Ανοικτή επιστολή στον Αρχιεπίσκοπο των Αθηνών
Το 1927 ο Ναπολέων Λαπαθιώτης δημοσίευσε, στην εφημερίδα Ριζοσπάστης, «Ανοικτή επιστολή στον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών», με την οποία δηλώνει την επιθυμία του να παύσει να λογίζεται μέλος του «θρησκευτικού ποιμνίου» του. Πρόκειται φυσικά για πράξη κυρίως πολιτική, αφού της έδωσε τέτοια δημοσιότητα.
Η επιστολή δημοσιεύεται στο φύλλο της 6 Αυγούστου 1927 του Ριζοσπάστη, αν και φέρει ημερομηνία 1 Αυγούστου. Κατά ειρωνική σύμπτωση, στην ίδια σελίδα δημοσιεύεται μια συνέχεια από την αντιθρησκευτική σάτιρα του Λασκαράτου «Ιστορία ενός αρχιεπισκόπου διηγημένη από αυτόν τον ίδιον εις την Κόλαση». Ένα μικροπερίεργο είναι ότι από τυπογραφικό λάθος το κείμενο φέρει την υπογραφή «Λ. Λαπαθιώτης» -ίσως υποσυνείδητα ο στοιχειοθέτης να χρησιμοποίησε το αρχικό γράμμα του ονόματος τού πατέρα τού ποιητή, που άλλωστε ήταν εξίσου (ή και περισσότερο) γνωστός αφού ήταν στρατηγός και είχε διατελέσει επανειλημμένα υπουργός επί Βενιζέλου.
Στο Διαδίκτυο η επιστολή δεν κυκλοφορεί –ή τουλάχιστον δεν τη βρήκα. Όμως, στις παλιές σελίδες του Κομνά, που τώρα τις φιλοξενώ στις σελίδες μου, υπάρχει φωτογραφία του χειρογράφου της επιστολής, με τον χαρακτηριστικό γραφικό χαρακτήρα του Λαπαθιώτη. Δεν φαίνεται ολόκληρη η επιστολή στη φωτογραφία, αλλά όση φαίνεται είναι εντελώς ίδια με το δημοσιευμένο κείμενο (βλ. παρακάτω) με δυο εξαιρέσεις: η προσφώνηση στο χειρόγραφο είναι «Φίλε κύριε», ενώ στην εφημερίδα σκέτο «Κύριε» και, το σημαντικότερο, η ημερομηνία είναι 1 Μαΐου και όχι 1 Αυγούστου. Αν στάλθηκε τότε η επιστολή, τον Μάιο, ιδιωτικά ή όχι, δεν το ξέρω προς το παρόν. Πάντως, η δημοσιευμένη στον Ριζοσπάστη επιστολή σίγουρα έχει ημερομηνία 1 Αυγούστου. (Αυτό θυμίζει το άλλο περίεργο που υπάρχει στις σελίδες του Κομνά και αλλού στο Διαδίκτυο, ότι ο Λαπαθιώτης είχε δημοσιέψει το ποίημα «Κραυγή» στον Ριζοσπάστη, ενώ η μόνη δημοσίευση που μπορούμε να βρούμε έγινε στον Νουμά).
Στην πληκτρολόγηση έχω εκσυγχρονίσει την ορθογραφία. ...
Ανοικτή επιστολή στον Αρχιεπίσκοπο των Αθηνών
Πήραμε προχθές από τον ποιητή Λαπαθιώτη την παρακάτω ανοιχτήν επιστολήν στον Μητροπολίτη Αθηνών:
Αθήνα 1-8-27
Χρυσόστομον Παπαδόπουλον
Αρχιεπίσκοπον Αθηνών
Κύριε,
Ευρίσκομαι σήμερα στην ανάγκη –για να είμαι απολύτως συνεπής προς τας υπαγορεύσεις της συνειδήσεώς μου– ν’ αποταθώ απ’ ευθείας προς εσάς, και να σας παρακαλέσω να με διευκολύνετε στον διακανονισμόν μιας υποθέσεως, χαρακτήρος εντελώς προσωπικού –που αφορά τας σχέσεις μου με την εκκλησίαν, και που, λόγω της τελευταίας αυτής λεπτομερείας, ανάγεται εξ ολοκλήρου στη δικαιοδοσία σας.
Η χριστιανική θρησκεία –όχι μόνον η ορθόδοξος, αλλά εν γένει η χριστιανική– όπως επίσης και κάθε άλλη θρησκεία– μού έχει αποβεί τελείως περιττή.
Κρίνω άσκοπο να εκθέσω τη σειρά των σκέψεων που με οδήγησαν έως εκεί. Αφορούν εξ ολοκλήρου τον προσωπικό μου τρόπο τού αντιλαμβάνεσθαι τα πράγματα, και τας προσωπικάς μου απόψεις επί του ανθρωπίνου προορισμού.
Γι’ αυτό το λόγο, μάλλον συγκεκριμένα, θα επιθυμούσα ν’ απαλλαγώ τελείως αυτής. Θα μου πείτε ίσως, ότι καθένας μπορεί αξιόλογα να το κάμει σιωπηρά και κατ’ ιδίαν, χωρίς τίποτε να τον βιάζει να το κοινολογήσει, ούτε να προσφύγει σε άλλο επισημότερο διάβημα.
Και όμως αισθάνομαι σήμερα την ανάγκην αυτής της επισημοτέρας, και κατά τύπους, επανακτήσεως της πνευματικής μου ελευθερίας. Υπάρχουν περιπτώσεις που ο νόμος, έξαφνα, με υποχρεώνει να ορκίζομαι επάνω σ’ ένα χρυσόδετο βιβλίο, το οποίον έχει για μένα, βεβαίως, μεγάλη κοινωνική, φιλοσοφική ή λογοτεχνική αξία, καμιά όμως απολύτως θρησκευτική. Θα μου ήτον εξίσου δυσάρεστο και ανωφελές, αν με υπεχρέωναν να ορκίζομαι επάνω στην «Ιλιάδα» ή την «Πολιτείαν του Πλάτωνος» –βιβλία που εκτιμώ και αγαπώ, αλλά που δεν έχουν επίσης, για μένα, κανένα είδος μυστικοπαθούς ιερότητος, με την έννοιαν με την οποίαν το θέλει η εκκλησία.
Επί πλέον, έχω φθάσει εις το συμπέρασμα ότι, μεταξύ της φιλοσοφίας και του κηρύγματος του Ιησού, και της σημερινής αποστολικής εκκλησίας, υπό την αληθινήν όψιν με την οποίαν αύτη κινείται και ενεργεί, η απόστασις και η παρεξήγησις είναι τεραστία.
Βλέπετε, το χάσμα είναι ριζικόν και ανεπανόρθωτον. Δεν πιστεύω σε τίποτε απ' ό,τι πιστεύετε, και δεν επιθυμώ να διατηρώ, έστω και προσχηματικά, δεσμούς με κάτι το οποίον θεωρώ παιδαριώδες, οσάκις δεν το θεωρώ και εγκληματικό.
Με την ελπίδα ότι αυτό μου το γράμμα –γραμμένο, το τονίζω, εντελώς γαλήνια, συνειδητά και αποφασιστικά– θα συντελέσει ώστε να παύσω και κατά τύπους –αφού κατ’ ουσίαν έχω παύσει προ πολλού– να λογίζομαι, οπωσδήποτε, μέλος του θρησκευτικού σας ποιμνίου.
Πρόθυμος, Λ. ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ http://www.sarantakos.com/liter/lapathiotis/arxiep.html
========================================================================
«Η χριστιανική θρησκεία μου έχει αποβεί τελείως περιττή…»
Η επιστολή Λαπαθιώτη στον «Ριζοσπάστη
του Νίκου Σαραντάκου
Τα τελευταία χρόνια έχει αναζωπυρωθεί το ενδιαφέρον για τον «καταραμένο» ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, με επανεκδόσεις του ποιητικού του έργου, δεκάδες μελοποιήσεις ποιημάτων του (ο ερευνητής Β. Ψαραδάκης έχει καταμετρήσει 54 μελοποιήσεις!), με αρκετά βιβλία και μία ταινία αφιερωμένα στη ζωή του, στο «έμψυχο ποίημα» του Λαπαθιώτη. Το αξιοπερίεργο είναι ότι αυτό γίνεται ενώ έχουν φύγει από τη ζωή όσοι γνώρισαν προσωπικά τον ποιητή· δηλαδή, φορείς της ανακάλυψης του Λαπαθιώτη είναι κατά κύριο λόγο νεότεροι μελετητές, που γεννήθηκαν μετά την αυτοκτονία του τον Γενάρη του 1944.
Μια παράμετρος που προκαλεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι η σχέση του Λαπαθιώτη με το κομμουνιστικό κίνημα. Σύμφωνα με τις περισσότερες βιογραφίες του, ο Λαπαθιώτης, αρχικά ένθερμος βενιζελικός (συμμετείχε, όπως και ο πατέρας του συνταγματάρχης Λεων. Λαπαθιώτης, στο κίνημα της Εθνικής Άμυνας), βαθμιαία προσέγγισε τους κομμουνιστές στα μέσα της δεκαετίας του 1920· πολλοί αναφέρουν ως πρώτη εκδήλωση αυτής της προσέγγισης την ανοιχτή επιστολή που δημοσιεύει ο Λαπαθιώτης στον Ριζοσπάστη τον Αύγουστο του 1927, και με την οποία ζητεί από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών να τον διαγράψει από το ορθόδοξο ποίμνιο. Στη συνέχεια, το 1929, ο Λαπαθιώτης ήρθε σε οξύτατη σύγκρουση (μέσα από τις στήλες του λαϊκού Μπουκέτου) με τον φίλο του Χ. Παπαντωνίου, με αφορμή μια περιφρονητική φράση του τελευταίου για τον κομμουνισμό και για τα έργα του κομμουνιστή συγγραφέα Κ. Παρορίτη. Το 1932 ο Λαπαθιώτης δημοσιεύει στο αριστερό περιοδικό Νέοι Πρωτοπόροι το πεζό τραγούδι «Τραγούδι για το ξύπνημα του προλεταριάτου». Τέλος, το 1943, σύμφωνα με πληροφορίες που πρώτος ο Τάσος Βουρνάς κατέθεσε προδικτατορικά στην Αυγή, ο Λαπαθιώτης συνδέθηκε με τους αντάρτες του εφεδρικού ΕΛΑΣ και τους χάρισε τα όπλα του πατέρα του.
Η συμπάθειά του προς τον κομμουνισμό φαίνεται και σε πολλούς στοχασμούς που κατέγραφε κατά καιρούς και που έχουν βρεθεί στα χαρτιά του, όπως: «Η κομμουνιστική κοινωνία είναι το τελευταίο ατού της ταλαιπωρημένης ανθρωπότητας. Αν αποτύχει και σ’ αυτό, δεν της μένει παρά να επιστρέψει στο σκοτάδι και την αποκτήνωση» (γράφτηκε στις 23.11.1932).
Σε πολλές βιογραφίες του Λαπαθιώτη αναφέρεται ως πρώτη χρονολογικά ένδειξη προσέγγισης με την Αριστερά το ότι δημοσίευσε το ποίημά του «Κραυγή» στον Ριζοσπάστη (της Θεσσαλονίκης) το 1916. Το γεγονός αληθεύει, παρουσιάζεται όμως παραπλανητικά. Το 1916 ο Λαπαθιώτης ήταν βενιζελικός και ανταντόφιλος (ακριβέστερα: γαλλόφιλος), ενώ ο Ριζοσπάστης της Θεσσαλονίκης (λεγόταν έτσι διότι εκδιδόταν, επί Διχασμού, στο κράτος της Θεσσαλονίκης) ήταν απλώς μια αριστερή βενιζελική εφημερίδα. Άλλωστε, το ίδιο το ποίημα δεν έχει καμιά σχέση με τον σοσιαλισμό. Ξεκινάει «Γαλλία, Γαλλία — χαρά της Οικουμένης» και είναι μια έκκληση προς τη Γαλλία «να ρθει να μας λυτρώσει» γιατί «μας έπνιξαν οι Πρώσσοι». Επομένως, η δημοσίευση του 1916 δεν έχει καμιά σχέση με την προσέγγιση του Λαπαθιώτη στις ιδέες του σοσιαλισμού.
Υπάρχει όμως ένα άλλο ντοκουμέντο που δείχνει πως ο Λαπαθιώτης είχε πλησιάσει το κομμουνιστικό κίνημα πολύ νωρίτερα από το 1927. Πρόκειται για μια επιστολή του στον Ριζοσπάστη από το 1921, η οποία περιέργως έχει, μέχρι στιγμής, ξεφύγει από όλους τους μελετητές του ποιητή. Σ’ αυτή την επιστολή, ο Λαπαθιώτης δηλώνει απερίφραστα («γυμνά, χωρίς προσχήματα», λέει) ότι ανήκει στις τάξεις των στρατιωτών που παλεύουν για τον Σκοπό.
Συγκεκριμένα, η επιστολή δημοσιεύτηκε την Κυριακή 13 Ιουνίου 1921. Προτάσσεται εισαγωγή από τη σύνταξη του Ριζοσπάστη, που έχει κι αυτή το ενδιαφέρον της:
Ο αγών μας και οι διανοούμενοι
Ελάβαμεν και ευχαρίστως δημοσιεύομεν την κατωτέρω επιστολήν του λογίου και ποιητού κ. Ν. Λαπαθιώτη. Όταν μέσα εις την κρίσιν που διέρχεται το κίνημά μας εις την Ελλάδα, λόγω της αγρίας τρομοκρατίας των κυβερνώντων και ο κάθε κομμουνιστής απειλείται από την φυλακήν και την εξορίαν, άνθρωποι της σκέψεως αισθάνονται την όρεξιν και το σθένος να συναντήσουν τας τύχας των με την ιδικήν μας· όταν μέσα εις τον πατριωτικόν υστερισμόν που παρασύρει και μέσα εις τον κομματικόν βούρκον που λερώνει, άνθρωποι της σκέψεως ημπορούν να εξαρθούν επάνω από το πάθος, επάνω από τον βούρκον, για να ιδούν την αλήθεια και να την διακηρύξουν, οι άνθρωποι αυτοί είναι πάντα ευπρόσδεκτοι εις τον αγώνα μας. Όσοι άνθρωποι του πνεύματος από τα ίδια εμφορούνται αισθήματα και ιδανικά ας τους μιμηθούν. Ο αγών μας έχει ανάγκην από την ενίσχυσίν των.
Καλέ μου «Ριζοσπάστη»,
Σε παρακολουθώ ολοένα, και με πιστήν συμπάθειαν απ’ τον καιρό που παρουσιάσθης κι εγκαινίασες την φλογεράν πολεμικήν σου εναντίον της κοινωνικής αθλιότητος και της βλακείας που μας περικυκλώνει. Σε θεωρούσα πάντα σαν έναν τίμιον φίλον κι ένα εντευκτήριον μαζί κοινόν όλων εκείνων των ανθρώπων που ζουν πνευματικά και θέλουν την διάνοιάν των υπεράνω των καθημερινοτήτων, λυπημένος που δε μπόρεσα ως τα τώρα ν’ αναμιχθώ ενεργότερα στην δράσιν σου.
Κάθε μέρα όμως που περνά βλέπω πως τα πράγματα βαδίζουν ραγδαιότερα και πλέον επιτακτικά. Εκείνο που προχθές ήταν μια ευγενική διάθεσις και χθες μια ωραία προσπάθεια σήμερα πλέον αποβαίνει μια ανάγκη σιδηρά· όπως κι αν κάμωμε, προς οποιοδήποτε δρόμο και αν στραφούμε, το ίδιο πρόβλημα προβάλλει απ’ όλες τις μεριές και μας ζητεί μίαν λύσιν.
Οποθενδήποτε και αν ορμώμεθα –οι μεν από την φυσικήν πνευματικήν ευγένειάν τους, οι δε από την άμεσον ανάγκην της λυτρώσεως– σήμερα συναντώμεθα όλοι επί ταυτόν· ο Σκοπός επείγει.
Μ’ αυτό το γράμμα θέλω να σου διαπιστώσω, ότι ανήκω ολόψυχα στας τάξεις των θερμών στρατιωτών σου, πρώτη φορά γυμνά χωρίς προσχήματα σ’ εκείνους που παλαίουν για τον σκοπόν.
Με την ελπίδα πως θα ‘ρθεί μια μέρα καθώς όλοι να χρησιμοποιηθώ επίσης στον Αγώνα.
Σε χαιρετώ με το μέτωπο ψηλά
ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ
Η εισαγωγή είναι ανυπόγραφη, από το ύφος όμως στοιχηματίζω πως είναι γραμμένη από τον Θεόδωρο Λασκαρίδη, αρχισυντάκτη του Ριζοσπάστη. Ο Λασκαρίδης συμμετείχε, όπως και ο Λαπαθιώτης, στις δραστηριότητες της «Καλλιτεχνικής Συντροφιάς», μιας κίνησης νεωτεριστών και προοδευτικών λογοτεχνών με αξιόλογη δραστηριότητα εκείνην ακριβώς την περίοδο, ενώ σύμφωνα με τη μαρτυρία του Π. Γλέζου (στη Νέα Εστία) συνδεόταν φιλικά με τον Λαπαθιώτη.
Ο Λασκαρίδης είναι μια άλλη εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αλλά εντελώς άγνωστη περίπτωση. Έλληνας της Βουλγαρίας, από πλούσια οικογένεια, επιστρατεύθηκε από τους Βούλγαρους στο μακεδονικό μέτωπο το 1916, αλλά στη μάχη του Καϊμακτσαλάν αυτομόλησε στους Σέρβους, οι οποίοι τον έκλεισαν σε στρατόπεδο αιχμαλώτων. Με χίλια βάσανα δραπέτευσε και ήρθε στην Αθήνα, όπου έγινε συντάκτης (το 1918) και αργότερα αρχισυντάκτης του Ριζοσπάστη. Είχε όμως βαθιά ψυχικά τραύματα από τον πόλεμο και, ύστερα από δυο αποτυχημένες απόπειρες αυτοκτονίας, έβαλε τελικά τέρμα στη ζωή του τον Δεκέμβριο του 1921 με μια σφαίρα στον κρόταφο.
Το 1920 ο Λασκαρίδης δημοσίευσε στον Ριζοσπάστη μια σειρά αντιπολεμικά διηγήματα τα οποία απέδιδε στον Βούλγαρο συγγραφέα Σλαβέικοφ, τέχνασμα που αποκάλυψε λίγο αργότερα από τις στήλες του Νουμά. Τα διηγήματα αυτά, που η έκδοσή τους σε βιβλίο είχε αναγγελθεί από τότε αλλά τελικά δεν πραγματοποιήθηκε, πρόκειται να εκδοθούν στο άμεσο μέλλον, σε δική μου επιμέλεια, από τις εκδόσεις Διάπυρον.
Έτσι θα εξοφληθεί ένα χρέος στον πρώτο αντιπολεμικό συγγραφέα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Όσο για τον Λαπαθιώτη, το διάσπαρτο σε κάθε λογής περιοδικά έργο του θα μπορούσε να γεμίσει πολλούς τόμους. Καιρός είναι να αρχίσουμε να εξοφλούμε και αυτό το χρέος.
Ο Νίκος Σαραντάκος είναι συγγραφέας, μεταφραστής και κατοικοεδρεύει στα www.sarantakos.com και sarantakos.wordpress.com
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» στις 18 Οκτωβρίου 2009 http://vathikokkino.gr/archives/88527
=====================
"O σιωπών δοκεί συναινείν"
Το 1927 ο Ναπολέων Λαπαθιώτης δημοσίευσε, στην εφημερίδα Ριζοσπάστης, «Ανοικτή επιστολή στον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών», με την οποία δηλώνει την επιθυμία του να παύσει να λογίζεται μέλος του «θρησκευτικού ποιμνίου» του. Πρόκειται φυσικά για πράξη κυρίως πολιτική, αφού της έδωσε τέτοια δημοσιότητα.
Η επιστολή δημοσιεύεται στο φύλλο της 6 Αυγούστου 1927 του Ριζοσπάστη, αν και φέρει ημερομηνία 1 Αυγούστου. Κατά ειρωνική σύμπτωση, στην ίδια σελίδα δημοσιεύεται μια συνέχεια από την αντιθρησκευτική σάτιρα του Λασκαράτου «Ιστορία ενός αρχιεπισκόπου διηγημένη από αυτόν τον ίδιον εις την Κόλαση». Ένα μικροπερίεργο είναι ότι από τυπογραφικό λάθος το κείμενο φέρει την υπογραφή «Λ. Λαπαθιώτης» -ίσως υποσυνείδητα ο στοιχειοθέτης να χρησιμοποίησε το αρχικό γράμμα του ονόματος τού πατέρα τού ποιητή, που άλλωστε ήταν εξίσου (ή και περισσότερο) γνωστός αφού ήταν στρατηγός και είχε διατελέσει επανειλημμένα υπουργός επί Βενιζέλου.
Στο Διαδίκτυο η επιστολή δεν κυκλοφορεί –ή τουλάχιστον δεν τη βρήκα. Όμως, στις παλιές σελίδες του Κομνά, που τώρα τις φιλοξενώ στις σελίδες μου, υπάρχει φωτογραφία του χειρογράφου της επιστολής, με τον χαρακτηριστικό γραφικό χαρακτήρα του Λαπαθιώτη. Δεν φαίνεται ολόκληρη η επιστολή στη φωτογραφία, αλλά όση φαίνεται είναι εντελώς ίδια με το δημοσιευμένο κείμενο (βλ. παρακάτω) με δυο εξαιρέσεις: η προσφώνηση στο χειρόγραφο είναι «Φίλε κύριε», ενώ στην εφημερίδα σκέτο «Κύριε» και, το σημαντικότερο, η ημερομηνία είναι 1 Μαΐου και όχι 1 Αυγούστου. Αν στάλθηκε τότε η επιστολή, τον Μάιο, ιδιωτικά ή όχι, δεν το ξέρω προς το παρόν. Πάντως, η δημοσιευμένη στον Ριζοσπάστη επιστολή σίγουρα έχει ημερομηνία 1 Αυγούστου. (Αυτό θυμίζει το άλλο περίεργο που υπάρχει στις σελίδες του Κομνά και αλλού στο Διαδίκτυο, ότι ο Λαπαθιώτης είχε δημοσιέψει το ποίημα «Κραυγή» στον Ριζοσπάστη, ενώ η μόνη δημοσίευση που μπορούμε να βρούμε έγινε στον Νουμά).
Στην πληκτρολόγηση έχω εκσυγχρονίσει την ορθογραφία. ...
Ανοικτή επιστολή στον Αρχιεπίσκοπο των Αθηνών
Πήραμε προχθές από τον ποιητή Λαπαθιώτη την παρακάτω ανοιχτήν επιστολήν στον Μητροπολίτη Αθηνών:
Αθήνα 1-8-27
Χρυσόστομον Παπαδόπουλον
Αρχιεπίσκοπον Αθηνών
Κύριε,
Ευρίσκομαι σήμερα στην ανάγκη –για να είμαι απολύτως συνεπής προς τας υπαγορεύσεις της συνειδήσεώς μου– ν’ αποταθώ απ’ ευθείας προς εσάς, και να σας παρακαλέσω να με διευκολύνετε στον διακανονισμόν μιας υποθέσεως, χαρακτήρος εντελώς προσωπικού –που αφορά τας σχέσεις μου με την εκκλησίαν, και που, λόγω της τελευταίας αυτής λεπτομερείας, ανάγεται εξ ολοκλήρου στη δικαιοδοσία σας.
Η χριστιανική θρησκεία –όχι μόνον η ορθόδοξος, αλλά εν γένει η χριστιανική– όπως επίσης και κάθε άλλη θρησκεία– μού έχει αποβεί τελείως περιττή.
Κρίνω άσκοπο να εκθέσω τη σειρά των σκέψεων που με οδήγησαν έως εκεί. Αφορούν εξ ολοκλήρου τον προσωπικό μου τρόπο τού αντιλαμβάνεσθαι τα πράγματα, και τας προσωπικάς μου απόψεις επί του ανθρωπίνου προορισμού.
Γι’ αυτό το λόγο, μάλλον συγκεκριμένα, θα επιθυμούσα ν’ απαλλαγώ τελείως αυτής. Θα μου πείτε ίσως, ότι καθένας μπορεί αξιόλογα να το κάμει σιωπηρά και κατ’ ιδίαν, χωρίς τίποτε να τον βιάζει να το κοινολογήσει, ούτε να προσφύγει σε άλλο επισημότερο διάβημα.
Και όμως αισθάνομαι σήμερα την ανάγκην αυτής της επισημοτέρας, και κατά τύπους, επανακτήσεως της πνευματικής μου ελευθερίας. Υπάρχουν περιπτώσεις που ο νόμος, έξαφνα, με υποχρεώνει να ορκίζομαι επάνω σ’ ένα χρυσόδετο βιβλίο, το οποίον έχει για μένα, βεβαίως, μεγάλη κοινωνική, φιλοσοφική ή λογοτεχνική αξία, καμιά όμως απολύτως θρησκευτική. Θα μου ήτον εξίσου δυσάρεστο και ανωφελές, αν με υπεχρέωναν να ορκίζομαι επάνω στην «Ιλιάδα» ή την «Πολιτείαν του Πλάτωνος» –βιβλία που εκτιμώ και αγαπώ, αλλά που δεν έχουν επίσης, για μένα, κανένα είδος μυστικοπαθούς ιερότητος, με την έννοιαν με την οποίαν το θέλει η εκκλησία.
Επί πλέον, έχω φθάσει εις το συμπέρασμα ότι, μεταξύ της φιλοσοφίας και του κηρύγματος του Ιησού, και της σημερινής αποστολικής εκκλησίας, υπό την αληθινήν όψιν με την οποίαν αύτη κινείται και ενεργεί, η απόστασις και η παρεξήγησις είναι τεραστία.
Βλέπετε, το χάσμα είναι ριζικόν και ανεπανόρθωτον. Δεν πιστεύω σε τίποτε απ' ό,τι πιστεύετε, και δεν επιθυμώ να διατηρώ, έστω και προσχηματικά, δεσμούς με κάτι το οποίον θεωρώ παιδαριώδες, οσάκις δεν το θεωρώ και εγκληματικό.
Με την ελπίδα ότι αυτό μου το γράμμα –γραμμένο, το τονίζω, εντελώς γαλήνια, συνειδητά και αποφασιστικά– θα συντελέσει ώστε να παύσω και κατά τύπους –αφού κατ’ ουσίαν έχω παύσει προ πολλού– να λογίζομαι, οπωσδήποτε, μέλος του θρησκευτικού σας ποιμνίου.
Πρόθυμος, Λ. ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ http://www.sarantakos.com/liter/lapathiotis/arxiep.html
========================================================================
«Η χριστιανική θρησκεία μου έχει αποβεί τελείως περιττή…»
Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης – γεννήθηκε σαν σήμερα στις 31 Οκτωβρίου 1888 – είναι από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές και ίσως από τους πιο παραγνωρισμένους, υπό την έννοια της εσφαλμένης (εν πολλοίς) εκτίμησης του έργου του. Σε αρκετές περιπτώσεις, η εκτίμηση της καλλιτεχνικής αξίας των ποιημάτων του, έπεσε θύμα των προσωπικών του επιλογών, οι οποίες τον έθεταν στο «περιθώριο». Η ανοιχτή υποστήριξη στον κομμουνισμό, η ομοφυλοφιλία, τα ναρκωτικά, σε συνδυασμό με την «προδοσία» της τάξης του (της αστικής), τον κατέτασσαν στη χορεία των «αποσυνάγωγων» της κοινωνίας.
Ένα δείγμα της ριζοσπαστικής στάσης του Λαπαθιώτη (1888- 1944), είναι η επιστολή του, τον Αύγουστο του 1927, στον αρχιεπίσκοπο Αθηνών, Χρυσόστομο Παπαδόπουλο.
Σήμερα, 130 χρόνια μετά τη γέννηση του, αφιερώνουμε την επιστολή αυτή σε κάτι «αριστερούς», όπως οι κύριοι της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ που, παρά τα λόγια, δεν έχουν καν πρόθεση να εξαγγείλουν στη συνταγματική αναθεώρηση τον επί της ουσίας διαχωρισμό κράτους εκκλησίας.
Η επιστολή δημοσιεύθηκε στο «Ριζοσπάστη», στις 6.8.1927, με τίτλο: “Ανοικτή επιστολή στον αρχιεπίσκοπο Αθηνών”. Το κείμενο έχει ως εξής:
«Αθήνα 1-8-27
Χρυσόστομον Παπαδόπουλον
Αρχιεπίσκοπον Αθηνών
Κύριε,
Ευρίσκομαι σήμερα στην ανάγκη –για να είμαι απολύτως συνεπής προς τας υπαγορεύσεις της συνειδήσεώς μου– ν’ αποταθώ απ’ ευθείας προς εσάς, και να σας παρακαλέσω να με διευκολύνετε στον διακανονισμόν μιας υποθέσεως, χαρακτήρος εντελώς προσωπικού –που αφορά τας σχέσεις μου με την εκκλησίαν, και που, λόγω της τελευταίας αυτής λεπτομερείας, ανάγεται εξ ολοκλήρου στη δικαιοδοσία σας.
«Αθήνα 1-8-27
Χρυσόστομον Παπαδόπουλον
Αρχιεπίσκοπον Αθηνών
Κύριε,
Ευρίσκομαι σήμερα στην ανάγκη –για να είμαι απολύτως συνεπής προς τας υπαγορεύσεις της συνειδήσεώς μου– ν’ αποταθώ απ’ ευθείας προς εσάς, και να σας παρακαλέσω να με διευκολύνετε στον διακανονισμόν μιας υποθέσεως, χαρακτήρος εντελώς προσωπικού –που αφορά τας σχέσεις μου με την εκκλησίαν, και που, λόγω της τελευταίας αυτής λεπτομερείας, ανάγεται εξ ολοκλήρου στη δικαιοδοσία σας.
Η χριστιανική θρησκεία –όχι μόνον η ορθόδοξος, αλλά εν γένει η χριστιανική– όπως επίσης και κάθε άλλη θρησκεία– μού έχει αποβεί τελείως περιττή.
Κρίνω άσκοπο να εκθέσω τη σειρά των σκέψεων που με οδήγησαν έως εκεί. Αφορούν εξ ολοκλήρου τον προσωπικό μου τρόπο τού αντιλαμβάνεσθαι τα πράγματα, και τας προσωπικάς μου απόψεις επί του ανθρωπίνου προορισμού.
Γι’ αυτό το λόγο, μάλλον συγκεκριμένα, θα επιθυμούσα ν’ απαλλαγώ τελείως αυτής. Θα μου πείτε ίσως, ότι καθένας μπορεί αξιόλογα να το κάμει σιωπηρά και κατ’ ιδίαν, χωρίς τίποτε να τον βιάζει να το κοινολογήσει, ούτε να προσφύγει σε άλλο επισημότερο διάβημα.
Γι’ αυτό το λόγο, μάλλον συγκεκριμένα, θα επιθυμούσα ν’ απαλλαγώ τελείως αυτής. Θα μου πείτε ίσως, ότι καθένας μπορεί αξιόλογα να το κάμει σιωπηρά και κατ’ ιδίαν, χωρίς τίποτε να τον βιάζει να το κοινολογήσει, ούτε να προσφύγει σε άλλο επισημότερο διάβημα.
Και όμως αισθάνομαι σήμερα την ανάγκην αυτής της επισημοτέρας, και κατά τύπους, επανακτήσεως της πνευματικής μου ελευθερίας. Υπάρχουν περιπτώσεις που ο νόμος, έξαφνα, με υποχρεώνει να ορκίζομαι επάνω σ’ ένα χρυσόδετο βιβλίο, το οποίον έχει για μένα, βεβαίως, μεγάλη κοινωνική, φιλοσοφική ή λογοτεχνική αξία, καμιά όμως απολύτως θρησκευτική. Θα μου ήταν εξίσου δυσάρεστο και ανωφελές, αν με υπεχρέωναν να ορκίζομαι επάνω στην «Ιλιάδα» ή την «Πολιτείαν του Πλάτωνος» –βιβλία που εκτιμώ και αγαπώ, αλλά που δεν έχουν επίσης, για μένα, κανένα είδος μυστικοπαθούς ιερότητος, με την έννοιαν με την οποίαν το θέλει η εκκλησία.
Επί πλέον, έχω φθάσει εις το συμπέρασμα ότι, μεταξύ της φιλοσοφίας και του κηρύγματος του Ιησού, και της σημερινής αποστολικής εκκλησίας, υπό την αληθινήν όψιν με την οποίαν αύτη κινείται και ενεργεί, η απόστασις και η παρεξήγησις είναι τεραστία.
Βλέπετε, το χάσμα είναι ριζικόν και ανεπανόρθωτον. Δεν πιστεύω σε τίποτε απ’ ό,τι πιστεύετε, και δεν επιθυμώ να διατηρώ, έστω και προσχηματικά, δεσμούς με κάτι το οποίον θεωρώ παιδαριώδες, οσάκις δεν το θεωρώ και εγκληματικό.
Με την ελπίδα ότι αυτό μου το γράμμα –γραμμένο, το τονίζω, εντελώς γαλήνια, συνειδητά και αποφασιστικά– θα συντελέσει ώστε να παύσω και κατά τύπους –αφού κατ’ ουσίαν έχω παύσει προ πολλού– να λογίζομαι, οπωσδήποτε, μέλος του θρησκευτικού σας ποιμνίου.
Πρόθυμος, Ν. ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ».
Πρόθυμος, Ν. ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ».
- ============================================================================
του Νίκου Σαραντάκου
Τα τελευταία χρόνια έχει αναζωπυρωθεί το ενδιαφέρον για τον «καταραμένο» ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, με επανεκδόσεις του ποιητικού του έργου, δεκάδες μελοποιήσεις ποιημάτων του (ο ερευνητής Β. Ψαραδάκης έχει καταμετρήσει 54 μελοποιήσεις!), με αρκετά βιβλία και μία ταινία αφιερωμένα στη ζωή του, στο «έμψυχο ποίημα» του Λαπαθιώτη. Το αξιοπερίεργο είναι ότι αυτό γίνεται ενώ έχουν φύγει από τη ζωή όσοι γνώρισαν προσωπικά τον ποιητή· δηλαδή, φορείς της ανακάλυψης του Λαπαθιώτη είναι κατά κύριο λόγο νεότεροι μελετητές, που γεννήθηκαν μετά την αυτοκτονία του τον Γενάρη του 1944.
Μια παράμετρος που προκαλεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι η σχέση του Λαπαθιώτη με το κομμουνιστικό κίνημα. Σύμφωνα με τις περισσότερες βιογραφίες του, ο Λαπαθιώτης, αρχικά ένθερμος βενιζελικός (συμμετείχε, όπως και ο πατέρας του συνταγματάρχης Λεων. Λαπαθιώτης, στο κίνημα της Εθνικής Άμυνας), βαθμιαία προσέγγισε τους κομμουνιστές στα μέσα της δεκαετίας του 1920· πολλοί αναφέρουν ως πρώτη εκδήλωση αυτής της προσέγγισης την ανοιχτή επιστολή που δημοσιεύει ο Λαπαθιώτης στον Ριζοσπάστη τον Αύγουστο του 1927, και με την οποία ζητεί από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών να τον διαγράψει από το ορθόδοξο ποίμνιο. Στη συνέχεια, το 1929, ο Λαπαθιώτης ήρθε σε οξύτατη σύγκρουση (μέσα από τις στήλες του λαϊκού Μπουκέτου) με τον φίλο του Χ. Παπαντωνίου, με αφορμή μια περιφρονητική φράση του τελευταίου για τον κομμουνισμό και για τα έργα του κομμουνιστή συγγραφέα Κ. Παρορίτη. Το 1932 ο Λαπαθιώτης δημοσιεύει στο αριστερό περιοδικό Νέοι Πρωτοπόροι το πεζό τραγούδι «Τραγούδι για το ξύπνημα του προλεταριάτου». Τέλος, το 1943, σύμφωνα με πληροφορίες που πρώτος ο Τάσος Βουρνάς κατέθεσε προδικτατορικά στην Αυγή, ο Λαπαθιώτης συνδέθηκε με τους αντάρτες του εφεδρικού ΕΛΑΣ και τους χάρισε τα όπλα του πατέρα του.
Η συμπάθειά του προς τον κομμουνισμό φαίνεται και σε πολλούς στοχασμούς που κατέγραφε κατά καιρούς και που έχουν βρεθεί στα χαρτιά του, όπως: «Η κομμουνιστική κοινωνία είναι το τελευταίο ατού της ταλαιπωρημένης ανθρωπότητας. Αν αποτύχει και σ’ αυτό, δεν της μένει παρά να επιστρέψει στο σκοτάδι και την αποκτήνωση» (γράφτηκε στις 23.11.1932).
Σε πολλές βιογραφίες του Λαπαθιώτη αναφέρεται ως πρώτη χρονολογικά ένδειξη προσέγγισης με την Αριστερά το ότι δημοσίευσε το ποίημά του «Κραυγή» στον Ριζοσπάστη (της Θεσσαλονίκης) το 1916. Το γεγονός αληθεύει, παρουσιάζεται όμως παραπλανητικά. Το 1916 ο Λαπαθιώτης ήταν βενιζελικός και ανταντόφιλος (ακριβέστερα: γαλλόφιλος), ενώ ο Ριζοσπάστης της Θεσσαλονίκης (λεγόταν έτσι διότι εκδιδόταν, επί Διχασμού, στο κράτος της Θεσσαλονίκης) ήταν απλώς μια αριστερή βενιζελική εφημερίδα. Άλλωστε, το ίδιο το ποίημα δεν έχει καμιά σχέση με τον σοσιαλισμό. Ξεκινάει «Γαλλία, Γαλλία — χαρά της Οικουμένης» και είναι μια έκκληση προς τη Γαλλία «να ρθει να μας λυτρώσει» γιατί «μας έπνιξαν οι Πρώσσοι». Επομένως, η δημοσίευση του 1916 δεν έχει καμιά σχέση με την προσέγγιση του Λαπαθιώτη στις ιδέες του σοσιαλισμού.
Υπάρχει όμως ένα άλλο ντοκουμέντο που δείχνει πως ο Λαπαθιώτης είχε πλησιάσει το κομμουνιστικό κίνημα πολύ νωρίτερα από το 1927. Πρόκειται για μια επιστολή του στον Ριζοσπάστη από το 1921, η οποία περιέργως έχει, μέχρι στιγμής, ξεφύγει από όλους τους μελετητές του ποιητή. Σ’ αυτή την επιστολή, ο Λαπαθιώτης δηλώνει απερίφραστα («γυμνά, χωρίς προσχήματα», λέει) ότι ανήκει στις τάξεις των στρατιωτών που παλεύουν για τον Σκοπό.
Συγκεκριμένα, η επιστολή δημοσιεύτηκε την Κυριακή 13 Ιουνίου 1921. Προτάσσεται εισαγωγή από τη σύνταξη του Ριζοσπάστη, που έχει κι αυτή το ενδιαφέρον της:
Ο αγών μας και οι διανοούμενοι
Ελάβαμεν και ευχαρίστως δημοσιεύομεν την κατωτέρω επιστολήν του λογίου και ποιητού κ. Ν. Λαπαθιώτη. Όταν μέσα εις την κρίσιν που διέρχεται το κίνημά μας εις την Ελλάδα, λόγω της αγρίας τρομοκρατίας των κυβερνώντων και ο κάθε κομμουνιστής απειλείται από την φυλακήν και την εξορίαν, άνθρωποι της σκέψεως αισθάνονται την όρεξιν και το σθένος να συναντήσουν τας τύχας των με την ιδικήν μας· όταν μέσα εις τον πατριωτικόν υστερισμόν που παρασύρει και μέσα εις τον κομματικόν βούρκον που λερώνει, άνθρωποι της σκέψεως ημπορούν να εξαρθούν επάνω από το πάθος, επάνω από τον βούρκον, για να ιδούν την αλήθεια και να την διακηρύξουν, οι άνθρωποι αυτοί είναι πάντα ευπρόσδεκτοι εις τον αγώνα μας. Όσοι άνθρωποι του πνεύματος από τα ίδια εμφορούνται αισθήματα και ιδανικά ας τους μιμηθούν. Ο αγών μας έχει ανάγκην από την ενίσχυσίν των.
Καλέ μου «Ριζοσπάστη»,
Σε παρακολουθώ ολοένα, και με πιστήν συμπάθειαν απ’ τον καιρό που παρουσιάσθης κι εγκαινίασες την φλογεράν πολεμικήν σου εναντίον της κοινωνικής αθλιότητος και της βλακείας που μας περικυκλώνει. Σε θεωρούσα πάντα σαν έναν τίμιον φίλον κι ένα εντευκτήριον μαζί κοινόν όλων εκείνων των ανθρώπων που ζουν πνευματικά και θέλουν την διάνοιάν των υπεράνω των καθημερινοτήτων, λυπημένος που δε μπόρεσα ως τα τώρα ν’ αναμιχθώ ενεργότερα στην δράσιν σου.
Κάθε μέρα όμως που περνά βλέπω πως τα πράγματα βαδίζουν ραγδαιότερα και πλέον επιτακτικά. Εκείνο που προχθές ήταν μια ευγενική διάθεσις και χθες μια ωραία προσπάθεια σήμερα πλέον αποβαίνει μια ανάγκη σιδηρά· όπως κι αν κάμωμε, προς οποιοδήποτε δρόμο και αν στραφούμε, το ίδιο πρόβλημα προβάλλει απ’ όλες τις μεριές και μας ζητεί μίαν λύσιν.
Οποθενδήποτε και αν ορμώμεθα –οι μεν από την φυσικήν πνευματικήν ευγένειάν τους, οι δε από την άμεσον ανάγκην της λυτρώσεως– σήμερα συναντώμεθα όλοι επί ταυτόν· ο Σκοπός επείγει.
Μ’ αυτό το γράμμα θέλω να σου διαπιστώσω, ότι ανήκω ολόψυχα στας τάξεις των θερμών στρατιωτών σου, πρώτη φορά γυμνά χωρίς προσχήματα σ’ εκείνους που παλαίουν για τον σκοπόν.
Με την ελπίδα πως θα ‘ρθεί μια μέρα καθώς όλοι να χρησιμοποιηθώ επίσης στον Αγώνα.
Σε χαιρετώ με το μέτωπο ψηλά
ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ
Η εισαγωγή είναι ανυπόγραφη, από το ύφος όμως στοιχηματίζω πως είναι γραμμένη από τον Θεόδωρο Λασκαρίδη, αρχισυντάκτη του Ριζοσπάστη. Ο Λασκαρίδης συμμετείχε, όπως και ο Λαπαθιώτης, στις δραστηριότητες της «Καλλιτεχνικής Συντροφιάς», μιας κίνησης νεωτεριστών και προοδευτικών λογοτεχνών με αξιόλογη δραστηριότητα εκείνην ακριβώς την περίοδο, ενώ σύμφωνα με τη μαρτυρία του Π. Γλέζου (στη Νέα Εστία) συνδεόταν φιλικά με τον Λαπαθιώτη.
Ο Λασκαρίδης είναι μια άλλη εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αλλά εντελώς άγνωστη περίπτωση. Έλληνας της Βουλγαρίας, από πλούσια οικογένεια, επιστρατεύθηκε από τους Βούλγαρους στο μακεδονικό μέτωπο το 1916, αλλά στη μάχη του Καϊμακτσαλάν αυτομόλησε στους Σέρβους, οι οποίοι τον έκλεισαν σε στρατόπεδο αιχμαλώτων. Με χίλια βάσανα δραπέτευσε και ήρθε στην Αθήνα, όπου έγινε συντάκτης (το 1918) και αργότερα αρχισυντάκτης του Ριζοσπάστη. Είχε όμως βαθιά ψυχικά τραύματα από τον πόλεμο και, ύστερα από δυο αποτυχημένες απόπειρες αυτοκτονίας, έβαλε τελικά τέρμα στη ζωή του τον Δεκέμβριο του 1921 με μια σφαίρα στον κρόταφο.
Το 1920 ο Λασκαρίδης δημοσίευσε στον Ριζοσπάστη μια σειρά αντιπολεμικά διηγήματα τα οποία απέδιδε στον Βούλγαρο συγγραφέα Σλαβέικοφ, τέχνασμα που αποκάλυψε λίγο αργότερα από τις στήλες του Νουμά. Τα διηγήματα αυτά, που η έκδοσή τους σε βιβλίο είχε αναγγελθεί από τότε αλλά τελικά δεν πραγματοποιήθηκε, πρόκειται να εκδοθούν στο άμεσο μέλλον, σε δική μου επιμέλεια, από τις εκδόσεις Διάπυρον.
Έτσι θα εξοφληθεί ένα χρέος στον πρώτο αντιπολεμικό συγγραφέα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Όσο για τον Λαπαθιώτη, το διάσπαρτο σε κάθε λογής περιοδικά έργο του θα μπορούσε να γεμίσει πολλούς τόμους. Καιρός είναι να αρχίσουμε να εξοφλούμε και αυτό το χρέος.
Ο Νίκος Σαραντάκος είναι συγγραφέας, μεταφραστής και κατοικοεδρεύει στα www.sarantakos.com και sarantakos.wordpress.com
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» στις 18 Οκτωβρίου 2009 http://vathikokkino.gr/archives/88527
=====================
"O σιωπών δοκεί συναινείν"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.