«Μιλόρδοι, σας το λέω, εγώ είμαι ο λαός. Σήμερα τον καταπιέζετε, σήμερα με γιουχάρετε. Αλλά το μέλλον είναι σκοτεινό κι ο πάγος θα λιώσει. (…) Θα ‘ρθει μια ώρα, που μια τρομερή δόνηση θα κόψει στα δύο την καταπίεσή σας και τότε άγριος μυκηθμός θα απαντήσει στις τωρινές κοροϊδίες σας».
Τα λόγια του γεμάτα πάθος και δύναμη είναι κρατήρες ηφαιστείων σε δράση:
«Κάποια μέρα θα έρθει η πραγματική κοινωνία. Τότε δε θα υπάρχουν πια άρχοντες, θα υπάρχουν μόνο ελεύθεροι θνητοί. Δε θα υπάρχουν πια αφεντάδες, θα υπάρχουν πατεράδες. Αυτό θα είναι το μέλλον. Δε θα υπάρχουν πια υποκλίσεις, ταπεινότητες, αμάθειες, άνθρωποι που ζουν σε ζωώδη κατάσταση, δε θα υπάρχουν πια αυλικοί κι υπηρέτες, ούτε και βασιλιάδες, παρά μόνο φως».
Ο Ουγκώ, έχοντας δει από παιδί αποκεφαλισμούς, συνήθως εξαθλιωμένων από την πείνα, την κοινωνική καταπίεση και αδικία, νέος ακόμα άλλαξε, «στρατεύτηκε», με το ποιητικό και πεζογραφικό έργο του, με επιστολές, διακηρύξεις και δημόσιους λόγους του ενάντια στην «εξαθλίωση του λαού», για την «εξάλειψη της φτώχειας» και της θανατικής ποινής που επέβαλε η φεουδαρχία, όχι μόνο στη χώρα του, αλλά και διεθνώς.
Είναι γνωστές οι καταγγελίες του για τη θανάτωση επαναστατών στις ΗΠΑ, στην Αγγλία, στο Μεξικό, στην Ιρλανδία, στην τσαρική Ρωσία, στην Ελλάδα (για τον αποκεφαλισμό με γκιλοτίνα πέντε αγωνιστών του ’21 τον Οκτώβριο του 1846) και αλλού.
Αξίζει να παραθέσουμε μερικές φιλελληνικές στιχουργικές «πνοές» του για την Ελλάδα από το ποίημα «Ναυαρίνο»:
Στο θεατρικό του έργο «Ο άνθρωπος που γελά» (L’Homme qui rit) διακρίνονται οι δυνατοί συμβολισμοί του, και η λεπτή, οξύτατη όμως ειρωνεία του:
«Αναμφίβολα ο λαός οφείλει να πληρώνει, αναμφίβολα ο λαός οφείλει να υπηρετεί, όμως αυτό θα πρέπει να του αρκεί… Απ’ αυτόν βγαίνουν οι δυο δυνάμεις του κράτους, ο στρατός και ο προϋπολογισμός. Να είσαι φορολογούμενος, να είσαι και στρατιώτης, μήπως αυτό δεν είναι αρκετό; Ο φόρος κι η στρατιωτική θητεία είναι μισθοί, που τους πληρώνουν οι λαοί και τους εισπράττουν οι πρίγκιπες. Ο λαός δίνει το αίμα του και το χρήμα του μέσω του οποίου τον οδηγούν.
Ο λαός έχει άγνοια, είναι τυφλός… Ο αδαής είναι χρήσιμος σαν είναι στο σκοτάδι, που επειδή καταργεί το βλέμμα, καταργεί και τις επιθυμίες… Όποιος διαβάζει σκέφτεται, κι όποιος σκέφτεται, κάνει κάποιους συλλογισμούς. Να μην κάνεις συλλογισμούς, αυτό είναι το χρέος σου…».
Για το πώς εμπνεύστηκε το αριστούργημά του «Οι άθλιοι» (Les Misérables) έγραψε ο ίδιος:
«Χτες στις 22 του Φλεβάρη πήγαινα στα Δικαστήρια του Παρισιού. Ο καιρός ήταν καλός, μα παρότι ήταν μεσημέρι κι ο ήλιος έλαμπε, έκανε διαβολεμένο κρύο. Είδα να ‘ρχονται από την οδό Τουρνόν δύο στρατιώτες που οδηγούσαν έναν άνθρωπο. Ηταν ξανθός, ωχρός, αδύνατος και βλοσυρός, κοντά τριαντάρης, με παντελόνι από χοντρό ύφασμα, με γυμνά πόδια σκασμένα μέσα στα τσόκαρα και που τα κορδόνια που ‘ταν δεμένα γύρω από τον αστράγαλο είχαν σκάψει βαθιά αυλάκια. Φορούσε κοντή μπλούζα γιομάτη βούρκο στις πλάτες, πράμα που έδειχνε πως συνήθως κοιμόταν στα πεζοδρόμια. Κάτω από το μπράτσο του κρατούσε ένα καρβέλι ψωμί. Ο κόσμος γύρω του έλεγε πως είχε κλέψει αυτό το ψωμί και πως γι’ αυτό το λόγο τον είχαν συλλάβει.
(…) Μπροστά στην πόρτα του κρατητηρίου είχε σταματήσει ένα αμάξι που έφερνε μπροστά στα φανάρια ένα δουκικό στέμμα και το οποίο το έσερναν δύο γκρίζα άλογα, που πίσω τους στέκονταν δυο λακέδες με γκέτες. Τα τζάμια ήταν κλειστά, αλλά μπορούσε κανείς να ξεχωρίσει πως το εσωτερικό ήταν στολισμένο με δαμασκηνιά και χρυσά κουμπιά. Το βλέμμα του ανθρώπου, που καρφώθηκε στο αμάξι, τράβηξε το δικό μου. Μέσα στο αμάξι ήταν μια γυναίκα με ροζ καπέλο και μαύρο βελούδινο φόρεμα, δροσερή, άσπρη, ωραία, εκθαμβωτική, που γελούσε κι έπαιζε μ’ ένα χαριτωμένο παιδάκι 16 μηνών περίπου, το οποίο ήταν χωμένο στις κορδέλες, τις δαντέλες και τις γούνες. Η γυναίκα δεν έβλεπε τον τρομερό άνθρωπο που την κοιτούσε. Εγώ βυθίστηκα σε σκέψεις. Αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν για μένα απλώς άνθρωπος. Ήταν το φάσμα της φτώχειας, ήταν η άγρια εμφάνιση, η παραμόρφωση και η θλίψη, η ολοφάνερη, μιας επανάστασης που απλώνεται βαθιά μέσα στα σκοτάδια και που θα ξεσπάσει. Άλλοτε η φτώχεια συναπαντιόταν με τον πλούτο, το φάντασμα πλησίαζε τη δόξα, μα εδώ δεν κοιτάχτηκαν ποτέ. Τραβούσε το καθένα το δικό του δρόμο. Δεν μπορεί όμως να τραβήξει αυτή η κατάσταση για πολύ. Από τη στιγμή που αυτός ο άνθρωπος παρατήρησε πως υπάρχει αυτή η γυναίκα, ενώ εκείνη δεν παρατήρησε την ύπαρξη αυτού του ανθρώπου, η καταστροφή είναι αναπόφευκτη».
Και βέβαια, τη στράτευσή του υπέρ των «αθλίων» την πλήρωσε ο Ουγκώ ακριβά, με μακρόχρονη εξορία. Όλο το έργο του Ουγκώ, από το 1820 και μετά, μεταξύ των οποίων τα παγκοσμίως γνωστά: «Η Τελευταία Μέρα ενός Κατάδικου» (Le Dernier Jour d’un condamné, 1829), «Η Παναγία των Παρισίων» (Notre-Dame de Paris, 1831), «Οι Εργάτες της Θάλασσας» (Les Travailleurs de la mer, 1866), «Ο Άνθρωπος που γελά» (L’Homme qui rit, 1869) και βέβαια το κορυφαίο έργο του «Οι Άθλιοι» (Les Misérables, 1862), «σφραγίστηκε» από τον αγώνα του κατά της εκμετάλλευσης και του πολύμορφου βιασμού και της αφαίρεσης της ζωής του ανίσχυρου ανθρώπου.
Ο χειμαρρώδης λόγος, η απαράμιλλη ψυχογραφική ικανότητα, τα εκφραστικά, λεπτομερειακά πορτρέτα, η στέρεη φιλοσοφία, δομημένη στη γνώση και την πείρα, είναι οι ύψιστης τέχνης ογκόλιθοι, που τεχνούργησαν τη μεγαλειώδη γραφή του Ουγκώ. Να γιατί ο χρόνος δεν μπορεί να θίξει στο ελάχιστο από το ανάστημά του.
«Ἐφημερίδα «Ῥαμπαγᾶς»,
Φίλτατε «Ραμπαγᾶ!» Μοὶ ζητεῖς ἄρθρον καὶ ἄρθρον μακρὸν ἐπὶ τῷ θανάτῳ τοῦ Βίκτωρος Οὐγκώ!
Τί δύναταί τις νὰ γράψη, τὸ ὁποῖον νὰ μὴ ἐγράφη ἀπὸ πεντήκοντα σχεδὸν ἐνιαυτῶν περὶ τοῦ ὑψιπέτου τούτου τῆς λυρικῆς ποιήσεως ἀετοῦ; Κατὰ τὸ 1840 ὁ Balzac ἁπαντῶν πρός τινα νέον κριτικόν, ἀποκαλέσαντα ἔξοχον τὸν Οὐγκὼ ποιητήν, «Ἡ εἴδησις αὕτη, φίλε μου, ἔλεγεν, εἶναι παλαιά» καὶ ὁ Chateaubriand ἀπὸ τοῦ 1838 ἀναφέρων ἐν τοῖς προηγουμένοις τῶν ἱστορικῶν αὐτοῦ μελετῶν τὸν Richelieu τοῦ μεγάλου Γαλάτου ποιητοῦ, ἔγραφεν ὅτι διὰ τοῦ ἔργου τούτου θὰ ἠδύνατο πᾶς τις νὰ μάθη ὅ,τι ἔκτακτος μεγαλόνοια ἀνεῦρεν ἐν ὀδῷ ἀγνώστῳ εἰς τοὺς Κορνηλίους καὶ Ρακίνας.
Ἔκτοτε οἱ διαπρεπέστεροι τῶν Μουσῶν ἱεροθύται καθῆκον καὶ τιμὴν ἑκάστοτε ἐθεώρησαν νὰ καύσωσιν ἐν ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς τὸν ὀφειλόμενον λίβανον εἰς τὸν μέγαν τοῦτον τοῦ νέου Παρνασσοῦ ἱεροφάντην, εἰς ὃν πρώτην ἴσως φορὰν ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Πινδάρου ἐδόθη τόσον δικαίως ἡ ποιητικὴ κότινος καὶ τοῦ ὁποίου τοὺς κροτάφους ἐστεφάνωσεν ἐπανειλημμένως, τῇ καθολικῇ ἐπιδοκιμασίᾳ, ἡ ροδομυρτοφόρος καὶ λυροκράτις Ἐρατώ.
Αἱ μακραὶ νεκρολογίαι, αἱ συνήθεις προσωπογραφίαι, αἱ τετριμμέναι σκιαγραφίαι, προκειμένου περὶ γιγάντων οἶος ὁ Βίκτωρ Οὐγκὼ, ἤκιστα, φρονῶ, ἐπιτυγχάνουσι τοῦ σκοποῦ των. Τὰ ἔργα τοῦ ἐκπνεύσαντος μεγάλου ποιητοῦ θὰ κρίνωσι διαφόρως πολλοὶ πολλῶν μελλουσῶν γενεῶν τεχνοκρίται, ὀλίγοι δὲ θὰ ἀρνηθῶσιν αὐτῷ τὴν πρώτην μεταξὺ τῶν λυρικῶν ποιητῶν θέσιν, καθὼς ὀλίγοι ἴσως θὰ θαυμάσωσι τὰς πολιτικὰς καὶ φιλοσοφικὰς αὐτοῦ πεποιθήσεις!
Ὡς ποιητής, ἀλλ᾿ ὡς ποιητὴς μόνον, θὰ ζήση μέχρι τῆς τελευταίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους πνοῆς! Τίνα γλυκυτέραν ἀπόλαυσιν τῆς ἐκ τῆς παραστάσεως τοιαύτης ἀθανασίας πηγαζούσης ἠδύνατο νὰ ἐπιθυμήση καρδία μεγάλη καὶ εὐγενὴς οἴα ἡ τοῦ Βίκτωρος Οὐγκώ; Ὀπόσον ζωηρῶς θὰ ἠσθάνετο τὴν ἠθικὴν ταύτην ἀπόλαυσιν ὅταν ἔγραφε μόνος:
Sans doute ils sont heureux les héros des poètes, Ceux que le bras fait rois, ceux que l’esprit fait dieux!…
Ἡ ἰδέα τῆς ἐξοντώσεως, ἡ σκέψις ὅτι ὁ θάνατος καὶ τὴν μεγάλην διάνοιαν καὶ τὸ πτωχὸν πνεῦμα μεταβάλλει ἐξίσου εἰς χοῦν, παρίστατο πάντοτε ἀπεχθὴς τῷ μεγάλῳ ποιητῇ ὡς εἰς πάντας καὶ ἰδίως εἰς ἐκείνους οἵτινες ἔχουσι συνείδησιν τοῦ πνευματικοῦ αὐτῶν μεγαλείου. Τὴν ψυχρὰν τῆς ἐξοντώσεως εἰκόνα ἐκθέτων καὶ ἐν ἑνὶ τῶν τελευταίων του ἔργων «Réligions et Réligion», ζητεῖ ματαίως τὴν εἷς τὴν ἀθανασίαν τῆς ψυχῆς πίστιν καὶ οἰονεῖ ἄπελπις καὶ μετὰ λύσσης ἀνακράζει:
Rien!
Oh! reprends ce Rien, gouffre, et rends-nous Satan!
Ὁ Βίκτωρ Οὐγκὼ δὲν ὑπάρχει πλέον οὔτε ἐπὶ τῆς γῆς οὔτε ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἀλλ᾿ ἐνῷ τόσοι ἄλλοι μεγάλοι ποιηταὶ ἀπέθανον χωρὶς νὰ λάβωσι ποτὲ συνείδησιν τῆς δόξης των, οὕτως ηὐτύχησε νὰ αἰσθανθῆ ζῶν ἔτι μέρος τῆς μετέπειτα ἀθανασίας του.
Οἴα εὐδαιμονία! Πλίνιος ὁ νεώτερος ἐμακάριζεν ὡς τὸν εὐτυχέστερον θνητόν, τὸν εἰς τὸ 83ον τῆς ἡλικίας του ἔτος ἐκπνεύσαντα Βιργίνιον Ροῦφον, διότι πρὸ τοῦ θανάτου του ὑπὸ πολλῶν ποιητῶν καὶ ἱστορικῶν ἐπηνέθη καὶ τοὺς ἐπαίνους τούτους τῆς ποιήσεως καὶ τῆς ἱστορίας ἐθεώρει ὁ Πλίνιος προκριτωτέρους τῶν ἀρωμάτων καὶ τῶν χρυσῶν στεφάνων τῆς κηδείας τοῦ Σύλλα, προτιμοτέρους τῶν εἰκοσιδύο χιλιάδων τραπεζῶν τῶν παρατεθεισῶν ἐπὶ τῷ θριάμβῳ τοῦ Καίσαρος!
Κατὰ τὸν γλυκὺν τῶν Μαρτύρων συγγραφέα, ἡ Ἑλλὰς εἶναι ἡ πατρὶς πάσης δόξης καὶ πᾶς μέγας ἀνὴρ ἐκτὸς αὐτῆς ὁπουδήποτε γεννώμενος θετὸν αὐτῆς τέκνον! Ὁ Βίκτωρ Οὐγκὼ ὑπερήσπισεν ὡς γνήσιος υἱὸς αὐτῆς τὰ δίκαια τῆς πασχούσης θετῆς μητρός του καὶ ἔψαλλε μετὰ θείου ἐνθουσιασμοῦ καὶ γλυκείας ἅμα μελαγχολίας τὰ κατορθώματα καὶ τὰ δεινὰ τῶν τέκνων της!
Ἐπὶ τῆς σοροῦ τοῦ ἐνδόξου ποιητοῦ χέει ἡ Ἑλλὰς μετὰ τῆς ἀδελφῆς Γαλλίας θερμὸν δάκρυ καὶ ἐπὶ τοῦ τάφου τοῦ νέου τούτου Πινδάρου καταθέτει στέφανον ἐξ ἀθανάτων σύμβολον τῆς ἀθανασίας αὐτοῦ, σύμβολον τῆς ἀθανάτου πρὸς αὐτὸν εὐγνωμοσύνης της!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.