Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2019

Santiago H. Amigorena: «Τα τελευταία μου λόγια»

"Εκεί που ελλοχεύει ο μέγας κίνδυνος, εκεί φωλιάζει και η σωτηρία."
Χέλντερλιν

Δύσκολο να γράψει κανείς για ένα από τα πιο πρωτότυπα μυθιστορήματα που εκδόθηκαν στην Ελλάδα το 2019. Δύσκολο να (περι)γράψει κανείς ένα φιλοσοφικό μυθιστόρημα μεταμφιεσμένο σε δυστοπικό μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας. 
Η περιγραφή σημαίνει οριοθέτηση και, στο έργο αυτό, που αφήνει ηθελημένα ελεύθερο τον νου του αναγνώστη να καλπάσει προς ποικίλες ερμηνείες, τα όρια είναι α(δι)όρατα. 
Η περιγραφή καθίσταται ακόμα πιο δύσκολη, γιατί το φιλοσοφικό αυτό μυθιστόρημα χαρακτηρίζεται από πάμπολλα στοιχεία αλληγορίας, ενώ παράλληλα «δια-λέγεται», μέσω ρητών και υπόρρητων αναφορών και παραπομπών, με τον Υπερίωνα, ένα αινιγματικό επιστολικό μυθιστόρημα ενηλικίωσης, του Γερμανού συγγραφέα Φ. Χέλντερλιν, ο οποίος «γεφυρώνει» τον κλασικισμό με τον ρομαντισμό. 
Το μυθιστόρημα αυτό του Χέλντερλιν έχει ως κεντρικό ήρωα έναν Έλληνα, τον Υπερίωνα, ο οποίος ζει στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα του δεύτερου μισού του 18ου αιώνα, και θίγει πολλά θέματα τόσο της αρχαίας όσο και της νεότερης Ελλάδας. Ας δούμε, όμως, πώς το θέτει ο Αργεντινός συγγραφέας, σεναριογράφος, σκηνοθέτης και ηθοποιός S.H. Amigorena (γεννημένος το 1962 στο Μπουένος Άιρες), ο οποίος ζει στο Παρίσι εδώ και πολλά χρόνια και γράφει στα γαλλικά: 
«Υπάρχει πάντα ένα κατευθυντήριο κείμενο, το οποίο δεν είναι δικό μου: στα Τελευταία μου λόγια είναι ο Υπερίων του Χέλντερλιν, που χαρακτηρίζεται από μια υπέρμετρη αισιοδοξία σε σχέση με τον άνθρωπο και τη φύση».
Το μυθιστόρημα του S.H. Amigorena, και μόνο λόγω του θέματος, θα το φανταζόταν κανείς σκοτεινό και απαισιόδοξο.  ..

Σε μια πρώτη ανάγνωση, έστω. 
Όμως, δεν έχει ως θέμα ή/και ως υπόβαθρο το Aftermath, τον γνωστό αυτό «τόπο» της επιστημονικής φαντασίας, δηλαδή την παγωμένη εικόνα ενός κόσμου που βιώνει τις συνέπειες μιας ολοκληρωτικής καταστροφής (π.χ. ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος). 
Θέμα του είναι η σταδιακή πορεία της ιστορίας που έχει πλέον οδηγήσει σε μια καταστροφή του φυσικού κόσμου και στην εξαφάνιση του ανθρώπου. 
Ήταν αυτό αναπόφευκτο; Αυτή θα ήταν εύλογα η απορία του αναγνώστη σε πολλές σελίδες του βιβλίου. 
Για τον κεντρικό ήρωα και αφηγητή, για τον «τελευταίο άνθρωπο» το ερώτημα δεν τίθεται καν. Γι’ αυτόν προέχει να ζήσει το παρόν του. 
Αυτό που ίσως δεν έκαναν οι πρόγονοί του, εμείς δηλαδή, με ολέθρια αποτελέσματα. 
Δεν θα τον έλεγες καν δυστυχισμένο ή απελπισμένο τον κεντρικό αυτό ήρωα και αφηγητή. Αυτή είναι και μια πρώτη αλληγορία, ένα «μήνυμα» σε μια πρώτη ανάγνωση του έργου.
Ο κεντρικός ήρωας και αφηγητής στο έργο είναι ο τελευταίος άνθρωπος στον πλανήτη και (περι)γράφει τη ζωή του.
«Είμαστε στις 14 Ιουνίου του 2086. Όχι: είμαι στις 14 Ιουνίου του 2086.
»Σήμερα πέθανε ο Ουίλλιαμ Σαίξπηρ. Ήταν εκατόν είκοσι τεσσάρων χρονών.
»Ήμασταν δύο. Κι εκείνος έφυγε.
»Η ανθρωπότητα συνέχισε να υπάρχει.
»Κι αφού εγώ, που είμαι τελευταίος, δεν μπορώ να το πω, κανείς ποτέ δεν θα καταφέρει να αποφανθεί με βεβαιότητα αν το τέλος της οφείλεται στον Μεγάλο Σεισμό, στη δεύτερη Επισιτιστική Κρίση, στο Λιώσιμο των Πάγων, στις Μεγάλες Πλημμύρες που επακολούθησαν, στην Οντολογική Κρίση της δεκαετίας του πενήντα [οι άνθρωποι σκότωναν τα παιδιά τους και αυτοκτονούσαν], στην Επίθεση των ΜΜΕ που είχε προηγηθεί, στην Αποτυχία της Παγκόσμιας Υποχρεωτικής Επικονίασης [οι μέλισσες είχαν εξαφανιστεί], στις πρώτες μαζικές μεταναστεύσεις από την Ασία [...] Στην εκφύλιση της σπερματογένεσης, στον Ιό που διαδόθηκε μετά (ή κατά) τον πόλεμο […]
»Κανείς ποτέ δε θα μάθει πώς και γιατί, μετά από εκατομμύρια χρόνια, μετά από εκατομμύρια γενιές που, από τον πρώτο homo sapiens και μετά, κατοίκησαν την επιφάνεια της Γης σε σημείο υπερπληθυσμού, έπεσε σε μας να είμαστε η τελευταία: η γενιά του αποπληθυσμού».
Αυτή είναι η αξονική «ιστορία» του βιβλίου. Περισσότερο ενδιαφέρον όμως, τελικά, έχουν οι επιμέρους αναπάντεχες μικρές ιστορίες που διαπλέκονται γύρω από το Κάλεσμα και την προσωπική ιστορία του ήρωα και πρωτοπρόσωπου αφηγητή.
«Εύκολα καταλάβαινες τις λέξεις που ούρλιαζε η φωνή. Δεν ήταν διαταγή, δεν ήταν συμβουλή, ήταν μια απλή πρόταση: να βαδίσουμε προς τον Νότο, να πορευτούμε προς τη θάλασσα, να επιστρέψουμε εκεί που τόσα πράγματα είχαν αρχίσει.
»Να πάμε στην Αθήνα για να πεθάνουμε όλοι μαζί.
»Αυτή την πρόταση έκανε το Κάλεσμα».
Η περιγραφή σημαίνει οριοθέτηση και, στο έργο αυτό, που αφήνει ηθελημένα ελεύθερο τον νου του αναγνώστη να καλπάσει προς ποικίλες ερμηνείες, τα όρια είναι α(δι)όρατα.
Ο ήρωας έρχεται στην Αθήνα. Στην Ακρόπολη γνωρίζει «άλλους» και τους αναγνωρίζει ως οιονεί όμοιούς του, κατά κάποιον τρόπο, αφού έχουν (υπ)ακούσει και αυτοί το Κάλεσμα. Στην Αθήνα γνωρίζει την ηδονή και τον έρωτα, τη στωική συνέχιση της ζωής μετά τον θάνατο των φίλων, μαθητεύει στη φιλία και τη συνεργασία μέσα από την πρακτική διοργάνωση μιας πολιτικής/μυθικής κοινότητας χωρίς ιδεολογικό πρόσημο, γύρω από την Ακρόπολη. Έμμεση παραπομπή στην Αθηναϊκή Δημοκρατία; Μάλλον… Οι προοδευτικοί συγγραφείς δεν ξεχνούν τις «παλιές αγάπες». Ο ήρωας γνωρίζει την ομορφιά σε ένα απλό ρόδο, γνωρίζει τη γλυκόπικρη ουσία της καθημερινότητας. Μαθαίνει να δρα προτού η απογοήτευση μεταβληθεί σε παραίτηση. Προλαβαίνει να ζήσει προτού πεθάνει, δεν πεθαίνει πριν από τον θάνατό του. Αυτά σε μια πρώτη ανάγνωση. Το πρώτο «μήνυμα» που λέγαμε…
Θα μπορούσε να δει κανείς μια δεύτερη αλληγορία στο Κάλεσμα για επιστροφή στην Αθήνα. Η Αθήνα –για την ακρίβεια, η Ακρόπολη– είναι μια εμβληματική αρχετυπική εικόνα του κυρίαρχου πολιτισμού της Ανθρωπότητας, που έθεσε ως πρώτη αξία τον άνθρωπο, μέτρο όλων των πραγμάτων, παραγνωρίζοντας (προμη)θεϊκά και υπερφίαλα τη φύση. Η Αθήνα είναι η μήτρα του Δυτικού πολιτισμού, του ανθρωπισμού κ.λπ. Μαζί με τη Βίβλο, βέβαια, του «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και κατακυριεύσατε την γην» (τόσο προμηθεϊκό και αυτό, κατ’ εντολήν όμως του −ενός− Θεού). Υπογραμμίζουμε πως ο αφηγητής, σε κάποιες «στιγμές» του έργου, βλέπει ως κύρια αιτία της μοιραίας (;) εξέλιξης των πραγμάτων τον υπερπληθυσμό. Εν πάση περιπτώσει, η Αθήνα στο έργο πλέον είναι ο τόπος των «μικρών πραγμάτων» του ανθρώπου, τόπος καταφυγής μέσα σε μια φύση αγιάτρευτα λαβωμένη από τον άνθρωπο, ανίκανη πλέον να τον στηρίζει. Μήπως είναι η ευκαιρία για καινούργια αρχή;
Το βιβλίο περιέχει και άλλες αλληγορίες, προσφέρει και άλλα επίπεδα ανάγνωσης. Δεν είναι τυχαίο που ο καλύτερος φίλος του συγγραφέα, ένας υπεραιωνόβιος σοφός άντρας, ακούει στο όνομα Ουίλλιαμ Σαίξπηρ. Η φιλοσοφική σκέψη του Σαίξπηρ –θυμηθείτε το χωρίο «γιατί δεν υπάρχει τίποτα που να είναι καλό ή κακό από μόνο του, η σκέψη μόνο το κάνει να είναι» από τον Άμλετ– κατατάσσεται σε μια φιλοσοφική θέση που ονομάζεται διαλεκτικός μονισμός. Αυτή υποστηρίζει πως η πραγματικότητα είναι, εν εσχάτη αναλύσει, ένα ενοποιημένο όλον, το οποίο εκδηλώνεται πάντα δυϊστικά σε ό,τι αφορά την ανθρώπινη εμπειρία και αντίληψη. Μια φιλοσοφική θέση που εκφράζεται μέσα από τον ταοϊσμό, τη σκέψη του Ινδού βουδιστή λογικού φιλόσοφου Ναγκαρτζούνα (Nagarjuna), τη σκέψη του Ηράκλειτου, τη σκέψη των Αζτέκων, του Άλιστερ (Aleister Crowley), του Ζαν-Πολ Σαρτρ (Jean-Paul Sartre). Μια εντυπωσιακή ποικιλία πνευμάτων που απλώνεται στην ιστορία όλου του πλανήτη. Εξάλλου ο αναγνώστης, ακόμα κι αν δεν έχει υπόψη του αυτό το στοιχείο για τον Σαίξπηρ, εύκολα μπορεί να αναρωτηθεί: αν τα λόγια αυτά είναι τα τελευταία του τελευταίου ανθρώπου, εγώ ποιος είμαι; Λογοτεχνικό τέχνασμα ο τίτλος και το θέμα του έργου ή ευφυής και διακριτική επισήμανση του συγγραφέα πως το μεγαλύτερο σκοτάδι είναι λίγο πριν την αυγή;
Πέρα από τον φιλοσοφικό στοχασμό σε πολλά επίπεδα, πράγμα που συνιστά μια ευχάριστη αναγνωστική πρόκληση, το βιβλίο αυτό είναι κομψά διαρθρωμένο σε μικρά ή και πολύ μικρά κεφάλαια. Αυτά θυμίζουν έντονα κινηματογραφικές σεκάνς, ενώ παράλληλα μεταφέρουν μια περίεργη αίσθηση σασπένς, καθώς η πλοκή κινείται απρόβλεπτα και απότομα από την ωμότητα στην τρυφερότητα, από το υψιπετές στο οικείο και καθημερινό (αν και όχι ευτελές). Η προσεγμένη, ισορροπημένη, ωραία μετάφραση της Τιτίκας Δημητρούλια αποδίδει εύστοχα τη σπαραχτική αχρονική απλότητα του λόγου του συγγραφέα, στοιχείο τόσο δυσεύρετο στις μέρες μας. Μια απλότητα που έχει συνολικά ως αποτέλεσμα ένα απατηλά «ατημέλητο» −αν και καθόλου επιτηδευμένο− ύφος ικανό να γοητεύει. Το επίκαιρο αυτό βιβλίο διαβάζεται μονορούφι και προκαλεί αντικρουόμενα συναισθήματα, όπως εξάλλου και ο κόσμος στις μέρες μας. Γιατί πρόκειται για ένα βιβλίο βαθιά πολιτικό με τον τρόπο του.
S H AmigorenaΗ πολύ επιμελημένη ελληνική έκδοση του έργου, πέρα από την κατατοπιστική και ευσύνοπτη Εισαγωγή της μεταφράστριας, καθώς και τα σχόλια και τις σημειώσεις της, συνοδεύεται και από ένα μελέτημα τηςΑναστασίας Αντωνοπούλου, το οποίο πραγματεύεται τη διακειμενική σχέση ανάμεσα στα Τελευταία μου λόγια του Amigorena και τον Υπερίωνα του Χέλντερλιν. Περιλαμβάνει δε ακόμα και τη μετάφραση του Σωτήρη Σκίπη στο διήγημα «Ο Κένταυρος» του Maurice de Guérin (γραμμένο στις αρχές του 19ου αιώνα), έργο με το οποίο επίσης «συνομιλεί» το βιβλίο.

=====================
"O σιωπών δοκεί συναινείν"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.