Μετά την απελευθέρωση το ντύσιμο των Ελλήνων αρχίζει να παίρνει ευρωπαϊκές επιρροές, μπορεί να μη ντύνονται ακόμα όλοι «ευρωπαϊκά» αλλά και οι ελληνικές φορεσιές αρχίζουν να παίρνουν πολλές μεταλλαγές. Οι στολές της προεδρικής φρουράς και οι τυποποιημένες και πανομοιότυπες «παραδοσιακές ενδυμασίες» που υπάρχουν σήμερα μικρή σχέση είχαν με τις πραγματικές φορεσιές της εποχής.
Σύμφωνα με τον Τάκη Λάππα το ντύσιμο από τα χρόνια 1600-1829 είναι ένα σπουδαίο θέμα για έρευνα, γιατί το θέαμα που παρουσιάζει η υπόδουλη Ελλάδα δεν απαντάται σε καμία άλλη σχεδόν χώρα του κόσμου. Δηλαδή δεν υπάρχουν μικροπαραλλαγές από περιοχή σε περιοχή, αλλά ολότελα αλλιώτικο ντύσιμο από ένα χωριό στο άλλο, χωριά που η απόστασή τους δεν ήταν δυο ώρες δρόμος. Σχεδόν κανείς γειτονοχωρίτης δεν ήταν όμοια ντυμένος και αυτό ξεχώριζε περισσότερο στο γυναικείο ντύσιμο.
Τα χρόνια εκείνα μπορούσες μια χαρά να καταλάβεις αμέσως πούθε κρατάει ο ξενοχωρίτης. Όχι από την προφορά και τους ιδιωματισμούς του, μα αρκούσε η φορεσιά του για να προδώσει το χωριό του. Το ίδιο μπορούσε κανείς να τους ξεχωρίσει επαγγελματικά ή ταξικά. Αλλιώς ντυνόταν ο κοτζαμπάσης, αλλιώς ο προύχοντας, ο προεστός, ο γεωργός, ο τσοπάνης, ο ξωτάρης… Στην συνέχεια θα δούμε το ντύσιμο Ρουμελιωτών και Μοραϊτών. Το ντύσιμο στην επανάσταση κρατήθηκε το ίδιο πούχαν οι κλέφτες και οι αρματωλοί...
Κεφάλι
Ας κάνουμε αρχή από το κεφάλι. Φορούσαν ένα μικρό στρογγυλό και κοφτό κόκκινο φέσι, που γύρω στη βάση του το τυλίγανε με μαντηλοδεσιά. Η μαντυλοδεσιά ήτανε τριω λογιώ: μεταξωτό μαντήλι ή κασπαστή, το χρυσοκέντητο πόσι, και η ασπρη βαμπακερή πλουμιστή σερβέτα. Στο σημείο αυτό της φορεσιάς τους βρίσκει κανείς την τούρκικη επίδραση. Σαν παραδείγματα από γνωστούς καπεταναίους και χαλκογραφίες εκείνης της εποχής φανερώνεται ότι κασπαστή είχανε μονάχα οι Αθηναίοι, πόσι ο Νικηταράς, οι Μαυρομιχαλαίοι, ο Μακρυγιάννης και πότε πότε ο Γέρος του Μοριά. Με σερβέτα μας είναι γνωστοί ο Οδυσσέας Αντρούτσος κι ο Πανουργιάς. Κάμποσοι δε φορούσανε μαντηλοδεσιά, μα σκέτο μικρό κοφτό φέσι που στην κορυφή του είχε λίγη φούντα. Τέτοιο συνήθιζε πάντα ο Γκούρας και ο Κολοκοτρώνης. Την περικεφαλαία του ο Γέρος την είχε από τότε που ήταν μαγγιόρος – ταγματάρχης – του εγγλέζικου στρατού στα εφτάνησα το 1808, την έβαζε στις επίσημες στιγμές της ζωής του, όπως και το θώρακά του. Άλλοι φορούσανε μεγάλο τουρλωτό κόκκινο φέσι όπως ο Καραϊσκάκης, οι Πετμεζάδες, κι η φούντα του ήταν μικρή και σ’ αυτό και στέκονταν στην κορφή. Μακριά φούντα όσο σχεδόν ολόκληρο το φέσι φορούσανε αργότερα στα χρόνια του Όθωνα κι ήταν παρμένη απ’ τους Σουλιώτες που τόσο τη συνηθίζανε. Αυτή έγινε και το επίσημο στοιχείο της φορεσιάς της προεδρικής φρουράς (βασιλικής παλαιότερα). Και γενικότερα η στολή της προεδρικής φρουράς ακολουθεί την στολή των Σουλιωτών σε μεγάλο βαθμό. Επίσης πολλοί φτωχοί αγωνιστές φορούσαν ένα απλό συνήθως μαύρο μαντήλι στο κεφάλι. Γενικά τους προηγούμενους αιώνες στην Ευρώπη αλλά και στην Ανατολή το μέγεθος του καπέλου που φορούσε κανείς ήταν ανάλογο της κοινωνικής του τάξης και της εξουσίας του. Τα καπέλα των αξιωματούχων ήταν συνήθως πολύ μεγάλα, όπως και των αρχιερέων που ήταν πολύ ψηλότερα από τα σημερινά.
Μαλλιά
Απ’ τη μαντηλοδεσιά τους ή το φέσι, ξεχύνονταν ως τις πλάτες τα καλοχτενισμένα μακρυά μαλλιά τους. Γιατί τότε δεν κόβανε κοντά τα μαλλιά τους, μα τ’ αφήνανε περήφανα σα χαίτη να ξανεμίζουν στους ώμους τους. Για να γυαλίζουν και να στέκουν καλοχτενισμένα τα αλείβανε με λάδι ή μεδουλάρι, αλοιφή καμωμένη από μεδούλι και μυρωδικά. Οι Μοραΐτες συνηθίζανε πιο μακρυά τα μαλλιά τους απ’ τους Ρουμελιώτες. Κι απόμειναν ξακουστά τα ξανθά και σγουρά μαλλιά των Μαυρομιχάληδων.
Γελέκι
Στο κορμί φορούσανε εσωτερικά το άσπρο πουκάμισο, όχι όμως φαρδομάνικο όπως τα μεταγενέστερα χρόνια. Πάντα ξεκούμπωτο και ανοιχτό μπροστά στο στήθος, χειμώνα καλοκαίρι. Ύστερα βάζανε το γελέκι, κι από πάνω τη φέρμελη με τις δυο αράδες ασημοκεντημένα μεγάλα κουμπιά. Μερικοί και αργότερα όλοι, αντί για φέρμελη βάζανε το μεϊντάνι που η διαφορά τους ήταν στο ότι στη φέρμελη φορούσανε τα μανίκια, ενώ στο μεϊντάνι ήταν ψεύτικα φοδραρισμένα με κόκκινο πανί και βρίσκονταν στις πλάτες πίσω σταυρωτά. Τα μεϊντανογίλεκα όπως λέγανε το γελέκι ή το μεϊντάνι, ήταν πάντα κεντημένα με χάρτσια μεταξένια πολύχρωμα και χρυσά τερτήρια, κορδόνια.
Φουστανέλλα
Ζωσμένη στη μέση τους κρεμόταν γύρω τους η φουστανέλλα. Στους καπεταναίους και τους γέροντες ήταν μακριά ίσα με το γόνατο και κάτω ακόμα, με πυκνές και πολλές πτυχές, δίπλες ή λαγκιόλια όπως τις λέγανε. Για τα παλληκάρια και τους νεώτερους ήταν κοντή η φουστανέλλα ως τους μηρούς και πιο λαφριά με λιγώτερες δίπλες. Στη Ρούμελη συνηθίζονταν πιο πολύ η κοντή με πολλές δίπλες – όπως σήμερα της προεδρικής φρουράς – ενώ στο Μοριά μακρυά κι όχι πολύ πυκνή. Η φουστανέλλα ήταν καθιερωμένη σ’ όλη τότε την Ελλάδα. Για τούτο όσους έρχονταν απ’ το εξωτερικό ντυμένοι «ευρωπαϊκά» τους λέγανε πειραχτικά ψαλιδοκέριδες ή σπλινάντερους. Τους νησιώτες και τους ναυτικούς με τις βράκες τους λέγανε ντουντούμιδες ή χαλτούπιδες. Η φουστανέλλα μ’ όλο που ήταν καμωμένημε άσπρο ύφασμα σπάνια κρατούσε για πολύ την όψη της. Τη χρησιμοποιούσαν για πολλές δουλειές. Μ’ αυτή σκουπίζανε το πρόσωπό τους και τα χέρια τους, το σουγιά τους και καμιά φορά τ' άρματά τους. Πολλά παλληκάρια για να μην πιάνει η φουστανέλλα τους εύκολα «λέρα» την αλοίφανε με ξύγγι! Πολλοί επίσης από τους αγωνιστές δε γνωρίζανε τι θα πει σώβρακο, το αποφεύγανε μια και τους σκέπαζε τόσο καλά η φουστανέλλα τους.
Υποδήματα
Τα πόδια τους τα σκεπάζανε ως πάνω στα σκέλια με τις μακριές άσπρες κάλτσες, που τις λέγανε βλαχόκαλτσες. Τις υφαίνανε από τραγόμαλλο και είχανε ειδικότητα στην κατασκευή τους στ’ Άγραφα. Οι τσόχινες μαύρες κάλτσες, κι’ ύστερα κόκκινες – μοιάζανε με τις γκέτες – σκεπάζανε μονάχα τη γάμπα και το πάνω μέρος του παπουτσιού και φορεθήκανε στα οθωνικά χρόνια. Στο Εικοσιένα και πριν αυτές οι κάλτσες ήταν άγνωστες. Η ποδεμή τους ήταν τα τσαρούχια, όχι όμως με φούντα μπροστά αλλά μυτερά. Τα φτιάχνανε με ακατέργαστο βοδινό δέρμα και ήταν πολύ ελαφρά και γερά. Στα πόδια τους τα στηρίζανε δένοντάς τα γύρω στη γάμπα τους με φαρδύ λουρί – τις θηλιές – και το λουρί αυτό το πιάνανε απ’ την κάλτσα τους κάτω απ’ το γόνατο με το τσαρουχοτοκά. Ήταν κι’ άλλος τρόπος να πιάνουν τα τσαρούχια τους με ένα πισινό λουρί, το τσαγκαρόλουρο. Τα πρώτα φοριόντανε στη Ρούμελη, ενώ τ' άλλα στο Μοριά. Οι φτωχότεροι φορούσαν γουρνοτσάρουχα, φτιαγμένα από δέρμα χοίρου.
Ντουλαμάς
Η φορεσιά κλείνει με τον ντουλαμά. Τον ρίχνανε πάνω τους σαν έπιανε κρύο και ήταν φτιαγμένος από τσόχα που την κεντούσανε με μαύρο μετάξι. Ο ντουλαμάς έφτανε ως τη μέση. Για τη βαρυχειμωνιά όμως είχανε τις φλοκάτες. Ήταν χωρίς μανίκια σαν τις παλιές μπέρτες κι’ έφταναν ως κάτω απ’ το γόνατο. Τις υφαίνανε με «φλόκο» - κρόσια – που τον φορούσανε από μέσα για να ξεσταίνονται πιο πολύ και το συνηθισμένο χρώμα του ήταν το άσπρο. Σαν νυχτώνανε έξω το χειμώνα, χρησιμοποιούσανε τη φλοκάτα για στρωσίδι και για σκέπασμα. Για τον ίδιο σκοπό άλλοι είχανε την κάπα – ίδιο σχέδιο με τη φλοκάτη φτιαγμένη όμως από τραγόμαλλο και βαλμένη στις νεροτριβές για να πήξει και να μην περνάει η βροχή και το κρύο.
Σελλάχι
Συμπλήρωμα στην κύρια φορεσιά τους ήταν το σελλάχι. Το ζώνανε στη μέση τους, αλλά να πιάνει στα πλάγια στην αριστερή μεριά και μπροστά το μισό αριστερό πλευρό. Ήταν φτιαγμένο το σελλάχι από τσόχα κόκκινη, σπάνια μαύρη, φύλλα-φύλλα για να κάνουν τις θήκες και κεντημένο με λογιώ-λογιώ χρυσά κεντήματα, μα τα πιο συνηθισμένα δράκοντες και γοργόνες. Ανεξήγητο μένει γιατί οι στεριανοί αγαπούσανε τα θαλασσινά πλουμίδια, όπως και αυτά που στόλιζαν τις γκλίτσες και τις πίπες τους. Το πέτσινο σελλάχι φορέθηκε στα χρόνια του Όθωνα. Στις μέσα θήκες του σελλαχιού βάζανε το ασημένοι τάσσι τους για να πίνουν νερό, το τσαγκαροσούβλι για να μπαλώνουν τα τσαρούχια τους, την «ώρα» τους όπως λέγανε το ρολόγι, κι’ αν ξέρανε γράμματα και μπορούσανε να χαράζουν την υπογραφή τους, το ασημένιο καλαμάρι με το φτερό. Σε κάποια ακρούλα πάντα θα βρίσκονταν και το αντίδοτο φάρμακο για τα δηλητήρια, το παντσεχρί. Μα δεν ήταν μονάχα αυτά που έπαιρνε το σελλάχι, πιο κάτω θα δούμε τα υπόλοιπα.
Στολίδια
Την όλη τους φορεσιά συμπληρώνανε και τα στολίδια τους, τα τσαπράζια ή τουσλούκια, όπως τα λέγανε. Πρώτο ήταν το κουτσέκι. Στόλισμα ασημωμένο που στις τέσσερες πλευρές του κρεμόνταν σειρά από ψιλές αλυσίδες κι’ έπιανε ολόκληρο το στήθος. Στηρίζονταν με θηλιές στις τέσσερες άκρες του στήθους, με τρίγωνα θηλικωτήρια που είχαν ζωγραφισμένο πάνω τους με σαββάτι (μαύρο σμάλτο) συνήθως το δικέφαλο αητό και στη μέση το κουτσέκι σε μεγάλη πλάκα είχε τους πολεμικούς αγίους, τον Αη-Γιώργη και τον Αη-Δημήτρη. Επειδή τα πιο πολλά τσαπράζια ήταν ζωγραφισμένα με σαββάτι, τα λέγανε σαββατλίδικα. Απ’ το ζερβί τους ώμο ήταν κρεμασμένο μ’ ασημένια αλυσίδα το στρογγυλό χαϊμαλί που έκλεινε μέσα του διάφορα φυλαχτά. Στις δυο όψεις του είχε σκαλισμένα τον προστάτη άγιο του και το Βαγγελισμό ή την Ανάσταση. Δεξιά μεριά είχαν μεριά είχαν το γυριστό ασημένιο σουγιά τους. Στο πίσω μέρος, στη μέση τους, στο λουρί του σελλαχιού, ήταν περασμένες οι δυό μπαλάσκες που πάνω τους είχαν πελεκημένη ανάγλυφα σχέδια π.χ. την Παρθένα Αθηνά. Μέσα βάζανε τα φουσέκια για τα ντουφέκια τους. Αριστερά πάλι απ’ τη λουρίδα του σελλαχιού κρεμόντανε τα φυσεκλίκια, με φουσέκια για τις κουμπούρες και μια θήκη που βάζανε τις τσακμακόπετρες, το μεδουλάρι, άλοιμα για τα ντουφέκια φτιαγμένο από μεδούλι και άλλες λιπαρές ύλες. Δεξιά μεριά κρεμόνταν κι η πέτσινη καπνοσακκούλα τους. Όλα τούτα τα δένανε μ’ ασημένια και πλουμιστά ζωστάρια. Μπροστά στον αριστερό μηρό, σε μακριά λουριά περασμένα – σε δυο σε τρεις αράδες – κρεμόνταν τα στρογγυλά ή και τρίγωνα ασημένια γαντζούδια ή τοκάδες. Δυο όμοια γαντζούδια σκεπάζανε σκεπάζανε τα γόνατά τους. Τούτο το στόλισμα το συνηθίζανε πολύ πριν το 1800. Και βλέπουμε να φοράει κάτι τεράστια ο πατέρας του Οδυσσέα, ο γερο Αντρούτσος όπως μας τον παρουσιάζει παλιά ζωγραφιά.
Άρματα
Δεν μπορούσε εκείνη την εποχή να νοηθεί η φορεσιά χωρίς τα άρματα. Ήταν αναπόσπαστο μέρος. Ποιος ήταν ξαρμάτωτος. Γυμνοί και κουρελήδες πολλοί, μα χωρίς άρματα κανείς. Φλωροκαπνισμένα, ασημοστόλιστα, σκαλιστά και σαββατλίδικα. Δεν είχε σημασία αν κάποιος ήταν πλούσιος ή φτωχός, καπετάνιος ή παλληκάρι το μεράκι για τα άρματα ήταν το ίδιο. Τις περισσότερες φορές τα άρματα δεν ήταν αγορασμένα, αλλά λάφυρα αρπαγμένα από το χέρι ή το κορμί του εχθρού.
Κουμπούρες-Χαρμπί
Μέσα από το σελλάχι ξεπεταγόντανε πάντα δυο δίδυμες κουμπούρες. Παφίλια και λαβή, μαλαματοκαπνισμένα ή από ασήμι. Στην έξω θήκη του σελλαχιού βρίσκονταν το χαρμπί – οβελός όπως τον έλεγαν οι λογιώτατοι. Αυτό είχε πολλές χρήσεις. Όπως ήταν μεσα στη θήκη του, το χρησιμοποιούσανε βέργα για να γεμίζουν τις κουμπούρες. Όταν το ξεθηκαρώνανε γίνονταν φονικό όπλο στα χέρια του πολεμιστή. Ήταν κοφτερό και μυτερό, στρογγυλεμένο απ’ όλες τις πλευρές. Μπροστά ήταν διχαλωτό και το μεταχειρίζονταν αντί για πηρούνι και με τη διχάλα πιάνανε και το κάρβουνο απ’ το τσιμπούκι τους.
Γιαταγάνι
Απ’ το σελλάχι ήταν έξω-έξω πιασμένο το γιαταγάνι. Μαχαίρι μισό μέτρο λάμα ή και περισσότερο, φτιαγμένο από γερό ατσάλι. Τα πιο καλά ήταν της Δαμασκού γνωστά με το όνομα δαμασκί. Ηταν τόσο γερά που σκίχανε λαμαρίνα και αντέχανε να κόψουν χοντρή αλυσίδα. Το γιαταγάνι είχε τη λαβή αργυροσκαλισμένη και το θηκάρι του ασημοκαπνισμένο και πλουμιστό με γοργόνες και άγρια πουλιά. Μερικές φορές το θηκάρι ήταν από τομάρι αγριομερινού ή φιδιού.
Μπελ χατζάρι - Τσεκούρι - Τοπούζι
Στη μέση του πολεμιστή, δεξιά μεριά από το λουρί του σελλαχιού βρίσκονταν πιασμένο το δίκοπο μικρό μαχαίρι, το μπελ χατζάρι. Αυτό το μεταχειρίζονταν πιο πολύ οι Τούρκοι, οι Έλληνες το είχαν όσοι το αποχτήσανε σαν λάφυρο. Κατά την ίδια μεριά πιο πέρα ήταν ζωσμένο το τσεκούρι τους. Τέτοιο συνήθιζαν να φέρουν μονάχα οι καπεταναίοι και ήταν συμβολικό. Είχαν ο Κολοκοτρώνης, ο Καραϊσκάκης, οι Μαυρομιχαλαίοι κ.ά. Άλλο πράγμα η στραταρχική ράβδος, αυτή ήταν το τούρκικο τοπούζι. Ένα ραβδί, δυο πιθαμές μάκρος που στη μια μεριά είχε ένα στρογγύλεμα με χυτό μολύβι μέσα για να βαραίνει και στην άλλη μεριά τελείωνε σε βέλος αγκαθωτό. Από παλιά το είχανε οι πασάδες και σαν φέρνανε μπροστά τους κανένα φταίχτη και θέλανε οι ίδιοι να τον τιμωρήσουν, αν το φταίξιμό του ήταν μικρό, με το στρογγύλεμα από το τοπούζι του δίνανε κάμποσες στο κεφάλι, αν παλι ήταν βαρύ το κρίμα τον τρυπούσαν στην κοιλιά με το βέλος.
Σπάθα - Πάλα
Απ’ το αριστερό μέρος του κορμιού τους, από μεταξόπλεχτη λουρίδα, κρεμόντανε η αστραφτερή και καμπυλωτή πάλα. Η λαβή της πάντα έμοιαζε με κεφάλι άγριου δράκοντα, που πολλές φορές πολύτιμα πετράδια στόλιζαν τα μάτια του. Το θηκάρι ήταν όμορφα στολισμένο με ερπετά, λιοντάρια, αγριομερινά και η θήκη έκλεινε μοιάζοντας με ουρά δράκοντα. Σε επιδέξια χέρια ήταν από τα πιο φονικό όπλα. Με μια σπαθιά μπορούσαν να κόψουν από τον ώμο άνθρωπο στα δύο. Ξακουστή ήταν η τέχνη και η δύναμη του Γκούρα και του Νικηταρά στην πάλα.
Καριοφίλια
Ξακουστό ήταν το ντουφέκι του Εικοσιένα, το περίφημο καριοφίλι. Στην Ελλάδα πρωτοεμφανίστηκε γύρω στα 1700 και υπήρξαν πολλές εικασίες για το όνομά του. Ο Σάθας υποστήριξε ότι πήρε το όνομά του από τον κατασκευαστή του στη Βενετία Carlo Figlio (Καρόλου Υιός). Ο Βαλαωρίτης δίνει την ποιητική εξήγηση «Ωνομάσθησαν ούτω, διότι έφερον κεχαραγμένον εν κυκλοειδή ζώνη το ομώνυμον εύοσμον φυτόν όπερ καλούμεν καρυοφίλλι». Άλλος πάλι ο Λεβίδης το μεταθέτει από την λέξη φυλλοκάρδι! Όλα τα ντουφέκια τα λέγανε καριοφίλια, αντίθετα με κείνα που κρατούσανε οι ταχτικοί που τους είχαν δώσει το όνομα «σολντάτοι». Όμως αν και το σύνολο των ντουφεκιών έκλεινε στο όνομα καριοφίλι, τα ξεχωρίζανε σε είδη ανάλογα με το λαμνί (κάννη), τις φωτιές, το μάκρος του και τα παφίλια που το κρατούσανε δεμένο στο κοντάκι, πέντε ως οκτώ παφίλια. Μερικά από τα είδη καριοφιλιών ήταν: Φιλύντρα, Λαζαρίνα, Μιλιώνι, Νταλιάνι, Τρικιώνι, Αρμούτι, Γκιζαήρ, Σισανές, Ντάντσικα, Σαρμάς, Σαρμά-Σισανές, Χαρέ Σαρμά, Παπά Καριοφίλι, Ψαλιδιάς, Σαντέ, Μαντζάρι κ.ά. Σώζεται και το δημοτικό τραγούδι:
«Νταλιάνι μου στον πόλεμο κι’ Αρμούτι στο σημάδι,
και καριοφίλι στη φωνή σαν άξιο παλληκάρι»
Το καριοφίλι ήταν από τα αγαπημένα όπλα των αγωνιστών που τα βάφτιζαν και με ξεχωριστό όνομα. Ο Θανάσης Διάκος το έλεγε «παπαδιά», ο Καραϊσκάκης «Βασιλική», ο Δημ. Μακρής «Λιάρο» κλπ. Χαρακτηριστική ήταν και η παροιμία «γυναίκα, ντουφέκι και άλογο δεν δανείζεται».
Κλεφτοπόλεμος
Όπως είναι γνωστό ο τρόπος πολέμου που οδήγησε στις πρώτες στρατιωτικές επιτυχίες στην ξηρά, το 1821, ήταν ο κλεφτοπόλεμος. Οι επαναστάτες δηλαδή πολεμούσαν αμυντικά οχυρωμένοι πίσω από βράχους ή χτισμένες μικρές μάντρες (ταμπούρια), δεν εκτείθονταν στο εχθρικό πλήθος απροκάλυπτα και επίσης δεν ανοίγονταν στους κάμπους ελλείψει ιππικού. Προφανώς όταν έσπαγε η ορμή της εχθρικής επίθεσης έκαναν αντεπιθέσεις (γιουρούσια) χρησιμοποιώντας τα σπαθιά τους. Ο τρόπος χρήσης των όπλων του 19ου αιώνα που απαιτούσαν συνεχές και σχετικά χρονοβόρο γέμισμα για μία μόνο βολή, καθόριζε και την πολεμική τακτική τους. Πολλές φορές ένας πολεμιστής γέμιζε συνεχώς και ο πιο έμπειρος και καλός σκοπευτής έριχνε εναλλάσωντας τα όπλα που του γέμιζε ο συμπολεμιστής του. Διαφορετικά οι πολεμιστές στο ταμπούρι φρόντιζαν να μην αδειάσουν σε καμία περίπτωση τα ντουφέκια τους ταυτόχρονα, γιατί τότε έδιναν τον απαραίτητο χρόνο στον εχθρό να του πλησιάσει επικίνδυνα. Δηλαδή πυροβολούσαν με σύνεση και σύστημα ώστε να υπάρχει σταθερό και συνεχές πυρ. Επίσης σκόπευαν συνήθως τους "επίσημους" εχθρούς, μπαϊρακτάρηδες, μπουλουκμπασήδες, αγάδες κλπ προκαλώντας πανικό και αταξία στους απλούς οθωμανούς στρατιώτες, τα "ταγκαλάκια" ή τους "νιζάμηδες" όπως λέγονταν. Επειδή πολλές φορές κινδύνευαν να "πέσει" ο εχθρός που έκανε γιουρούσι μέσα στα ταμπούρια και δεν προλάβαιναν να ξεθηκαρώσουν τα σπαθιά τους, τα είχαν γυμνά ήδη και καρφωμένα στο χώμα δίπλα από το μετερίζι τους. Έτσι ώστε να τα έχουν πρόχειρα σε δευτερόλεπτα αν πλησιάσουν οι εχθροί. Σε περίπτωση συνεχούς κίνησης και διαδοχικών γεμισμάτων και πυροβολισμών και συμπλοκών σώμα με σώμα, κάποιοι κουβαλούσαν τα σπαθιά στα δόντια τους ώστε να εχουν τα χέρια ελεύθερα να γεμίζουν. Μετά κρεμούσαν το ντουφέκι και έπαιρναν το σπαθί κ.ο.κ. Υπάρχει και το σχετικό τραγούδι "στα δόντια σούρνουν το σπαθί, στα χέρια το ντουφέκι". Οι Τούρκοι συνήθως έκαναν γιουρούσι κατά κύματα καλύπτωντας με το αριστερό χέρι πιθανόν κρατώντας και ένα κοτρώνι το κεφαλι τους και ανεμίζοντας με το δεξί το σπαθί τους. Η επίθεσή τους συνοδεύονταν με κραυγές "αλλά αλλά", από φωνές δερβίσηδων και προσευχές και δαιμονισμένο χτύπημα ταμπούρλων. Οι δικοί μας επίσης φώναζαν μόλις έκαναν κόντρα γιουρούσι, αλλά είχαν τρομπέτες αντί για τουμπελέκια για να συντονίζονταν. Μπροστά πήγαιναν οι μπαϊρακτάρηδες που ήταν συνήθως οι πιο τολμηροί στρατιώτες και συνήθως ξεκινούσαν την σφαγή με τη λόγχη της σημαίας. Με αυτού του είδους τον πόλεμο συνήθως αν τρεπόταν σε φυγή η μία παράταξη η ήττα της ήταν οριστική. Οι κυνηγημένοι αν ήταν οι Τούρκοι έβρισκαν καταφύγιο στα κάστρα τους, ή από το ιππικό τους και στην έσχατη ανάγκη πέταγαν τα ακριβά τους όπλα για να καθυστερούν τους διώκτες τους. Οι δικοί μας κατέφευγαν στα βουνά όπου υπήρχε ασφάλεια από το ιππικό των Τούρκων και όλο και κάποια ομάδα Ελλήνων θα υπήρχε να τους καλύψει. Με αυτόν τον τρόπο κατορθώθηκε να κρατηθούν οι πολιορκίες των κάστρων μέχρι να αναλάβει η πείνα και να πέσουν, ο "στρατηγός Ψωμάς" όπως έλεγε ο Κολοκοτρώνης. Επίσης το πιάσιμο στενών περασμάτων και οι ενέδρες ήταν συνδεδεμένες με την τακτική του κλεφτοπολέμου και οι σημαντικότερες επιθετικές νίκες των επαναστατημένων ήταν αυτής της μορφής, τα Δερβενάκια, τα Βασιλικά, η Αράχωβα.
Ο ερχομός του τακτικού γυμνασμένου και διοικούμενου από Γάλλους στρατού του Ιμπραήμ πασά άλλαξαν εντελώς τις συνθήκες του πολέμου. Οι αστραπιαίες κινήσεις του, η πειθαρχία, το πυροβολικό, η γνώση του εδάφους και ο σχεδιασμός, ήταν εντελώς άγνωστες για τους Έλληνες όσο και για τα άτακτα Οθωμανικά στρατεύματα που είχαν αντιμετωπίσει ως τότε. Η ξιφολόγχη (μπαγιονέτα) έδινε στους Αιγύπτιους επίσης και πλεονέκτημα στην εκ του συστάδην μάχη όταν ήταν συντεταγμένοι, έναντι μεμονωμένων παληκαριών με τις πάλες τους. Γρήγορα κατάλαβαν οι Έλληνες ότι ο παλιός τρόπος πολέμου δεν μπορούσε να οδηγήσει σε νίκες και το αντίθετο έφερε βαρύτατες απώλειες σε συνάρτηση με την ακαταστασία του εμφυλίου που προηγήθηκε. Μετά τις συνεχείς ήττες, Σφακτηρία, Κρεμμύδι, Μανιάκι, Τρίκορφα ακολουθήθηκε η τακτική του κλεφτοπολέμου από πολύ μικρές και ανεξάρητες ομάδες που χτυπούσαν ακατάπαυστα μέρα και νύχτα εχθρικά αποσπάσματα, προκαλώντας τους συνεχείς απώλειες. Τα άτακτα σώματα διατηρήθηκαν, αλλά πλέον τα τακτικά σώματα αύξαναν σταθερά και επίσης ιδρύθηκαν την ίδια περίοδο και τα πρώτα σώματα ιππικού. Το άτακτο του Χατζημιχάλη Δαλιάνη και το τακτικό του Πορτογάλου φιλέλληνα Αλμέιδα, που προσέφεραν σημαντική κάλυψη στις μάχες. Παράλληλη ήταν η εξέλιξη και στον οθωμανικό στρατό με τα πρώτα τακτικά σώματα των Τούρκων να κάνουν την εμφάνισή τους υπό τον Κιουταχή κατά τη διάρκεια την Ελληνικής Επανάστασης. Και αυτοί υπο το γιούχα των παλαίων επαγγελματιών Οθωμανών στρατιωτικών που έβλεπαν το ρόλο τους να περιορίζεται. Με τον ερχομό των Βαυαρών τα στρατεύματα πλέον ήταν μόνο τακτικά και ο "κλεφτοπόλεμος" συνεχιστηκε για κάποιες δεκαετίες ακόμα στα βουνά - "εμφύλιος" πια - μεταξύ "ληστών" και χωροφυλακής.
Πηγές: Οι περισσότερες πληροφορίες είναι από το άρθρο «Φορεσιά κι’ άρματα στην Επανάσταση» του Τάκη Λάππα στο τεύχος 546 του περιοδικού Νέα Εστία, 1950. Η τελευταία παράγραφος είναι από διάφορα παλιά διαβάσματα που θυμάμαι εκ μνήμης. Πολλές εικόνες είναι από: http://cultureportalweb.uoi.gr/cultureportalweb/
========================================================
"O σιωπών δοκεί συναινείν"
Πέμπτη 25 Μαρτίου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.