Διάλεξη του ιστορικού κ. Μάρκου Γκιόλια στο 1ο Παγκόσμιο Συνέδριο Ευρυτάνων με τίτλο “Τα Βουνά ως πλαίσιο του Πολιτισμού και της Ιστορίας των Ευρυτάνων – Τα Βουνά στην ψυχή του Ευρυτανικού λαού”
Ένας μεγάλος Γερμανός φιλόσοφος, ο Hegel, αξιοσκοπώντας τα συστατικά στοιχεία του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, τόνισε πως η Ελλάδα προσφέρει το γαλήνιο κι ανεπανάληπτο θέαμα της δροσερής νεότητας του πνεύματος. Η αιώνια αυτή δροσερότητα του ελληνικού πνεύματος, λέγει ο Hegel, ξεκινάει από την ελληνική φύση. Ο Πάνας ήταν θεός των δασών και των βουνών και προστάτης των βοσκών. Διέτρεχε τα βουνά και τα λαγκάδια, παίζοντας τον αυλό που εφεύρε ο ίδιος. Τον πατέρα των θεών και των ανθρώπων, τον Δία, η ελληνική φαντασία τον τοποθέτησε πάνω στον Όλυμπο, στο ψηλότερο βουνό της Ελλάδας.
Η πνευματική δημιουργία του ευρυτανικού λαού είναι βαθιά ζυμωμένη με τα βουνά, κατεξοχήν χώρα των βουνών είναι η Ευρυτανία. Τα βουνά με την ομορφιά τους και το θρύλο τους, με την ποιητική γραφικότητα και την αγέραστη παρουσία τους μέσα στο χρόνο, δεσπόζουν στη φαντασία και στην ψυχή του λαού. Τόσο η ποίηση και η μουσική, όσο και οι παροιμίες και οι άλλες μορφές του λαϊκού καλλιτεχνικού βίου, είναι ολόπλευρα επηρεασμένες από τη γοητεία των βουνών.
Από την απώτατη εποχή της αρχαιότητας, ο λαός έστρεψε τους λογισμούς και τη φαντασία του προς τα βουνά, βλέποντάς τα όχι μόνο σαν μια αισθητική, μα και σαν μια κοινωνική έκφραση του βίου του. Τα βουνά για τον ευρυτανικό λαό δεν υπήρξαν απλώς ορθόστητοι και άψυχοι γεωφυσικοί όγκοι. Υπήρξαν πηγή έμπνευσης και δημιουργίας σε όλη την ιστορική διαδρομή του. Η μουσική και το τραγούδι του είναι βαθιά διαποτισμένα και συνυφασμένα με την παρουσία των βουνών, με την ομορφιά και το ψήλωμά τους, με τη λυγεράδα και την αταπείνωτη περηφάνια τους. Τα βουνά για την ψυχή του λαού στάθηκαν αληθινά σύμβολα ευψυχίας και παλικαριάς, αρετής και ανδρειοσύνης. Υπήρξαν ακόμα τα ευρυτανικά βουνά ενδιαιτήματα θεών, φωλιές και λημέρια των κλεφτών, ταμπούρια της ελευθερίας, οχυρά προστασίας και διαφύλαξης του λαού. Η ποιητική ανάταση και η ψυχική λεβεντοσύνη του λαού έχουν κάτι από την επιβλητική και μεγαλοδύναμη παρουσία των βουνών. Η αρρενωπή ποίησή του, καθώς και η γλώσσα του, η σκέψη του, ο συναισθηματισμός του, ο χαρακτήρας του, όλα αυτά δεν είναι άσχετα με τη δυναμική παρουσία των βουνών στη ζωή του. Τόσο στις πικρές ιστορικές συμφορές, όσο και στους χαρούμενους θριάμβους, στις ένδοξες νίκες ή στις πικρές ήττες του, τα βουνά δέθηκαν απόλυτα με τη ζωή του.
Τούτο σημαίνει πως τα βουνά δέθηκαν απόλυτα με την ψυχή και την τέχνη του λαού, με το τραγούδι και τη μουσική του, καθώς και με όλες τις άλλες μορφές και εκδηλώσεις του λαϊκού πολιτισμού. Σε όλα σχεδόν τα τραγούδια του λαού, το βουνό προβάλλει σαν ένα αιώνιο και απέθαντο σύμβολο δημιουργίας, που δένεται με τη χαρά, με τον πόνο, με τη νίκη, με το θρίαμβο, με την ξενιτιά, με τον έρωτα:
Όσα βουνά κι αν πέρασα, όλα τα παραγγέλλω
βουνά μου μη χιονίσετε, κάμποι μη παχνιστείτε…
βουνά μου μη χιονίσετε, κάμποι μη παχνιστείτε…
Η αγάπη του λαού για τα βουνά έχει πραγματικά κάτι από το δικό τους ψήλωμα, από τη δική τους λυγεράδα, το δικό τους ορμητικό κατεβατό. Είναι μια αγάπη που «εξανθρωπίζει» τα ίδια τα βουνά και τα κάνει σύμβολα και παραστάτες για να εξωτερικεύει τα δικά του βιώματα με τη δική τους μεγαλοπρέπεια. Η αγάπη του λαού για τα βουνά δεν έχει σχέση μοναχά με τον ωφελιμιστικό τους ρόλο στην ποιμενική και αγροτική ζωή του, ή ακόμα με τη συμβολή τους στους εθνικούς αγώνες. Έχει σχέση και με τις γενικότερες συναισθηματικές καταβολές του, με το πάθος του να κάνει τη φύση σύμμαχο της ζωής του, έκφραση και λειτουργική δύναμη της ψυχής και του νου του.
Τα βουνά στη λαϊκή ποίηση είναι σα να παίρνουν μιλιά κι εκείνα, σα να χαίρονται ή να συμπάσχουν κι εκείνα με το λαό. Σα να αισθάνονται την ύπαρξή τους μόνο σε σχέση με την ψυχή που τα τραγουδάει, σε σχέση με την ψυχή του λαού, με τη δυναμογόνα ύπαρξη του ανθρώπου. Οι ποιητικές εικόνες του λαού για τα βουνά είναι μοναδικές κι ανεπανάληπτες για τη ζωηρότητα και την πρωτοτυπία τους, για το σφικτό δέσιμό τους με τον άνθρωπο και τους καημούς του. Τα μάτια του ευρυτανικού λαού ξέρουν να βλέπουν τα βουνά, τα αφτιά του ν’ ακούνε τη μουσική συμφωνία του δάσους.
Οι Γάλλοι ιστορικοί της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, οι αδελφοί Αλφρέδος και Μαυρίκιος Κρουαζέ, γράφουν πως «στη φαντασία του Έλληνα δεν ενύχτωσε ποτέ ο πολιτισμός». Και πραγματικά, στην ψυχή και στη φαντασία του ελληνικού λαού δεν ενύχτωσε ποτέ η ποίηση, δεν εσώπασε το τραγούδι, δεν εβουβάθηκε η μουσική, δεν ξεχάστηκε ο χορός ως αισθητική έκφραση της ψυχής και του κορμιού. Ο ευρυτανικός λαός αγάπησε και τραγούδησε τα βουνά, κάνοντας το ψήλωμά τους δικό του ψήλωμα, την περηφάνεια τους δική του περηφάνεια. Και κράτησε ανοιχτή την ψυχή του και αθόλωτη τη φαντασία του απέναντι στη φύση και στον κόσμο, στη ζωή και στην ιστορία. Τόσο μέσα στα κλέφτικα, όσο και στα άλλα δημοτικά τραγούδια, τα βουνά είναι μια ακατάλυτη παρουσία, ένας ολοζώντανος συμβολισμός, μια διαιώνια οικολογική αναφορά στον πολιτισμό και στιον άνθρωπο.
Τα βουνά δεν στάθηκαν μόνο αστείρευτη πηγή έμπνευσης. Στάθηκαν και βωμοί εθνικής και πατριωτικής θυσίας, τόποι παλικαριάς και ευτολμίας: οι κάμποι θρέφουν άλογα και τα βουνά λεβέντες, λέγει ένα τραγούδι. Και αποτελεί αυτό ένα κριτήριο για την αγάπη του ελληνικού λαού στα βουνά, που γεννούν παλικάρια και θρέφουν την τραχειά και αρρενωπή αρετή, από τα Καρπενήσια, καθώς λέγει ο Παλαμάς. Πρόκειται για μια έξαρση της αξίας των ανθρώπων του βουνού, σε αντιδιαστολή από τους κατοίκους του κάμπου. Τα βουνά κατέχουν ανάλογη θέση και στο σύγχρονο οικονομικό πολιτισμό, στο βαθμό που τα σέβεται ο άνθρωπος.
Ο Γάλλος ποιητής Λεκόντ Ντε Λιλ λέγει σ’ ένα στίχο του, θέλοντας να εξάρει τη συμβολή των βουνών στην ιστορία των εθνών: Στα κορφοβούνια είναι η πηγή κάθε φυλής καθάριας. Και πραγματικά, τα ελληνικά κορφοβούνια στάθηκαν η πλούσια βρυσομάνα της δημοτικής μουσικής, η κιβωτός του λαϊκού πολιτισμού. Οι ορεινοί άνθρωποι, ορθόψυχοι και περήφανοι σαν τα βουνά, σκληροί και αδάμαστοι σαν την πέτρα τους, διατήρησαν καθάριο τον εθνικό τους χαρακτήρα, δυνατή τη γλώσσα, ανόθευτη την ψυχή, αληθινό τον κόσμο τους. Αυτή τη γλώσσα κι αυτά τα συναισθήματα, αυτή την ανόθευτη ψυχή κι αυτόν τον λυρικό οίστρο τον ακούει κανείς σε όλα τα τραγούδια για τα ελληνικά βουνά.
Ο ελληνικός λαός, αθάνατος δάσκαλος της ποίησης και της μουσικής, ζύμωσε την ψυχή του με τα βουνά. Σφυρηλάτησε το φρόνημα και την εθνική πίστη του πάνω στην πέτρινη αντοχή των βουνών. Δημιούργησε το τραγούδι του και τη μουσική του μέσα στους κόρφους των βουνών. Το ψήλωμα και η ομορφιά των βουνών στάθηκαν τα αιώνια κεφαλάρια της έμπνευσής του.
Μια από τις ομορφότερες ώρες στο ελληνικό ύπαιθρο είναι όταν γλυκοχαράζουν τα βουνά και οι κοπέλες πηγαίνουν στη βρύση ή για ξύλα. Όποιος δεν είδε την ώρα αυτή, το γλυκοχάραμα των βουνών, στ’ αλήθεια δεν γνώρισε τη φύση, δεν ξέρει τα βουνά. Την ώρα αυτή πλημμυρίζει από ένα απέραντο χρυσό φως ολόκληρη η ανατολή, ενώ κατά τη δύση αρχίζει να υποχωρεί και να σβήνει το σκοτάδι. Είναι η ώρα που ροδίζει η ανατολή και ξημερώνει η δύση.
Έχει την εντύπωση κανείς πως τη στιγμή αυτή το φως και το σκοτάδι μάχονται στους ορίζοντες έναν τιτάνιον αγώνα. Πρόκειται για τη ροδοδάχτυλη αυγή, που τόσο την τραγούδησε ο Όμηρος και τόσο τη ζωφράφισε με τη φτερωτή δύναμη του στίχου ο ποιητής ελληνικός λαός. Τη στιγμή αυτή γλυκοχαράζουν οι κορφές, τραβάει τον αιώνιο δρόμο του κατά τη δύση ο αυγερινός, αρχίζουν να τραγουδούν τα αηδόνια στις ρεματαριές, να ζωντανεύει η φύση.
Το γλυκοχάραμα είναι η ώρα που γοήτευσε και συνεπήρε ιδιαίτερα τον ποιητή Λαό. Το ρήμα γλυκοχαράζω σημαίνει πως έρχεται το φως. Πως το φως ξεχύνεται στους ορίζοντες, πως φεύγει και σβήνει το σκοτάδι της νύχτας, πως ο κόσμος λούζεται σε μια απέραντη θάλασσα φωτός, που όλο και πλημμυρίζει με το πέρασμα της ώρας. Ο ποιητής Λαός δεν τραγούδησε το γλυκοχάραμα απλώς για να περιγράψει ή να τονίσει ό,τι συμβαίνει με αντικειμενική νονμοτέλεια στη φύση. Το γλυκοχάραμα των βουνών το βλέπει σε συνάρτηση με τον άνθρωπο, σε σχέση με τις κοπέλες του χωριού που πηγαίνουν στη βρύση, με τους ζευγολάτες που τραβούν για τις δουλειές τους, με τους τσοπάνους που σκαρίζουν τα κοπάδια. Το δέσιμο αυτό του ανθρώπου με το γλυκοχάραμα των βουνών είναι μια βεβαίωση πως ο ποιητής Λαός δεν εξαφανίζει τον άνθρωπο μέσα στη φύση. Τον κάνει πρωταγωνιστή στη φλογερή ώρα του γλυκοχαράματος:
Ερόδισε η ανατολή και ξημερώνει η δύση,
γλυκοχαράζουν τα βουνά κι ο αυγερινός τραβιέται,
παν τα πουλάκια στη βοσκή κι οι λυγερές στη βρύση,
βγαίνω κι εγώ κι ο μαύρος και τα λαγωνικά μου.
Βρίσκω μια κόρη πόπλενε σε μαρμαρένια βρύση.
γλυκοχαράζουν τα βουνά κι ο αυγερινός τραβιέται,
παν τα πουλάκια στη βοσκή κι οι λυγερές στη βρύση,
βγαίνω κι εγώ κι ο μαύρος και τα λαγωνικά μου.
Βρίσκω μια κόρη πόπλενε σε μαρμαρένια βρύση.
Το γλυκοχάραμα των βουνών γίνεται για το λαό πλαίσιο να εκφράσει καταστάσεις του ψυχικού και συναισθηματικού του βίου. Η πνοή του ποιητή Λαού είναι τέτοια που φαίνεται να ψυχώνει και τα ίδια τα βουνά, να δίνει και σ’ εκείνα φωνή, να κάνει κι εκείνα να αισθάνονται κι εκείνα να πονούν και να χαίρονται, κι εκείνα να στήνουν διάλογο με τον άνθρωπο. Στην πραγματικότητα δεν είναι τα βουνά που πονούν και χαίρονται, που μιλούν κι αναστενάζουν, που εχθρεύονται και μαλώνουν μεταξύ τους. Είναι ή ίδια η ψυχή του λαού που εκδηλώνεται μεσ’ από τη γιγάντια παρουσία των βουνών. Τα βουνά πονούν ή μαλώνουν, χαίρονται ή βογγούν, γιατί πονάει ή μαλώνει η ψυχή του ποιητή:
— Με γέλασε μια χαραυγή, τάστρι και το φεγγάρι
και βγήκα νύχτα στα βουνά, ψηλά στα κορφοβούνια,
ακώ τον άνεμο να ηχά, με τα βουνά μαλώνει.
— Νεσείς βουνά, ψηλά βουνά, και σεις κοντοραχούλες,
τι έχετε που μαλώνετε, τι έχετε που οχτρευώστε.
και βγήκα νύχτα στα βουνά, ψηλά στα κορφοβούνια,
ακώ τον άνεμο να ηχά, με τα βουνά μαλώνει.
— Νεσείς βουνά, ψηλά βουνά, και σεις κοντοραχούλες,
τι έχετε που μαλώνετε, τι έχετε που οχτρευώστε.
Τα μαλώματα των βουνών στην ποίηση και στη μουσική του ευρυτανικού λαού έχουν μια πρωτοφανή μεγαλοπρέπεια. Μέσ’ από τα μαλώματα αυτά δίνεται μια μεγαλειώδης και άφθαστη εικόνα, όχι για να μεγαλώσουν περισσότερο τα βουνά. Αλλά για να πάρει διαστάσεις το γεγονός που αποτελεί αντικείμενο για το μάλωμα των βουνών. Ο διάλογος του Ολύμπου με τον Κίσσαβο δεν γίνεται για το ποιο από τα δυο βουνά θα ρίξει περισσότερο χιόνι ή δυνατότερη βροχή. Ο διάλογος γίνεται για να εξαρθεί το ανθρώπινο γεγονός της παρουσίας των κλεφτών στον Όλυμπο. Και γίνεται ακόμα για να τονισθεί πως ο Κίσσαβος ελέγχεται από τους αγάδες της Λάρισας, ενώ ο Όλυμπος μένει απάτητο ταμπούρι ελευθερίας. Τα χιόνια και οι βροχές, οι βρύσες και τα έλατα, δεν είναι παρά το πλαίσιο της φύσης για να τοποθετηθεί και να καταξιωθεί μέσα σ’ αυτό το ανθρώπινο γεγονός, ο κλέφτης και η περηφάνια του:
Ο Όλυμπος κι ο Κίσσαβος, τα δυο βουνά μαλώνουν,
το ποιο να ρίξει τη βροχή, το ποιο να ρίξει χιόνι.
Ο Κίσσαβος ρίχνει βροχή κι ο Όλυμπος το χιόνι.
Γυρίζει τότ’ ο Όλυμπος και λέγει του Κισσάβου:
— Μη με μαλώνεις Κίσσαβε, βρε τουρκοπατημένε,
που σε πατάει η Κονιαριά κ’ οι Λαρισινοί αγάδες.
Εγώ είμ’ ο γέρος Όλυμπος στον κόσμο ξακουσμένος,
έχω σαράντα δυο κορφές κ’ εξήντα δυο βρυσούλες,
κάθε κορφή και φλάμπουρο, κάθε κλαδί και κλέφτης.
Κι όταν το παίρν’ η άνοιξη κι ανθίζουν τα κλαδάκια,
γεμίζουν τα βουνά κλεφτιά και τα λαγκάδια σκλάβους.
Έχω και το χρυσόν αετό, το χρυσοπλουμισμένο,
πάνω στην πέτρα κάθεται και με τον ήλιο λέγει:
— Ήλιε μ’, δεν κρους ταποταχύ, μον κρους το μεσημέρι,
να ζεσταθούν τα νύχια μου, τα νυχοπόδαρά μου.
το ποιο να ρίξει τη βροχή, το ποιο να ρίξει χιόνι.
Ο Κίσσαβος ρίχνει βροχή κι ο Όλυμπος το χιόνι.
Γυρίζει τότ’ ο Όλυμπος και λέγει του Κισσάβου:
— Μη με μαλώνεις Κίσσαβε, βρε τουρκοπατημένε,
που σε πατάει η Κονιαριά κ’ οι Λαρισινοί αγάδες.
Εγώ είμ’ ο γέρος Όλυμπος στον κόσμο ξακουσμένος,
έχω σαράντα δυο κορφές κ’ εξήντα δυο βρυσούλες,
κάθε κορφή και φλάμπουρο, κάθε κλαδί και κλέφτης.
Κι όταν το παίρν’ η άνοιξη κι ανθίζουν τα κλαδάκια,
γεμίζουν τα βουνά κλεφτιά και τα λαγκάδια σκλάβους.
Έχω και το χρυσόν αετό, το χρυσοπλουμισμένο,
πάνω στην πέτρα κάθεται και με τον ήλιο λέγει:
— Ήλιε μ’, δεν κρους ταποταχύ, μον κρους το μεσημέρι,
να ζεσταθούν τα νύχια μου, τα νυχοπόδαρά μου.
Τα ελληνικά βουνά παρουσιάζονται τόσο άρρηκτα δεμένα με την κλεφτουριά, ώστε είναι αδιανόητο το ένα να υπάρχει χωρίς το άλλο. Το ηρωικό πνεύμα των κλεφτών γεννήθηκε και σφυρηλατήθηκε πάνω στα βουνά, μέσα στις οξυές και στα έλατα. Τα βουνά ήταν σα να μην υπήρχαν δίχως τους κλέφτες. Και οι κλέφτες να μην υπήρχαν δίχως τα βουνά. Το τραγούδι των κλεφτών, ως έκφραση και ως ύφος, έχει κάτι από την αδρότητα και τη μεγαλοπρέπεια των βουνών. Είναι κατ’ εικόνα και ομοίωσή τους. «Φρούρια» της ελληνικής ελευθερίας ονόμασε τα βουνά ό Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο θρυλικός γέρος του Μοριά, κλέφτης μεγαλοδύναμος στα νιάτα του:
— Εσείς, βουνά, ψηλά βουνά, με τα δασιά κλαριά σας,
με τα δασιά τα έλατα, το ένα πάνω στ’ άλλο.
με τα δασιά τα έλατα, το ένα πάνω στ’ άλλο.
Στην ποίηση του ελληνικού λαού δεν είναι μόνο οι άνθρωποι που λατρεύουν τα βουνά, με τα δασιά τα έλατα σε ατελείωτες συστάδες. Μοιάζουν και τα ψηλά βουνά να λατρεύουν τη λεβεντιά των ανθρώπων, να θαυμάζουν τον ηρωισμό τους, να πονούν και να κλαίνε για την απουσία τους. Αν κάποτε οι κλέφτες αρνούνται προσωρινά τα βουνά και ροβολούν στους κάμπους, τότε και τα βουνά θρηνούν για τον αποχωρισμό τους. Παράδειγμα τα βουνά της Ρούμελης, όταν οι κλέφτες Ανδρουτσαίοι κατεβαίνουν στους κάμπους το 1771, την εποχή που αρχίζουν επιχειρήσεις εναντίον τους στην περιοχή της Ναυπάκτου. Τα βουνά, χωρίς το τραγούδι των κλεφτών, χωρίς τα ανδραγαθήματα και τη λεβεντιά τους, χωρίς τον αχό από τα καριοφίλια και το λάμπος από τα τσαπράζια τους, χωρίς την παρουσία τους να ψένουν σφαχτά στις ρεματιές και να στήνουν χορό στα διάσελα, είναι σα να μην υπάρχουν στη λειτουργική φαντασία του λαού:
— Κλαίνε τα μαύρα τα βουνά, παρηγοριά δεν έχουν.
Δεν κλαίνε για το ψήλωμα, δεν κλαίνε για τα χιόνια,
η κλεφτουριά τ’ αρνήθηκε και ροβολάει στους κάμπους.
Η Γκιώνα λέει της Λιάκουρας κ’ η Λιάκουρα της Γκιώνας:
Βουνό μ’, που ’σαι ψηλότερο και πιο ψηλά αγναντεύεις,
πού να ’αι, τι να γίνηκαν οι κλέφτες Ανδρουτσαίοι;
Σαν πού να ψένουν τα σφαχτά, να ρίχνουν στο σημάδι,
σαν ποια βουνά στολίζουνε με τούρκικα κεφάλια;
Δεν κλαίνε για το ψήλωμα, δεν κλαίνε για τα χιόνια,
η κλεφτουριά τ’ αρνήθηκε και ροβολάει στους κάμπους.
Η Γκιώνα λέει της Λιάκουρας κ’ η Λιάκουρα της Γκιώνας:
Βουνό μ’, που ’σαι ψηλότερο και πιο ψηλά αγναντεύεις,
πού να ’αι, τι να γίνηκαν οι κλέφτες Ανδρουτσαίοι;
Σαν πού να ψένουν τα σφαχτά, να ρίχνουν στο σημάδι,
σαν ποια βουνά στολίζουνε με τούρκικα κεφάλια;
Τα ελληνικά βουνά κατέχουν περίλαμπρη θέση στην ποίηση και στην καρδιά του ελληνικού λαού. Είναι τόποι που ποτίστηκαν με αίμα, δοξάστηκαν με θυσίες, εγκωμιάστηκαν και τραγουδήθηκαν από το λαό. Είναι τόποι που έθρεψαν και γιγάντωσαν το φλογερό πνεύμα της ελευθερίας. Ο ελληνικός λαός που τόσο τραγούδησε τα βουνά, έγινε ο ίδιος βουνό ακατάλυτο, κορφή της ιστορίας. Σε όλη την ποίηση του ελληνικού λαού τα βουνά σαλεύουν σαν μια πολυδύναμη και πολύμορφη εικόνα. Ο ανώνυμος ποιητής του λαού αγκαλιάζει τα βουνά και τα περιβάλλει με μιαν απέραντη αγάπη. Μα για τον ποιητή Λαό τα βουνά δεν τα χάρηκε κανένας στον απάνω κόσμο, όσο τα χάρηκε η κλεφτουριά.
Άναθεμά τα τα βουνά με το ζακόνι πόχουν,
το καλοκαίρι κίτρινα και το χειμώνα μαύρα,
και την πικρή την άνοιξη πολύ ροδαμισμένα.
Κανένας δεν τα χάρηκε μεσ’ στον απάνω κόσμο,
η κλεφτουριά τα χαίρεται και τα μικρά κλεφτόπουλα.
Πηδάνε, παίζουν και γλεντούν και ρίχνουν στο σημάδι,
γυρίζουν και στη σούβλα τους τα παχουλά κριάρια
ποκεί οι Τούρκοι δεν πατάν, φοβούνται τα κλεφτόπλα.
το καλοκαίρι κίτρινα και το χειμώνα μαύρα,
και την πικρή την άνοιξη πολύ ροδαμισμένα.
Κανένας δεν τα χάρηκε μεσ’ στον απάνω κόσμο,
η κλεφτουριά τα χαίρεται και τα μικρά κλεφτόπουλα.
Πηδάνε, παίζουν και γλεντούν και ρίχνουν στο σημάδι,
γυρίζουν και στη σούβλα τους τα παχουλά κριάρια
ποκεί οι Τούρκοι δεν πατάν, φοβούνται τα κλεφτόπλα.
Επάνω στα βουνά ο κλέφτης γίνεται αετός, που η περηφάνια του, όμοια με την περηφάνια των βουνών, δεν του επιτρέπει να κατεβεί για ξεχειμώνιασμα στους κάμπους. Μένει απάνω στα βουνά. Στα κρούσταλλα, στα χιόνια.
Κι έριξε χιόνια στα βουνά και κρούσταλλα στους κάμπους,
εμάργωσαν τα νύχια του κ’ επέσαν τα φτερά του,
κι αγνάντιο βγήκε κι έκατσε, σ’ ένα ψηλό λιθάρι,
και με τον ήλιο μάλωνε και με τον ήλιο λέει:
— Ήλιε, για δε βαρείς κ’ εδώ σ’ τούτη την αποσκιούρα,
να λειώσουνε τα κρούσταλλα, να λειώσουνε τα χιόνια.
εμάργωσαν τα νύχια του κ’ επέσαν τα φτερά του,
κι αγνάντιο βγήκε κι έκατσε, σ’ ένα ψηλό λιθάρι,
και με τον ήλιο μάλωνε και με τον ήλιο λέει:
— Ήλιε, για δε βαρείς κ’ εδώ σ’ τούτη την αποσκιούρα,
να λειώσουνε τα κρούσταλλα, να λειώσουνε τα χιόνια.
Την αντοχή των βουνών ο ανώνυμος ποιητής του λαού τη χαρίζει σε κάθε πρόσωπο που θαυμάζει, σε άντρα ή γυναίκα, σε όποιον αντιστέκεται κατά του εχθρού.
— Πώς λάμπει ο ήλιος στα βουνά, στους κάμπους το φεγγάρι,
έτσ’ έλαμπε κ’ η Λιάκαινα στα τούρκικα τα χέρια.
έτσ’ έλαμπε κ’ η Λιάκαινα στα τούρκικα τα χέρια.
Στις δελεαστικές προτάσεις του εχθρού να πάρει Τούρκον άνδρα, που θα την πνίγει στο φλωρί και στο μαργαριτάρι, η Λιάκαινα υψώνει το λόγο της βουνό ακατάλυτο:
— Κάλλιο να ιδώ το αίμα μου τη γης να κοκκινίσει
παρά να ιδώ τα μάτια μου Τούρκος να τα φιλήσει.
παρά να ιδώ τα μάτια μου Τούρκος να τα φιλήσει.
Ο ποιητής του λαού, θρέμμα περήφανο του βουνού, δεν μπορεί να φαντασθεί τους κλέφτες να ζουν μέσα στους κάμπους. Τους θέλει να κοιμούνται ή ν’ ακροπατούν, να χορεύουν και να γλεντούν πάνω στα βουνά, στις βρύσες και στα έλατα. Μέσα στη φύση:
Της νύχτας οι αρματολοί και της αυγής οι κλέφτες
ολονυχτίς κουρσεύουνε και την αυγή κοιμώνται,
κοιμώνται στα ψηλά βουνά και στους παχιούς τους ίσκιους.
Καλώς αναταμωθήκαμε ν’ εμείς οι ντερτιλήδες,
να κλάψουμε τα ντέρτια μας και τα παράπονά μας.
Πάλε καλές αντάμωσες, πάλε ν’ ανταμωθούμε,
στον Άη-Λια, στον πλάτανο, ψηλά στο κρυονέρι,
πούχουν οι κλέφτες σύνοδο κ’ οι καπιταναραίοι
πόχουν αρνιά και ψένουνε, κριάρια σουβλισμένα,
όπ’ έχουν και γλυκό κρασί από το μοναστήρι,
κ’ έχουν τη Γκόλφω στο πλευρό και τους κερνάει και πίνουν.
ολονυχτίς κουρσεύουνε και την αυγή κοιμώνται,
κοιμώνται στα ψηλά βουνά και στους παχιούς τους ίσκιους.
Καλώς αναταμωθήκαμε ν’ εμείς οι ντερτιλήδες,
να κλάψουμε τα ντέρτια μας και τα παράπονά μας.
Πάλε καλές αντάμωσες, πάλε ν’ ανταμωθούμε,
στον Άη-Λια, στον πλάτανο, ψηλά στο κρυονέρι,
πούχουν οι κλέφτες σύνοδο κ’ οι καπιταναραίοι
πόχουν αρνιά και ψένουνε, κριάρια σουβλισμένα,
όπ’ έχουν και γλυκό κρασί από το μοναστήρι,
κ’ έχουν τη Γκόλφω στο πλευρό και τους κερνάει και πίνουν.
Εδώ βλέπει κανείς την ανθρώπινη παρουσία να δένεται άρρηκτα με τα βουνά. Σ’ αυτά ζητάει καταφύγιο και λύτρωση κάθε καταπιεσμένος από τη σκλαβιά. Εκεί νιώθει ελεύθερος και απροσκύνητος σαν τα ίδια τα βουνά, σαν τις αγέρωχες ψηλοκορφές τους:
— Μάνα μου εγώ δεν κάθομαι να γίνω νοικοκύρης,
να κάμω αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν,
και να μια σκλάβος των Τουρκών, κοπέλι στους γερόντους.
Φέρε μου τ’ αλαφρό σπαθί και το βαριό τουφέκι,
να πεταχτώ σαν το πουλί ψηλά στα κορφοβούνια,
να πάρω δίπλα στα βουνά, να περπατήσω λόγγους.
να κάμω αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν,
και να μια σκλάβος των Τουρκών, κοπέλι στους γερόντους.
Φέρε μου τ’ αλαφρό σπαθί και το βαριό τουφέκι,
να πεταχτώ σαν το πουλί ψηλά στα κορφοβούνια,
να πάρω δίπλα στα βουνά, να περπατήσω λόγγους.
Ακόμα και τα δέντρα του κάμπου, ο ανώνυμος ποιητής του λαού νιώθει να μην έχουν την ίδια ομορφιά. Να διαφέρουν από τα δέντρα του βουνού, που δεν τα μόλυνε η σκλαβιά:
— Θέλετε, δέντρα, ανθίσετε, θέλετε μαραθήτε,
στον ίσκιο σας δεν κάθομαι, μαϊδέ και στη δροσιά σας,
μόν’ καρτερώ την άνοιξη, τόμορφο καλοκαίρι,
ν’ ανοίξη ο γαύρος και η οξυά, να σκιώσουν τα λημέρια,
να πάρω δίπλα τα βουνά, δίπλα τα καταρράχια,
να βγω στης Γκούρας τα βουνά, στα κλέφτικα λημέρια.
στον ίσκιο σας δεν κάθομαι, μαϊδέ και στη δροσιά σας,
μόν’ καρτερώ την άνοιξη, τόμορφο καλοκαίρι,
ν’ ανοίξη ο γαύρος και η οξυά, να σκιώσουν τα λημέρια,
να πάρω δίπλα τα βουνά, δίπλα τα καταρράχια,
να βγω στης Γκούρας τα βουνά, στα κλέφτικα λημέρια.
Τα βουνά στην ποίηση του λαού παρουσιάζονται σα ν’ αγωνιούν ή πάσχουν κι εκείνα μαζί με τον άνθρωπο. Η αγάπη του ποιητή Λαού για τα βουνά αντανακλά την εσωτερική του περηφάνεια. Εκφράζει τον φλογερό κατακαημό της ελευθερίας:
— Τι έχουν της Ζίχνας τα βουνά και στέκουν μαραμένα;
Μήνα χαλάζι τα βαρεί, μήνα βαρύς χειμώνας;
Ουδέ χαλάζι τα βαρεί, ουδέ βαρύς χειμώνας.
Ο Νικοτσάρας πολεμάει με τρία βιλαέτια,
Τη Ζίχνα και το Χάντακα, το έρημο το Πράβι.
Μήνα χαλάζι τα βαρεί, μήνα βαρύς χειμώνας;
Ουδέ χαλάζι τα βαρεί, ουδέ βαρύς χειμώνας.
Ο Νικοτσάρας πολεμάει με τρία βιλαέτια,
Τη Ζίχνα και το Χάντακα, το έρημο το Πράβι.
Την αγωνία που αισθάνονται τα βουνά της Ζίχνας για τον πόλεμο του Νικοτσάρα, ακριβώς την ίδια αγωνία αισθάνονταν και τα βουνά της Μάνης για τον Κολοκοτρώνη:
— Τι έχουν της Μάνης τα βουνά οπού είναι βουρκωμένα,
μην ο βοριάς τα βάρεσε, καν η νοτιά τα πήρε.
Μηδέ βοριάς τα βάρεσε, μηδ’ η νοτιά τα πήρε,
παλεύει ο καπετάν πασάς με τον Κολοκοτρώνη.
μην ο βοριάς τα βάρεσε, καν η νοτιά τα πήρε.
Μηδέ βοριάς τα βάρεσε, μηδ’ η νοτιά τα πήρε,
παλεύει ο καπετάν πασάς με τον Κολοκοτρώνη.
Πασίγνωστο είναι το τραγούδι, στο οποίο ο νιος κατεβαίνει από τα βουνά, έχοντας το φέσι του στραβά και τα μαλλιά κλωσμένα, στρίβοντας το μουστάκι του και λιανοτραγουδώντας.
Καλεί το Χάρο να παλέψουν σε μαρμαρένιο αλώνι. Αλλά στην πάλη τους υποκύπτει ο νιος και υποβάλλει παράκληση στο Χάρο να τον αφήσει στη ζωή για λίγες ημέρες. Γιατί; Για μια και μόνο φλογερή επιθυμία του: να γλεντήσει και να χορέψει για τελευταία φορά, αποχαιρετώντας τη ζωή, μα προπαντός να «γκιζερήσει» τα βουνά, όπως λέιε μια παραλλαγή ευρυτανικού τραγουδιού. Τα βουνά, που τα περπάτησε νιος και λεβέντης, θέλει τώρα να τ’ αποχαιρετήσει, γιατί η ζωή και τα βουνά ήταν γι’ αυτόν ταυτόσημες έννοιες:
— Άσε με, Χάρε μ’, άσε με ακόμα πέντε μέρες,
τις δυο να φάω και να πιω, τις τρεις να γκιζερήσω,
να γκιζερήσω τα βουνά και τις κοντοραχούλες,
να τους αφήσω την υγειά, τι δε ματαδιαβαίνω.
— Έχετε γειά, ψηλά βουνά κι εσείς κοντοραχούλες,
κ’ εγώ πάω στη μαύρη γης και δε ματαγυρίζω.
τις δυο να φάω και να πιω, τις τρεις να γκιζερήσω,
να γκιζερήσω τα βουνά και τις κοντοραχούλες,
να τους αφήσω την υγειά, τι δε ματαδιαβαίνω.
— Έχετε γειά, ψηλά βουνά κι εσείς κοντοραχούλες,
κ’ εγώ πάω στη μαύρη γης και δε ματαγυρίζω.
Ο λαός υφαίνει τα βουνά όχι μόνο με τους αγώνες και τις θυσίες του. Τα υφαίνει και με τον έρωτα, αυτήν την παντοδύναμη ψυχική και βιολογική λειτουργικότητα της ανθρώπινης ζωής:
— Διψούν οι κάμποι για νερά και τα βουνά για χιόνια,
και τα γεράκια για πουλιά, κ’ εγώ, βλάχα μ’, για σένα.
και τα γεράκια για πουλιά, κ’ εγώ, βλάχα μ’, για σένα.
Η κόρη του βουνού, που παντρεύεται στον κάμπο, μαραίνεται σαν το τριαντάφυλλο, πρασινίζει σαν το φύλλο, όταν θυμάται τ’ αηδόνια και τους κούκους των βουνών. Καταριέται γι’ αυτό τη μάνα της, που την αποκατέστησε στο κάμπο:
— Μάνα μ’ εκακοπάντρεψες που μ’ έδωσες στους κάμπους,
κ’ εγώ τους κάμπους δε βαστώ, ζεστό νερό δεν πίνω.
Θα μαραθούν τα χείλη μου, θα κιτρινοφυλλιάσουν
από το χλίο το νερό, την κάψα τη μεγάλη.
Εδώ το αηδόνι δε λαλεί κι ο κούκος δεν το λέει.
Οι κάμποι θρέφουν άλογα και τα βουνά λεβέντες,
και οι τσούπρες μαραζιάζουνε, σαν το φλωρί γενώνται.
κ’ εγώ τους κάμπους δε βαστώ, ζεστό νερό δεν πίνω.
Θα μαραθούν τα χείλη μου, θα κιτρινοφυλλιάσουν
από το χλίο το νερό, την κάψα τη μεγάλη.
Εδώ το αηδόνι δε λαλεί κι ο κούκος δεν το λέει.
Οι κάμποι θρέφουν άλογα και τα βουνά λεβέντες,
και οι τσούπρες μαραζιάζουνε, σαν το φλωρί γενώνται.
Ο πολιτισμός του βουνού είναι λειτουργικό απαύγασμα της ψυχής του λαού. Η κόρη εξυμνείται σαν δέντρο λυγερό, το παλληκάρι σαν ατρόμητη βουνοκορφή. Και ο έρωτας σαν τρίσβαθο αναστέναγμα καρδιάς.
Εγέρασαν τα πάθη μου σαν του Χελμού το χιόνι,
π’ όσο να λειώσει το παλιό καινούργιο το πλακώνει.
Θα πάρω κάμπους και βουνά, τ’ αγρίμια να ρωτήσω,
μήνα μου βρουν το γιατρικό για να σε λησμονήσω.
Ο ήλιος εβασίλεψε και τα βουνά δροσίζουν
χαρά σ’ εκείνες τις καρδιές που δεν κακοπαθίζουν
Πήρα τα όρη σκούζοντας και τα βουνά ρωτώντας,
βουνά μου και λαγκάδια μου, και κάμποι με τα ρόδα,
μην είδατε τον αρνητή, τον κλέφτη της αγάπης;
π’ όσο να λειώσει το παλιό καινούργιο το πλακώνει.
Θα πάρω κάμπους και βουνά, τ’ αγρίμια να ρωτήσω,
μήνα μου βρουν το γιατρικό για να σε λησμονήσω.
Ο ήλιος εβασίλεψε και τα βουνά δροσίζουν
χαρά σ’ εκείνες τις καρδιές που δεν κακοπαθίζουν
Πήρα τα όρη σκούζοντας και τα βουνά ρωτώντας,
βουνά μου και λαγκάδια μου, και κάμποι με τα ρόδα,
μην είδατε τον αρνητή, τον κλέφτη της αγάπης;
Τα ελληνικά βουνά στέκουν αιώνια και αγέραστα, περήφανα και ακατάλυτα σαν τη λαϊκή ψυχή. Η φωνή της βρύσης και του λόγγου, του βουνού και της στάνης, ακούγεται πάντα σαν ένας κελαϊδισμός της ψυχής. Τα βουνά στην ποίηση του ελληνικού λαού δεν στάθηκαν μόνον ακατάλυτα σύμβολα ελευθερίας. Με τη μόνιμη και στέρεη παρουσία τους, με τον ακατάβλητο και αγέραστο όγκο τους, με τη σίγουρη κι αναλλοίωτη μορφή τους απέναντι στον πετροκαταλύτη χρόνο, υπήρξαν και σύμβολα αθανασίας. Γι’ αυτό και ο θνητός, όταν θέλει να χαρακτηρίσει κάποιον «αθάνατο» και παντοτεινό, ο λογισμός του στρέφεται στα βουνά.
Στέκουν έτσι ορθόστητα και περήφανα εκατομμύρια χρόνια. Είναι έτσι αμετάβλητα και σήμερα. Θα παραμείνουν επιβλητικά κι αιώνια και στις χιλιάδες τα χρόνια που θα ακολουθήσουν. Τα βουνά στέκουν έξω από τον παντοδύναμο νόμο της φθοράς των ανθρώπων. Δε γνωρίζουν τη γέννηση και τον θάνατο. Οι βιολογικοί νόμοι των γηρατειών και του θανάτου δεν ισχύουν για τα βουνά. Ο θνητός που καρτεράει το Χάρο και μαζί του τον θάνατο, μακαρίζει την αθανασία των βουνών.
Καλότυχά ναι τα βουνά, καλότυχοι είν’ οι κάμποι,
που θάνατο δεν καρτερούν, χάρο δεν περιμένουν,
μόν’ καρτερούν την άνοιξη, τ’ όμορφο καλοκαίρι,
να πρασινίσουν τα βουνά, να λουλουδούν οι κάμποι.
που θάνατο δεν καρτερούν, χάρο δεν περιμένουν,
μόν’ καρτερούν την άνοιξη, τ’ όμορφο καλοκαίρι,
να πρασινίσουν τα βουνά, να λουλουδούν οι κάμποι.
Ο μακαρισμός του λαού για τα βουνά είναι βαθύψυχος κατακαημός. Αρχίζει με τον πρώτο στίχο, όπου καλοτυχίζονται τα βουνά, γιατί δεν παντέχουν το χάρο. Και το τραγούδι τελειώνει με το όραμα της άνοιξης: Καταπράσινα και ροδαμισμένα τα βουνά. Πλημμυρισμένοι μέσα σε μια θάλασσα από αγριολούλουδα οι κάμποι. Και όλα αυτά σε μια κορυφαία αντίθεση με την αδυσώπητη μαυρίλα του θανάτου και το αναμενόμενο τέλος του θνητού. Ύστερα από το δοξαστικό εγκώμιο της υπέρτατης χαράς και ευτυχίας, βρίσκεται ο δεύτερος στίχος του τραγουδιού, όπου παραμονεύει ο θάνατος. Και ξαφνικά αλλάζουν όλα χρωματισμό μέσα στη στοχαστικότητα του ποιητή λαού.
Η ευτυχία και η αιωνιότητα, οι πρασινάδες και τ’ αγριολούλουδα της άνοιξης, δένονται σε έναν περιπαθέστατο θρήνο για τη θνητότητα του ανθρώπου. Ανάμεσα στον πρόλογο και τον επίλογο του τραγουδιού για την αθανασία των βουνών, βρίσκεται η θνητή μοίρα του ανθρώπου. Αλλά η διαπίστωση αυτή δεν γεμίζει με ηττοπάθεια τον ποιητή Λαό. Μέσα στα λιανοχορταρούδια της γης στήνει τρανό χορό, ξεφάντωμα της ψυχής και του κορμιού. Η αγάπη του λαού για τα βουνά διαχύνεται σα σταλαγμός σε όλη την ποίησή του. Δεν χάνει ποτέ ευκαιρία που να μην μετουσιώσει σε τραγούδι και μουσική αυτή την αγάπη, να μην την κάνει κελαϊδισμό των πουλιών, να μην τη βάλει στο στόμα κάποιου ήρωα, να μην δοξάσει τα βουνά με τη γλώσσα της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Όση είναι η αγάπη του λαού για τα βουνά, άλλος τόσος είναι κι ο πόνος του όταν αποχωρίζεται απ’ αυτά.
Τα βουνά είναι αναπόσπαστο μέρος της ζωής του, κομμάτι της ψυχής του, σελίδα πολυδύναμη της ιστορίας του, λαβωματιά και προσδοκία των αγώνων του. Είναι γνωστό το παράδειγμα του Κατσαντώνη, όταν λαβωμένον κι άρρωστο τον πηγαίναν στον τύραννο να λογοδοτήσει για τ’ ανδραγαθήματά του. Ο Κατσαντώνης δεν στοχάζεται την αιχμαλωσία, δεν τον απασχολούν ο πυρετός και η βαριά λαβωματιά του. Δεν παρακαλάει να του χαρίσουν τη ζωή. Διατυπώνει μόνο μια στερνή επιθυμία: ν’ αποχαιρετήσει τα αγραφιώτικα βουνά.
Τούρκοι, βαστάτε τ΄ άλογα λίγο να ξανασάνω,
να χαιρετήσω τα βουνά και τις κοντοραχούλες.
να χαιρετήσω τα βουνά και τις κοντοραχούλες.
Μέσα στην περιπαθέστατη εκείνη ματιά του Κατσαντώνη, του σταυραετού που αποχαιρετάει τα Άγραφα και τα Τζουμέρκα, κρύβεται η λατρεία του λαού για τα βουνά. Τα βουνά σαν λημέρια των κλεφτών, σαν αδάμαστοι κι αναλλοίωτοι όγκοι, τα βουνά σαν απέθαντα σύμβολα παλληκαριάς, είναι αυτά που μεγαλώνουν τις εσωτερικές διαστάσεις του λαού σε όλες τις εκφάνσεις του βίου του:
Όσα βουνά σεργιάνισα, ν΄όσες κοντοραχούλες,
σαν τ΄ Αγραφιώτικα βουνά, ν’ άλλα βουνά δεν ηύρα.
Είχαν σαράντα δυο κορφές και ξήντα δυο βρυσούλες,
κάθε βρυσούλα και κλαρί, κάθε κλαρί και κλέφτης.
Μάνα μου δεν τα πάτησα παρά σαράντα χρόνια.
σαν τ΄ Αγραφιώτικα βουνά, ν’ άλλα βουνά δεν ηύρα.
Είχαν σαράντα δυο κορφές και ξήντα δυο βρυσούλες,
κάθε βρυσούλα και κλαρί, κάθε κλαρί και κλέφτης.
Μάνα μου δεν τα πάτησα παρά σαράντα χρόνια.
Τα βουνά γίνονται στα χείλη του λαού μέσα για να εκφράσει τους καημούς και τους πόθους του, τις χαρές και τους πόνους του, τις λαχτάρες και τις απαντοχές του. Είτε εγκωμιάζει ηρωικά κατορθώματα είτε μοιρολογεί το χαμό των κλεφτών είτε τραγουδάει τον έρωτα και τη ζωή είτε χορεύει στο γάμο και στο πανηγύρι, ο ποιητής Λαός έχει μπροστά του την αιώνια λυγεράδα των βουνών:
Βελούχια μου παράμορφα κι οξυές ζωγραφισμένες,
λειώστε τα χιόνια γρήγορα να χορταριάσει ο τόπος,
ν’ ανοίξει ο γαύρος και η οξυά, να ισκιώσουν τα λημέρια,
να βγουν οι βλάχοι στα βουνά, λαλώντας τις φλογέρες.
λειώστε τα χιόνια γρήγορα να χορταριάσει ο τόπος,
ν’ ανοίξει ο γαύρος και η οξυά, να ισκιώσουν τα λημέρια,
να βγουν οι βλάχοι στα βουνά, λαλώντας τις φλογέρες.
Με τόση δύναμη ο λαός τραγουδάει τα βουνά, που είναι σα να θέλει να εξομοιωθεί μαζί τους. Σα να θέλει να πάρει τις διαστάσεις τους, σαν να επιθυμεί να γίνει κι αυτός πελώριο βουνό. Την αντοχή τους στο χρόνο, θέλει να την κάνει δική του αντοχή. Την περηφάνια τους, να την κάμει δική του λεβεντιά. Το ψήλωμά τους, να το κάμει δική του εσωτερική ανάταση. Το προνόμιό τους να στέκουν ολόρθα στους ανέμους και στα χαλαζοβρόχια, να το κάμει και δική του γιγάντια θέληση. Το απρόσιτο και το δυσκολοπάτητο των κορυφών τους, να το κάμει δική του ψυχική και σωματική αντίσταση στους ανάποδους καιρούς.
Η ψυχή του, περήφανη σαν τα βουνά, νιώθει άβολα στους κάμπους. Μέσα στις αγκαλιές των βουνών η ψυχή του λαού βρίσκει τον καλύτερο και δημιουργικότερο εαυτό της, την ποιητικότερη και λυρικότερη έκφρασή της, τον μουσικότερο κελαϊδισμό της, την πιο γνήσια άνθιση των αισθημάτων της, την αληθινότερη γλώσσα της, τον χορευτικότερο κυματισμό της. «Τα χιόνια και τα κρούσταλλα, που φέρνουν το χειμώνα, τα ντέρτια και τα βάσανα, που φέρνουν τα μαράζια», όλα αυτά ξεχνιούνται μπροστά στη φλογερή επιθυμία να ανεβεί στα βουνά για ν’ ακούσει τη λαλιά της πέρδικας, το λυπητερό τραγούδι της τρυγόνας, τη συμφωνία του δάσους:
Θέλω ν’ ανέβω σε βουνά, σ’ ένα μαρμαροβούνι,
να βρω μια πέτρα ριζιμιά, να σταυρωθώ, να κάτσω,
ν’ αφουγκραστώ την πέρδικα, την αηδονολαλούσα.
να βρω μια πέτρα ριζιμιά, να σταυρωθώ, να κάτσω,
ν’ αφουγκραστώ την πέρδικα, την αηδονολαλούσα.
Χαίρεται και τραγουδάει ο λαός τα βουνά όχι ανεξάρτητα από τον εαυτό του. Αλλά σε συνάρτηση με τη δική του ιστορική παρουσία, τους δικούς του αγώνες, τη δική του δραστηριότητα, με τα δικά του πάθη, για να εκφράσει δικές του πολιτιστικές ανάγκες. Ο λαός δεν κάνει τέχνη τη φύση. Αλλά τέχνη για τον εαυτό του, για τον άνθρωπο που ζει και αγωνίζεται πάνω στα βουνά. Όμως αυτά δεν έχουν αξία χωρίς τη δική του δυναμογόνα παρουσία. Τα κορφοβούνια και οι πλαγιές, οι βρύσες, τα έλατα, τα πουλιά και ο ήλιος ο πολύχρυσος παίρνουν αξία μόνο σε σχέση με την ιστορική και ψυχική ζωή του λαού. Τα βουνά και η φύση για τον ποιητή Λαό γίνονται πλαίσιο για να δώσει καλλιτεχνική μορφή στα δικά του βιώματα και συναισθήματα:
Ποιος είδε τέτιο θάμασμα, παράξενο μεγάλο,
να κουβεντιάζουν τα βουνά με τις κοντοραχούλες!
Η Λιάκουρα της Λειβαδιάς κι η Γκιώνα του Σαλώνου,
και τα Βαρδούσια τα ψηλά κι οι παλιο-Καταβόθρες,
που σώσανε την κλεφτουριά και τους καπεταναίους,
το .ρόσο τον περήφανο, το Φλώρι το λεβέντη,
το Γιάννη από τους Ξυλικούς που είχε πέντε αδερφάδες.
Η μια τον κλαίει το πρωί κι οι δυο το μεσημέρι,
κι απάν’ στο γέρμα του ηλιού τον κλαιν ούλες αντάμα,
στα παραθύρια κάθονται τους κάμπους αγναντεύουν.
να κουβεντιάζουν τα βουνά με τις κοντοραχούλες!
Η Λιάκουρα της Λειβαδιάς κι η Γκιώνα του Σαλώνου,
και τα Βαρδούσια τα ψηλά κι οι παλιο-Καταβόθρες,
που σώσανε την κλεφτουριά και τους καπεταναίους,
το .ρόσο τον περήφανο, το Φλώρι το λεβέντη,
το Γιάννη από τους Ξυλικούς που είχε πέντε αδερφάδες.
Η μια τον κλαίει το πρωί κι οι δυο το μεσημέρι,
κι απάν’ στο γέρμα του ηλιού τον κλαιν ούλες αντάμα,
στα παραθύρια κάθονται τους κάμπους αγναντεύουν.
Με τα βουνά ο ποιητής λαός, αυτός ο αθάνατος πατέρας της νεοελληνικής τέχνης και της νεοελληνικής μουσικής, ταύτισε ιστορικά και ψυχικά τον εαυτό του. Το τραγούδι και η μουσική του είναι πλεγμένα με την αδρή παρουσία των βουνών. Ο πολιτισμός του και οι αγώνες του για την εθνική μας ανεξαρτησία, γράφονται πάνω στα βουνά, με της ψυχής του τον οίστρο, με της καρδιάς του το χτύπο, με του τραγουδιού την πυρωμένη λαχτάρα.
Από τη μυθική εποχή του .ευκαλίωνα ώς τους νεότερους καιρούς, το ελληνικό Γένος, σφιχτοδεμένο με τη γη του, έζησε και θα ζήσει σε πείσμα όλων των σφοδρών ανέμων της ιστορίας. Η ελληνική γη ήταν η αρχή του, αυτή και η ζωή του. Μέσα στη θερμή αγκαλιά της γης του, το ελληνικό Γένος έζησε ολόπλευρα τη μοίρα της ιστορίας του. Στα στοργικά σπλάχνα της γης βρήκε ξεκούραση, όταν του θανάτου η ολόμαυρη νύχτα του στέρησε το φως της ζωής. Αναπόσπαστο τμήμα της ελληνικής γης, της ελληνικής ψυχής είναι τα βουνά. Γι’ αυτό και η ελληνική τέχνη, ο ελληνικός χαρακτήρας, η ελληνική ψυχοσύνθεση είναι βαθιά ζυμωμένα με την ελληνική γη και τα ελληνικά βουνά.
Απ’ αυτή τη σχέση τοπίου με τον άνθρωπο πηγάζει και το αίσθημα της ελληνικής φυσιολατρίας, η ελληνική παράδοση, το ελληνικό τραγούδι, η ελληνική μουσική. Το βουνό και το κύμα, ο βράχος και το λιμάνι είναι βαθιά αποτυπωμένα στην ψυχή του λαού, στην παράδοση του γένους. Η ευαισθησία του ελληνικού λαού είναι τόσο λεπτή και αυθόρμητη, που ψυχώνει ακόμα και τα άψυχα. Τα δέντρα και τα πουλιά, οι βρύσες και τα ποτάμια γίνονται σύντροφοι και αδερφοποιτοί του λαού στον αγώνα του να ανυψώσει αισθητικά τον εαυτό του:
Ένα πουλάκι πράσινο, με πράσινα φτερούγια,
σ’ ένα κλαράκι λάλησε και τα βουνά αγναντεύει
τη Γκιώνα και τον Παρνασσό κι αυτές τις Καταβόθρες.
Βασιλοπούλα τ’ άκουσε και το καλοτυχαίνει:
— Καλότυχό μου, συ πουλί, με τη λαλίτσα πόχεις…
σ’ ένα κλαράκι λάλησε και τα βουνά αγναντεύει
τη Γκιώνα και τον Παρνασσό κι αυτές τις Καταβόθρες.
Βασιλοπούλα τ’ άκουσε και το καλοτυχαίνει:
— Καλότυχό μου, συ πουλί, με τη λαλίτσα πόχεις…
Αλλά η τέχνη δεν είναι «μίμηση» της φύσης, όπως υπέθεσαν ο Πλάτων κι ο Αριστοτέλης, ούτε καθρέφτης του φυσικού περιβάλλοντος, όπως είπε ο Σαίξπηρ στον «Άμλετ». Η τέχνη είναι αναπαραγωγή των σχέσεων του ανθρώπου με τη φύση και την κοινωνία. Ο άνθρωπος με την τέχνη του υποκειμενοποιεί αυτό που υπάρχει και δημιουργείται αντικειμενικά. Η τέχνη είναι υποκειμενοποίηση της αντικειμενικής πραγματικότητας. Είναι ο εξωτερικός κόσμος που τελετουργείται μέσα στην ψυχή του ανθρώπου. Σε μια τέτοια σχέση βρίσκεται η ποίηση του ελληνικού λαού που εξυμνεί τα βουνά. Κοιμούνται οι βουνοκορφές στην αγκαλιά της νύχτας, ενώ η ψυχή του λαού κάνει τα πεύκα να βογγούν και τις οξυές να τρίζουν.
Μεγαλοδύναμη ξετυλίγεται η αρμονική συνύπαρξη του ανθρώπου με τη φύση. Τα βουνά απλώνουν απεριόριστα την εξουσία της πολυσήμαντης σιωπής τους. Τα αιωνόβια δέντρα ανεβαίνουν ψηλόκορμα από τα δυνατά σπλάχνα της γης, ορθώνοντας το κορμί τους στέρεο και ακατάλυτο στα μαστιγώματα της μπόρας και του χιονιού. Κάτω από την κρυστάλλινη διαύγεια του κατάστερου ουρανού και τις επιβλητικές κορφές των βουνών, πλάθεται και ζυμώνεται ο λαϊκός πολιτισμός, η ποίηση και η μουσική του λαού, η καλλιτεχνική του βιολειτουργικότητα.
Η συμφωνία του βουνού και του λόγγου, ο ήχος της πέτρας και το θρόισμα των ελατιών, αποτυπώνονται στην ίδια την ψυχή του πολιτισμού. Σε μικροπολιτείες χαμένες μέσα στα βουνά, σε χωριά μαντρωμένα από απάτητους βράχους και δαρμένα από θυμούς καταιγίδων, άνθισε το μελωδικό τραγούδι του λαϊκού πολιτισμού. Πάνω στα βουνά αναπτύχθηκε ο ποιμενικός βίος, το τσελιγκάτο, που στους κόλπους του βλάστησαν το λαϊκό δίκαιο, η τιμή, η παλικαριά, το τραγούδι, η μουσική, η χειροτεχνία, η υφαντική, η ξυλογλυπτική. Έγιναν βίωμα και απαντοχή όλες οι πολύχυμες αξίες του λαϊκού πολιτισμού, της ελληνικής παράδοσης:
Το βλέπεις κείνο το βουνό το παραψηλωμένο,
στον πάτο βόσκουν πρόβατα και στην κορφή τα γίδια.
στον πάτο βόσκουν πρόβατα και στην κορφή τα γίδια.
Ο τσοπάνος με τη λυγμόλαλη φλογέρα του έγινε ραψωδός των πόθων και των πόνων των συνανθρώπων του, μελωδός των εθνικών κατακαημών, αφηγητής των ηρωικών αθλημάτων του λαού, τραγουδιστής και νυχτοπερπατάρης πάνω στα ευρυτανικά κορφοβούνια. Οι τσοπάνηδες, οι αγωγιάτες, οι δραγάτες, όλοι αυτοί οι άνθρωποι του βουνού είχαν τον πέτρινο χαρακτήρα της ορεινής Ελλάδας, το όρθιο φρόνημα που έφτανε ως τις ανεμόδαρτες κορφές των Αγράφων. Και πάνω απ’ όλα είχαν τη μουσική διάθεση του αηδονιού.
Μέσα στον κόσμο αυτό οι άνθρωποι δεν φορούσαν προσωπείο, αλλά είχαν πρόσωπο. Εδώ οι άνθρωποι δεν ήταν αδιάφοροι ο ένας για τον άλλο, δεν έπασχαν από ψυχική ερημία. Οι ανθρώπινες σχέσεις δεν ήταν ψεύτικες και κίβδηλες. Η ανθρώπινη κοινωνικότητα δεν ήταν «κατά συμβεβηκός», δεν κλεινόταν η ψυχή και δεν φραζόταν ο νους. Εδώ η συντροφικότητα και η αδερφοσύνη δεν ήταν αξίες χωρίς περιεχόμενο, λέξεις χωρίς νόημα, καρδιά χωρίς αίσθημα, νους χωρίς σκέψη. Εδώ οι άνθρωποι ήταν αληθινοί, ζούσαν ο ένας με τον άλλο, το άτομο με την ολότητα. Οι ανθρώπινες σχέσεις ήταν ανάβρυσμα ψυχισμού, η κοινωνικότητα οργανικό ανθρώπινο βίωμα, η ψυχή ήταν ένας ολάνοιχτος κόσμος στον διπλανό. Η συντροφικότητα και η αδερφοσύνη ήταν βιολειτουργικές αξίες με βαθύ περιεχόμενο, με ουσιαστικό νόημα.
Ο ποιητικός οίστρος του λαού ξεπηδάει από μέσα του αυθόρμητα, αβίαστα, αληθινά σαν τη βρύση στο λόγγο. Ακούγεται πότε σαν θρίαμβος χαράς, άλλοτε σαν θρήνος ψαλμωδικός και πότε σαν βαθύ παράπονο. Αλλά κι αν η φύση δεν έχει δικούς της καημούς και δεν περιμένει το θάνατο, παρουσιάζεται ωστόσο να νιώθει τους καημούς των παιδιών της, να θρηνεί όταν διαβαίνει ο Χάροντας με την πένθιμη συντροφιά του:
Γιατί είναι μαύρα τα βουνά και στέκουν βουρκωμένα,
μην άνεμος τα πολεμά, μήνα βροχή τα δέρνει;
Μήδ’ άνεμος τα πολεμά, μηδέ βροχή τα δέρνει,
μόνο διαβαίνει ο χάροντας με τους αποθαμένους.
μην άνεμος τα πολεμά, μήνα βροχή τα δέρνει;
Μήδ’ άνεμος τα πολεμά, μηδέ βροχή τα δέρνει,
μόνο διαβαίνει ο χάροντας με τους αποθαμένους.
Η θλιβερή συνοδεία αργοδιαβαίνει και το κλάμα του βουνού αντιλαλεί στα φαράγγια και στα ψηλώματα. Η στερνή επιθυμία του κλέφτη ακούγεται σαν μια επίκληση προς τους συντρόφους του για να τον συνδέσουν αιώνια με την ελληνική φύση, με τα αιωνόβια ελληνικά κορφοβούνια. Θέλει να αισθάνεται ότι συνυπάρχει και εξακολουθεί να ζει μ’ αυτά:
Για πάρτε με και βγάλτε με σε μια ψηλή ραχούλα,
και στρώστε μου χλωρά κλαδιά και βάλτε με να κάτσω.
Να στέκω ορθός να πολεμώ και δίπλα να γεμίζω.
Και στη δεξιά μου τη μεριά ν’ αφήστε παραθύρι,
να μπαινοβγαίνουν τα πουλιά, της άνοιξης τ’ αηδόνια.
και στρώστε μου χλωρά κλαδιά και βάλτε με να κάτσω.
Να στέκω ορθός να πολεμώ και δίπλα να γεμίζω.
Και στη δεξιά μου τη μεριά ν’ αφήστε παραθύρι,
να μπαινοβγαίνουν τα πουλιά, της άνοιξης τ’ αηδόνια.
Αλλά «σκιάς όναρ γαρ ο άνθρωπος» λέγει ο Πίνδαρος. Σαν διαβατάρικα πουλιά οι γενιές των ανθρώπων διαδέχονται η μια την άλλη. Και αυτό ακριβώς υποδηλώνει και ο λαϊκός στοχαστής: Σαν τ’ όνειρο που είδα χτες, κοντά να ξημερώσει/ έτσι είναι τούτος ο ντουνιάς, ο ψεύτικος ο κόσμος. Η διαδοχή των γενεών υπακούει στον διαιώνιο νόμο των ανθρώπων ως βιολειτουργικών οντοτήτων. Και αυτό δεν αλλάζει με τίποτε.
Αν πεθαίνουν όμως οι συγκεκριμένες μορφές των ανθρώπων, η ζωή μένει αθάνατη. Ο ελληνικός λαός, από την αυγή της ιστορίας του, από το ξημέρωμα του πολιτισμού του, δεν έπαψε να οραματίζεται την πρόοδο, να πορεύεται από τη σκλαβιά της ανάγκης στο ξέφωτο της ελευθερίας. Η πορεία προς τα μπρος κι όχι προς τα πίσω, είναι η μοίρα κάθε λαού, γενικά του ανθρώπου. Ο κόσμος, η ζωή, ο πολιτισμός, η ιστορία είναι κίνηση ατελεύτητη. Ο άνθρωπος καταξιώνεται, γίνεται αθάνατος σαν τα βουνά, μέσα σ’ αυτή την αέναη λειτουργική πορεία της αναβάθμισης. Πορεία στον πολιτισμό δεν σημαίνει απλώς οδεύω, περπατώ, βαδίζω, οδοιπορώ, πορεύομαι από ένα σε άλλο σημείο, μεταβαίνω από το χθες στο σήμερα. Πορεία στον πολιτισμό σημαίνει προσπάθεια για τη βελτίωση και την ανύψωση της ζωής, αγώνας για τη δημιουργία αξιών, πράξη και σκέψη για την καταξίωση του ανθρώπου, εξέλιξη και μεταβολή, πλεύση από μια σε άλλη κατάσταση, όδευση ιστορική και κοινωνική, μετάβαση από το παρελθόν στο παρόν, από το απλό στο σύνθετο, από το κατώτερο στο ανώτερο. «Πορεία» είναι η πράξη και το αποτέλεσμα του «πορεύομαι». Μέσα στην απλότητα όμως ενυπάρχει η πολλαπλότητα. Πορεύομαι στον πολιτισμό σημαίνει πλαστουργώ και δημιουργώ, αγωνίζομαι ν’ ανοίξω καινούριους ορίζοντες, να πλάσω νέες μορφές βίου, ν’ ανεβάσω ψηλότερα τον άνθρωπο, να μεταβάλω τον κόσμο, να κάμω τη ζωή «μέγα καλό και πρώτο». Πορεύομαι στον πολιτισμό σημαίνει δημιουργώ επιστήμη, κάνω τέχνη, πλάθω θεσμούς, οργανώνω πολιτεία, ερμηνεύω τον κόσμο, ιεραρχώ τις αξίες, βάζω στόχους πνευματικούς και κοινωνικούς, αναζητώ το καλύτερο, προβληματίζομαι, ενεργώ, μάχομαι για το τελειότερο.
Στο πλαίσιο του πολύπλευρου αυτού αγώνα ο ευρυτανικός λαός χαιρετάει τα βουνά σαν σύμβολο του παραδοσιακού του πολιτισμού:
Γεια σας βουνά με τους γκρεμούς, λαγκάδια με τις πάχνες
Πηγή
evrytania.gr
=====================evrytania.gr
"O σιωπών δοκεί συναινείν"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.