Ο Χάρωνος και Μενίππου διάλογος είναι έργο του Σύρου ρήτορα και σατυρικού συγγραφέα Λουκιανού (2ος αιώνας μ.Χ.) που ανήκει στους Νεκρικούς διαλόγους με έντονο το κυνικό χρώμα της σάτιρας θανάτου και του Κάτω Κόσμου.
Στο διάλογο αυτόν εμφανίζεται για πρώτη φορά και η ρήση «οὐκ άν λάβοις παρά τοῦ μη έχοντος» (δεν μπορείς να πάρεις από αυτόν που δεν έχει), η οποία έμεινε παροιμιώδης και χρησιμοποιείται μέχρι και σήμερα
Το ακάτιον του Χάρωνος φτάνει στην όχθη της Αχερουσίας. Οι νεκροί βγαίνουν ένας ένας πληρώνουν το ναύλο τους (έναν οβολό) στο Χάροντα και χάνονται δεξιά.
Τελευταίος βγαίνει ο Μένιππος, που πάει να φύγει χωρίς να πληρώσει. Ο Χάρων τον πιάνει από τον ώμο
Χ. Κατέβαινε, βρε καταραμένε, το ναύλο
Μ. Δε μπα να φωνάζεις Χάρε, αφού σ’ αρέσει
Χ. Πλήρωσε ρε σου λέω, για το ταξίδι που έκανες
Μ. Τι να πάρεις από έναν που δεν έχει μία
Χ. Καλά, υπάρχει άνθρωπος να μην έχει έναν οβολό;