Ο μεσαιωνικός άνθρωπος ζει σε έναν κόσμο γεμάτο από σημασίες, παραπομπές, υπερφυσικές αισθήσεις, εκδηλώσεις του θεού στα πράγματα, σε μια φύση που μιλά διαρκώς μια εραλδική γλώσσα στην οποία ένα λιοντάρι δεν είναι μόνο ένα λιοντάρι, μια καρυδιά δεν είναι μόνο μια καρυδιά, ένας ιππόγρυπας είναι κανονικό λιοντάρι επειδή ως τέτοιο αποτελεί σημάδι μιας υπέρτατης αλήθειας.
Για να εξηγήσουμε αυτή την μυθική τάση θα πρέπει ίσως να σκεφτούμε τον μεσαιωνικό συμβολισμό σαν μια λαϊκή, παραμυθική διαφυγή από την πραγματικότητα. Οι «σκοτεινές εποχές» κατά τα χρόνια του πρώιμου μεσαίωνα είναι τα χρόνια της παρακμής των πόλεων, της επιδείνωσης των συνθηκών στην ύπαιθρο, των λιμών, των επιδρομών, της πανούκλας ή της βουβωνικής πανώλους, της πρόωρης θνησιμότητας.
Νευρωτικά φαινόμενα όπως ο φόβος για την έλευση της χιλιετίας δεν επιβεβαιώνονται με δραματικούς και απελπισμένους όρους για τα οποία μιλά ο μύθος, αλλά εάν ο μύθος δημιουργήθηκε είναι επειδή τροφοδοτούσε μια θεμελιώδη ενδημική κατάσταση άγχους και ανασφάλειας.
Ο μοναχισμός ήταν ένας τύπος κοινωνικής λύσης που περιείχε εγγύηση κοινοτικής συνοχής και ηρεμίας: