θάνατο. Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί...`
Η
«Σπανιόλικη Νύχτα (Αγάπη)», Αθήνα 1985 (1938).
[Ἀνοιξιάτικο βράδι. Μεγάλο δωμάτιο παλιοῦ σπιτιοῦ. Μιά ἡλικιωμένη γυναίκα, ντυμένη στά μαῦρα, μιλάει σ' ἕναν νέο. Δέν ἔχουν ἀνάψει φῶς. Ἀπ' τά δυό παράθυρα μπαίνει ἕνα ἀμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα νά πῶ1 ὅτι ἡ Γυναίκα μέ τά Μαῦρα ἔχει ἐκδώσει δυό-τρεῖς ἐνδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές θρησκευτικῆς πνοῆς. Λοιπόν, ἡ Γυναίκα μέ τά Μαῦρα μιλάει στόν Νέο]:
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. Τί φεγγάρι ἀπόψε! | |
5 | Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. Ὅταν ἔχει φεγγάρι μεγαλώνουν οἱ σκιές μές στό σπίτι, ἀόρατα χέρια τραβοῦν τίς κουρτίνες,2 ἕνα δάχτυλο ἀχνό γράφει στή σκόνη τοῦ πιάνου3 λησμονημένα λόγια — δέ θέλω νά τ' ἀκούσω. Σώπα. |
10 | Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου λίγο πιό κάτου, ὥς τή μάντρα τοῦ τουβλάδικου, ὥς ἐκεῖ πού στρίβει ὁ δρόμος καί φαίνεται ἡ πολιτεία τσιμεντένια κι ἀέρινη, ἀσβεστωμένη μέ φεγγαρόφωτο, τόσο ἀδιάφορη κι ἄϋλη |
15 | τόσο θετική σάν μεταφυσική4 πού μπορεῖς ἐπιτέλους νά πιστέψεις πώς ὑπάρχεις καί δέν ὑπάρχεις πώς ποτέ δέν ὑπῆρξες, δέν ὑπῆρξε ο χρόνος κ' ἡ φθορά του.5 Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. |
20 | Θά καθήσουμε λίγο στό πεζούλι, πάνω στό ὕψωμα, |
25 | νιώθεις κρουστό τό λαιμό σου, τά πλευρά σου, τή σάρκα σου, κ' ἔτσι σφιγμένος μές στούς μυῶνες τοῦ γαλάζιου ἀγέρα, μέσα στά ρωμαλέα νεῦρα τοῦ ὕψους, δέν ἔχει σημασία ἄν φεύγεις ἤ ἄν γυρίζεις κι οὔτε ἔχει σημασία πού ἀσπρίσαν τά μαλλιά μου, |
30 | (δέν εἶναι τοῦτο ἡ λύπη μου — ἡ λύπη μου εἶναι πού δέν ἀσπρίζει κ' ἡ καρδιά μου). Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. Τό ξέρω πώς καθένας μονάχος πορεύεται στόν ἔρωτα, μονάχος στή δόξα καί στό θάνατο.6 |
35 | Τό ξέρω. Τό δοκίμασα. Δέν ὠφελεῖ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. Τοῦτο τό σπίτι στοίχειωσε, μέ διώχνει — θέλω νά πῶ ἔχει παλιώσει πολύ, τά καρφιά ξεκολλᾶνε, τά κάδρα ρίχνονται σά νά βουτᾶνε στό κενό, |
40 | οἱ σουβάδες πέφτουν ἀθόρυβα |
45 | λέω γιά τήν πολυθρόνα,8 πολύ ἀναπαυτική, μποροῦσες ὧρες ὁλόκληρες νά κάθεσαι καί μέ κλεισμένα μάτια νά ὀνειρεύεσαι ὅ,τι τύχει — μιάν ἀμμουδιά στρωτή, νοτισμένη, στιλβωμένη ἀπό φεγγάρι, πιό στιλβωμένη ἀπ' τά παλιά λουστρίνια μου πού κάθε μήνα τά δίνω στό στιλβωτήριο τῆς γωνιᾶς, ἤ ἕνα πανί ψαρόβαρκας πού χάνεται στό βάθος λικνισμένο ἀπ' τήν ἴδια του ἀνάσα, |
50 | τριγωνικό πανί σά μαντίλι διπλωμένο λοξά μόνο στά δυό σά νά μήν εἶχε τίποτα νά κλείσει ἤ νά κρατήσει ἤ ν' ἀνεμίσει διάπλατο σέ ἀποχαιρετισμό. Πάντα μου εἶχα μανία μέ τά μαντίλια, ὄχι γιά νά κρατήσω τίποτα δεμένο, τίποτα σπόρους λουλουδιῶν ἤ χαμομήλι μαζεμένο στούς ἀγρούς μέ τό λιόγερμα |
55 | ἤ νά τό δέσω τέσσερις κόμπους σάν τό σκουφί πού φορᾶνε οἱ ἐργάτες στ' ἀντικρυνό γιαπί ἤ νά σκουπίζω τά μάτια μου, — διατήρησα καλή τήν ὅρασή μου· ποτέ μου δέ φόρεσα γυαλιά. Μιά ἁπλή ἰδιοτροπία τά μαντίλια.9 Τώρα τά διπλώνω στά τέσσερα, στά ὀχτώ, στά δεκάξη ν' ἀπασχολῶ τά δάχτυλά μου. Καί τώρα θυμήθηκα |
60 | πώς ἔτσι μετροῦσα τή μουσική σάν πήγαινα στό Ὠδεῖο10 μέ μπλέ ποδιά κι ἄσπρο γιακά, μέ δυό ξανθές πλεξοῦδες — 8, 16, 32, 64, — κρατημένη ἀπ' τό χέρι μιᾶς μικρῆς φίλης μου ροδακινιᾶς ὅλο φῶς καί ρόζ λουλούδια, (συχώρεσέ μου αὐτά τά λόγια — κακή συνήθεια11) — 32, 64, — κ' οἱ δικοί μου στήριζαν |
65 | μεγάλες ἐλπίδες στό μουσικό μου τάλαντο. Λοιπόν, σοὔλεγα γιά τήν πολυθρόνα — ξεκοιλιασμένη — φαίνονται οἱ σκουριασμένες σοῦστες, τά ἄχερα — ἔλεγα νά τήν πάω δίπλα στό ἐπιπλοποιεῖο, μά ποῦ καιρός καί λεφτά καί διάθεση — τί νά πρωτοδιορθώσεις; — ἔλεγα νά ρίξω ἕνα σεντόνι πάνω της, — φοβήθηκα |
70 | τ' ἄσπρο σεντόνι12 σέ τέτοιο φεγγαρόφωτο. Ἐδῶ κάθησαν ἄνθρωποι πού ὀνειρεύτηκαν μεγάλα ὄνειρα, ὅπως κ' ἐσύ κι ὅπως κ' ἐγώ ἄλλωστε, καί τώρα ξεκουράζονται κάτω ἀπ' τό χῶμα δίχως νά ἐνοχλοῦνται ἀπ' τή βροχή ἤ τό φεγγάρι. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. Θά σταθοῦμε λιγάκι στήν κορφή τῆς μαρμάρινης σκάλας τοῦ Ἅη-Νικόλα,13 |
75 | ὕστερα ἐσύ θά κατηφορίσεις κ' ἐγώ θά γυρίσω πίσω ἔχοντας στ' ἀριστερό πλευρό μου τή ζέστα ἀπ' τό τυχαῖο ἄγγιγμα τοῦ σακκακιοῦ σου κι ἀκόμη μερικά τετράγωνα φῶτα ἀπό μικρά συνοικιακά παράθυρα κι αὐτή τήν πάλλευκη ἄχνα ἀπ' τό φεγγάρι ποὖναι σά μιά μεγάλη συνοδεία ἀσημένιων κύκνων — καί δέ φοβᾶμαι αὐτή τήν ἔκφραση, γιατί ἐγώ |
80 | πολλές ἀνοιξιάτικες νύχτες συνομίλησα ἄλλοτε μέ τό Θεό πού μοῦ ἐμφανίστηκε ντυμένος τήν ἀχλύ καί τή δόξα ἑνός τέτοιου σεληνόφωτος, καί πολλούς νέους, πιό ὡραίους κι ἀπό σένα ἀκόμη, τοῦ ἐθυσίασα,14 ἔτσι λευκή κι ἀπρόσιτη ν' ἀτμίζομαι15 μές στή λευκή μου φλόγα, στή λευκότητα τοῦ σεληνόφωτος, πυρπολημένη ἀπ' τ' ἀδηφάγα μάτια τῶν ἀντρῶν κι ἀπ' τή δισταχτικήν ἔκσταση τῶν ἐφήβων, |
85 | πολιορκημένη ἀπό ἐξαίσια, ἡλιοκαμμένα σώματα, ἄλκιμα16 μέλη γυμνασμένα στό κολύμπι, στό κουπί, στό στίβο, στό ποδόσφαιρο (πού ἔκανα πώς δέν τἄβλεπα) μέτωπα, χείλη καί λαιμοί, γόνατα, δάχτυλα καί μάτια, στέρνα καί μπράτσα καί μηροί (κι ἀλήθεια δέν τἄβλεπα) — ξέρεις, καμμιά φορά, θαυμάζοντας, ξεχνᾶς, ὅ,τι θαυμάζεις, σοῦ φτάνει ὁ θαυμασμός σου,17 — |
90 | θέ μου, τί μάτια πάναστρα,18 κι ἀνυψωνόμουν σέ μιάν ἀποθέωση ἀρνημένων ἄστρων γιατί, ἔτσι πολιορκημένη ἀπ' ἔξω κι ἀπό μέσα, ἄλλος δρόμος δε μοὔμενε παρά μονάχα πρός τά πάνω ἤ πρός τά κάτω. — Ὄχι, δέ φτάνει. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. Τό ξέρω ἡ ὥρα πιά εἶναι περασμένη. Ἄφησέ με, |
95 | γιατί τόσα χρόνια, μέρες καί νύχτες καί πορφυρά μεσημέρια, ἔμεινα μόνη, ἀνένδοτη, μόνη καί πάναγνη, ἀκόμη στή συζυγική μου κλίνη πάναγνη καί μόνη, γράφοντας ἔνδοξους στίχους στά γόνατα τοῦ Θεοῦ, στίχους πού, σέ διαβεβαιῶ, θά μείνουνε σά λαξευμένοι σέ ἄμεμπτο μαρμαρο19 |
100 | πέρα ἀπ' τή ζωή μου καί τή ζωή σου, πέρα πολύ. Δέ φτάνει. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. Τοῦτο τό σπίτι20 δέ μέ σηκώνει πιά. Δέν ἀντέχω νά τό σηκώνω στή ράχη μου. Πρέπει πάντα νά προσέχεις, νά προσέχεις, |
105 | νά στεριώνεις τόν τοῖχο μέ τό μεγάλο μπουφέ νά στεριώνεις τόν μπουφέ μέ τό πανάρχαιο σκαλιστό τραπέζι νά στεριώνεις τό τραπέζι μέ τίς καρέκλες νά στεριώνεις τίς καρέκλες μέ τά χέρια σου νά βάζεις τόν ὦμο σου κάτω ἀπ' τό δοκάρι πού κρέμασε. |
110 | Καί τό πιάνο, σά μαῦρο φέρετρο κλεισμένο. Δέν τολμᾶς νά τ' ἀνοίξεις. Ὅλο νά προσέχεις, νά προσέχεις, μήν πέσουν, μήν πέσεις. Δἐν ἀντέχω. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. Τοῦτο τό σπίτι, παρ' ὅλους τούς νεκρούς του, δέν ἐννοεῖ νά πεθάνει. Ἐπιμένει νά ζεῖ μέ τούς νεκρούς του |
115 | νά ζεῖ ἀπ' τούς νεκρούς του νά ζεῖ ἀπ' τή βεβαιότητα τοῦ θανάτου του καί νά νοικοκυρεύει ἀκόμη τούς νεκρούς του σ' ἑτοιμόρροπα κρεββάτια καί ράφια.21 Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. Ἐδῶ, ὅσο σιγά κι ἄν περπατήσω μές στήν ἄχνα τῆς βραδιᾶς, |
120 | εἴτε μέ τίς παντοῦφλες, εἴτε ξυπόλυτη, κάτι θά τρίξει, — ἕνα τζάμι ραγίζει ἤ κάποιος καθρέφτης,22 κάποια βήματα ἀκούγονται, — δέν εἶναι δικά μου. Ἔξω, στό δρόμο μπορεῖ νά μήν ἀκούγονται τοῦτα τά βήματα, — ἡ μεταμέλεια, λένε, φοράει ξυλοπάπουτσα,23 — |
125 | κι ἄν κάνεις νά κοιτάξεις σ' αὐτόν ἤ στόν ἄλλον καθρέφτη, πίσω ἀπ' τή σκόνη καί τίς ραγισματιές,24 διακρίνεις πιό θαμπό καί πιό τεμαχισμένο τό πρόσωπό σου, τό πρόσωπό σου πού ἄλλο δέ ζήτησες στή ζωή παρά νά τό κρατήσεις καθάριο κι ἀδιαίρετο. Τά χείλη τοῦ ποτηριοῦ γυαλίζουν στό φεγγαρόφωτο |
130 | σάν κυκλικό ξυράφι — πῶς νά τό φέρω στά χείλη μου; ὅσο κι ἄν διψῶ, — πῶς νά τό φέρω; — Βλέπεις; ἔχω ἀκόμη διάθεση γιά παρομοιώσεις, — αὐτό μοῦ ἀπόμεινε, αὐτό μέ βεβαιώνει ἀκόμη πώς δέ λείπω. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. |
135 | Φορές-φορές, τήν ὥρα πού βραδιάζει, ἔχω τήν αἴσθηση πώς ἔξω ἀπ' τά παράθυρα περνάει ὁ ἀρκουδιάρης μέ τή γριά βαρειά του ἀρκούδα25 μέ τό μαλλί της ὅλο ἀγκάθια καί τριβόλια26 σηκώνοντας σκόνη στό συνοικιακό δρόμο ἕνα ἐρημικό σύννεφο σκόνη πού θυμιάζει27τό σούρουπο |
140 | καί τά παιδιά ἔχουν γυρίσει σπίτια τους γιά τό δεῖπνο καί δέν τ' ἀφήνουν πιά νά βγοῦν ἔξω μ' ὅλο πού πίσω ἀπ' τούς τοίχους μαντεύουν τό περπάτημα τῆς γριᾶς ἀρκούδας — κ' ἡ ἀρκούδα κουρασμένη πορεύεται μές στή σοφία τῆς μοναξιᾶς της, μήν ξέροντας γιά ποῦ καί γιατί — ἔχει βαρύνει, δέν μπορεῖ πιά νά χορεύει στά πισινά της πόδια δέν μπορεῖ νά φοράει τή δαντελένια σκουφίτσα της νά διασκεδάζει τά παιδιά, τούς ἀργόσχολους, τούς ἀπαιτητικούς, |
145 | καί τό μόνο πού θέλει εἶναι νά πλαγιάσει στό χῶμα ἀφήνοντας νά τήν πατᾶνε στήν κοιλιά, παίζοντας ἔτσι τό τελευταῖο παιχνίδι της, δείχνοντας τήν τρομερή της δύναμη γιά παραίτηση, τήν ἀνυπακοή της στά συμφέροντα τῶν ἄλλων, στούς κρίκους τῶν χειλιῶν της, στήν ἀνάγκη τῶν δοντιῶν της, τήν ἀνυπακοή της στόν πόνο καί στή ζωή |
150 | μέ τή σίγουρη συμμαχία τοῦ θανάτου — ἔστω κ' ἑνός ἀργοῦ θανάτου — τήν τελική της ἀνυπακοή στό θάνατο μέ τή συνέχεια καί τή γνώση τῆς ζωῆς πού ἀνηφοράει μέ γνώση καί μέ πράξη πάνω ἀπ’ τή σκλαβιά της.28 Μά ποιός μπορεῖ νά παίξει ὥς τό τέλος αὐτό τό παιχνίδι; Κ' ἡ ἀρκούδα σηκώνεται πάλι καί πορεύεται |
155 | ὑπακούοντας στό λουρί της, στούς κρίκους της, στά δόντια της, χαμογελώντας μέ τά σκισμένα χείλη της στίς πενταροδεκάρες πού τῆς ρίχνουνε τά ὡραῖα κι ἀνυποψίαστα παιδιά (ὡραῖα ἀκριβῶς γιατί εἶναι ἀνυποψίαστα) καί λέγοντας εὐχαριστῶ. Γιατί οἱ ἀρκοῦδες πού γεράσανε τό μόνο πού ἔμαθαν νά λένε εἶναι: εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ. |
160 | Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. Τοῦτο τό σπίτι μέ πνίγει. Μάλιστα ἡ κουζίνα εἶναι σάν τό βυθό τῆς θάλασσας. Τά μπρίκια29 κρεμασμένα γυαλίζουν σά στρογγυλά, μεγάλα μάτια ἀπίθανων ψαριῶν, τά πιάτα σαλεύουν ἀργά σάν τίς μέδουσες,30 |
165 | φύκια κι ὄστρακα πιάνονται στά μαλλιά μου — δέν μπορῶ νά τά ξεκολλήσω ὕστερα, δέν μπορῶ ν' ἀνέβω πάλι στήν ἐπιφάνεια — ὁ δίσκος μοῦ πέφτει ἀπ' τά χέρια ἄηχος, — σωριάζομαι — καί βλέπω τίς φυσαλίδες ἀπ' τήν ἀνάσα μου ν' ἀνεβαίνουν, ν' ανεβαίνουν καί προσπαθῶ νά διασκεδάσω κοιτάζοντάς τες |
170 | κι ἀναρωτιέμαι τί θά λέει ἄν κάποιος βρίσκεται ἀπό πάνω καί βλέπει αὐτές τίς φυσαλίδες, τάχα πώς πνίγεται κάποιος ἤ πώς ἕνας δύτης ἀνιχνεύει τούς βυθούς;31 Κι ἀλήθεια δέν εἶναι λίγες οἱ φορές πού ἀνακαλύπτω ἐκεῖ, στό βάθος τοῦ πνιγμοῦ, κοράλλια καί μαργαριτάρια καί θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων, ἀπρόοπτες συναντήσεις, καί χτεσινά καί σημερινά καί μελλούμενα, |
175 | μιάν ἐπαλήθευση σχεδόν αἰωνιότητας, κάποιο ξανάσασμα, κάποιο χαμόγελο ἀθανασίας, ὅπως λένε, μιάν εὐτυχία, μιά μέθη, κ' ἐνθουσιασμόν ἀκόμη, κοράλλια καί μαργαριτάρια καί ζαφείρια· μονάχα πού δέν ξέρω νά τά δώσω — ὄχι, τά δίνω· |
180 | μονάχα πού δέν ξέρω ἄν μποροῦν νά τά πάρουν — πάντως ἐγώ τά δίνω.32 Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. Μιά στιγμή, νά πάρω τή ζακέτα μου. Τοῦτο τόν ἄστατο καιρό, ὅσο νἆναι, πρέπει νά φυλαγόμαστε. Ἔχει ὑγρασία τά βράδια, καί τό φεγγάρι |
185 | δέ σοῦ φαίνεται, ἀλήθεια, πώς ἐπιτείνει τήν ψύχρα;33 Ἄσε νά σοῦ κουμπώσω τό πουκάμισο — τί δυνατό τό στῆθος σου, — τί δυνατό φεγγάρι, — ἡ πολυθρόνα, λέω — κι ὅταν σηκώνω τό φλιτζάνι ἀπ' τό τραπέζι μένει ἀπό κάτω μιά τρύπα σιωπή, βάζω ἀμέσως τήν παλάμη μου ἐπάνω νά μήν κοιτάξω μέσα, — ἀφήνω πάλι τό φλιτζάνι στή θέση του· |
190 | καί τό φεγγάρι μιά τρύπα στό κρανίο τοῦ κόσμου — μήν κοιτάξεις μέσα, εἶναι μιά δύναμη μαγνητική34 πού σέ τραβάει — μήν κοιτάξεις, μήν κοιτᾶχτε, ἀκοῦστε με πού σᾶς μιλάω — θά πέσετε μέσα. Τοῦτος ὁ ἴλιγγος ὡραῖος, ἀνάλαφρος — θά πέσεις, — ἕνα μαρμάρινο πηγάδι τό φεγγάρι, |
195 | ἴσκιοι σαλεύουν καί βουβά φτερά,35 μυστηριακές φωνές — δέν τίς ἀκοῦτε; Βαθύ-βαθύ τό πέσιμο,36 βαθύ-βαθύ τό ἀνέβασμα, τό ἀέρινο ἄγαλμα κρουστό μές στ' ἀνοιχτά φτερά του,37 βαθειά-βαθειά ἡ ἀμείλικτη εὐεργεσία τῆς σιωπῆς, — |
200 | τρέμουσες φωταψίες τῆς ἄλλης ὄχθης, ὅπως ταλαντεύεσαι μές στό ἴδιο σου τό κύμα, ἀνάσα ὠκεανοῦ. Ὡραῖος, ἀνάλαφρος ὁ ἴλιγγος τοῦτος, — πρόσεξε, θά πέσεις. Μήν κοιτᾶς ἐμένα, ἐμένα ἡ θέση μου εἶναι τό ταλάντευμα — ὁ ἑξαίσιος ἴλιγγος. Ἔτσι κάθε ἀπόβραδο ἔχω λιγάκι πονοκέφαλο, κάτι ζαλάδες. |
205 | Συχνά πετάγομαι στό φαρμακεῖο ἀπέναντι γιά καμμιάν ἀσπιρίνη, ἄλλοτε πάλι βαριέμαι καί μένω μέ τόν πονοκέφαλό μου ν' ἀκούω μές στούς τοίχους τόν κούφιο θόρυβο πού κάνουν οἱ σωλῆνες τοῦ νεροῦ, ἤ ψήνω ἕναν καφέ, καί, πάντα ἀφηρημένη, ξεχνιέμαι κ' ἑτοιμάζω δυό — ποιός νά τόν πιεῖ τόν ἄλλον; — |
210 | ἀστεῖο ἀλήθεια, τόν ἀφήνω στό περβάζι νά κρυώνει ἤ κάποτε πίνω καί τόν δεύτερο, κοιτάζοντας ἀπ' τό παράθυρο τόν πράσινο γλόμπο τοῦ φαρμακείου σάν τό πράσινο φῶς ἑνός ἀθόρυβου τραίνου πού ἔρχεται νά μέ πάρει μέ τά μαντίλια μου, τά στραβοπατημένα μου παπούτσια, τή μαύρη τσάντα μου, τά ποιήματά μου, χωρίς καθόλου βαλίτσες — τί νά τίς κάνεις; |
215 | Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. Ἄ, φεύγεις; Καληνύχτα. Ὄχι, δέ θἄρθω. Καληνύχτα. Ἐγώ θά βγῶ σέ λίγο. Εὐχαριστῶ. Γιατί, ἐπιτέλους, πρέπει νά βγῶ ἀπ' αὐτό τό τσακισμένο σπίτι. Πρέπει νά δῶ λιγάκι πολιτεία,38 — ὄχι, ὄχι τό φεγγάρι — |
220 | τήν πολιτεία μέ τά ροζιασμένα χέρια της, τήν πολιτεία τοῦ μεροκάματου, τήν πολιτεία πού ὁρκίζεται στό ψωμί καί στή γροθιά της τήν πολιτεία πού ὅλους μᾶς ἀντέχει στή ράχη της μέ τίς μικρότητές μας, τίς κακίες, τίς ἔχτρες μας, μέ τίς φιλοδοξίες, τήν ἄγνοιά μας καί τά γερατειά μας, — |
225 | ν' ἀκούσω τά μεγάλα βήματα τῆς πολιτείας, νά μήν ἀκούω πιά τά βήματά σου μήτε τά βήματα τοῦ Θεοῦ, μήτε καί τά δικά μου βήματα. Καληνύχτα. |
(Τό δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πώς κάποιο σύννεφο θἄκρυψε τό φεγγάρι. Μονομιᾶς, σάν κάποιο χέρι νά δυνάμωσε τό ραδιόφωνο τοῦ γειτονικοῦ μπάρ, ἀκούστηκε μιά πολύ γνωστή μουσική φράση. Καί τότε κατάλαβα πώς ὅλη τούτη τή σκηνή τή συνόδευε χαμηλόφωνα ἡ «Σονάτα τοῦ Σεληνόφωτος»,39 μόνο τό πρῶτο μέρος. Ὁ Νέος θά κατηφορίζει τώρα μ' ἕνα εἰρωνικό κ' ἴσως συμπονετικό χαμόγελο στά καλογραμμένα χείλη του καί μ' ἕνα συναίσθημα ἀπελευθέρωσης. Ὅταν θά φτάσει ἀκριβῶς στόν Ἅη-Νικόλα, πρίν κατέβει τή μαρμάρινη σκάλα, θά γελάσει, — ἕνα γέλιο δυνατό, ἀσυγκράτητο. Τό γέλιο του δέ θ' ἀκουστεῖ καθόλου ἀνάρμοστα κάτω ἀπ' τό φεγγάρι. Ἴσως τό μόνο ἀνάρμοστο νἆναι τό ὅτι δέν εἶναι καθόλου ἀνάρμοστο. Σέ λίγο ὁ Νέος θά σωπάσει, θά σοβαρευτεῖ καί θά πεῖ: «Ἡ παρακμή μιᾶς ἐποχῆς». Ἔτσι, ὁλότελα ἥσυχος πιά, θά ξεκουμπώσει πάλι τό πουκάμισό του καί θά τραβήξει τό δρόμο του. Ὅσο γιά τή γυναίκα μέ τά μαῦρα, δέν ξέρω ἄν βγῆκε τελικά ἀπ' τό σπίτι. Τό φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Καί στίς γωνιές τοῦ δωματίου οἱ σκιές σφίγγονται ἀπό μιάν ἀβάσταχτη μετάνοια, σχεδόν ὀργή, ὄχι τόσο γιά τή ζωή, ὅσο γιά τήν ἄχρηστη ἐξομολόγηση. Ἀκοῦτε; Τό ραδιόφωνο συνεχίζει):
ΑΘΗΝΑΙ, Ἰούνιος 1956
Το κείμενο ακολουθεί τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα, τ. 6: Τέταρτη Διάσταση 1956-1972, Κέδρος, 1977, σ. 43-53.
* Η σονάτα, ως μουσικό είδος, είναι σύνθεση για ένα ή περισσότερα μουσικά όργανα, αποτελούμενη από τρία ή τέσσερα μέρη διαφορετικής ρυθμικής αγωγής.
Ο ποιητής-αφηγητής εμφανίζεται μόνο στις σκηνικές οδηγίες της αρχής και του τέλους της σύνθεσης.
Το φεγγάρι που είναι καλό έξω, στον εσωτερικό χώρο γίνεται πηγή εφιαλτικών εικόνων (αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες).
στ. 8· Το πιάνο, αντικείμενο συνδεμένο με τη χαρά και την ηχητική απόλαυση, σκονισμένο εδώ, ενώ στον στίχο 110, σαν μαύρο φέρετρο κλεισμένο. Πρόκειται για ένα από τα επαναλαμβανόμενα στην ποίηση του Ρίτσου σύμβολα.
στ. 13-15· Αντιθετικά ζεύγη συνοδεύουν την πρώτη αναφορά στην πολιτεία:
τσιμεντένια και αέρινη / θετική σαν μεταφυσική.
στ. 17· Η έξοδος προς την πολιτεία επιτρέπει να λησμονηθεί η φθορά του χρόνου, που μέσα στον εσωτερικό χώρο γίνεται βασανιστικά αισθητή.
στ. 33-35· Η φράση, με χαρακτήρα αποφθεγματικό, μοιάζει με απολογισμό ζωής μιας γυναίκας που έζησε μακριά από τον κοινωνικό περίγυρο.
στ. 41· Το στοιχείο της φθοράς και του θανάτου κυριαρχεί και στη σύνθεση του Γιάννη Ρίτσου Ελένη (1971) «που είναι η προέκταση ως τα έσχατα όρια του κλίματος της Σονάτας» (βλ. Στέφανος Διαλησμάς, Εισαγωγή στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, σ. 52):
Σε τούτο το σπίτι ο αγέρας έγινε βαρύς κι ανεξήγητος ίσως
από τη φυσικότητα της παρουσίας των νεκρών. Μιακασέλα
ανοίγει μόνη της, βγαίνουν παλιά φορέματα,θροΐζουν, στήνονται όρθια,
σεργιανούν σιγανά· δυο χρυσά κρόσσια μένουν στο χαλί· ένα παραπέτασμα
παραμερίζει·
στ. 43-45· Η πολυθρόνα κάποτε νέα, ξεκοιλιασμένη τώρα, αποκτά διαστάσεις συμβόλου.
στ. 57· Η «ιδιοτροπία» αυτή σχετίζεται με τον κοινωνικό χώρο, από τον οποίο προέρχεται η γυναίκα και που της επιτρέπει να αντιμετωπίζει αντικείμενα χρηστικά, όπως είναι τα μαντίλια, από την αισθητική τους και μόνο πλευρά.
στ. 60-62· 8, 16, 32, 64· οι αριθμοί συμπίπτουν με εκείνους της ρυθμικής αγωγής στη μουσική· η προοδευτική τους όμως αύξηση εδώ είναι παράλληλα ένα σχόλιο για το πέρασμα των ηλικιών.
στ. 64· Η κακή συνήθεια σχετίζεται προφανώς με τη θητεία της γυναίκας στην ποίηση (σχετική πληροφορία δίνει η σκηνική οδηγία της αρχής) και είναι αυτή που την ωθεί στο να μιλάει με λυρικές εικόνες (μια μικρή φίλη μου ροδακινιά, όλο φως και ροζ λουλούδια).
στ. 70· φοβήθηκα το άσπρο σεντόνι σε τέτοιο φεγγαρόφωτο· η κάλυψη των επίπλων με άσπρα σεντόνια είναι εκδήλωση πένθους· εξάλλου τα άσπρα σεντόνια θυμίζουν νεκρικά σάβανα.
στ. 74· Η εκκλησία του Αϊ-Νικόλα· η μοναδική συγκεκριμένη αναφορά σε τόπο μέσα στο κείμενο.
στ. 82· Το σεληνόφως στην πρώιμη νεότητα της γυναίκας κάνει εντονότερη την ερωτική ατμόσφαιρα και επιτείνει την ερωτική επιθυμία. Αντίστροφος είναι ο ρόλος του κατά την όψιμη ηλικία της γυναίκας (βλ. παρακάτω).
στ. 83· ατμίζομαι· κατασκευασμένο ρήμα, ανάμεσα στο ατμίζω (= βγάζω ατμούς) και στο εξατμίζομαι.
άλκιμα· (<αλκή· ρώμη) ρωμαλέα.
στ. 89· Η φράση έχει χαρακτήρα αποφθεγματικό. Ο θαυμασμός ανατροφοδοτούμενος ματαιώνει την πράξη, στην προκειμένη περίπτωση το ερωτικό βίωμα.
πάναστρα· όλο αστέρια ή φωτεινά σαν αστέρια.
στ. 99· Οι στίχοι της γυναίκας, οι λαξευμένοι σε άμεμπτο μάρμαρο, αφορούν προφανώς μία ποίηση απομακρυσμένη από τη ζωή. Πρόκειται για μία έμμεση κριτική του Γιάννη Ρίτσου στην άποψη «η Τέχνη για την Τέχνη». Με τρόπο άμεσο η κριτική του αυτή εκφράζεται στο ποίημα Το χρέος των ποιητών (Βλ. Παράλληλα κείμενα) απ' όπου και ο χαρακτηριστικός στίχος:
Ξέρω πολλά ποιήματα που πνίγηκαν στο χρυσό πηγάδι της σελήνης.
στ. 102· Το σπίτι, ως σύμβολο του απομονωμένου, ασφυκτικά κλειστού και καταρρέοντος εσωτερικού χώρου, συναντάται και στη σύνθεση με τον εύγλωττο τίτλο Το νεκρό σπίτι (1962) της Τέταρτης Διάστασης:
Ένα κόκκινο ποτάμι κυκλόφερνε το σπίτι μας·
ξεκόψαμε απ' τον έξω κόσμο·
αργότερα μας ξέχασε κι ο κόσμος.
στ. 113-117· Βλ. Γιάννης Ρίτσος, Ελένη:
Δεν ξέρω γιατί μένουν δω μέσα οι νεκροί, χωρίς τη συμπάθεια κανενός δεν ξέρω τι θέλουν
και τριγυρνούν στις κάμαρες με τα καλά τους ρούχα, τα καλά τους παπούτσια
βερνικωμένα αρυτίδωτα, κι αθόρυβα ωστόσο σαν να μη πατάνε κάτω.
Πιάνουν τον τόπο, ξαπλώνουν όπου τύχει, στις δυο κουνιστές πολυθρόνες,
χάμου στο πάτωμα ή μέσα στο λουτρό· ξεχνούν τη βρύση να στάζει·
ξεχνούν τα μοσχοσάπουνα να λιώνουν στο νερό.
στ. 121· Το ράγισμα του καθρέφτη θεωρείται σημάδι κακοτυχίας στις δοξασίες πολλών λαών του κόσμου.
στ. 124· Η μεταφορά έχει προφανώς την έννοια ότι η μεταμέλεια, όταν μάλιστα αφορά μια γυναίκα που βρίσκεται στη δύση του βίου της, είναι ένα βασανιστικό συναίσθημα, όπως ο ενοχλητικός και επίμονος ήχος που κάνουν τα ξυλοπάπουτσα.
στ. 125-126· Ο καθρέφτης, ως σύμβολο αυτογνωσίας εδώ, αποκαλύπτει ένα κατακερματισμένο πρόσωπο, ένα πολυδιασπασμένο εσωτερικό κόσμο.
στ. 136· Το σύμβολο της αρκούδας συναντάται και σε δύο κείμενα του σχολικού εγχειριδίου ΚΝΛ της Β' Λυκείου: στο ποίημα του Άγγελου Σικελιανού Ιερά οδός και στο πεζογράφημα του Μιχαήλ Μητσάκη, Αρκούδα.
τριβόλια· το ζιζάνιο «κολλητσίδα», που μπλέκεται στο μαλλί των ζώων.
Θυμιάζω και θυμιατίζω· καίω θυμίαμα... η λέξη εδώ με μεταφορική σημασία.
στ. 152· ανηφοράει με γνώση και με πράξη· η σύζευξη θεωρίας και πράξης είναι θεμελιακή μαρξιστική αρχή. Βλ. επίσης Γιάννης Ρίτσος, Ρωμιοσύνη, 1954: Η ζωή τραβάει την ανηφόρα... (ΚΝΛ Α ' Λυκείου).
στ. 162· η αναφορά σε αντικείμενα καθημερινής χρήσης είναι χαρακτηριστική στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου:
Νύχτα μεγάλη σαν ταψί στου γανωτζή τον τοίχο (Ρωμιοσύνη).
Σημειώνει σχετικά ο Δημ. Μαρωνίτης: «η ποίησή του καθιερώνει (= καθιστά ιερό) οτιδήποτε κοινό και ασήμαντο τρίβεται με την καθημερινότητά μας, δίχως να διεκδικεί υψηλή αγοραστική αξία στην ποίηση και στη γλώσσα» (Βλ. Δημ. Μαρωνίτης, «Η τιμή του χρυσού και η τιμή της πέτρας», Διαλέξεις, Στιγμή 1986).
μέδουσα· το υδρόβιο ασπόνδυλο ζώο που η επαφή μαζί του προκαλεί δερματικούς ερεθισμούς.
στ. 171· Η κατάδυση στο βυθό που είναι κατάδυση στη μνήμη, στο παρελθόν βίωμα και, αν μιλήσουμε με όρους ψυχολογικούς, στο υποσυνείδητο, γίνεται με μεταφορές και εικόνες από τον υποθαλάσσιο κόσμο.
στ. 172-180· Στους στίχους αυτούς έχουμε ένα σχόλιο για την ίδια τη λειτουργία της ποίησης, η οποία επιτρέπει, ακόμα και στο βάθος του πνιγμού, μιαν επαλήθευση αιωνιότητας. (Ας μη ξεχνάμε πως η ηρωίδα του μονολόγου είναι ποιήτρια). Βλ. Χ. Προκοπάκη, «Η Αλεπού, ο Πελαργός και ο Μυθοπλάστης: Ακόμα μια πρόταση για τη Σονάτα του Σεληνόφωτος»: Νέα Εστία, Χριστούγεννα 1991.
στ. 185· Αξίζει να παρατηρηθεί πως το φεγγάρι δεν έχει ένα σταθερό συμβολικό ρόλο στο ποίημα:
καλό φεγγάρι (στ. 2)
επιτείνει την ψύχρα (στ. 185)
δυνατό φεγγάρι (στ. 187)
ένα μαρμάρινο πηγάδι το φεγγάρι (στ. 194).
στ. 191· Η παράσταση μπορεί απλώς να παραπέμπει σε ψυχολογικές παραισθήσεις (ίλιγγο του σκότους). Για τις «μαύρες τρύπες» στο διάστημα ήταν ήδη γνωστό πως πρόκειται για υποθετικά ουράνια σώματα —προϊόντα συνήθως «θανάτου» γιγαντιαίων άστρων— που, εξαιτίας του ισχυρότατου πεδίου βαρύτητάς τους, έλκουν και καταβροχθίζουν οτιδήποτε περιέρχεται στην ακτίνα ισχύος τους, ακόμα και το φως! Ο συνειρμός στο ποίημα, έχει ως αφετηρία του, το ίχνος που αφήνει η βάση του φλιτζανιού πάνω σ' ένα σκονισμένο τραπέζι.
στ. 195· Το θέμα της ομιλούσας σιωπής είναι κοινός τόπος στην ποίηση του Ρίτσου:
...Μα ο ήχος διατηρείται—
θόρυβοι, γδούποι συρσίματα — το βουητό της σιωπής...
(Ελένη, 1971)
αλλά και σε ποιήματά του άλλης ατμόσφαιρας:
...Στη δίκη
τον ρώτησαν, τον ξαναρώτησαν
Εκείνος ούτε λέξη...
Τότε ο πρόεδρος
χτύπησε το κουδούνι δυνατά, φώναξε οργίστηκε:
να γίνει ησυχία
να μην ακούγεται η σιωπή του κατηγορουμένου!
(Μαρτυρίες Α', 1963)
Στους στίχους 196-199 η απόλυτη ενδοστρέφεια της γυναίκας εκφράζεται με ιαμβικούς στίχους που, σε συνδυασμό με τον ελεγειακό τους χαρακτήρα, θυμίζουν στιχουργία μοιρολογιού.
στ. 198· Yπάρχει ανάλογη εικόνα στους στίχους 20-25.
στ. 219 κ.ε.· Η υμνητική αναφορά στην πολιτεία αποφορτίζει το ποίημα από το βαρύ κλίμα της φθοράς και οδηγεί την όλη σύνθεση στον οικείο ιδεολογικό χώρο του Ρίτσου: στο χώρο μιας ποίησης κοινωνικών προεκτάσεων. Με ευκρινέστερο τρόπο ο ύμνος στην πολιτεία του μόχθου και του μεροκάματου απαντάται σε ποιήματα με αμιγή ιδεολογικό προσανατολισμό, όπως είναι η Ανυπόταχτη πολιτεία (βλ. ΚΝΛ, Γ' Λυκείου):
Α πολιτεία, πολιτεία, αγαπημένη μου,
με τους κεραυνούς σου μυστικά αποθηκευμένους στους υπονόμους
κάτου στα υπόγεια, βαθιά βαθιά με το χτικιό με τη φτώχεια και με την τρέλα
Α πολιτεία του τίμιου ιδρώτα,
η νύχτα σου με το εκδρομικό σακίδιο στον ώμο της
γυρνώντας απ' την Κυριακή προς τη Δευτέρα,
με τις πευκοβελόνες στα μαλλιά της
και με το κοκκινόχωμα στα χέρια της — Ανυπόταχτη, ανυπόταχτη, ανυπόταχτη,
...............................................................................
Αχ πολιτεία αλλοπαρμένη με τα ροζιασμένα χέρια σου.
Σονάτα του Σεληνόφωτος· Πρόκειται για το κλασικό μουσικό έργο Σονάτα του Σεληνόφωτος του γερμανού μουσικοσυνθέτη Λουδοβίκου Μπετόβεν (1770-1827).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.