Σάββατο 13 Απριλίου 2024

Η Ελλάδα του Κώστα Μπαλάφα: «Στο πρόσωπο κάθε ανθρώπου είναι σκαμμένη η ζωή του» [Φώτο και VIDEO]


Κώστας Μπαλάφας (1920-2011)

«Εδώ είναι ένας λαός τρανταχτός που πέρασε διά πυρός και σιδήρου… Αυτόν το λαό φωτογραφίζω». Ο Κώστας Μπαλάφας διέσωσε με τον φακό του την εικόνα μιας Ελλάδας που χάνεται, αποτυπώνοντας με μοναδική τέχνη και ευαισθησία την ζωή, τα τοπία, τους αγώνες, τις συνήθειες και τον πολιτισμό της πατρίδας μας των κατοχικών και μεταπολεμικών χρόνων, μέσα από φωτογραφίες που θεωρούνται πλέον εμβληματικές για ολόκληρες γενιές και εθνική κληρονομιά του λαού μας. 

Ο λόγος του, ζεστός, ταπεινός και ανθρώπινος -όπως ακριβώς έζησε και δημιούργησε και ο ίδιος- συνοδεύει ξεχωριστά τα αριστουργήματα της απαράμιλλης τέχνης του που μας άφησε, ορισμένα από τα οποία προβάλλουμε σε τούτο το ελάχιστο αφιέρωμα, που αποτολμούμε στην μνήμη του, στην αυγή του νέου χρόνου.

Ο φωτογράφος της Ρωμιοσύνης:

«Εμένα, σε όλη μου τη δουλειά, κεντρικός άξονας της θεματολογίας μου είναι ο άνθρωπος και οι αντιδράσεις του στη ζωή, ο αγώνας του για επιβίωση και περισσότερο οι άνθρωποι του πόνου, γιατί έχουμε σχηματίσει κακή ιδέα για τον πόνο. Ο πόνος είναι σύμμαχός μας, είναι ο φίλος μας, μας ειδοποιεί πως αν το χέρι μας πονάει, κάτι συμβαίνει εκεί πέρα, και πρέπει να το δούμε. Έπειτα και στην ίδια τη ζωή, ο άξονας της ζωής κινείται μεταξύ πόνου και ανίας. Ή θα πονάς ή θα ανιάς στη ζωή.

Επειδή ακριβώς σ’ αυτή την ψυχολογία των ανθρώπων ήθελα πάντοτε να μπαίνω, στο πετσί τους δηλαδή και να βγάζω κάτι εσωτερικό δικό τους, το ίδιο θέλησα να κάνω κι εδώ. Ό,τι θέλω να φωτογραφίσω, γίνεται στη φαντασία μου πρώτα και μετά το παίρνω, δεν παίρνω στην τύχη φωτογραφίες, τακ, τακ, τακ, ετούτο, το άλλο. Παίρνω ορισμένες λειτουργικές ενότητες που με εντυπωσιάζουν, αλλά που έχουν και κάποιο βαθύτερο νόημα. Εφ’ όσον βρεθώ στο χώρο όπου το θέμα με συγκινεί, τότε σχηματίζω εικόνες στο μυαλό. Και αυτές τις εικόνες καραδοκώ τη στιγμή και τη θέση που θα τις πάρω. Αγαπάω τον κόσμο και τον κόσμο φωτογραφίζω.

«Εμένα, σε όλη μου τη δουλειά, κεντρικός άξονας της θεματολογίας μου
είναι ο άνθρωπος και οι αντιδράσεις του στη ζωή, ο αγώνας του για επιβίωση
και περισσότερο οι άνθρωποι του πόνου, γιατί έχουμε σχηματίσει
κακή ιδέα για τον πόνο. Ο πόνος είναι σύμμαχός μας, είναι ο φίλος μας»
Κώστας Μπαλάφας

Μου έκανε μια κριτική μια εφημερίδα στην Έδεσσα, και αναφέρομαι σε αυτήν όχι γιατί με κολακεύει, αλλά είναι μια αλήθεια. Λέει σ’ ένα σημείο: “Στο ναό του Κώστα Μπαλάφα να βγάζεις τα παπούτσια σου, γιατί ο φιγούρες του είναι εξαγνισμένες από το μόχθο και τη στέρηση”, και είναι πράγματι έτσι. Όλοι με κατηγόρησαν στην αρχή ότι φωτογραφίζω την αθλιότητα και τη μιζέρια. Δεν έδειχνα σε κανέναν τις φωτογραφίες μου. Πήρα το δικό μου δρόμο, αυτός είμαι. Και νομίζω πως δεν έκανα άσχημα..

Το να βγάλεις λίγα χρυσάνθεμα, ακόμα και μια βαρκούλα που κουνιέται, δεν λέει και σπουδαία πράγματα. Εδώ είναι ένας λαός τρανταχτός, που πέρασε διά πυρός και σιδήρου, από το γιαταγάνι του Γιουσούφ αράπη και από το σκοινί του πατρο-Κοσμά. Αυτόν το λαό φωτογραφίζω ..».

Κώστας Μπαλάφας

«Αυτές οι γυναίκες, παρ’ όλη τους τη φτώχεια και την ανέχεια, είχαν τη δύναμη να ζήσουν, να δημιουργήσουν και να κρατήσουν στον τόπο τη ζωή. Σε μια γη κακοτράχαλη, ματωμένη και περήφανη, μόνες σε δύσκολους καιρούς, καλλιεργούσαν με το τσαπί τη στέρφα γη, θαρρείς πως στύβαν με τα δυο τους χέρια το λιγοστό τους χώμα και το πότιζαν με ιδρώτα για να το κάμουν να καρπίσει. Μάνες υπέροχες, μια ολάκερη ζωή να παλεύουν με την πέτρινη μοίρα τους. Όλος πέτρα αυτός ο τόπος. Πέτρες και ονόματα με ιστορία …»
Κώστας Μπαλάφας

Τα πρώτα χρόνια

Ο Κώστας Μπαλάφας, ο αγωνιστής και (με το ανεκτίμητο φωτογραφικό του έργο) ιστορικός συγχρόνως των χρόνων της Κατοχής και της Αντίστασης, συγκαταλέγεται ανάμεσα στους κορυφαίους Έλληνες εκπροσώπους του ρεύματος της ανθρωπιστικής φωτογραφίας και του κοινωνικού προβληματισμού, που άνθισε διεθνώς μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην αρχή της λαμπρής του φωτογραφικής διαδρομής απαθανάτισε με το φακό του πολύ κρίσιμες στιγμές του τόπου: το αλβανικό μέτωπο, την Κατοχή και τον αγώνα του ΕΛΑΣ στην Ήπειρο.

Γεννήθηκε στην ορεινή Χώσεψη (Κυψέλη σήμερα) της Άρτας, το 1920, από φτωχούς αγρότες γονείς, τον Γιώργο και την Αρχοντούλα. Το ηπειρώτικο χωριό του ήταν κακοτράχαλο, όπως έλεγε κι ο ίδιος, «εκεί που οι άνθρωποι παιδεύονται να επιβιώσουν, οργώνοντας την άγονη γη, λες και στύβουν με τα χέρια τους γυμνά το ξερό χώμα και το ποτίζουν με ιδρώτα, ώσπου να δώσει καρπούς …». Πέρα από τη φτώχεια, αναγκαία λύση για την επιβίωση ήταν ο δρόμος της ξενιτιάς. Το μήνυμα που κυριαρχούσε ειδικά για τους νέους ήταν: «Φύγε να σωθείς». Πάρα πολλοί έφυγαν τότε… Όπως διηγείται ο ίδιος: «Γεννήθηκα σ’ ένα κακοτράχαλο ηπειρώτικο χωριό που λες πως και το ίδιο γεννήθηκε για αγώνες πρώτα με την ίδια τη φύση, για να μπορέσει να επιβιώσει στην κακοτράχαλη γη. Κι ένα μεγάλο μαράζι ήταν ο ξενιτεμός. Ξενιτεύτηκα νωρίς κι εγώ για λόγους βιοπορισμού, μόλις τέλειωσα το Δημοτικό … Να εδώ σ’ αυτή την πέτρα, εκεί παρακάτω με ξεπροβόδισε η μάνα μου και μου ’πε τις τελευταίες της συμβουλές, όπως λένε όλες οι Ηπειρώτισσες μάνες στα παιδιά τους, για να μη γίνουν κλέφτες, ότι αν βρω κάπου λεφτά, να πάω αμέσως να τα παραδώσω∙ “κανένας, μου λέγε, δεν πετάει χρήματα. Ή κάποιος τα ’χασε ή κάποιος τα ’βαλε επίτηδες, να δει αν κλέβεις. Να πας να τα δώσεις αμέσως∙ δε θα σου κάνουν ποτέ καλό αυτά τα λεφτά”. Μου ’πε και λίγα ακόμα, μ’ αγκάλιασε, με φίλησε και από τότε έμελλε να μην την ξαναϊδώ».

«Γεννήθηκα σ’ ένα κακοτράχαλο ηπειρώτικο χωριό
που λες πως και το ίδιο γεννήθηκε γι’ αγώνες πρώτα με την ίδια τη φύση,
για να μπορέσει να επιβιώσει στην κακοτράχαλη γη..
Κι ένα μεγάλο μαράζι ήταν ο ξενιτεμός. Ξενιτεύτηκα νωρίς κι εγώ
για λόγους βιοπορισμού, μόλις τέλειωσα το Δημοτικό»
Κώστας Μπαλάφας

Η πρώτη επαφή του Κώστα Μπαλάφα με τη φωτογραφία και τη φωτογραφική μηχανή, έγινε στα δεκατρία του χρόνια. Όπως πολύ αργότερα είχε αναφέρει ο ίδιος: «Το Δημοτικό το τέλειωσα και δεν το τέλειωσα.. Απ’ το χωριό μου κατέβηκα πρώτα στην Άρτα. Εκεί ο πατέρας μου, για να μη με στείλει μόνο στην Αθήνα, με παρέδωσε σ’ ένα γνωστό μας δάσκαλο να με συνοδεύσει. Παράκληση του πατέρα μου ήταν να με βοηθήσει, ώσπου να βρω στην πλατεία Κουμουνδούρου την ταβέρνα ενός συγχωριανού μας, που ήταν θαυμάσιος άνθρωπος και καλός πατριώτης. Σ’ αυτόν έβρισκαν απάγκιο πολλά χωριατόπαιδα απ’ την Ήπειρο, που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα. Εκτός από ένα πιάτο φαγητό που τους έδινε, φρόντιζε να τους βρίσκει και δουλειά. Αυτό έγινε και μ’ εμένα, καταλήγοντας να πιάσω δουλειά σ’ ένα ονομαστό τότε γαλακτοπωλείο – ζαχαροπλαστείο της οδού Πατησίων, κοντά στον Άγιο Λουκά, με την επωνυμία “Δελφοί”. Την ημέρα δουλειά, το βράδυ νυχτερινό σχολείο. Ήμουν τότε έντεκα χρονών…

Πριν πιάσω τη μηχανή, είχα γράψει λίγα πράγματα με το μολύβι σ’ ένα μπλοκάκι, τα βιώματά μου. Επειδή έγραφα και για το αφεντικό μου πράγματα όχι τόσο ευχάριστα, μου σκίσανε το μπλοκάκι και στενοχωρήθηκα πολύ γι’ αυτό, γιατί είχα γενικά όλα μου τα βιώματα, πώς έφυγα από το χωριό μου, πώς κατέβηκα σε μια πολιτεία, όπου είδα φώτα που δεν τα έσβηνε η βροχή και ο αέρας, πώς -τέλος πάντων- μπόρεσα να βοηθήσω τον εαυτό μου και την οικογένειά μου… Στο αφεντικό μου αυτό είχαν έρθει κάτι συγγενείς του από την Αμερική, ομογενείς, και θεώρησε υποχρέωσή του να τους ξεναγήσει σε διάφορα μέρη. Μια μέρα σκέφτηκαν ν’ ανέβουν στην Πάρνηθα· είπανε, μάλιστα, να πάρουν και μιαν αναμνηστική φωτογραφία. Τότε ήταν τα κουτάκια αυτά τα Brownie της Kodak που στοίχιζαν πολύ φτηνά, ήταν εύκολα στη χρήση, γιατί είχαν aplanar φακό και δεν είχε απαιτήσεις για ειδικούς χειρισμούς. Κάποιος θα έπρεπε όμως να κρατάει αυτό το κουτί για να φωτογραφηθούν αυτοί, και αγγάρεψαν εμένα. Όταν είδα εγώ ότι αυτό που βλέπω μπροστά μου μπορώ να το αποτυπώσω στο χαρτί, με μάγεψε και είπα “ένα τέτοιο εργαλείο θα ‘θελα για ν’ αποτυπώσω τα βιώματά μου και να καταχωρίσω τους ανθρώπους που έζησα και μόχθησα μαζί τους, που έζησα χαρές και λύπες ..”».

«Να εδώ σ’ αυτή την πέτρα, εκεί παρακάτω, με ξεπροβόδισε η μάνα μου
και μου ’πε τις τελευταίες της συμβουλές, όπως λένε όλες οι Ηπειρώτισσες μάνες
στα παιδιά τους. Μ’ αγκάλιασε, με φίλησε και από τότε έμελλε να μην την ξαναϊδώ..»
Κώστας Μπαλάφας

Στο γαλακτοπωλείο του συμπατριώτη του ο Κώστας Μπαλάφας εργάστηκε μέχρι το 1936, οπότε πήγε για σπουδές κοντά στην πατρίδα του, στη Γαλακτοκομική Σχολή Ιωαννίνων. «Στον χώρο της φωτογραφίας», θα πει πολλά χρόνια αργότερα, «μπήκα γύρω στα 1938, στα Γιάννενα με δάσκαλο τον Απόστολο Πανταζίδη, έναν φωτισμένο καλλιτέχνη και πολύ καταρτισμένο φωτογράφο». Μετά την αποφοίτησή του -η φοίτηση ήταν διετής- συνέχισε για έναν χρόνο σπουδές γαλακτολογίας στην Ιταλία, όπου και έμαθε τα ιταλικά. Το 1939 επέστρεψε στα Γιάννενα και διορίστηκε έκτακτος υπάλληλος στη Γαλακτοκομική Σχολή. Εκεί εργαζόμενο τον βρήκε ο πόλεμος κι η Κατοχή.. Όπως διηγείται ο ίδιος: «Και ήρθε το πλήρωμα του χρόνου κάποτε, ώστε μ’ ένα ρολόι και λίγες οικονομίες ν’ αποκτήσω μια μηχανούλα. Ήταν μια junior Kodak με 7.7 φακό. Μετά από αυτό αγόρασα μιαν άλλη· πουλώντας τη μηχανή αυτή και πάλι με κάτι οικονομίες πήρα μια Robot. Με τη Robot και μ’ ένα φιλμ που έπεσε κυριολεκτικά από τον ουρανό, μέσα σ’ ένα βομβαρδιστικό ιταλικό που το ‘ριξαν τα αντιαεροπορικά μέσ’ τα Γιάννενα, κατάφερα να συνεχίσω· έκοβα κομματάκια, γέμιζα τις μπομπίνες κι έτσι φωτογράφισα τον Αγώνα …».

«Η φωτογραφία είναι δύσκολη τέχνη,
γιατί έχει πολύ εύκολη τεχνική»
Κώστας Μπαλάφας

Έπος του ’40, Κατοχή και Εθνική Αντίσταση

Ο Κώστας Μπαλάφας «αιχμαλώτισε», με τον τρόπο αυτό, στον φακό του τα φοβερά εγκλήματα των Ιταλών και των Γερμανών κατακτητών σε βάρος του λαού μας, αψηφώντας δεκάδες φορές τον άμεσο κίνδυνο να σκοτωθεί ή να συλληφθεί και να εκτελεστεί… Άλλες πάλι φορές έσωσε για πάντα μέσα από τις φωτογραφίες του σπάνια και μοναδικά στιγμιότυπα από τους συντρόφους του, τους διπλανούς συμπολεμιστές του, την ώρα της μάχης και του αγώνα, την εποχή του Ελληνοϊταλικού πολέμου, της Κατοχής και της εθνικής Αντίστασης. Μέσα σε μια μικρή παράγκα στο μέτωπο, εμφάνιζε και τύπωνε τις φωτογραφίες του κρυφά. Χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα κατασκεύασε έναν σκοτεινό θάλαμο που δούλευε με τον ήλιο! Από ένα μικρό παράθυρο έστελνε το φως μ’ έναν καθρέφτη στους συγκεντρωτικούς φακούς του μεγεθυντήρα.. Αργότερα, υποχρεωμένος να δουλεύει μόνο τη νύχτα, κατασκεύασε μια ξύλινη διχάλα με δεμένα πάνω της καλώδια, την οποία πετούσε και αγκίστρωνε κάθε βράδυ στα εναέρια σύρματα, κλέβοντας ρεύμα από τους Γερμανούς ..!».

«Η γενιά του ’40 εξαγόρασε με το αίμα της το δικαίωμα να ζει ελεύθερη»
Κώστας Μπαλάφας

Ο Κώστας Μπαλάφας δεν υπήρξε επαγγελματίας φωτορεπόρτερ, ούτε βρέθηκε τυχαία στο μέτωπο των πολεμικών επιχειρήσεων: κατά τη διάρκεια της Κατοχής εντάχθηκε στην 6η Ταξιαρχία του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (Ε.Λ.Α.Σ.) ως μαχητής – τυφεκιοφόρος του 85ου Συντάγματος και παράτολμος φωτογράφος, που φωτογράφιζε τις καταστροφές των χωριών και τις άλλες κτηνωδίες του κατοχικού στρατού, τις ζυμώσεις για την έναρξη του ένοπλου αγώνα, τις πορείες και τις μάχες των ανταρτών, τον θρήνο των μανάδων και αργότερα, τις εκδηλώσεις στην πόλη των Ιωαννίνων κατά την Απελευθέρωση. Για την Εθνική Αντίσταση ο Κώστας Μπαλάφας σημειώνει: «Η Αντίσταση είναι έργο του ελληνικού λαού… Την Αντίσταση την αρχίσαμε ακριβώς με τις πρώτες μέρες της Κατοχής, όταν ο στρατός οπισθοχωρώντας έκρυψε λίγα όπλα για την κακή την ώρα. Και είναι μια καθαρά υπόθεση του ελληνικού λαού και της φιλοπατρίας του. Οι νέοι έγιναν οι φλογεροί κήρυκες του ξεσηκωμού. Αυτοί φλόγισαν τις καρδιές της δουλωμένης Ρωμιοσύνης. Στην αρχή δούλευα κι εγώ μαζί τους, εδώ στην πόλη. Όταν όμως τα πράγματα δυσκόλεψαν, περάσαμε στην ένοπλη δράση».

Το γεγονός που ανάγκασε τον Κώστα Μπαλάφα ν’ ανέβει μια ώρα αρχύτερα στα «λαμπερά βουνά» ήταν η σύλληψή του, το 1942, οπότε και πέρασε από ιταλικό στρατοδικείο, στο Μεσολόγγι, όχι για κάποια σημαντική πράξη αντίστασης, αλλά από μιαν «απροσεξία», όπως λέει ο ίδιος: «Από κάποιους Αλβανούς μαυραγορίτες είχα αγοράσει ένα ασφράγιστο τρανζίστορ. Από αυτό, κρυμμένος σ’ ένα υπόγειο με φίλους μου, άκουγα καθημερινά τα νέα από το BBC. Σιγά – σιγά αρχίσαμε να κυκλοφορούμε ένα δελτίο με τα νέα που μεταδίδονταν. Κάτι τέτοιο, φυσικά, δεν μπορούσε να κρατηθεί μυστικό για πολύ καιρό. Μαθεύτηκε και μας έπιασαν… Το στρατοδικείο από κάποια σύμπτωση έδειξε επιείκεια και μας καταδίκασε μόνο σε τρεις μήνες φυλακή με αναστολή. Έτσι, αφεθήκαμε ελεύθεροι. Όταν όμως γυρίσαμε στα Γιάννενα δεν ικανοποιήθηκαν οι αστυνομικοί από την ποινή που μας επέβαλαν και μας ξαναδίκασαν. Εγώ τότε το έσκασα και πήγα στο αντάρτικο». Τότε ο Κώστας Μπαλάφας πήρε την απόφαση να καταταγεί στον ΕΛΑΣ. Η Ασφάλεια έκανε έρευνα στο σπίτι του στα Γιάννενα, βρήκε το περισσότερο υλικό απ’ τα «ντοκουμέντα της χαρτοσακούλας», το κατάσχεσε και βέβαια ποτέ πια δεν ξαναβρέθηκε.

«Στην Ήπειρο είναι οι πιο αληθινές φωτογραφίες μου. Εκεί ξέρω το “μέσα” των ανθρώπων. Αυτό επιχειρώ να φωτογραφίσω. Στα άλλα μέρη είμαι λίγο τουρίστας φωτογράφος. Καταγράφω εικόνες …»
Κώστας Μπαλάφας

Στο Ζαγόρι, στο Χάνι του Καμπέραγα, έχοντας πάντα μαζί τη φωτογραφική του μηχανή, ο Κώστας Μπαλάφας συνάντησε το φίλο του Λέανδρο Βρανούση, ιστορικό, μελετητή, συγγραφέα (που έγραψε για τον Ρήγα Βελεστινλή, αλλά και για θέματα της Ηπείρου) και διευθυντή του Μεσαιωνικού Αρχείου της Ακαδημίας Αθηνών. Εντάχθηκε στο 85ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ με διοικητή τον Γιώργο Καλλιανέση και υπήρξε μόνιμος συνοδοιπόρος του Βρανούση, σε ατελείωτες πορείες από περιοχή σε περιοχή. Χωρίς να είναι ενταγμένος σε κάποια κομματική οργάνωση, με τη φιλική μεσολάβηση του Λέανδρου Βρανούση, έγινε δεκτός από τους αρχικά επιφυλακτικούς αντάρτες του ΕΛΑΣ και αργότερα του ΕΔΕΣ, τo 1943. «Με είδαν καλοντυμένο, φορούσα καλά άρβυλα», διηγείται ο ίδιος. «Ήταν δύσκολο πράγμα να έχει κανείς άρβυλα εκείνη την εποχή. Ήταν δύσκολος ο ανεφοδιασμός. Η ξυπολυσιά ήταν ο κανόνας …». Και δεδομένου ότι μιλούσε αγγλικά και ιταλικά, έκανε τον διερμηνέα στο κλιμάκιο της αγγλικής αποστολής και έβγαζε τις φωτογραφίες του στα κλεφτά, χωρίς φυσικά να διανοείται ότι κατέγραφε κοσμοϊστορικά ντοκουμέντα.

«Η Αντίσταση είναι έργο του ελληνικού λαού. Είναι καθαρά μια υπόθεση
του ελληνικού λαού και της φιλοπατρίας του»
Κώστας Μπαλάφας

Στο βουνό ο Κώστας Μπαλάφας συνάντησε ανθρώπους που ξημεροβραδιάζονταν στην ύπαιθρο, έτοιμοι για μετακίνηση, «γιατί στο κάθε τους βήμα παραμόνευε ο θάνατος», θα πει ο ίδιος. «Άνθρωποι που στερούνταν τα πάντα, ακόμα και το ψωμί. Οι πιο πολλοί, λίγο – πολύ ξυπόλητοι, μόνιμα ψειριασμένοι, αλλά με τη μεγάλη απόφαση να πεθάνουν για τη λευτεριά… Οι πρώτες αντάρτικες ομάδες ήταν οπλισμένοι μ’ όπως βολεύονταν ο καθένας, ακόμα και τον ρουχισμό τους, τα πρώτα τους όπλα ήταν αυτά που είχε αναμερίσει ο στρατός στην οπισθοχώρηση, αλλ’ ακόμα και με γκράδες ξεθαμμένους απ’ το παλιό οπλοστάσιο των προγόνων, όπου κάπου μερακλήδες παλιοί τους είχαν καταχωνιασμένους στις αστρέχες με κοντάκια πλουμισμένα, με γοργόνες και σιντέφια. Σιγά – σιγά όμως απόκτησαν σύγχρονο οπλισμό στις μάχες τους με τον εχθρό κι εκείνα τ’ άρπαξαν από το ίδιο του το χέρι και του ’σπασαν τα μούτρα. Με αυτούς τους λίγους, τους απροσκύνητους, ξεκίνησε κι έγινε ο μεγάλος στρατός του ΕΛΑΣ, “το καινούργιο αρματολίκι”… Και κοντά σ’ αυτούς, τους ξυπόλητους, τους κατσαπλιάδες, όπως τους έλεγαν οι καλοβολεμένοι, μαζεύτηκε ό,τι εκλεκτό είχε αυτός ο τόπος απ’ το πνευματικό του δυναμικό, άνθρωποι ασυνήθιστοι από κακουχίες και στερήσεις στάθηκαν δίπλα στον λαό και τον βοηθήσαν στη δύσκολή του ώρα αλλάζοντάς του την μοίρα. Οι άνθρωποι αυτοί δεν ήταν μόνο αξιωματικοί, δεν ήταν μόνο λόγιοι, ήταν κι άνθρωποι καλλιτέχνες, κάναν το “θέατρο του βουνού”, όπως ο Γιώργος ο Κοτζιούλας, και αξιοποιήσαν σπυρί – σπυρί τη γνώση των απλών ανθρώπων του λαού, για να φτάσουν σε κορφές καλλιτεχνικής δημιουργίας».

«Όλος ο κόσμος είχε εξοικειωθεί με τον θάνατο, γιατί τον έβλεπε
καθημερινά δίπλα του. Τον περίμενε και ο ίδιος»
Κώστας Μπαλάφας

Διηγείται ακόμα ο ίδιος: «Κοιτάξτε, από τη φωτογραφία είχα γοητευτεί. Με εντυπωσίαζε πώς μπορούσα σ’ ένα κομμάτι χαρτί ν’ αποτυπώσω σκέψεις, ιδέες και γεγονότα. Στην αρχή φωτογράφιζα ηλιοβασιλέματα, λουλούδια και δεν συμμαζεύεται. Γρήγορα όμως σκέφτηκα: “Αν είναι δυνατόν να ασχολούμαστε με τέτοια φτηνά πράγματα και να έχουμε έναν λαό να υποφέρει”. Ήταν η εποχή που οι διανοούμενοι μαζεύτηκαν στο βουνό και αγωνίστηκαν με καρδιά, δίπλα στον λαό. Έβλεπες τότε αυτό που λέμε προσφορά και που δεν το συναντάς σήμερα. Υπήρχαν γιατροί που γυρνούσαν στα χωριά, λες και ήταν Άγιοι Ανάργυροι, για να γιατρέψουν τη φτωχολογιά. Όλος ο κόσμος είχε εξοικειωθεί με τον θάνατο, γιατί τον έβλεπε καθημερινά δίπλα του. Τον περίμενε και ο ίδιος. Κοντολογίς, η γενιά του ’40 εξαγόρασε με το αίμα της το δικαίωμα να ζει ελεύθερη. Αυτή η ανθρωπιά, με την πλατύτερή της έννοια, με είχε συγκινήσει πάρα πολύ. Έτσι άρχισα..».

Γενναίοι όμως δεν ήταν μόνο οι συμπολεμιστές του Κώστα Μπαλάφα, μα κι ο ίδιος που αψηφούσε τον κίνδυνο για να εξασφαλίσει τις περίφημες σήμερα φωτογραφίες του από το Ελληνοαλβανικό Μέτωπο, από τις μέρες της γερμανικής Κατοχής και τον αντιστασιακό αγώνα. Αδιάψευστος μάρτυρας της παράτολμης ιδιοσυγκρασίας και εφευρετικότητάς του είναι η φωτογράφιση των σωμάτων των πατριωτών Τόδουλου και Φαρίδη, που αιωρούνταν άψυχα ανάμεσα σε δύο πλατάνια στις όχθες της λίμνης των Ιωαννίνων, τον Μάρτη του 1944, όπως αναφέρει στο βιβλίο του ο Κώστας Μπουμπούρης, «Ο Κώστας Μπαλάφας και η Ελλάδα του». Οι Γερμανοί κατακτητές άφηναν, αλλά και υποχρέωναν το πλήθος να πλησιάσει την επιτηρούμενη από φρουρούς περιοχή, για λόγους παραδειγματισμού και εκφοβισμού. Ο Κώστας Μπαλάφας έκανε πρώτα μια πρόχειρη αυτοψία, υπολόγιζε τις αποστάσεις και ξαναγύριζε κρατώντας στην αγκαλιά του μια τσάντα με κρεμμύδια. Μέσα στην τσάντα του μανάβη όμως είχε κρύψει τη φωτογραφική του μηχανή με ανοιχτή μια τρύπα μπροστά στο φακό, για να φωτογραφίζει χωρίς να γίνεται αντιληπτός: «Κανείς δεν έπρεπε να ξέρει ότι φωτογραφίζω. Δεν ήταν μόνο οι Γερμανοί, αλλά και οι χωροφύλακες που ήταν χειρότεροι», αφηγήθηκε αργότερα… Περνώντας μπροστά απ’ τους κρεμασμένους, και από ικανή απόσταση, απαθανάτισε το γεγονός, αφήνοντας έτσι στην ιστορία μία από τις πιο χαρακτηριστικές φωτογραφίες της μαύρης Κατοχής.

Οι απαγχονισμένοι από τους Γερμανούς πατριώτες Τόδουλος και Φαρίδης στη λίμνη Ιωαννίνων και ο πολυβολητής στα Γραμμενοχώρια, την στιγμή που πέφτει χτυπημένος

Ομοίως, η φωτογράφιση του οπλοπολυβολητή αντάρτη την ώρα που έπεφτε με το όπλο στα χέρια, χτυπημένος σε γερμανική ενέδρα στα Γραμμενοχώρια, τον αναδεικνύει άφοβο στις μάχες και καταδεικνύει ότι σκοπός του ήταν να φωτογραφίσει -πάση θυσία- την Αντίσταση στην Ήπειρο. Για τη μοναδικότητα της φωτογραφίας αυτής έγραψε, στο μηνιαίο περιοδικό «Φωτογράφος», ο ιστορικός φωτογραφίας Άλκης Ξανθάκης: «Όσο όμως κι αν ερεύνησα, δεν κατόρθωσα να βρω φωτογραφίες απ’ τον Εμφύλιο που να μην είναι καταγραφικές ή στημένες. Μία όμως, που γνωρίζω, είναι μοναδική κι ανεπανάληπτη. Είναι η στιγμή που ο αντάρτης χτυπημένος απ’ τη σφαίρα ετοιμάζεται ν’ αφήσει το οπλοπολυβόλο του. Ο Κώστας Μπαλάφας ήταν μαζί με την ομάδα των ανταρτών, όταν έπεσαν σε ενέδρα. Πρώτος χτυπήθηκε ο πολυβολητής της ομάδας, ενώ γύρω του επικρατούσε χάος. “Δεν είχα παρά μόνο κλάσματα δευτερολέπτου για να πατήσω το κουμπί και αμέσως να καλυφθώ”, μου είχε πει ο Μπαλάφας. Η φωτογραφία αυτή δείχνει και λέει πολλά. Και μας κάνει περήφανους και για τον μεγάλο και σεμνό φωτογράφο και για το έπος που κατέγραψε».

«Στα χρόνια της Αντίστασης», θα γράψει ο Κώστας Μπαλάφας, «έζησα από κοντά τον αγώνα του ανθρώπου για ανεξαρτησία και αξιοπρέπεια, ενός λαού που στη δύσκολη ώρα τα έδωσε όλα για την πατρίδα, με την ελπίδα πως θ’ άλλαζε και τη δική του μοίρα. Είχα πάντα την πεποίθηση, παρ’ όλες τις θυσίες, πως τελικά θα νικούσαν το δίκιο και η ελπίδα, θα νικούσε ο άνθρωπος». Μετά την ηρωική Αντίσταση, βέβαια, ήρθε ο Εμφύλιος με τα γνωστά γεγονότα. Η καταφρόνια, οι εξορίες, οι εκτελέσεις, το ανεξέλεγκτο μίσος, τα φακελώματα, τα κομμένα κεφάλια κρεμασμένα σε κεντρικούς φανοστάτες για την κατατρομοκράτηση του κόσμου… Ο Κώστας Μπαλάφας θα γράψει γι’ αυτά τα πέτρινα χρόνια: «Ατενίζοντας στα δειλινά του ορίζοντα αναπολούσα τους ατελείωτους σταυρούς των θυμάτων για τους αγώνες και τις ιδέες τους. Σκεπτόμουν τις στρατιές των εξορίστων και των προσφύγων με την καρδιά γεμάτη πίκρα και το στυφό στοιχείο της απογοήτευσης, πόσο αργά και άχαρα κυλάει η ζωή στον ξένο τόπο και πόσο σκληρή είναι η ζωή χωρίς την απαντοχή. Δοκίμαζα κάθε μέρα πόσο λίγη είναι η χαρά στην πόλη για τη ζωή και πόσο μακριά από το δίκιο είναι οι νόμοι, σαν σκεπτόμουν τις χιλιάδες των εκτελεσμένων με δίκες σκοπιμότητας στα έκτακτα στρατοδικεία και ακόμα τα κομμένα κεφάλια των αγωνιστών, που εξαργύρωναν οι παρακρατικοί στα δημόσια ταμεία, μια λίρα το κομμάτι. Αναλογιζόμουν τον πόνο για κείνες τις χαροκαμένες μάνες που έμειναν ολομόναχες, μοιρολογώντας σαν Ερινύες στον ρημαγμένο τόπο, με τα βαθουλωμένα μάτια στερεμένα από δάκρυα, μάταια να περιμένουν αυτούς που ποτέ δεν θα έρθουν, βυθισμένες στους ωκεανούς της προσωπικής τους σιωπής. Πάντα θ’ αγναντεύουν στα ξάγναντα, μη δουν κάποιον να έρχεται από μακριά, γιατί δεν μπορούν να το καλοπιστέψουν πως για πάντα τους έχασαν και τους μένει να ζήσουν χωρίς ελπίδα».

«Εδώ είναι ένας λαός τρανταχτός, που πέρασε διά πυρός και σιδήρου,
από το γιαταγάνι του Γιουσούφ αράπη και από το σκοινί του πατρο-Κοσμά.
Αυτόν το λαό φωτογραφίζω …»
Κώστας Μπαλάφας

Ολάκερη αυτή την περίοδο ο Κώστας Μπαλάφας, κυνηγημένος, όπως όλοι οι συναγωνιστές του, είχε πέσει σε νέες περιπέτειες. Βρισκόταν συνεχώς σε εγρήγορση κι ετοιμότητα, για να περισώσει με κάθε θυσία το έργο του. Είναι κατόρθωμα πώς γλύτωσε το ευπαθές αυτό υλικό (τα φιλμ), όχι τόσο απ’ τις πολεμικές κακουχίες και τις υγρασίες που συσσωρεύονταν στις φυσικές κρυψώνες του, αλλά από τις γλώσσες της καταλαλιάς μιας μεγάλης περιόδου, που έφτασε μέχρι σχεδόν τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Ο Κώστας Μπαλάφας εμπιστεύθηκε το υλικό που είχε συγκεντρώσει στην οικογενειακή του φίλη Ιουλία Γοργόλη, θεωρώντας ότι υπήρχε κίνδυνος να κατασχεθεί, αν έμενε στα χέρια του. Εκείνη, το έκρυψε κάτω από το ξύλινο ταβάνι ενός γιαννιώτικου σπιτιού. Ένα μέρος καταστράφηκε από την υγρασία, αλλά το υπόλοιπο έμεινε άθικτο και το παρέλαβε ο ίδιος, χωρίς κανέναν πλέον κίνδυνο, το 1975. Φιλμ που δεν θεωρούνταν επικίνδυνα, ώστε να τα κρύψουν, όπως εκείνα με θέμα τη μαζική μεταφορά των Εβραίων από τα Γιάννενα σε γερμανικά στρατόπεδα, έπεσαν στα χέρια των αρχών ασφαλείας το 1944 και δυστυχώς εξαφανίστηκαν. Η σημαντική φωτογραφική μαρτυρία από τα χρόνια της Αντίστασης έγινε ευρέως γνωστή το 1991, όταν ο ίδιος ο Κώστας Μπαλάφας εξέδωσε στα Γιάννενα, με δική του δαπάνη, το λεύκωμα «Κώστας Μπαλάφας: το Αντάρτικο στην Ήπειρο, ασπρόμαυρες φωτογραφίες 1940-1944», εμπλουτισμένο με αυτούσιες δραματικές αφηγήσεις του ιδίου και με πρόλογο του φίλου και συναδέλφου του Σπύρου Μελετζή: «Το βιβλίο αποτυπώνει με τον πιο αξιόπιστο τρόπο στιγμές εφιαλτικές, αλλά και δόξας, απ’ τη Μεταξική δικτατορία, τον πόλεμο του ’40, την μαύρη Κατοχή, τις εκτελέσεις, την Αντίσταση και την απελευθέρωση».

Παράλληλα με τον Κώστα Μπαλάφα, τη ζοφερή πραγματικότητα του πολέμου αποτύπωσαν με τον φακό τους αρκετοί φωτογράφοι, μεταξύ των οποίων και ο Σπύρος Μελετζής, ο οποίος φωτογράφισε τους αντάρτες και τις αντάρτισσες του ΕΛΑΣ, αλλά και η Βούλα Παπαϊωάννου, η οποία κατέγραψε τα δεινά του αμάχου πληθυσμού της Αθήνας, κατά την περίοδο της γερμανικής Κατοχής. «Βέβαια, τους θυμάμαι», διηγείται ο Κώστας Μπαλάφας. «Είχαμε όμως διαφορές. Εκείνοι ήταν φωτογράφοι σπουδαγμένοι. Εγώ πάλι, ό,τι άρπαζα από ’δω και από ’κει. Δεν ήξερα την τεχνική, την έμαθα στην πορεία».

«Εμένα μ’ ενδιέφερε ο άνθρωπος που υποφέρει.
Στο πρόσωπο κάθε ανθρώπου είναι σκαμμένη η ζωή του …»
Κώστας Μπαλάφας

Μεταπολεμικά χρόνια

Μετά το τέλος του πολέμου ο Κώστας Μπαλάφας εργάστηκε, για ένα διάστημα, ως διερμηνέας με μια ομάδα του βρετανικού στρατού που εκτελούσε έργα σε όλη την Ελλάδα, οπότε του δόθηκε η ευκαιρία να φωτογραφίσει και άλλα μέρη, πέραν της Ηπείρου. Σε ηλικία 38 ετών παντρεύτηκε την καθηγήτρια Ευαγγελία Μαργαρίτου, μια εξαίρετη σύντροφο, με την οποία απέκτησαν δύο παιδιά, την Στέλλα και το Γιώργο. Από το 1951 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, για να εργαστεί στη ΔΕΗ, αλλά δεν σταμάτησε ποτέ να φωτογραφίζει όλη την Ελλάδα και τους ανθρώπους της. «Εμένα με ενδιέφερε ο άνθρωπος που υποφέρει. Και το πρόσωπο κάθε ανθρώπου είναι η θεατρική σκηνή στην οποία εκτυλίσσονται τα συναισθήματα, η ίδια η ζωή. Στο πρόσωπο κάθε ανθρώπου είναι σκαμμένη η ζωή του», θα πει ο ίδιος για το έργο του.

Υδροηλεκτρικά έργα στον ποταμό Αχελώο

Εργαζόμενος στη ΔΕΗ, φωτογράφισε ορισμένα έργα, με αποκορύφωμα την κατασκευή του υδροηλεκτρικού φράγματος Κρεμαστών του Αχελώου, με όλες τις παρενέργειες και τις παραμέτρους του. Ο νεοσύστατος τότε οργανισμός της ΔΕΗ του έδωσε την ευκαιρία ν’ ασχοληθεί με μιαν άλλη προσφιλή του δραστηριότητα, την κινηματογράφηση. Στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης το 1960, η ΔΕΗ έκανε πειραματικές τηλεοπτικές εκπομπές. Με τα μηχανήματα, που χρησιμοποιήθηκαν τότε, συνεστήθη, λίγο αργότερα, το κρατικό κανάλι της ΕΙΡΤ. Το πρώτο ολοκληρωμένο φιλμ της ΔΕΗ γυρίστηκε το 1960. Ήταν τα πρώτα «Δωδώνεια», με πρωτεργάτη τον Κώστα Μπαλάφα, ο οποίος έκτοτε καθιερώθηκε και ως κάμεραμαν. Τελικά, γυρίστηκαν γύρω στις 60 ταινίες, που μαζί με το υπόλοιπο φωτογραφικό υλικό, επί πολλά χρόνια, φυλάσσονταν στην φιλόξενη κατοικία του φωτογράφου, στο Χαλάνδρι. Όπως για τη φωτογραφία, που χάρη σ’ εκείνον αποτελεί πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτισμικής μας κληρονομιάς, έτσι και για τον κινηματογράφο, ο Κώστας Μπαλάφας έδωσε σειρά διαλέξεων στους σπουδαστές της Ακαδημίας Δημιουργικής Φωτογραφίας Leica, η οποία προς τιμήν της έχει προβεί σε εξαίρετες εκδόσεις για το έργο του.

«Σήμερα η φωτογραφία έχει γίνει το τρίτο μάτι της ανθρώπινης
όρασης. Μεταφέρει συγκινήσεις από χώρους και καταστάσεις,
όπου η ανθρώπινη προσπέλαση είναι αδύνατη. Παρουσιάζει
εικόνες από λαούς που υπέστησαν τα πάνδεινα»
Κώστας Μπαλάφας

Από εμπειρική ενασχόληση διαπίστωσα ότι «η φωτογραφία είναι δύσκολη τέχνη, γιατί έχει πολύ εύκολη τεχνική», είχε δηλώσει με αυτήν την αγαπημένη ρήση του, την οποία εξηγούσε ως εξής: «Κοιτάξτε, η φωτογραφία είναι παιδί της επιστήμης και της τεχνολογίας που ως τώρα προσέφερε πολλά και υπόσχεται ακόμη περισσότερα. Μια τέχνη με τόσες δυνατότητες, η οποία κατέβηκε στα λαϊκά στρώματα, τόσο για θέαση όσο και για δημιουργία. Είναι μια ωφελιμιστική τέχνη. Σταμάτησε τον βρώμικο πόλεμο του Βιετνάμ, σταμάτησε την παραγωγή εκείνου του φοβερού φαρμάκου, της θαλιδομίδης. Σήμερα η φωτογραφία έχει γίνει το τρίτο μάτι της ανθρώπινης όρασης. Μπορεί να μας μεταφέρει συγκινήσεις από χώρους και καταστάσεις, όπου η ανθρώπινη προσπέλαση είναι αδύνατη. Ζωντανές εικόνες από τα βάθη του βυθού ως τα πέρατα του ουρανού. Η φωτογραφία ασκεί κοινωνικό λειτούργημα, όταν είναι στα χέρια ευσυνείδητων φωτορεπόρτερ. Παρουσιάζει εικόνες από λαούς που υπέστησαν τα πάνδεινα. Είτε από φυσικές καταστροφές είτε από μια ανθρώπινη περιπέτεια, ο φωτογράφος παρουσιάζει αδρά και ζωντανά, με τον αμείλικτο ρεαλισμό του φωτογραφικού φακού, εικόνες ζωντανές από αυτά τα παθήματα. Αυτό συγκινεί και άλλους λαούς με ευαισθησία και ανθρωπιά, για να στείλουν βοήθεια στους πληγέντες και ν’ απαλύνουν τον πόνο τους. Αυτό δεν το έκανε καμία άλλη τέχνη, παρά μόνον η φωτογραφία. Και χαίρομαι πολύ όταν παιδιά, όπως ο Μπεχράκης, αλλά και άλλοι, με κίνδυνο της ζωής τους, καταγράφουν καθημερινά τα συμβάντα που συνθέτουν την Ιστορία».

Ο Κώστας Μπαλάφας φωτογραφημένος από τον Τάκη Τλούπα

Ως φωτογράφος της παράδοσης, της Ελλάδας της υπαίθρου, με τα γιοφύρια της, τα χειμαδιά, τα παζάρια, τη σχέση μανάδων και παιδιών, τους αναστενάρηδες της Θεσσαλονίκης, τους ψαράδες στα νησιά, όλους τους ανθρώπους του μόχθου, σε όλη τη διάρκεια της φωτογραφικής του καριέρας, η οποία αριθμεί πολλές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, αλλά και πολλά λευκώματα με φωτογραφίες, ο Μπαλάφας παρέμεινε πιστός στην ασπρόμαυρη φωτογραφία, χωρίς ποτέ να ενδώσει στις χάρες της έγχρωμης. «Μοιάζει ψεύτικη. Ο λαός μας προσωποποίησε την ομορφιά. Είναι μια έμφυτη ανάγκη της ανθρώπινης ψυχής, λειτουργεί σαν μία ακόμη από τις αισθήσεις μας. Δεν κατόρθωσε η τεχνική της έγχρωμης φωτογραφίας ν’ αποδώσει αυτήν την ποιότητα. Να δώσει τη δυνατότητα να κάνεις παραμόρφωση στο φυσικό στοιχείο, να εκφράσεις τα συναισθήματά σου. Μπορεί η τεχνολογία να το καταφέρνει πια αυτό, αλλά, ξέρετε, είμαι αγράμματος σε σχέση με τη σύγχρονη τεχνική. Αρκεί να σας πω ότι ήθελα μια μηχανή και δεν ήθελα καν να έχει φωτόμετρο. Το φωτόμετρο με μπερδεύει. Παίρνει ένα συμπτωματικό φως και σου δίνει διαφορετικά πράγματα απ’ ό,τι θες. Και έγινε ειδική παραγγελία από τον αντιπρόσωπο να στείλουν μια μηχανή χωρίς το φωτόμετρο …».

«Αυτή η γυναίκα κατεβαίνει για να δουλέψει τον χειμώνα στα πορτοκάλια
και τις ελιές κάτω στον κάμπο, έχοντας το παιδάκι της και το γουρούνι της,
παλεύοντας με την πέτρινη μοίρα τους. Αυτή η γυναίκα είχε να περπατήσει
κάπου 80 με 90 χιλιόμετρα. Φανταστείτε πού θα έμενε το βράδυ, πού θα ζούσε,
τι θα έτρωγε. Για μια στιγμή την είδα να γυρίζει πίσω στο παιδάκι
και να του λέει: «μαργώνεις καμάρι μου;». Και όμως, είναι αυτός
ο κόσμος που κράτησε με πείσμα στον τόπο τη ζωή»
Κώστας Μπαλάφας

Ο Κώστας Μπαλάφας για το Άγιον Όρος

Για το Άγιον Όρος, ο Κώστας Μπαλάφας είχε πει: «Είναι χώρος όπου οι άνθρωποι κρατούν στα δόντια την παράδοση. Λες και δεν τους γέννησαν μάνες αλλά φύτρωσαν πάνω σε αυτούς τους βράχους. Έχουν δική τους συμπεριφορά, γλώσσα, ημερολόγιο, ωρολόγιο και είναι σε απόλυτη σύνδεση με τις σημαντικότερες μορφές της λαϊκής τέχνης. Και κάτι ακόμα: Ίσως χρωστάμε την ελληνικότητά μας στον μοναχισμό… οι ταπεινοί καλόγεροι καλλιέργησαν τα ελληνικά γράμματα, διάβαζαν παρακλήσεις σε φτωχούς και ανήμπορους καλλιεργώντας ταυτοχρόνως την επανάσταση. Στα μοναστήρια πάρθηκαν οι μεγάλες αποφάσεις και πολλοί μοναχοί θυσιάστηκαν. Γράφει ο Μακρυγιάννης ότι τα μοναστήρια ήταν τα προπύργια της επανάστασής μας. Χωρίς αυτά δεν θα γινόταν επανάσταση κι αν γινόταν δεν θα πετύχαινε. Πήγα αρκετές φορές. Ήθελα προηγουμένως να γνωριστώ μαζί με καλόγερους. Να καταλάβω πώς αισθάνονται το Θεό, να προσεγγίσω αυτή τη βαθιά ριζωμένη στην καρδιά τους πίστη. Στην αρχή ήταν πολύ δύσκολο. Χειροδίκησα μαζί τους. Θέλησαν κάποιοι να μου σπάσουν τη μηχανή. Κάποιος που τον φωτογράφισα χωρίς να το καταλάβει μου είπε χαρακτηριστικά: «Σήμερα είναι η γιορτή της αγάπης, αλλιώς θα σε έδερνα!». Με εμπιστεύθηκαν αφού γνωριστήκαμε και τους εξήγησα ότι κάνω αυτή τη δουλειά για να διατηρήσω αυτό που τρώει ο χρόνος και καταστρέφει ο πολιτισμός. Για φαντάσου να είχε φωτογραφική μηχανή ο Μακρυγιάννης, τι θα είχε διασώσει από τον αγώνα!».

 Άγιον Όρος –
«Ίσως χρωστάμε την ελληνικότητά μας στον μοναχισμό. Οι ταπεινοί καλόγεροι καλλιέργησαν τα ελληνικά γράμματα, διάβαζαν παρακλήσεις σε φτωχούς και ανήμπορους καλλιεργώντας ταυτοχρόνως την επανάσταση. Στα μοναστήρια πάρθηκαν οι μεγάλες αποφάσεις και πολλοί μοναχοί θυσιάστηκαν …»
Κώστας Μπαλάφας

Σε ερώτηση δημοσιογράφου, τι του είχε κάνει εντύπωση στο Άγιον Όρος, είχε απαντήσει: «Οι βιβλικές μορφές, με την ολύμπια γαλήνη και καλοσύνη στο πρόσωπό τους. Με το έργο, την προσευχή και τη φιλοξενία έκαναν τον χώρο συνάντηση του προσωρινού και του ανθρώπινου με το αιώνιο και το άγιο. Αισθάνεσαι ότι ένα κομμάτι του Βυζαντίου πήγε και κόλλησε σε ένα κομμάτι της Χαλκιδικής. Έχει ασύγκριτη φυσική ομορφιά. Χαρακτηριστική είναι μια φράση του Σπύρου Μελά: «Σαν τι περισσότερο να έχει ο Θεός στον Παράδεισό του;»». Όταν ρωτήθηκε για την κατάργηση του αβάτου δεν δίστασε να πει: «Φτάνουμε σε υπερβολές κι ίσως χάσουμε ό,τι γνήσιο έχουμε. Φαντάζεστε με αυτή την ελευθεριότητα των ηθών τι μπορεί να συμβεί;».

Στο Λεύκωμα «Κώστας Μπαλάφας, Φωτογραφικό Οδοιπορικό στο Άγιον Όρος 1969-2002» (εκδ. Αγιορείτικη Φωτοθήκη – Φωτογραφικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη, Άγιον Όρος – Αθήνα 2006), γράφει, μεταξύ άλλων, ο Κώστας Μπαλάφας: «Στο Όρος, όταν πήγα την πρώτη φορά, είχα αρκετό σιδερικό μαζί. Είχα τη Rolleiflex σαν κύριο μηχάνημα και μια Nikomat για τα εσωτερικά, για να έχει ένα φωτεινό φακό και χαμηλές ταχύτητες. Ποτέ δεν χρησιμοποίησα φλας, γιατί καταστρέφει τον περίγυρο. Παίρνει τόσα φλύαρα στοιχεία που με το φως μπορώ να τ’ απομονώσω. Κυρίως είν’ ο αμείλικτος ρεαλισμός του φωτογραφικού φακού που θέλει μαεστρία στη χρησιμοποίησή του, ώστε ν’ απομονώσεις από την πεζότητα των άλλων πραγμάτων εκείνα τα στοιχεία που έχουν αισθητική αξία, για να τους δώσεις ακριβώς αυτή την αίγλη που έχει η τέχνη, τη μαγεία της αλήθειας και της πραγματικότητας. Η τέχνη στην προσέγγισή της από τον άνθρωπο έχει μιαν ομορφιά και το χάρισμα, εφ’ όσον είναι πλαστικά καλή, να ζει και μετά τον καλλιτέχνη. Αυτό το βλέπουμε και στα ομηρικά έπη που δεν πάλιωσαν ακόμη και είναι η χρυσομάνα της λογοτεχνίας. Ο Αχιλλέας δεν θα ήταν παρά ένας από τους χιλιάδες πολεμιστές που έχει κάθε χώρα. Αλλά επειδή ο Όμηρος τον είχε μεγάλο και σαν τέτοιο τον παρουσίασε στο ποιητικό του έργο, έγινε ο πανανθρώπινος ήρωας των λαών. Έτσι και ο φωτογράφος, έχει έγνοια πώς θα μπορέσει ν’ απομονώσει, από τη σωρεία της πεζότητας, εκείνα τα πράγματα που έχουν μιαν αισθητική αξία. Αυτό προσπάθησα κι εγώ, όσο μπορούσα βέβαια, να προσεγγίσω το φυσικό στοιχείο.

– Άγια Μετέωρα –
«Τα ταξίδια αυτά με βοήθησαν στο πώς είδα την ανθρώπινη απληστία. Είδα οι άνθρωποι εκεί να είναι ευχαριστημένοι με το τίποτα.. Κι οι μονές φτιάχτηκαν με τέτοια ισορροπία και σεβασμό προς το περιβάλλον και με τόση ωραιότητα και σοφία στη λειτουργικότητα»
Κώστας Μπαλάφας

Κάθε φορά που έφευγα από το Όρος, έφευγα από έναν τόπο που θαρρείς και ήταν από τη φύση του αγιασμένος. Η λαϊκή αρχιτεκτονική, οι λαϊκοί μαστόροι έκαναν το θαύμα τους, έκαναν εκείνα τα κομψοτεχνήματα μ’ έναν απόλυτο σεβασμό προς το περιβάλλον και τον φυσικό χώρο… Τα ταξίδια μου αυτά με βοήθησαν στο πώς είδα την ανθρώπινη απληστία. Είδα οι άνθρωποι εκεί να είναι ευχαριστημένοι με το τίποτα. Αυτή η ακτημοσύνη, το να μην έχει τίποτα ολότελα δικό του κανένας, αυτή η αλληλεγγύη που έχουν μεταξύ τους, τα διακονήματα που με την καρδιά τους κάνουν, τον κόσμο αυτόν που φιλοξενούν με τόση χαρά και με τόση ευχαρίστηση, και όλα αυτά με μια ποιότητα ανθρωπιάς. Εκεί πέρα, λοιπόν, σε μιαν άλλη κοινωνία ανθρώπων… είδα ανθρώπους εντελώς ξεχωριστούς, με δικό τους ημερολόγιο, δικό τους ωράριο, δικό τους γλωσσάρι, δική τους ανθρώπινη συμπεριφορά. Όλα αυτά με αποξένωσαν γενικά από την άλλη ζωή και είδα αυτούς τους ανθρώπους διαφορετικά. Έτσι, λίγο φοβισμένους ανθρώπους, σκιαχτερές φιγούρες, που πιστεύουν βέβαια στο Θεό αλλά και τον φοβούνται.

Τους έβλεπα να βγαίνουν από κείνες τις στοές, με σκυμμένο το κεφάλι, χωρίς συζήτηση, γέλιο, χαρά, με μόνη μουσική τη δική τους, την ψαλμωδία. Για ένα λαό είναι σημαντικό το θέμα της μουσικής. Ένας λαός και χωρίς όπλα πολέμησε, ποτέ όμως χωρίς τραγούδια. Και το τραγούδι των καλογήρων ήταν η ψαλμωδία, η βυζαντινή. Αυτή αντηχεί στον τόπο αυτό, στις μονές που φτιάχτηκαν με τέτοια ισορροπία και τέτοιο σεβασμό προς το περιβάλλον και με τόση ωραιότητα και τόση σοφία στη λειτουργικότητα: πού θα είναι η εκκλησία, πού θα είναι η τράπεζα, πού θα είναι οι κοιτώνες τους, όλα αυτά τα στοιχεία με μια σοφία στη δομή των κτηρίων κι εκεί νομίζω πως η ρωμαίικη μαστοράντζα έκανε θαύματα. Αυτά τα κτήρια και αυτός ο κόσμος με μάγεψαν. Φωτογράφισα λοιπόν και τα κτήρια και τους ανθρώπους και χωρίς να είναι άσχετα το ένα με το άλλο. Δεν θα ταίριαζε χωρίς το ράσο να κυκλοφορήσουν άνθρωποι εκεί μέσα. Εμείς ήμασταν ξένοι, παρείσακτοι. Οι άνθρωποι που ήταν δεμένοι με το περιβάλλον ήταν αυτοί οι ίδιοι. Ήταν στο φυσικό τους περίγυρο. Όσο για μένα, ένιωθα ένα δέος, ένα σεβασμό προς το χώρο και το περιβάλλον. Να σκέπτεσαι πού θα πατήσεις, ότι είναι ένας χώρος ιερός».

Η Μύκονος του Κώστα Μπαλάφα

Η Μύκονος αποτέλεσε επίσης έναν τόπο έμπνευσης και δημιουργίας για τον Κώστα Μπαλάφα με τα τοπία της να έχουν αποτυπωθεί σε μερικές από τις πλέον όμορφες και μνημειώδεις φωτογραφίες του που απεικονίζουν τη Μύκονο μιας άλλης εποχής, πολύ διαφορετική από τη σημερινή, όπως είναι και όπως προβάλλεται. Στον Πρόλογο του λευκώματος «Κώστας Μπαλάφας, Τα νησιά», ο μεγάλος φωτογράφος αναφέρει, μεταξύ άλλων: «Η νησιώτικη Ελλάδα είναι το ένα από τα δυο σκέλη στα οποία η χώρα στηρίζει την ύπαρξη της, με τη συμβολή της στην εθνική οικονομία, από τη ναυτιλία, τον τουρισμό και την αγροτική παραγωγή. Κάθε νησιώτικη ενότητα έχει τα δικά της χαρακτηριστικά, τόσο σε εδαφολογική διαμόρφωση, όσο και σαν κοινωνία ανθρώπων με επιχειρηματική δραστηριότητα. Οι άνθρωποι εδώ διατηρούν ατόφιες τις δικές του πολιτισμικές καταβολές, όπως τις κληρονόμησαν από τους προγόνους αλλά και τις επιδράσεις που δέχτηκαν από ξένες εθνότητες που συναντήθηκαν και έζησαν για χρόνια μαζί. Γενικά, παρουσιάζουν έντονες επιδράσεις από δυνάμεις που κατά καιρούς διαφέντεψαν τον τόπο τους και εξουσίαζαν τη ζωή τους. Διατηρούν, επίσης, αρχέγονα στοιχεία από τη ζωή και τη καταγωγή τους. Στα όμορφα ακρογιάλια και στα γραφικά λιμανάκια, που άλλοτε λικνίζονταν οι τριήρεις του Οδυσσέα, τώρα αράζουν τα τρεχαντήρια και ξεψαριάζουν τα δίχτυα τους τα ψαροκάικα. Ίδιος ο τόπος, ίδια η ζωή σε μια άλλη μορφή…

«Δεν πούλησα ποτέ φωτογραφίες. Το ψωμί μου το βγάζω με τη σύνταξη της ΔΕΗ.
Αν τις πουλήσω είναι σαν να εκπορνεύω τα συναισθήματά μου»
Κώστας Μπαλάφας

Η Αιγαιοπελαγίτικη αρχιτεκτονική διαφέρει από αυτήν της Ηπειρωτικής Ελλάδας. Οι οικισμοί προσαρμοσμένοι στην ιδιομορφία του χώρου και τις ανάγκες των ανθρώπων, με μιαν ωφελιμιστική διάθεση υπακούουν στην πρακτική χρησιμότητα. Ψηλά στις λοφοσειρές είναι χτισμένοι οι ανεμόμυλοι, κόντρα στην φόρα του ανέμου, εκμεταλλευόμενοι την δύναμή του, ενώ τα σπίτια είναι χτισμένα σε απάνεμη μεριά, γύρω από το λιμάνι με φόντο τη θάλασσα. Κυρίως, είναι σπιτάκια χαμηλά σε ανθρώπινα μέτρα, μπροστά σε πλακόστρωτα σοκάκια, με αψιδωτές οροφές και με χαριτωμένες καμπύλες που συνδέουν τις γειτονιές. Στο εσωτερικό των σπιτιών είναι όμορφα καθιστικά -οντάδες- με καμαρούλες ζεστές στολισμένες με πολύχρωμα υφαντά και παράθυρα, που βλέπουν στο ύψος του δρόμου με γλάστρες με βασιλικό… Το καθένα από τα νησιά μας έχει και κάτι δικό του να παρουσιάσει, με τα δικά του χαρακτηριστικά και τη δική του ομορφιά, με χτίσματα εναρμονισμένα με το περιβάλλον σε μια αισθητική ισορροπία, όσο μένει αλώβητο από κακόγουστες επεμβάσεις που παρασύρουν η εμπορευματοποίηση και η τουριστική ανάπτυξη.

Τους νησιώτες η φύση του χώρου που τους γέννησε τους έδεσε με τη θάλασσα. Οι νέοι μη έχοντας απαντοχή για προκοπή στο νησί και ελπίδα για το μέλλον μπάρκαραν στα καράβια που αρμενίζουν στις θάλασσες όλου του κόσμου. Κάθε νησιώτικη οικογένεια θα έχει και κάποιον ναυτικό που θ’ αρμενίζει σε ξένες θάλασσες. Αν κάποτε για τους Ηπειρώτες το μόνιμο μαράζι της οικογένειας ήταν η ξενιτιά, για τους νησιώτες είναι η θάλασσα με τους καημούς της. Συχνά στα λιμανάκια των νησιών στέκονται, οι δικοί τους, άλλοτε να ξεπροβοδούν και άλλοτε να καλωσορίζουν με χαρές ή με δάκρυα αυτούς που φεύγουν ή εκείνους που έρχονται. Τη γαλάζια θάλασσα έκαμαν τραγούδι, τον πόνο τους και τον καημό τους για να εκφράσουν τις λιγοστές χαρές και την περίσσια πίκρα: «Θάλασσα πικροθάλασσα, με τα φαρμάκια που ‘χεις»».

«Ποτέ δεν έστησα πρόσωπο. Τότε το χάνεις. Για να φωτογραφίσω μια γυναίκα ξωμάχα,
που πεζοπορούσε φορτωμένη, περπάτησα πέντε χιλιόμετρα. Την ακολούθησα για να βρω το σημείο, όπου ταίριαζε να δέσω την φιγούρα με το χώρο. Διάλεξα να την απαθανατίσω σ’ ένα τοπίο με ομίχλη, όπως οι σκέψεις στο μυαλό της. Η γυναίκα συνέχιζε χωρίς να σταματήσει το δρόμο της»
Κώστας Μπαλάφας

Αντί Επιλόγου…

Ο Κώστας Μπαλάφας ανήκει στους μεγάλους της τέχνης και της ζωής που, από το μετερίζι του ο καθένας, τίμησαν τον λαό και τον τόπο τους. Βάδισε μοναχικά και με σεμνότητα το δρόμο του μακριά από δημόσιες σχέσεις, εκτυφλωτικά φώτα και παρατρεχάμενους και όπως συμβαίνει με όλους τους μεγάλους, η προσωπική του πορεία και το τεράστιο σε όγκο και αξία έργο του, έγιναν κτήμα του λαού, που ξέρει να αναγνωρίζει και να τιμά. Ο σπουδαίος δημιουργός έφυγε από τη ζωή στα 91 του χρόνια, στις 9 Οκτωβρίου 2011, αφήνοντας στην Ελλάδα, πολύτιμη παρακαταθήκη, ένα φωτογραφικό υλικό ανεκτίμητης αξίας με μερικές από τις πιο γνήσιες και όμορφες -αλλά ταυτόχρονα και τραγικές στιγμές της νεώτερης ιστορίας της πατρίδας μας, όπως τις συγκράτησε για πάντα μέσα από την απαράμιλλη τέχνη του. Λίγο καιρό πριν το θάνατό του, δώρισε στο Μουσείο Μπενάκη 15.000 ασπρόμαυρα αρνητικά και 60 κινηματογραφικές ταινίες μικρού μήκους, στις οποίες καταγράφεται ο κύριος όγκος του έργου του, μέσα από την ξεχωριστή ματιά του στην ιστορία και στην καθημερινότητα της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας. Έτσι πλέον το έργο του αποτελεί εθνική κληρονομιά του λαού μας και είναι προσιτό σε καθέναν.

Ο Κώστας Μπαλάφας φωτογραφημένος στο σπίτι του με τη σύζυγό του και τους συναδέλφους του Τάκη Τλούπα και Σπύρο Μελετζή

Πηγές:
– Κώστας Μπαλάφας, «Φωτογραφικό οδοιπορικό στο Άγιον Όρος 1969-2001, εκδ. Αγιορείτικη Φωτοθήκη, Φωτογραφικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη, Άγιον Όρος – Αθήνα 2006.
– Βέρα Πάλμα, «Κώστας Μπαλάφας», φιλμ – ντοκιμαντέρ έτους 1985, για λογαριασμό του Υπουργείου Πολιτισμού (ΥΠΠΕ), σε: youtube.com
– «Έφυγε ο φωτογράφος της Αντίστασης, Κώστας Μπαλάφας», σε: tvxs.gr
– Κώστας Μπαλάφας, «Περί φωτογραφίας ή Η δυσκολία της δημιουργίας σε μια “εύκολη” τέχνη», συνέντευξη στον Νίκο Παναγιωτόπουλο, περιοδικό «Τέταρτο», τεύχ. 23, Μάρτ. 1987, σελ. 74.
– Κώστας Μπαλάφας, «Το Αντάρτικο στην Ήπειρο: Ασπρόμαυρες φωτογραφίες 1940-1944», αυτοέκδοση, 1991.
– Κώστας Μπουμπουρής, «Ο Κώστας Μπαλάφας και η Ελλάδα του», έκδ. Κώστας Μπουμπουρής – Στέφανος Κωστούλας, Αθήνα 2010, σελ. 46.
– «Πέθανε ο φωτογράφος Κώστας Μπαλάφας», Εφημερίδα «Τα Νέα», tanea.gr
– Δήμητρα Ρούμπουλα, «Εδώ είναι ένας λαός τρανταχτός», Εφημερίδα «Έθνος», φύλλο της 4ης Φεβρ. 2011.
– Δημήτρης Δαμασκηνός, «Κώστας Μπαλάφας: Το Αντάρτικο στην Ήπειρο (1941-1944)», σε: haniotika-nea.gr
– «Τελευταίο αντίο σε έναν σπουδαίο φωτογράφο», σε: flashnews.gr
– «Κώστας Μπαλάφας – Ο μεγάλος δάσκαλος της ελληνικής φωτογραφίας», σε: opengreekschool.weebly.com
– «Κώστας Μπαλάφας – Ιστορία σε άσπρο – μαύρο», σε: tovima.gr
– «Κώστας Μπαλάφας – Πύλη γνώσης για τους σπουδαστές φωτογραφίας», σε: costasbalafas.gr
– «Κώστας Μπαλάφας (1920-2011), ο τελευταίος των μεγάλων», σε: e-oikodomos.blogspot.com
– «Κώστας Μπαλάφας, Τα νησιά», εκδ. Ποταμός, Αθήνα 2004.
– «Η Μύκονος του Κώστα Μπαλάφα», σε: atexnos.gr
– Κατερίνα Χουζούρη, «Ο Κώστας Μπαλάφας, υπήρξε μια εμβληματική μορφή της ελληνικής φωτογραφίας», σε: pemptousia.gr
– Άγγελος Παπαγεωργίου, «Εδώ το λένε Ήπειρο (23 τραγούδια μου, πάνω σε 23 φωτογραφίες του Ηπειρώτη φωτογράφου Κώστα Μπαλάφα)», 17/11/2011, σε: edw-to-lene-hpeiro.blogspot.com

Φωτογραφίες: «Φωτογραφίες Μνήμες Παράδοση», ομάδα στο fb, «Ιχνηλατώντας τις ρίζες της ελληνικής παράδοσης», σελίδα στο fb, «aspromavro.net», κοινότητα στο fbιστολόγιa: egiannina.wordpress.comkaliterilamia.gr, anemourion.blogspot.comaromalefkadas.gr, atexnos.gr«Δημοτική Πινακοθήκη Ιωαννίνων»σελίδα στο fbenplosimioseis.blogspot.comgiannena-e.gr

kimintenia.wordpress.com

Ο Κώστας Μπαλάφας απ’ όλες τις φωτογραφίες του θεωρούσε καλύτερη αυτή με του φτωχού τ’ αρνί.
«Την τράβηξα στο παζάρι των Ιωαννίνων τη Μεγάλη Εβδομάδα, το 1963. Αυτές τις μέρες κατέβαιναν οι χωρικοί απ’ τα χωριά τους κάνοντας και πέντε ώρες δρόμο, μ’ ένα αρνί στην πλάτη, για να το πουλήσουν και με τα χρήματα να πάρουν κάτι για τα παιδιά τους. Οι αστοί κάτω τους άφηναν και κατέρρεαν απ’ την πείνα και την κούραση και κοίταζαν να τους τα πάρουν στο τέλος όσο όσο. Πέτυχα αυτόν τον αποκαμωμένο άνθρωπο, ακριβώς την ώρα που το παζάρευε. Του ’δωσε ένα κατοστάρικο ο αγοραστής, «Έλα και πολλά σού δίνω, δώσε μου ρέστα ένα τάλιρο» και η απάντηση του δυστυχή: «Πού να το βρω, άνθρωπέ μου;» και αποχωρίζεται με τόσο πόνο το αρνί του, κοντεύοντας να κλάψει».

«Εμένα με ενδιέφερε ο άνθρωπος που υποφέρει. Και το πρόσωπο κάθε ανθρώπου είναι η θεατρική σκηνή στην οποία εκτυλίσσονται τα συναισθήματα, η ίδια η ζωή. Στο πρόσωπο κάθε ανθρώπου είναι σκαμμένη η ζωή του», θα πει ο ίδιος για το έργο του.

Δημοσιεύθηκε την 

=====================

 "O σιωπών δοκεί συναινείν"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.