30 Σεπτεμβρίου 1826.

Κάστρο της Ακρόπολης, Αθήνα.
Ο στρατηγός Γιάννης Μακρυγιάννης υπερασπίζεται το κάστρο με νύχια και με δόντια, ενώ οι εμφύλιες διαμάχες μεταξύ των Ελλήνων καλά κρατούν – με τραγικές για τον αγώνα συνέπειες.

Σε μια ανάπαυλα της μάχης, ο Μακρυγιάννης φιλιώνει με τον Γκούρα και πιάνουν το γλέντι και το τραγούδι.

Διηγείται ο Μακρυγιάννης στα Απομνημονεύματα:

Τότε έκατζε ο Γκούρας και οι άλλοι και φάγαμεν ψωμί τραγουδήσαμεν κ᾿ εγλεντήσαμεν.
Με περικάλεσε ο Γκούρας κι᾿ ο Παπακώστας να τραγουδήσω
ότ᾿ είχαμεν τόσον καιρόν οπού δεν είχαμεν τραγουδήση – τόσον καιρόν,
οπού μας έβαλαν οι ᾿διοτελείς και ᾿γγιχτήκαμεν δια να κάνουν τους κακούς τους σκοπούς.
Τραγουδούσα καλά.
Τότε λέγω ένα τραγούδι

Ο Ήλιος εβασίλεψε Έλληνα μου, βασίλεψε
και το Φεγγάρι εχάθη
κι᾿ ο καθαρός Αυγερινός που πάει κοντά την Πούλια,
τα τέσσερα κουβέντιαζαν και κρυφοκουβεντιάζουν.
Γυρίζει ο Ήλιος και τους λέει, γυρίζει και τους κρένει
Εψές οπού βασίλεψα πίσου-από μια ραχούλα,
άκ᾿σα γυναίκεια κλάματα κι᾿ αντρών τα μυργιολόγια
γι᾿ αυτά τα ᾿ρωϊκά κορμιά ᾿σ τον κάμπο ξαπλωμένα,
και μέσ᾿ το αίμα το πολύ είν᾿ όλα βουτημένα.
Για την πατρίδα πήγανε ᾿σ τον Άδη, τα καϊμένα.

Ο μαύρος ο Γκούρας αναστέναξε και μου λέγει
– Αδελφέ Μακρυγιάννη, σε καλό να το κάμη ο Θεός
άλλη φορά δεν τραγούδησες τόσο παραπονεμένα.
Αυτό το τραγούδι σε καλό να μας βγη.
– Είχα κέφι, του είπα, οπού δεν τραγουδήσαμεν τόσον καιρόν.

Ότι εις τα ᾿ρδιά1 πάντοτες γλεντούσαμεν…