Αλτιπλάνο: ανάμεσα στις οροσειρές και τις πανύψηλες ηφαιστειακές κορυφές των Ανδεων,δεσπόζει αυτό το οροπέδιο που, με τη χρυσαφιά του γη και τις πολύχρωμες λίμνες, αποτελεί μια από τις σημαντικότερες άγριες περιοχές του κόσμου. Στο κομμάτι που ανήκει στη Βολιβία (γιατί το Αλτιπλάνο επεκτείνεται και στο Περού, τη νότια Χιλή και την Αργεντινή) οι ιθαγενείς που έχουν απομείνει ζουν από την εκτροφή Λάμα - άλλωστε το 70% του είδους παγκοσμίως βρίσκεται στην Βολιβία, καθώς προσαρμόζονται εξαιρετικά στις συνθήκες της άκαρπης γης και ζουν αρκετές ημέρες χωρίς νερό.

Σε αυτή την άνυδρη, ρυτιδιασμένη και σκασμένη από το ανελέητο ήλιο έκταση ζει ένα ζευγάρι ηλικιωμένων Κέτσουα - ο Βιργίνιο και η Σίσα. Η καθημερινότητά τους είναι εξαιρετικά δύσκολη, αλλά την εφαρμόζουν απλά, αγόγγυστα, εναρμονισμένα με τη γη. Στωϊκά, εκείνη περπατά χιλιόμετρα για να βρει νερό, το κουβαλά με κουβάδες σπίτι, ξεκινά τις δουλειές και περιμένει τον Βιργίνιο να επιστρέψει από την αναζήτηση τροφής του κοπαδιού. Δεν υπάρχει ηλεκτρισμός στο πέτρινο καλύβι τους και σιωπηλά, στο φως των κεριών, θα μοιραστούν ψωμί και πατάτα (τίποτα άλλο δεν φυτρώνει άλλωστε). Υπάρχει μία βαθειά κατανόηση, μία γαλήνη στην μεταξύ τους επικοινωνία: όλα γίνονται δωρικά - με βλέμματα, μικρές κινήσεις φροντίδας, ελάχιστα λόγια. 

Ακόμα κι αν αυτό που πρέπει να επικοινωνηθεί, σημαίνει κόκκινο συναγερμό: η βροχή δεν έρχεται, η γη πεθαίνει. Ο ερχομός του εγγονού τους Κλέβερ, αναστατώνει τον Βιργίνιο. Είναι αγγελιοφόρος νέων που δεν θα του αρέσουν: βαλτός από τον γιο που τους παράτησε για μια σύγχρονη ζωή στην πόλη, θέλει να τους ξεριζώσει κι εκείνους από τον τόπο τους; Ο Βιργίνιο όμως, βαθειά μέσα του, το γνωρίζει: δεν είναι μόνο η γη που πεθαίνει. Κι αν πάει να αγνοήσει τα σημάδια, η αναπνοή του που κόβεται κι ένας επώδυνος βήχας του το θυμίζουν...

Ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης Αλεχάντρο Λοάιζα Γκρίσι προέρχεται από το χώρο της φωτογραφίας - κι αυτό φαίνεται σε κάθε πλάνο του. Η επική ομορφιά των τοπίων, η θερμοκρασία στο φως των προσώπων, ο ζεστός νατουραλισμός στα χρώματα - όλα στρέφουν τους προβολείς στον πραγματικό πρωταγωνιστή. Τη γη. Με τη βοήθεια της διευθύντριας φωτογραφίας του, Μπάρμπαρα Αλαβάρεζ, ο Λοάιζα Γκρίσι καδράρει τον άνθρωπο μικρό, ίσως όχι ασήμαντο, αλλά όχι κυρίαρχο. Είναι υπηρέτης του κόσμου του, όχι δυνάστης του. Η βροχή ορίζει την επιβίωσή του ή. τον αφανισμό του. Ακόμα και ξερή, η γη θα επιβιώσει και χωρίς αυτόν. Παρατηρείστε τις ομοιότητες στα δέρματα των ανθρώπων και το χώμα, την περιβαντολλογική ερημιά και την μοναξιά των ξεχασμένων ανθρώπων - η κινηματογραφική γλώσσα θα πει, όσα οι χαρακτήρες δε θα αναλύσουν ποτέ.

Ο εγγονός αρχικά παρουσιάζεται ως ο κακομαθημένος αστός που πάντα θεωρεί μονόδρομο τη ζωή στην πόλη, «τον πολιτισμό». Δίπλα στον παππού του, θα πάρει ένα μάθημα σεβασμού και εκτίμησης. Αλλά κι ο ίδιος ο παππούς θα μάθει: η ζωή κάνει κύκλους και φέρνει αλλαγές. Η ρότα της εξέλιξης δεν αλλάζει, ακόμα κι αν ένας άξιος άντρας ορθώσει τον πεισμωμένο εγωισμό του.

Ακόμα πιο κυρίαρχο κι από την βάρβαρα όμορφη εικόνα της ταινίας είναι η σιωπή της. Στους έρημους τόπους, ο ουρανός σου μιλά και σε αναγκάζει να τον ακούσεις. Ο αέρας, τα σύννεφα, πώς σηκώνεται το χώμα, πώς το κλωτσάνε οι οπλές των λάμα - όλα αποτελούν μια γλώσσα. Σημαντική και ιερή. Την έχουμε ξεχάσει στη βοή του σύγχρονου κόσμου μας και, κυρίως, στο θόρυβο του μονίμως αγχωμένου μυαλού μας.

Οι δύο (επαγγελματίες) ηθοποιοί του Λοάιζα Γκρίσι έχουν πολύ λίγα εργαλεία στα χέρια τους: την εκφραστικότητα των βλεμμάτων, το κουβάλημα του κορμιού τους, μικροκινήσεις. Κι όμως. Η πειθαρχία με την οποία σέβονται και οι ίδιοι την θέση τους μέσα στο τοπίο κι αυτή την ιστορία, ποτίζει σαν πολύτιμη βροχή την ταινία. Ντύνουν τους ήρωές τους με βουβή αξιοπρέπεια, με περηφάνια και δύναμη. Και, τολμούμε να πούμε, με αγάπη: αγάπη κρύβεται κάτω από την επιλογή να θεωρούν τον άγονο τόπο τους πατρίδα. Αγάπη υπάρχει σε κάθε «γύρνα πίσω γρήγορα, έχουμε δουλειές». Αγάπη, σε κάθε κομμάτι ψωμί και κάθε πατάτα. Αγάπη, που κόβει δρόμο από τις μεγαλοστομίες.