Οί δύο κατηγορούμενοι κάθονται πλάι – πλάι, πάνω στό συνηθισμένο πάγκο. ‘
Ο Μπρουμάν είναι ένας κοντόχοντρος τύπος, μέ κοντά χέρια καί πόδια, μ’ ένα ολοστρόγγυλο κόκκινο κεφάλι, πού λές καί φυτρώνει κατ’ ευθείαν από τό σώμα, χωρίς νά ύπάρχει καθόλου λαιμός.
Είναι χοιροτρόφος καί διαμένει σέ μιά κοινότητα τοϋ Κρικελότ, στο Κασσεβίλ-λά—Γκουπίζ.
Ό Κορνύ είναι άνθρωπος ισχνός, μέσου άναστήματος, με πολύ μεγάλα χέρια. Το κεφάλι του είναι στραβό καί αλληθωρίζει.
Μιά μπλέ μπλούζα, μακριά σάν πουκαμίσα, φτάνει μέχρι τά πόδια του καί τά άραιά μαλλιά του κίτρινα καί κολλημένα στό κρανίο του, δίνουν στό πρόσωπό του μιά άπόχρωσι βρώμικη, ενα ύφος θλιβερό.
Τό παρατσούκλι του είναι «παπάς», γιατί ξέρει νά μιμείται περίφημα τά εκκλησιαστικά τροπάρια καθώς καί τόν ήχο του αρμόνιου.
Αύτό τό ταλέντο πού έχει, τόν βοηθάει νά μαζεύει κόσμο στό καμπαρέ του, γιατί είναι καμπαρετζής στό Κρικελότ, μιας καί οί περισσότεροι πελάτες προτιμούν τή «λειτουργία στόν οίκο Κορνύ» από τή λειτουργία στόν οίκο τοϋ καλού θεού.
Η κυρία Μπρουμάν, κάθεται, στίς θέσεις τών μαρτύρων, είναι μιά ισχνή χωρική, πού φαίνεται σά νά είναι συνεχώς κοιμισμένη.
Μένει άκίνητη, μέ σταυρωμένα τά χέρια στά γόνατά της, μέ τό βλέμμα της προσκολλημένο σ’ ένα σημείο, μέ ύφος ήλίθιο.
Ό πρόεδρος συνεχίζει τήν άνάκρισι: