταλαντούχους από τους μαθητές της. 

Η έλλειψη προσωπικού χώρου, ερωτικής ελευθερίας και ουσιαστικής κοινωνικής ζωής, συνθλίβει τις σεξουαλικές επιθυμίες της, οι οποίες βρίσκουν διέξοδο σε ανορθόδοξες πρακτικές, όπως: ταινίες πορνό, αυτοτραυματισμός των γεννητικών οργάνων, σαδομαζοχισμός, ουρολαγνεία, σεξ σε κοινή θέα.

O Haneke αφαιρώντας κάθε ρομαντική πολυτέλεια που χαρακτηρίζει ένα μελόδραμα, φαίνεται πως θέλει να παρουσιάσει μια κοινωνική ταινία που αναφέρεται στην κακοποίηση. 

Οι ψυχοσεξουαλικές νευρώσεις της ηρωίδας είναι άμεσα συνδεδεμένες με την ένταση που εμπεριέχεται στην κλασσική μουσική που διδάσκει. Στον δρόμο της όμως , θα εμφανιστεί ο νεαρός μαθητής (Benoit Magimel ) που θα την πιέσει να υποκύψει στις επιθυμίες του. 

Η τελευταία της ευκαιρία για έρωτα και αγάπη θα καταποντιστεί απο την ανικανότητα της να εκφράσει τίποτα άλλο παρά την αρρωστημένη της ψυχοσύνθεση. 

Σταδιακά θα οδηγηθεί στην αποξένωση και στον αυτοεξευτελισμό.  Και εκεί ο σκηνοθέτης απεικονίζει όλους τους τρόπους με τους οποίους ένας άνδρας και μια γυναίκα δεν μπορούν να βιώσουν την ηρεμία και την ευτυχία. Πεισματικές αρνήσεις, παρεξηγήσεις και στο τέλος οι βιαιοπραγίες.

Υπάρχουν στιγμές που νομίζεις πως ο Haneke θέλει να πάει στα άκρα και να προκαλέσει. Όμως η χειρουργική ακρίβεια της κάμερας του είναι αξιοθαύμαστη και το κοινωνικό του σχόλιο ιδιαίτερα καυστικό.Το σοκαριστικό φινάλε της ταινίας επιβεβαιώνει την πρόθεση του σκηνοθέτη για πλήρη απουσία συναισθηματισμού σύμφωνα με το πρότυπο της ηρωίδας του.

Η ερμηνεία της Isabelle Huppert στην Δασκάλα του Πιάνου, θεωρείται μία απο τις κορυφαίες ερμηνείες της συγκεκριμένης δεκαετίας και ενέπνευσε νεότερες ηθοποιούς όπως την Nicole Kidman και την Jessica Chastain. 

Η ηθοποιός προετοιμάστηκε έναν χρόνο για την ταινία και εκτέλεσε η ίδια τις σκηνές που παίζει πιάνο ενώ στο Φεστιβάλ Καννών η ταινία κέρδισε το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής και τα βραβεία Α’ Γυναικείου και Ανδρικού ρόλου. Ένα ρεσιτάλ τολμηρό και σκληρό. Χειροκρότημα.
================================


 ===================== 
 "O σιωπών δοκεί συναινείν"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.