Το 1862 δημοσιεύτηκε το αριστουργηματικό μυθιστόρημα του Ιβάν Τουργκένιεφ «Πατέρες και γιοί» και ξέσπασε σάλος στη Ρωσία. Ένας από τους κεντρικούς ήρωες του βιβλίου, ο Μπαζάροφ, δεν αμφισβητούσε απλά το φεουδαρχικό σύστημα της αχανούς χώρας, αλλά μισούσε κάθε ιδέα μεταρρύθμισης, πιστεύοντας μόνο στην άρνηση και στην καταστροφή οποιασδήποτε τάξης. Ήταν ο πιο «επικίνδυνος» χαρακτήρας, που είχε παρουσιαστεί μέχρι τότε στη ρώσικη λογοτεχνία. Ένας αρνητής των πάντων. Ένας μηδενιστής.
του Δημήτρη Καλαντζή
Ο Τουργκένιεφ αναγκάστηκε να φύγει από τη Ρωσία για την κεντρική Ευρώπη, όπου ο χαρακτήρας του βιβλίου του, ο «μηδενιστής», έγινε με τα χρόνια φιλοσοφική θεωρία και χαρακτήρισε πολλές και ποικίλες «σχολές» επαναστατικής δράσης του 19ου αιώνα.
Ο μηδενισμός μέχρι σήμερα απορρίπτει και αποδοκιμάζει το περιβάλλον του, διαμαρτύρεται ή και επαναστατεί εναντίον της καθεστηκυίας τάξης. Διακρίνεται σε θεωρητικό μηδενισμό (δεν παραδέχεται καμιά αλήθεια), μεταφυσικό μηδενισμό (αρνείται την ύπαρξη νοήματος στη ζωή, την ύπαρξη θεού και λογικής τάξης στον κόσμο), κοινωνικό μηδενισμό (απορρίπτει όλους τους κοινωνικούς και πολιτικούς θεσμούς) και ιστορικό μηδενισμό (υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει τελικός σκοπός ή νόημα στην ιστορική εξέλιξη και αν υπάρχει τελικός σκοπός, αυτός είναι η καταστροφή και το αδιέξοδο).
Στη σκέψη του Νίτσε (και στην ελληνική πραγματικότητα, στη σκέψη του Καζαντζάκη), ο μηδενισμός απέκτησε τελικό προορισμό: μετά την καταστροφή της τάξης των «μικρών ανθρώπων», θα εμφανιστεί ο υπερ-άνθρωπος, ένα ον που η απόσταση του από τον κανονικό άνθρωπο, θα είναι μεγαλύτερη από την απόσταση ανάμεσα στον άνθρωπο και στον πίθηκο. Θα είναι ο άνθρωπος που θα εφεύρει τη νέα γνώση, θα «φωτίσει» τον κόσμο και θα αλλάξει κάθε υπάρχουσα αντίληψη για τη ζωή. Οι «μικροί άνθρωποι» θα αναγνωρίσουν τον υπεράνθρωπο ως σωτήρα και θα τρέξουν να τον ακούσουν για να πάψουν να είναι απλά «ένα σκοινί τεντωμένο ανάμεσα στο ζώο και στον υπεράνθρωπο, ένα σκοινί πάνω από την άβυσσο».
Τη μεταφυσική προσδοκία του Νίτσε δεν συμμερίστηκε το σύνολο των θιασωτών του μηδενισμού, επιμένοντας ότι το τελολογικό αδιέξοδο, είναι η φυσική και αναπόδραστη κατάληξη των ανθρωπίνων κοινωνιών συνολικά, όπως ακριβώς είναι και του κάθε ατόμου.
Ο Κώστας Καρυωτάκης μέσα σε πέντε λιτά τετράστιχα, με περίσσευμα σαρκασμού και βωβού σπαραγμού, περιγράφει τον εαυτό του ως αποφασισμένο αυτόχειρα να ετοιμάζεται να κρεμαστεί από το ταβάνι νεοκλασικού σπιτιού, αφού όλα στη ζωή είναι μάταια, μη μαχητά και μη αναστρέψιμα.
Πρόκειται για το «Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο» της συλλογής «Ελεγείες και Σάτιρες» του 1927:







