Γράφει ο Ελευθέριος Ανευλαβής,
- Πύξ: Αρχ. πυγμή, γροθιά. - (πυξ, πυγός, πύγες πυγών)
Λίαν ενδιαφέρουσα συζήτησις έλαβεν χώραν εις την αίθουσαν των Πολεμικών Τεχνών, και Πυγών, στο γνωστό κτήριο επί της γνωστής πλατείας, με αναβίωσιν του αρχαίου Παγκρατίου:
Λαβές εξάρθρωσης του αυχένα, ώμου, αγκώνα, καρπού, αστράγαλου και λακτίσματα ελεύθερα, χρησιμοποίηση δε των "πυγμών" και μετά την πτώση του αντιπάλου, μέχρις ότου παραδοθεί ή θανατωθεί, πολλές φορές.
Ήτο μία ιστορική μάχη, όταν ορίσθηκε οι δύο μονομάχοι να πυγμαχήσουν. Ο τελικός γύρος ήτο εξουθενωτικός και για τους δύο αντιπάλους.
Όταν το καμπανάκι σήμανε τον τελευταίο γύρο, προχώρησε εμπρός, ψυχωμένος και από τα σποραδικά χειροκροτήματα της ακραίας δεξιάς πτέρυγας των θεατών.
Ένας σωματώδης μεσήλικος, από τη δεξιά πτέρυγα, κραύγασε:
«Πατριώτα, αυταπαταπαύτωσον αυτόν.»
Στάθηκαν, ετοιμοπόλεμοι, στο μέσον του ρινγκ, η Γαλάζια Βερμούδα και ο αντίπαλός του, το Ροζέ Παντελονάκι.
Ανταλλαγή γρονθοκοπημάτων κι από τους δύο πυγμάχους, προκαλούσαν χειροκροτήματα από τους παλαμακιστές εκάστου παλαμακιζομένου, γρονθοκοπούμενου.
«Εικόνα Βουλής», λέει κάποιος, και συνεχίζει:.
«Βουλευτές παλαμακιστές, Πρωθυπουργός παλαμακιζόμενος. Αραιοί παλαμακιστές παλαμακιζομένων αρχηγών λοιπών κομμάτων, πλήν ΚΚΕ, όπου, παγίως, ούτε παλαμακίζεται ο Γραμματέας, ούτε υπάρχουν παλαμακιστές αυτού.»
«Δεν έχεις άδικο, Ώδινεν Λόγος και έτεκεν μπουρδολόγους. Με πιάνεις;», απαντά κάποιος άλλος.
Οι δυο αντίπαλοι συνεχίζουν να γρονθοκοπούνται. Για μια στιγμή, το Ροζέ Παντελονάκι στριμώχνει στα σχοινιά τη Γαλάζια Βερμούδα και του καθίζει μια γροθιά στο στομάχι, μουρμουρίζοντας με σφιγμένα δόντια:
«offshore ήθελες; Άρπα την!»
Η Γαλάζια Βερμούδα, πνίγει μια κραυγή πόνου, και ανταποδίδοντας ψιθυρίζει, με σφιγμένα δόντια και με το χαμόγελο της κάργιας στα χείλη:
«Είδες τη φωτογραφία σου, με το γκαρσόνι του στρατηγικού σχεδιασμού;»
Εξαγριωμένο το Ροζέ Παντελονάκι, τον αρχίζει στις γρήγορες. Γρονθοκοπώντας τον στα πλευρά, μουγκρίζει:
«Σε δέκα χρόνια θα ξεχαστεί το όνομα. Θυμάσαι;»
Η Γαλάζια Βερμούδα, με τα μακριά χέρια του, τον ακινητοποιεί, αγκαλιάζοντάς τον από πίσω. Με το μούτρο του, χωμένο στον αυχένα του αντιπάλου του, σαν να τον δαγκώσει, μουγκανίζει στ’ αυτί του:
«Αυταπατάσαι.»
Οι δυο αντίπαλοι ανταλλάσσουν γρονθοκοπήματα, μουγκρίζοντας, επί ώρα. Το ροζέ παντελονάκι με ένα άπερκατ, (uppercut) στο σαγόνι της Γαλάζιας Βερμούδας, φωνάζει:
«Πήρες τα όρη και τα βουνά, εν μέσω πανδημίας, χωρίς μάσκα, χωρίς προφυλάξεις, δίπλα δίπλα με πέντε άλλους.
Ατομική ευθύνη και καραντίνα, για τους άλλους, ε;»
Η γαλάζια Βερμούδα, παραπαίοντας, με την πλάτη στα σχοινιά, ψιθυρίζει λαχανιασμένη:
«Ήταν ανθρώπινο. Είμαι ανθρώπινος πρωθυπουργός»
Το καμπανάκι σημαίνει τη λήξη του αγώνα.
Ο αγών μεταφέρεται στην ύπαιθρο χώρα.
Το Ροζέ Παντελονάκι, επισκέπτεται τους συμπολίτες. Δέχεται τις θωπείες των οπαδών, ιδίως μεσηλίκων κυριών. Μοιράζει όμορφα χαμόγελα, λέγοντας σοβαρά:
«Δεν θα ξεχαστεί αυτό. Θα γίνουμε κανονική Χώρα.
Οι συντάξεις δεν θα μειωθούν.
Οι συνταξιούχοι, αυτοί θα μειωθούν.
Νόμος της φύσης είναι, όχι δικός μας νόμος.»
Η Γαλάζια Βερμούδα, αγκαλιάζει κοριτσάκι που του προσφέρει ανθοδέσμη. Της χαρίζει το γνωστό του χαμόγελο.
Το κοριτσάκι παρατάει στα χέρια του την ανθοδέσμη και κρύβεται στην αγκαλιά της μάνας του.
Υπέργηρος κύριος, ετών ίσα-ίσα που στέκεται στα πόδια του, ασπάζεται τη Γαλάζια Βερμούδα και λέει, με όση φωνή επιτρέπει η κοντανάσα του.
« Είσαι ο Πρρρ…»,
Μα, πριν αποσώσει τη φράση του, ετοιμόρροπος, πέφτει στην αγκαλιά των οικείων του.
Η Γαλάζια Βερμούδα, προχωρεί στον επόμενο θαυμαστή του χαμόγελού του. Δεν έφταιγε ο ίδιος.
Πατροπαράδοτος αταβισμός και νεοφιλελευθερισμός.
Κι ο Κορονοϊός βοηθός.
Κι΄ όταν «θα φεύγουν μουλωχτά,
πέρα στις αμαλάκες,»
όλοι θα πουν, όλοι μαζί:
«Α στο διάολο, μαλ@κες»