ΕΠΙ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑΣ ΤΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ...
Με μία παράξενη για το περιεχόμενο και το ύφος της παραγγελία προς τον προϊστάμενο εισαγγελέα του Πρωτοδικείου Αθηνών για την άσκηση ποινικών διώξεων η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου παρενέβη στις 12 Φεβρουαρίου ανοικτά στο ζήτημα του εγκλήματος των Τεμπών και έλαβε προφανώς θέση στο πολιτικο-κοινωνικό ζήτημα που έχει προκύψει με την εθνική τραγωδία των Τεμπών.
Ξενίζει και είναι ανοίκειο για ανώτατο εισαγγελικό λειτουργό της περιόδου της μεταπολίτευσης το ύφος και το περιεχόμενο της παραγγελίας της διότι χρησιμοποιεί ακραίες εξυβριστικές εκφράσεις και νοήματα που φθάνουν έως την δυσφήμιση ενός μεγάλου αριθμού πολιτών.
Αναφέρει η εισαγγελέας: “αυτόκλητοι υποκριτές προστάτες των θεσμών, που δεν ορρωδούν προ ουδενός, προκειμένου να υπηρετήσουν ταπεινά παντός είδους συμφέροντα, πλήττουν στην πραγματικότητα είτε με δημόσιες δηλώσεις, είτε με πράξεις και αναρτήσεις τους την καρδιά της Δημοκρατίας.
Έτσι όχι μόνον υποδεικνύουν στην κοινωνία ως ενδεδειγμένη οδό απονομής της Δικαιοσύνης αυτή της επιστροφής στην αυτοδικία, στο μεσαίωνα και στα λαϊκά δικαστήρια, αλλά προχωρούν και πιο πέρα. Καθυβρίζουν και λοιδορούν τους θεσμούς και όσους τους εκπροσωπούν, στοχοποιώντας τους τελευταίους με αναρτήσεις σαν την ακόλουθη, που κατ’ ελάχιστο διεγείρουν μέσω του διαδικτύου σε διάπραξη εγκλημάτων, βιαιοπραγιών κλπ κατά των ανωτέρω προσώπων και επιχειρούν με τον τρόπο αυτό γενικότερα αθέμιτη επιρροή σε δικαστικούς λειτουργούς, κατά παράβαση του Ποινικού Νόμου.”
Στην συνέχεια δε, απευθύνει παράκληση προς τον προϊστάμενο της εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών να προβεί σε κατεπείγουσα προκαταρκτική εξέταση για την διερεύνηση αυτεπαγγέλτως διωκόμενων εγκλημάτων.
Δεν θα εισέλθω στην απόπειρα δημιουργίας ψυχογραφήματος της υπογράφουσας με βάση το περιεχόμενο του πιο πάνω εγγράφου. . . .
Ξενίζει και είναι ανοίκειο το ύφος και το περιεχόμενο, ξενίζει η διδόμενη παράκληση – παραγγελία και ξενίζει και η ευρεία δημοσιοποίηση του εγγράφου.
Στην ουσία το κείμενο αφορά και στρέφεται με δηλώσεις που προσβάλουν την τιμή και την υπόληψη κατά οιουδήποτε προσώπου με λόγια ή κείμενα εκφράζει απορίες και αντιθέσεις σε σχέση με όσα συμβαίνουν στο στάδιο της ανάκρισης του εγκλήματος και επιχειρεί να θέσει αυτές και τα πρόσωπα ως αντικείμενο και υποκείμενο, αντίστοιχα, ποινικών διώξεων.
Το πρώτο που θα πρέπει να παρατηρηθεί επί της ουσίας της παραγγελίας είναι ότι ορθά και κατ’ ουσιώδη συνέπεια προς τον κατ’ ανακοίνωση δημοκρατικό χαρακτήρα του πολιτεύματος ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΥΤΕΠΑΓΓΕΛΤΩΣ ΔΙΩΚΟΜΕΝΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΑΔΙΚΗΜΑ, το οποίο να αφορά λόγους ή γραπτά που αφορούν κριτική ως προς την ποιότητα απονομής της δικαιοσύνης είτε σε συγκεκριμένη υπόθεση, είτε εν γένει (και αυτό θα αναλυθεί κατωτέρω).
Το δεύτερο παρατηρητέο είναι ότι η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δεν δύναται να μην το γνωρίζει τούτο ή έστω να μην το μελέτησε πριν εκδώσει και πριν αποστείλει το έγγραφο αυτό.
Παραταύτα εκδίδει το ανωτέρω επίσημο δημόσιο δικαστικό έγγραφο, το οποίο δεν παραμένει απόρρητο, αλλά κάπου και από κάποιους μεταξύ της ιδίας και της εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, δημοσιοποιείται.
Θα ήταν ίσως αθώο και ανεπαίσθητο κοινωνικοπολιτικά το ζήτημα, εάν η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και η παραγγελία της στρεφόταν αποκλειστικά κατά του προσώπου που ανάρτησε το ανωτέρω κείμενο. Ομως αυτή στρέφεται εναντίον όλων και η ανάρτηση χρησιμοποιείται μόνο ως παράδειγμα. Συνεπώς πρόκειται για σαφή ενέργεια που αφορά το κοινωνικό σύνολο, το σύνολο των πολιτών. Επιχειρεί δε αφενός να εκφοβίσει με ποινικές διώξεις, φυλακίσεις και εν γένει ανακριτικές και δικαστικές ταλαιπωρίες και έξοδα όσους εκφράζουν εν γένει θέσεις κατά των πρακτικών της ανάκρισης και αφετέρου και δευτερογενώς να ενθαρρύνει τους υποστηρικτές των ίδιων ενεργειών σε δηλώσεις, πράξεις, καταγγελίες στις αρχές και εν γένει στην έκφραση της αντίληψης ότι όποιος εκφράζεται αρνητικά ή με σκεπτικισμό για τα πεπραγμένα της ανάκρισης παρανομεί.
Είναι συνεπώς εκούσια ή ακούσια ή με ενδεχόμενο δόλο μία κίνηση που τελολογικά αποσκοπεί στην φίμωση των πολιτών, στον φόβο συμμετοχής στο γιγαντούμενο κίνημα και στην έκφραση γνώμης για τα πεπραγμένα της ανάκρισης και αφετέρου δύναται στο κοινωνικό πεδίο να προκαλέσει σημαντικές και ακραίες αντιθέσεις και αντιπαραθέσεις.
Δυστυχώς, η πιθανότητα τέτοιων προθέσεων της εισαγγελέως καθίσταται εντονότερη από τις πιο πάνω επιθετικές εκφράσεις, το γεγονός ότι αναφέρεται σε αυτεπάγγελτα διωκόμενο αδίκημα που δεν υφίσταται (αλλιώς θα το ανέφερε) και το γεγονός ότι τούτο δίδεται στην ευρεία δημοσιότητα, χωρίς μάλιστα να προκαλέσει την αντίδρασή της (συνεπώς σκοπείται και η δημοσιότητα του εγγράφου). Το ίδιο το κείμενο της παραγγελίας της, το περιεχόμενό της, με τις δηλώσεις/τοποθετήσεις περί του αγώνα και των αγωνιών του ανακριτή (η αγωνία είναι συναίσθημα που κάποιος οφείλει να το εκφράσει σε άλλον, ήτοι υπάρχει μη θεσμική προσωπική επαφή) και οι “παιδευτικού” προς το κοινωνικό σύνολο δηλώσεις που θα απουσίαζαν από ένα έγγραφο που συντάσσεται μεταξύ εισαγγελικών λειτουρών μόνο για τον σκοπό που αναφέρει, συντείνουν, επίσης, και ενισχύουν την ανωτέρω πιθανότητα.
Ως προς τους αποδέκτες του περιεχομένου του εγγράφου, ήτοι προφανώς το πλειοψηφικό τμήμα της κοινωνίας, εκτός από την προτροπή μου να μην φοβηθούν και να συνεχίσουν τον αγώνα τους, μη δίδοντας σε κανένα το δικαίωμα να τους εγκαλέσει (διότι μόνο κατ’ έγκληση του θιγόμενου μπορεί να ασκηθεί ποινική δίωξη ακόμα και στο ανωτέρω κείμενο του “παραδείγματος”) και εφόσον το επιθυμούν, θιγόμενοι από όσα γράφει και υπογράφει η εισαγγελέας, να καταθέσουν εναντίον της έγκληση και αγωγή αποζημίωσης για την προσβολή της προσωπικότητάς τους.
Τέλος, ευνόητα η εισαγγελέας όφειλε εκ της θέσεώς να απόσχει από θέσεις που εκφράζουν βεβαιότητες επί της ουσίας της συμπεριφοράς τόσο των εμπλεκόμενων λειτουργών της ανάκρισης, όσο και όσων βάλλουν εναντίον αυτών.
Λοιδωρεί, επιτίθεται, αντί να είναι ουδέτερη και να νουθετεί σε... συμπεριφορές
Ασχολείται όμως η εισαγγελέας στο κείμενό της και επικαλείται την Δημοκρατία, η οποία κατά την γνώμη της πλήττεται η “καρδιά” (ποιητική προφανώς αδεία) από όσους αναφέρονται στα ζητήματα της ανάκρισης είτε με δημόσιες δηλώσεις, είτε με πράξεις (σ.σ. ερωτηματικό ως προς το ποιες είναι αυτές) είτε με αναρτήσεις.
Καλό για όλους και όλες θα ήταν να εμβαθύνουμε ελαφρώς στο θέμα της Δημοκρατίας και στο θέμα του Συντάγματος και ως απάντηση σε όσα εκφράζει και σε όσα πιθανώς επιδιώκει ή επιθυμεί η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου.
Η δικαστική εξουσία, μαζί με τη νομοθετική και την εκτελεστική αποτελούν τις τρεις εκφάνσεις – λειτουργικές μορφές της πολιτειακής εξουσίας, κατά το Σύνταγμα, δηλ τον θεμελιώδη λειτουργικό νόμο του κράτους.
Ως προς την μορφή του πολιτεύματος και τις εξουσίες αυτές το ίδιο το Σύνταγμα στο άρθρο 1 (το οποίο δεν μπορεί να αναθεωρηθεί) ορίζει τα εξής:
1. Το πολίτευμα της Ελλάδας είναι Προεδρευόμενη Kοινοβουλευτική Δημοκρατία.
2. Θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία.
3. Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα.
Συνεπώς και η δικαστική εξουσία όπως και όλες οι άλλες ανήκουν κατ’ αρχήν στον λαό που είναι ο κύριος αυτών, θεμελιώνονται στην κυριαρχία του λαού (και όχι μοναρχών, ολιγαρχών ή άλλων προσώπων) πάνω στον τόπο του, εκπηγάζουν από τον ίδιο τον λαό και υπάρχουν και οφείλουν να υπάρχουν υπέρ του λαού και υπέρ του έθνους. Κατ, αντιδιαστολή το πολίτευμα, το κράτος και οι εξουσίες του δεν ανήκουν και δεν εκπηγάζουν από κανένα μονάρχη, κανένα κυβερνήτη, κανένα “θεσμό”, δεν εκπηγάζουν ούτε καν από το νόμο, αλλά αποκλειστικά και μόνο ανήκουν στον λαό.
Ο λαός είναι ο κύριος και φορέας κάθε εξουσίας και αυτό, παρά το ρηματικό χαρακτήρα της διάταξης, αποτελεί παραδοχή και διακήρυξη εκ των ων ουκ άνευ για να χαρακτηριστεί ένα πολίτευμα ως δημοκρατικό.
Κατά το λειτουργικό σχήμα του Συντάγματος, ο κυρίαρχος λαός, ενώ ως προς τις τις άλλες δύο μορφές εξουσίας, τη νομοθετική και την εκτελεστική έχει το δικαίωμα να την επιλέγει ή τέλος πάντων να συμμετέχει σε αυτή μέσω των εκλογών, στην έτερη την δικαστική δεν έχει κανένα απολύτως δικαίωμα, ούτε αυτό της επιλογής. Ενω δηλαδή ο λαός έχει εκχωρήσει σε κάποια πρόσωπα το δικαίωμα να τον δικάζουν, την εξουσία του δηλαδή (με ό,τι ζωτικό και ουσιώδες για την ζωή του και την κοινωνική και εθνική πορεία περικλείει τούτο), οι ασκούντες το σχετικό δικαίωμα δεν έχουν καμία δημοκρατική νομιμοποίηση, ούτε δημοκρατικό έλεγχο, αλλά επιλέγονται και εξελίσσονται μέσα από πολύπλοκες διαδικασίες που περιλαμβάνουν σειρά ετεροκαθορισμών και ετεροπροσδιορισμών.
Στην κλασσική Αριστοτέλεια ταξινόμηση και ανάλυση των πολιτευμάτων, θεμελιώδες χαρακτηριστικό του δημοκρατικού πολιτεύματος, που συγκροτεί και την διαφοροποίηση από άλλα πολιτεύματα, είναι η αρχή του “άρχειν τε και άρχεσθαι” δηλ. το δικαίωμα κάθε πολίτη να ασκεί ίσα με όλους τους όλους το δικαίωμα να ασκεί και αυτός μαζί με όλους τους ίσους και ομοίους του πολίτες κάθε είδος εξουσίας και θεσμού που συγκροτείται από το πολίτευμα.
Στην δημοκρατία στην πραγματική της διάσταση η δικαιοδοτική εξουσία ασκείτο από την Ηλιαία, η οποία ήταν λαϊκό δικαστήριο, αφού μετείχαν σε αυτή 6.000 πολίτες, χωρίς διακρίσεις. Στην δημοκρατία η άσκηση των εξουσιών ήταν αποτέλεσμα καθολικής ψηφοφορίας και κλήρωσης και σε ρόλο οργάνου μπορούσε να βρεθεί κάθε πολίτης. Κατ’ αντιδιαστολή ο λαός και ο πολίτης στην δημοκρατία ασκούν και το δικαιοδοτικό δικαίωμα, δικάζουν και δικάζονται, και οι θεσμοί δεν στελεχώνονται από τις επιλογές ενός κλειστού αριθμού προσώπων (ίδιον των ολιγαρχικών πολιτευμάτων), αλλά φέρουν τη νομιμοποίηση της καθολικότητας.
Το να ορίζεται συνεπώς κάποιος από μία ολιγάριθμη ομάδα για να ασκήσει μία εξουσία που ανήκει στον λαό και τον αφορά και κατ’ αποκλεισμό στο δικαίωμα επιλογής του συνόλου των απαρτιζόντων το σώμα των πολιτών – λαού δεν αποτελεί χαρακτηριστικό της δημοκρατίας, ούτε την “καρδιά” της.
Και δεδομένου του ότι η εξουσία αυτή εξακολουθεί τυπικά να ανήκει στον λαό, αφού αυτός δημιούργησε το ίδιο το κράτος και ενσαρκώνει/αποτελεί το έθνος, του δίνει κατ’ ελάχιστο το δικαίωμα να ασκεί κριτική για την άσκηση της εξουσίας που του ανήκει.
Το σχετικό δικαίωμα, ίσως το μόνο δικαίωμα που απέμεινε ατομικά στον πολίτη και αυτό που η αφαίρεσή του και μόνο είναι ικανή να χαρακτηρίσει ένα πολίτευμα ως απολυταρχικό, είναι αυτό που ορίζει το άρθρο 14 παρ. 1 του Συντάγματος, δηλαδή το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση της γνώμης. Αν και αυτό το δικαίωμα, που στο παρόν πολίτευμα δεν έχει κανένας ουσιώδες πολιτειακό αποτέλεσμα, αφαιρεθεί ή περιοριστεί έτι περαιτέρω και με σκοπό την αφαίρεση του δικαιώματος κριτικής από τους πολίτες/λαό ως προς την άσκηση των δικών του εξουσιών (που προήλθαν από τα κόκαλα των Ελλήνων τα ιερά), τότε η όποια δημοκρατική κατ’ επίφαση υπόσταση του πολιτεύματος θα είναι ολικά απούσα.
Βεβαίως στο πλαίσιο μίας δημοκρατίας και ο ασκών κάποια εξουσία, έστω και δοτή, έχει το δικαίωμα να εκφράσει τους στοχασμούς του ως πολίτης. Δεν έχει όμως το δικαίωμα να λοιδορεί, να επιτίθεται και επιχειρεί να εκφοβίσει την έκφραση γνώμης από τους άλλους και εν γένει το λαό και τούτο μετερχόμενος την εξουσία που ανήκει στον λαό..
=====================
"O σιωπών δοκεί συναινείν"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.