Μανάρια. Έτσι αποκαλούσε τους φίλους του «ο ποιητής ο μεταμφιεσμένος σε στιχουργό», όπως τον έλεγε ο Θάνος Μικρούτσικος. Και ήταν μανάρια. Επειδή παρόλο που ήξεραν την κατάσταση της υγείας του και τον επισκέπτονταν στο σπίτι του, κανείς όσο ζούσε δεν είπε τίποτα, αν και ο ίδιος δεν τους το είχε ζητήσει ποτέ.
Κερνούσε τα μανάρια του αλκοόλ, ενώ εκείνος έπινε γάλα γιατί τον πονούσε το στομάχι του. Στη ζωή του έδωσε μόνο μια συνέντευξη ραδιοφωνική και μια τηλεοπτική. Ελάχιστες φωτογραφίες του υπάρχουν, όσο κι αν ψάξεις λίγες θα βρεις. Αρκούν. Ο Αλκαίος δεν μιλούσε και δεν εμφανιζόταν δημόσια, όχι μόνο επειδή δεν ήθελε να τον βλέπουν και να τον λυπούνται εξαιτίας της κατάστασης της κουρασμένης υγείας του, της επιδεινωμένης από τα βασανιστήρια υγείας του, απ΄ αυτά που του είχαν κάνει τα αγράμματα, απολίτιστα σιχάματα οι φασίστες, ήταν και πως πίστευε πως ό,τι ήταν να πει το είχε πει μέσα από τους στίχους του.
Καλλιτεχνικό όνομα: «Άλκης Αλκαίος».
Καθόλου τυχαία επιλογή. Πολιτικοποιημένη και αγωνιστική επιλογή. Συνειδητή επιλογή και ξεκάθαρα πολιτική στάση και φωνή. Τιμή στον θείο του τον ΕΛΑΣίτη, τον μαχητή του ΕΛΑΣ που σκοτώθηκε στα 23 του.
«Σκέπασε αρμύρα το γυμνό κορμί σου
σου `φερα απ’ τους Δελφούς γλυκό νερό
στα δύο είπες πως θα κοπεί η ζωή σου
και πριν προλάβω τρις να σ’ αρνηθώ
σκούριασε το κλειδί του παραδείσου» έγραψε στο ερωτικό του.
Σκέπασε αρμύρα το γυμνό κορμί σου… τι στίχος.
Και έγραψε και για τη Ρόζα, που όλοι ξέρουμε πια για ποια μιλούσε και ας μην το είπε και ποτέ: Την Ρόζα Λούξεμπουργκ, την επαναστάτρια. Τη Ρόζα την μαρξίστρια που την έκανε ποίημα, τραγούδι, ζεμπεκιά να την χορεύουμε εμείς:
«Πώς η ανάγκη γίνεται ιστορία
Πώς η ιστορία γίνεται σιωπή
Τι με κοιτάζεις Ρόζα μουδιασμένο
Συγχώρα με που δεν καταλαβαίνω
Τι λένε τα κομπιούτερς κι οι αριθμοί»
«Ανέβαινα βιαστικός, κλεισμένος μέσα στην αγωνία μου. Σήμερα μια γυναίκα άσκημη, χλωμή, απελπισμένη, ανένδοτη, ήταν μαζί μου· ως άγγιζες το χέρι μου το μικρό βιβλιαράκι της Ρόζας Λούξεμπουργκ, έφρισσα, σα να με άγγιζε το νευρικό, νεκρό της χέρι και με οδήγαε.
Μια μέρα την είχα δει σε μια μικρή γερμανική πολιτεία, πάνου σε ένα τραπέζι, να μιλάει σε χιλιάδες εργάτες και πεινασμένους. Ήταν αδύναμη, σα ραχητική, φορούσε ένα παλιό σάλι, έτρεμε από το κρύο κι έβηχε. Μα πότε δεν θα ξεχάσω την κραυγή που τινάχτηκε από το ανεμικό της στόμα κι ανέβηκε στον ουρανό: «Ελευτερία, φως, δικαιοσύνη. Να χαθούμε, όλοι αδέλφια, για να σώσουμε τη γης!».
Ο Άλκης Αλκαίος συνδύασε τις λέξεις όπως έπρεπε. Και τις τίμησε τις λέξεις. Είχε πει ο Μίλτος Πασχαλίδης, ένα από τα μανάρια του Άλκη Αλκαίου:
«Είχε εμμονή με τις λέξεις, δούλευε πολύ το κείμενό του και απαιτούσε από τον συνθέτη να μην αλλάζει ούτε ένα κόμμα. Προτιμούσε να αλλάξει τον τίτλο ενός τραγουδιού, παρά να αντικαταστήσει μια απλή για τους άλλους λέξη, η οποία όμως για τον ίδιο είχε καθοριστική σημασία...».
Ο ποιητής είχε περιγράψει πότε ξεκίνησε δημόσια ας πούμε τα γραπτά του.
«Θέμα της διάλεξης ήταν ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης και αφορμή η άρνηση των θρησκευτικών αρχών στην Πρέβεζα να τελέσουν μνημόσυνο για έναν αυτόχειρα. Η διάλεξη αυτή έγινε βιβλίο. Και θυμάμαι πόση συγκίνηση ένοιωσα όταν έλαβα ένα γράμμα από τον Θάνο Καρυωτάκη, αδελφό του ποιητή, με ύμνους για το βιβλίο. Έτσι ξεκίνησα. Με ένα πεζό για έναν ποιητή…».
Έγραφε υπέροχα ο Άλκης Αλκαίος. Ήταν υπέροχος ο Άλκης Αλκαίος. Ήταν σπουδαίος Άνθρωπος ο Άλκης Αλκαίος, με όλα τα α κεφαλαία. Ξεκουράστηκε σαν σήμερα - δεν θα πεθάνει ποτέ.
Κλείνοντας, θεωρώ πως πιο λυπητερό, πιο μοναχικό, πιο ερωτικό και πονεμένο μελοποιημένο ποίημα δεν έχει γραφτεί άλλο ποτέ πέρα απ΄ το Πρωινό του τσιγάρο.
Δηλαδή θέλω να πω τούτη δω η κορυφαία μελαγχολία μέσα του:
«Βγήκε ο ήλιος το ράδιο διαπασών
Μ' ένα χασάπικο που κλαίει για κάποιον Τάσο
Κι εγώ σε ποντάρω κι ύστερα πάω πάσο».
Αυτή η μελαγχολία μέσα του που πάντα θα με κάνει να απορώ, να αναρωτιέμαι: Ποιος ήταν αυτός ο Τάσος. Ποιος ήταν αυτός ο κάποιος Τάσος. Ο κάποιος Τάσος που κλαίει ένα χασάπικο για εκείνον. Ποιος Τάσος έκλαιγε τόσο το χασάπικο για κείνον που έγιναν ποίημα.
Στη φωτογραφία ο Άλκης Αλκαίος. Επίσκεψη στη Μακρόνησο. Προσκύνημα στη Μακρόνησο έκανε ο ποιητής, μανάρια μου.
=====================
"O σιωπών δοκεί συναινείν"





Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.