Κυριακή 24 Αυγούστου 2025

Άκου Ανθρωπάκο (Βίλχελμ Ράιχ)

"Ο μεγάλος άνθρωπος ξέρει πότε και με ποιον τρόπο είναι μικρός. 
Ο Ανθρωπάκος δεν γνωρίζει ότι είναι μικρός και φοβάται να το μάθει".

Δυστυχώς ποτέ δεν βγήκε εκτός μόδας το Άκου, Ανθρωπάκο! -όπως δεν υπήρξε ποτέ ειρηνική συνύπαρξη των ανθρώπων-, κι ας γράφτηκε με αφορμή την έλευση ενός κύματος φασισμού που όμοιό του δεν ξαναζήσαμε έκτοτε. 
Το βιβλίο παραμένει επίκαιρο σήμερα, που η χώρα μας βιώνει μια παρόμοια, στα πρώτα της στάδια, επέλαση ενός ναζιστικού μορφώματος μπορεί να μιλήσει κατευθείαν στην ψυχή των Ελλήνων αναγνωστών, ειδικά σε εκείνους που παρατηρούν τη γιγάντωση της Χρυσής Αυγής με απάθεια, χωρίς καν να διανοούνται να αντιδράσουν. Ο Ράιχ μοιάζει να το έγραψε (και) για εμάς.

«Αυτό που δεν μπορούσα ποτέ να καταλάβω είναι γιατί, κάθε φορά που κατάφερνες να βγεις πολεμώντας από τον βούρκο, βυθιζόσουν σ’ έναν άλλο χειρότερο. Τότε, αργά και προσεκτικά, ανακάλυψα τι είναι αυτό που σε καθιστά σκλάβο: 
Εσύ ο ίδιος ρίχνεις τον εαυτό σου στη σκλαβιά. Κανένας άλλος εκτός από σένα δεν φέρει ευθύνη για τη σκλαβιά σου. 
Κανένας άλλος!»

   

Έτσι ήταν πάντα τα πράγματα. Είναι καιρός πια οι άνθρωποι ν’ αρχίσουν να γίνονται σκληροί, όπου χρειάζεται σκληρότητα, στη μάχη για την προστασία τους και την ελεύθερη ανάπτυξή τους. Κάνοντας αυτό, δεν θα χάσουν την ευγένειά τους αν παραμείνουν πιστοί στην αλήθεια. 


ΆΚΟΥ, ΑΝΘΡΩΠΑΚΟ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ …

Έτσι ήταν πάντα τα πράγματα. Είναι καιρός πια οι άνθρωποι ν’ αρχίσουν να γίνονται σκληροί, όπου χρειάζεται σκληρότητα, στη μάχη για την προστασία τους και την ελεύθερη ανάπτυξή τους. Κάνοντας αυτό, δεν θα χάσουν την ευγένειά τους
αν παραμείνουν πιστοί στην αλήθεια. Υπάρχει ελπίδα στο γεγονός ότι, μεταξύ εκατομμυρίων εργατικών και ευπρεπών ατόμων, υπάρχουν μόνο λίγοι βαριά άρρωστοι που προξενούν δολοφονικές βλάβες, διεγείροντας τα ζοφερά κι επικίνδυνα ένστικτα του «θωρακισμένου» ανθρώπου των μαζών, οδηγώντας τον στο οργανωμένο πολιτικό έγκλημα. Υπάρχει μόνο ένα αντίδοτο για τα μικρόβια της συγκινησιακής πανούκλας που καταλαμβάνει το άτομο της μάζας: το ίδιο του το συναίσθημα ζωής. Η ζωή δεν αποζητά τη δύναμη αλλά τη δίκαιη χρήση της μέσα στην κοινωνία. Στηρίζεται στις τρεις κολώνες, του έρωτα, της εργασίας και της γνώσης.

Εισαγωγή  :

Το ΆΚΟΥ, ΑΝΘΡΩΠΑΚΟ! Είναι ένα ανθρωπιστικό κι όχι επιστημονικό βιβλίο. Γράφτηκε το καλοκαίρι του 1946 για τα Αρχεία του Ινστιτούτου Οργόνης, (σ. σ. Από τα Αρχεία του Ινστιτούτου Οργόνης  φαίνεται ότι το «Άκου, Ανθρωπάκο» διαπλάστηκε μεταξύ 1943  και 1946) χωρίς πρόθεση για δημοσίευση. Ήταν το αποτέλεσμα  εσωτερικών καταιγίδων και συγκρούσεων ενός φυσικού επιστήμονα και γιατρού, που για δεκαετίες ολόκληρες παρατηρούσε, πρώτα απλοϊκά, μετά με έκπληξη και τελικά με τρόμο, πώς ο Ανθρωπάκος μεταχειρίζεται τον εαυτό του, πώς δοξάζει τους εχθρούς του και δολοφονεί τους φίλους του. Πώς, όποτε ανεβαίνει στην εξουσία σαν «αντιπρόσωπος του λαού», κάνει κατάχρηση της δύναμής του, βασανίζοντας πιο απάνθρωπα τους άλλους, απ’ ότι ο ίδιος υπέφερε προηγούμενα, στα χέρια των σαδιστών της ανώτερης τάξης. . . .
Η «ομιλία» αυτή στον Ανθρωπάκο αποτελεί την ήσυχη απάντηση στη λασπολογία και στη δυσφήμιση. Όταν γράφτηκε, κανένας δεν μπορούσε να προβλέψει πώς ένας κρατικός οργανισμός, επιφορτισμένος με την προστασία της δημόσιας υγείας, σε συνεργασία με πολιτικούς και ψυχαναλυτές καριέρας, θα εξαπέλυε επίθεση ενάντια στην έρευνα της οργόνης. Η απόφαση για να δημοσιευθεί αυτή εδώ η ομιλία, πάρθηκε το 1947 όταν η «συγκινησιακή πανούκλα» (προσέξτε καλά: όχι να αποδείξει ότι είναι λαθεμένη, μα να την εξοντώσει με δυσφήμιση). Η έρευνα της οργόνης έχει μεγάλη σημασία για τη ζωή και την υγεία του ανθρώπου. Το γεγονός αυτό δικαιολογεί τη δημοσίευση αυτής της «ομιλίας» σαν ένα ιστορικό ντοκουμέντο. Κρίθηκε απαραίτητο να μάθει ο «κοινός άνθρωπος» τι γίνεται μέσα σ’ ένα επιστημονικό εργαστήριο και να μάθει επίσης πώς φαίνεται ο ίδιος απ’ τη σκοπιά ενός έμπειρου ψυχιάτρου. Πρέπει να μάθει πώς να αναγνωρίζει την πραγματικότητα, που μόνη της μπορεί να εξουδετερώσει την καταστροφική του δίψα για εξουσία.

Πρέπει να του πουν ξεκάθαρα τι ευθύνη κουβαλά ο ίδιος, όταν δουλεύει, κάνει έρωτα, μισεί ή απλώς κουβεντιάζει. Πρέπει να μάθει με ποιο τρόπο μετατρέπεται σε Φασίστα, κόκκινης ή μαύρης απόχρωσης. Όποιος μάχεται για την προάσπιση της ζωής και την προστασία των παιδιών μας, πρέπει να εναντιωθεί στον κόκκινο και μαύρο Φασισμό. Όχι επειδή σήμερα ο κόκκινος Φασίστας, (σ. σ. αναφέρεται στο σταλινισμό) όπως και ο μαύρος πριν απ’ αυτόν, κινείται από μια δολοφονική ιδεολογία, αλλά επειδή μετατρέπει τα ξύπνια και υγιή παιδιά σε ανάπηρους, ρομπότ και ψυχικά ηλιθίους, επειδή, σύμφωνα μ’ αυτόν, το κράτος υπερτερεί της δικαιοσύνης, το ψέμα υπερτερεί της αλήθειας, ο πόλεμος υπερτερεί της ζωής, επειδή και η διατήρηση της ζωντάνιας στα παιδιά παραμένει η μόνη μας ελπίδα. Μία είναι η αρχή που εμφορεί το δάσκαλο και το γιατρό: η διατήρηση της ζωντάνιας στο παιδί και στον άρρωστο. Αν η αρχή αυτή τηρείται, τότε και τα μεγάλα προβλήματα της «εξωτερικής πολιτικής» βρίσκουν, επίσης, απλή λύση.

Η «ομιλία» αυτή δεν υπαινίσσεται ότι όλοι πρέπει να την κάνουν πρότυπο της ζωής τους. Περιγράφει μόνο τις θύελλες της συγκινησιακής ζωής ενός παραγωγικού ανθρώπου που αγαπά τη ζωή. Δεν προτίθεται να πείσει ή να κερδίσει κανένα. Απεικονίζει εμπειρίες όπως ένας πίνακας απεικονίζει μια καταιγίδα. Ο αναγνώστης δεν καλείται να την αγαπήσει. Μπορεί και να τη διαβάσει ή όχι. Δεν περιέχει ούτε προγράμματα ούτε επιδιώξεις. Το μόνο που θέλει να κάνει, είναι να δώσει στον ερευνητή και διανοούμενο το δικαίωμα της προσωπικής αντίδρασης, κάτι που κανένας δεν αρνήθηκε στον ποιητή ή στο φιλόσοφο. Είναι μια διαμαρτυρία εναντίον της μυστικής και απροσδιόριστης επιδίωξης, απ’ την πλευρά της «συγκινησιακής πανούκλας», να εκτοξεύσει τα δηλητηριασμένα βέλη της ενάντια στον σκληρά εργαζόμενο ερευνητή, από μια μεγάλη ενέδρα. Δείχνει τι είναι η συγκινησιακή πανούκλα, πώς λειτουργεί και πώς επιβραδύνει την πρόοδο. Μαρτυρά επίσης την πίστη στον τεράστιο ανεξερεύνητο θησαυρό, κρυμμένο στα τρίσβαθα της ανθρώπινης φύσης, που είναι έτοιμος να μπει στην υπηρεσία εκπλήρωσης της ανθρώπινης ελπίδας.

Οι πραγματικά ζωντανοί άνθρωποι, στις σχέσεις τους με τους άλλους και την κοινωνία, είναι απλοϊκά ευγενικοί και απτόητοι και γι’ αυτό, κάτω απ’ τις υπάρχουσες συνθήκες κινδυνεύουν. Νομίζουν ότι οι συνάνθρωποί τους ακολουθούν τους ίδιους νόμους της ζωής και είναι ευγενικοί, εύσπλαχνοι και γενναιόδωροι. Αυτή η φυσική τάση, που είναι βασική στο υγιές παιδί και στον πρωτόγονο άνθρωπο, γίνεται, όσο θα υπάρχει η συγκινησιακή πανούκλα, ο μεγαλύτερος κίνδυνος στον αγώνα για λογική τάξη πραγμάτων στη ζωή. Κι αυτό επειδή, το άρρωστο άτομο αποδίδει επίσης στους συνανθρώπους του τα χαρακτηριστικά των δικών του σκέψεων και πράξεων. Το ευγενές άτομο πιστεύει ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ευγενικοί και δρουν ανάλογα. Το άρρωστο άτομο πιστεύει ότι όλοι οι άνθρωποι λένε ψέματα, διαπράττουν απάτες, κλέβουν και διψούν για εξουσία. Ξεκάθαρα λοιπόν οι ζωντανοί άνθρωποι μειονεκτούν και βρίσκονται σε κίνδυνο. Όταν προσφέρουν κάτι στο άρρωστο άτομο τότε αυτό τους τα παίρνει όλα, χλευάζοντάς τους ή προδίδοντάς τους, όταν το εμπιστεύονται, αυτό τους ξεγελά.

Έτσι ήταν πάντα τα πράγματα. Είναι καιρός πια οι άνθρωποι ν’ αρχίσουν αρχίσουν να γίνονται σκληροί, όπου χρειάζεται σκληρότητα, στη μάχη για την προστασία τους και την ελεύθερη ανάπτυξή τους. Κάνοντας αυτό, δεν θα χάσουν την ευγένειά τους αν παραμείνουν πιστοί στην αλήθεια. Υπάρχει ελπίδα στο γεγονός ότι, μεταξύ εκατομμυρίων εργατικών και ευπρεπών ατόμων, υπάρχουν μόνο λίγοι βαριά άρρωστοι που προξενούν δολοφονικές βλάβες, διεγείροντας τα ζοφερά κι επικίνδυνα ένστικτα του «θωρακισμένου» ανθρώπου των μαζών, οδηγώντας τον στο οργανωμένο πολιτικό έγκλημα. Υπάρχει μόνο ένα αντίδοτο για τα μικρόβια της συγκινησιακής πανούκλας που καταλαμβάνει το άτομο της μάζας: το ίδιο του το συναίσθημα ζωής. Η ζωή δεν αποζητά τη δύναμη αλλά τη δίκαιη χρήση της μέσα στην κοινωνία. Στηρίζεται στις τρεις κολώνες, του έρωτα, της εργασίας και της γνώσης.

Αυτός που θέλει να προστατέψει τη ζωή ενάντια στη συγκινησιακή πανούκλα πρέπει να μάθει να χρησιμοποιεί το δικαίωμα του «ελευθέρως εκφράζεσθαι», όπως γίνεται στην Αμερική. Να το χρησιμοποιεί για το καλό, τουλάχιστον σε τέτοιοι βαθμό, όσο η συγκινησιακή πανούκλα το χρησιμοποιεί για το κακό. Αν δοθεί ίσο δικαίωμα για έκφραση της γνώμης, η λογική τελικά πρέπει να νικήσει. Αυτό αποτελεί μια σημαντική ελπίδα.

ΆΚΟΥ, ΑΝΘΡΩΠΑΚΟ

 
 "Ο μεγάλος άνθρωπος ξέρει πότε και με ποιον τρόπο είναι μικρός. 
Ο Ανθρωπάκος δεν γνωρίζει ότι είναι μικρός και φοβάται να το μάθει". 
Δυστυχώς ποτέ δεν βγήκε εκτός μόδας το Άκου, Ανθρωπάκο! -όπως δεν υπήρξε ποτέ ειρηνική συνύπαρξη των ανθρώπων-, κι ας γράφτηκε με αφορμή την έλευση ενός κύματος φασισμού που όμοιό του δεν ξαναζήσαμε έκτοτε. 
Το βιβλίο παραμένει επίκαιρο σήμερα, που η χώρα μας βιώνει μια παρόμοια, στα πρώτα της στάδια, επέλαση ενός ναζιστικού μορφώματος μπορεί να μιλήσει κατευθείαν στην ψυχή των Ελλήνων αναγνωστών, ειδικά σε εκείνους που παρατηρούν τη γιγάντωση της Χρυσής Αυγής με απάθεια, χωρίς καν να διανοούνται να αντιδράσουν. 
Ο Ράιχ μοιάζει να το έγραψε (και) για εμάς.

Σε ονομάζουν «Ανθρωπάκο», «Κοινό Άνθρωπο». Λένε ότι μια νέα εποχή άρχισε, η «Εποχή του Κοινού Ανθρώπου». Δεν το λες εσύ αυτό, Ανθρωπάκο. Το λένε αυτοί, οι αντιπρόεδροι των μεγάλων εθνών, οι εκλεγμένοι ηγέτες της εργατιάς, οι μετανοιωμένοι απόγονοι των μπουρζουάδων, οι πολιτικοί και οι φιλόσοφοι. Σου δίνουν το μέλλον μα δε ρωτάνε για το παρελθόν σου.

Είσαι κληρονόμος ενός φοβερού παρελθόντος. Η κληρονομιά σου είναι σαν πυρωμένο διαμάντι στο χέρι σου. Αυτό σου λέω εγώ.

Κάθε γιατρός, τσαγκάρης, τεχνίτης ή εκπαιδευτικός πρέπει να γνωρίζει τις ατέλειές του, αν θέλει να κάνει τη δουλειά του και να βγάλει το ψωμί του. Εδώ και κάμποσες δεκαετίες έχεις αρχίσει να παίζεις διοικητικό ρόλο στη γη. Απ’ τις σκέψεις σου και τις πράξεις σου εξαρτάται το μέλλον της ανθρωπότητας. Μα οι δάσκαλοί σου και οι αφέντες σου ποτέ δε σου λένε ποιος είσαι και πώς σκέφτεσαι. Κανείς δεν τολμά να σε επικρίνει στο μόνο σημείο που θα μπορούσε να σε κάνει στιβαρό κυβερνήτη της μοίρας σου. Είσαι «ελεύθερος» μόνο με μια έννοια: ελεύθερος από μόρφωση για το πώς θα ρυθμίζεις μόνος σου τη ζωή σου, ελεύθερος από αυτοκριτική.

Ποτέ δε σε άκουσα να παραπονεθείς: «Με προάγετε σε μελλοντικό αφέντη του εαυτού μου και του περιβάλλοντός μου, μα ποτέ δε μου είπατε με ποιο τρόπο μπορεί κάποιος να γίνει αφέντης του εαυτού του και ποτέ δε μου δείξατε τα λάθη στις σκέψεις μου και στις πράξεις μου».

Αφήνεις τους ανθρώπους της εξουσίας να αναλάβουν δύναμη «για το καλό του Ανθρωπάκου». Μα εσύ ο ίδιος μένεις σιωπηλός. Δίνεις στους ανθρώπους της εξουσίας, ή σ’ ανθρώπους με κακόβουλες προθέσεις, τη δύναμη να σε αντιπροσωπεύουν. Και πολύ αργά ανακαλύπτεις ότι πάντα είσαι το κοροΐδο.

Σε νιώθω. Γιατί πολλές χιλιάδες φορές σ’ έχω δει γυμνό, σωματικά και ψυχικά, χωρίς τη μάσκα, χωρίς την ταυτότητα του κόμματος, χωρίς τον πατριωτισμό σου. Γυμνό σαν νεογέννητο μωρό, γυμνό σαν ένα Στρατάρχη με τα εσώρουχα. Παραπονέθηκες κι έκλαψες μπροστά μου, μίλησες για τις επιθυμίες σου, μου αποκάλυψες την αγάπη σου και τον πόνο σου. Σε ξέρω και σε νιώθω. Θα σου πω πώς πραγματικά είσαι Ανθρωπάκο, γιατί στ’ αλήθεια πιστεύω στο υπέροχο μέλλον σου. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ανήκει σε σένα. Γι’ αυτό, πρώτα απ’ όλα, κοίταξε τον εαυτό σου. Δες τον όπως είναι στην πραγματικότητα. Άκου αυτό που κανένας απ’ τους Ηγέτες σου και τους εκπροσώπους σου δεν τολμά να σου πει:

Είσαι ένας «Κοινός Ανθρωπάκος». Κατάλαβε το διπλό νόημα των λέξεων: «κοινός» και «Ανθρωπάκος».

Μη φεύγεις. Βρες το θάρρος να κοιτάξεις τον εαυτό σου.

«Με ποιο δικαίωμα μου λες τι να κάνω;». Βλέπω την ερώτηση αυτή στο φοβισμένο βλέμμα σου. Ακούω την ερώτηση αυτή απ’ το αυθάδες στόμα σου. Φοβάσαι να κοιτάξεις τον εαυτό σου, φοβάσαι την κριτική, Ανθρωπάκο, όπως φοβάσαι και τη δύναμη που σου υπόσχεται κάποιος. Δε θάξερες πώς να τη χρησιμοποιήσεις μια τέτοια δύναμη. Δεν τολμάς να σκεφτείς ότι κάποτε μπορεί να αισθανθείς διαφορετικά: ελεύθερος και όχι καταπτοημένος, ευθύς και όχι πονηρός, να ερωτεύεσαι ανοιχτά και όχι «ως κλέπτης εν νυκτί». Περιφρονείς τον εαυτό σου Ανθρωπάκο. Λες: «Ποιος είμαι εγώ, για να έχω δική μου γνώμη, να καθορίζω τη ζωή μου και να διακηρύσσω ότι ο κόσμος είναι δικός μου;». Έχεις δίκιο. Ποιος είσαι συ, που θα προβάλλεις αξιώσεις για να διαφεντεύσεις τη ζωή σου; Θα σου πω ποιος είσαι:

Διαφέρεις απ’ τον πραγματικά σπουδαίο άνθρωπο απ’ τον πραγματικά σπουδαίο άνθρωπο μόνο σ’ ένα σημείο: Ο σπουδαίος άνθρωπος ήταν κάποτε ν’ αναπτύξει μια σημαντική ικανότητα. Έμαθε να βλέπει που ήταν μικρός στις σκέψεις του και στις πράξεις του. Κάτω απ’ την πίεση κάποιας ανάγκης, που είχε μεγάλη σημασία γι’ αυτόν, άρχισε, όλο και πιο καθαρά, να διαισθάνεται την απειλή που προερχόταν απ’ τη μικρότητά του και τη μικροπρέπειά του. Ο μεγάλος άνθρωπος επομένως ξέρει πότε και πού είναι μικρός. Ο Ανθρωπάκος δεν ξέρει ότι είναι μικρός και φοβάται να το μάθει. Συγκαλύπτει τη μικρότητά του και τη στενότητά του με ψευδαισθήσεις δύναμης και μεγαλείου, με τη δύναμη και το μεγαλείο άλλων. Είναι περήφανος για τους μεγάλους στρατηγούς του, μα όχι περήφανος για τον εαυτό του. Θαυμάζει τη σκέψη που δεν έκανε και όχι τη σκέψη που έκανε. Πιστεύει στα πράγματα, τόσο πιο απόλυτα, όσο λιγότερο τα καταλαβαίνει, και δεν πιστεύει την ορθότητα αυτών των εννοιών που τις κατανοεί πιο εύκολα.

Ας αρχίσω με τον Ανθρωπάκο μου:

Για είκοσι πέντε χρόνια υποστήριξα, το δικαίωμά σου για ευτυχία σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο, γραπτά και προφορικά. Σε κατηγόρησα για την ανικανότητά σου να παίρνεις ότι σου ανήκει, να διασφαλίζεις ότι κέρδισες στις αιματηρές συγκρούσεις των οδοφραγμάτων στο Παρίσι και στην Βιέννη, στην Αμερικάνικη απελευθέρωση ή στη Ρώσικη Επανάσταση. Το Παρίσι σου κατέληξε στον Πεταίν και στον Λαβάλ, η Βιέννη σου στον Χίτλερ, η Ρωσία σου στον Στάλιν και η Αμερική σου θα μπορούσε να καταλήξει στο καθεστώς κάποιας Κου-Κλούξ-Κλάν. Ήξερες καλύτερα πώς να κερδίσεις την ελευθερία σου, παρά πώς να την προστατέψεις και να τη διατηρήσεις για τον εαυτό σου και τους άλλους. Αυτό το ήξερα από πολύ καιρό. Αυτό που δεν μπόρεσα να καταλάβω, είναι γιατί κάθε φορά που πολέμησες σκληρά να βγεις από ένα βάλτο, βυθιζόσουνα σε κάποιον άλλο χειρότερο. Τότε, αργά και ψαχουλευτικά ανακάλυψα τι σε κάνει σκλάβο. ΕΣΥ Ο ΙΔΙΟΣ ΟΔΗΓΕΙΣ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ ΣΤΗ ΣΚΛΑΒΙΑ. Κανένας άλλος – κανένας εκτός από εσένα δε φέρνει την ευθύνη για τη σκλαβιά σου. Κανένας άλλος.

Αυτό είναι κάτι το καινούργιο για σένα, έτσι δεν είναι; Οι απελευθερωτές  σου σου λένε ότι δυνάστες σου είναι ο Γουλιέλμος, ο Νικόλαος, ο Πάπας Γρηγόριος, ο εικοστός όγδοος, ο Μόργκαν, ο Κρουπ, ο Φορντ. Κι οι «απελευθερωτές» σου ονομάζονται Μουσολίνι, Ναπολέων, Χίτλερ, Στάλιν.

Σου λέω λοιπόν ότι μόνο εσύ ο ίδιος μπορείς να γίνεις απελευθερωτής του εαυτού σου.

Αυτή η πρόταση με κάνει διστακτικό. Διακηρύσσω ότι αγωνίζομαι για την αλήθεια και την καθαρότητα. Και τώρα που πρόκειται να σου πω την αλήθεια για τον εαυτό σου, διστάζω γιατί φοβάμαι εσένα και τη στάση σου απέναντι της αλήθειας. Η αλήθεια είναι επικίνδυνη όταν αφορά εσένα. Η αλήθεια είναι σώζει ζωές, αλλά μπορεί να γίνει λάφυρο στα χέρια οποιασδήποτε σπείρας κακοποιών. Αν τα πράγματα δεν ήταν έτσι, εσύ δε θα ήσουν αυτός που είσαι και δε θα βρισκόσουν στην κατάσταση που βρίσκεσαι.

Η σκέψη μου μου λέει: «Πες την αλήθεια, ότι κι αν αυτό σου κοστίσει». Ο Ανθρωπάκος μέσα μου λέει: «Είναι ηλίθιο να εκτίθεσαι στον Ανθρωπάκο, να εγκαταλείπεσαι στο έλεός του. Ο Ανθρωπάκος δε θέλει να ακούει την αλήθεια για το άτομό του. Δε θέλει να αναλάβει τη μεγάλη ευθύνη που έπεσε στα χέρια του. Θέλει να παραμείνει Ανθρωπάκος ή να γίνει ένας μεγάλος Ανθρωπάκος. Θέλει να γίνει πλούσιος, ή αρχηγός κόμματος, η διοικητής λεγεώνος ή γραμματέας του Συλλόγου Ηθικής Αναγέννησης. Δε θέλει όμως να αναλάβει ευθύνες για την εργασία του, για την παροχή τροφής, για την ανεύρεση κατοικίας, για το κυκλοφοριακό, για την παιδεία, για την έρευνα, για τη διοίκηση ή οτιδήποτε άλλο».

Και συνεχίζει ο Ανθρωπάκος μέσα μου:

«Έχεις γίνει σπουδαίος, είσαι πασίγνωστος στη Γερμανία, Αυστρία, Σκανδιναβία, Αγγλία, Αμερική, Παλαιστίνη κ.τ.λ. Οι Κομμουνιστές σε πολεμούν. Οι «σωτήρες των πολιτιστικών αξιών» σε μισούν. Αυτοί που προσβλήθηκαν απ’ τη συγκινησιακή πανούκλα σε καταγγέλλουν. Έχεις γράψει δώδεκα βιβλία και 150 άρθρα για την αθλιότητα της ζωής, τη μιζέρια του Ανθρωπάκου. Τα ευρήματά σου και οι θεωρίες σου διδάσκονται στα πανεπιστήμια, άλλοι σπουδαίοι και μοναχικοί άνθρωποι λένε ότι είσαι πολύ σπουδαίος. Σε συγκρίνουν με τους γίγαντες της διανόησης στην ιστορία της επιστήμης. Έχεις κάνει τη μεγαλύτερη ανακάλυψη των αιώνων, έχεις ανακαλύψει την κοσμική ζωική ενέργεια και τους νόμους της λειτουργίας της ζωής. Έκανες τον καρκίνο κατανοητό. Έφευγες από χώρα σε χώρα γιατί έλεγες την αλήθεια. Ησύχασε πια. Απόλαυσε τους καρπούς της προσπάθειάς σου, απόλαυσε τη δόξα σου. Σε μερικά χρόνια, το όνομά σου θα ακούγεται παντού. Έχεις κάνει αρκετά. Τώρα παράτησέ τα για να αποσυρθείς στο εργαστήριό σου και να δουλέψεις πάνω στο λειτουργικό νόμο της φύσης».

Αυτά λέει ο Ανθρωπάκος μέσα μου, που σε φοβάται, εσένα, τον Ανθρωπάκο.

Για πολύ καιρό ήμουν σε στενή επαφή μαζί σου, επειδή ήξερα τη ζωή σου απ’ τις εμπειρίες μου κι επειδή ήθελα να σε βοηθήσω. Διατηρούσα αυτή την επαφή γιατί έβλεπα ότι πραγματικά σε βοηθούσα και ότι εσύ επιθυμούσες τη βοήθειά μου, συχνά με δάκρυα στα μάτια. Σιγά σιγά άρχισα να καταλαβαίνω ότι αποδεχόσουν μεν βοήθεια, μα ήσουν ανίκανος να την υπερασπιστείς. Την υπερασπίστηκα εγώ για σένα και πολέμησα σκληρά για χάρη σου. Μετά ήρθαν οι Ηγέτες σου και κατάστρεψαν το έργο μου. Έμεινες σιωπηλός και τους ακολούθησες. Μετά πάλι, συνέχισα να διατηρώ την επαφή γιατί ήθελα να μάθω πώς μπορούσε κάποιος να σε βοηθήσει, είτε σαν Ηγέτης σου είτε σαν θύμα σου, χωρίς να τον καταστρέψεις. Ο Ανθρωπάκος μέσα μου ήθελε  να σε κερδίσω, να σε σώσω, ήθελε να με βλέπεις με το ίδιο δέος που βλέπεις και τα «ανώτερα μαθηματικά» γιατί δεν έχεις την παραμικρή ιδέα για το τι πρόκειται. Όσο πιο λίγα καταλαβαίνεις, τόσο πιο πρόθυμος είσαι να αποδώσεις σεβασμό. Ξέρεις τον Χίτλερ καλύτερα από τον Νίτσε, τον Ναπολέοντα καλύτερα απ’ τον Πεσταλότσι. Ένας βασιλιάς σημαίνει περισσότερα για σένα απ’ τον Ζίγκμουντ Φρόιντ. Ο Ανθρωπάκος μέσα μου ήθελε να σε κερδίσω, όπως σε κερδίζουν τα νταούλια ενός Ηγέτη. Φοβάμαι όταν είναι ο Ανθρωπάκος μέσα μου που με ωθεί να σε «οδηγήσω στην ελευθερία». Μπορεί ν’ ανακαλύψεις τον εαυτό σου σε μένα και τον εαυτό μου σε σένα κι έτσι να φοβηθείς και να σκοτώσεις τον εαυτό σου στο πρόσωπό μου. Γι’ αυτό το λόγο έχω πάψει να είμαι πρόθυμος να πεθάνω για την ελευθερία σου να είσαι σκλάβος του καθένα.

Είμαι βέβαιος ότι δεν μπορείς να καταλάβεις αυτό που είπα: «Ελεύθερος να γίνεσαι σκλάβος του καθένα» δεν είναι απλή υπόθεση.

Για να πάψει κάποιος να είναι σκλάβος ενός μόνο αφέντη και να γίνει σκλάβος του καθένα πρέπει πρώτα πρώτα να εξοντώσει τον έναν αφέντη – καταπιεστή, π.χ. τον Τσάρο. Δεν μπορεί όμως οποιοσδήποτε να διαπράξει την πολιτική αυτή δολοφονία αν δεν έχει υψηλά ιδανικά ελευθερίας και επαναστατικά κίνητρα. Αυτός κατόπιν φτιάχνει ένα επαναστατικό απελευθερωτικό κόμμα κάτω από την ηγεσία ενός πραγματικά μεγάλου ανθρώπου, π.χ. του Χριστού, του Μάρξ, του Λίνκολν, του Λένιν. Ο πραγματικά μεγάλος άντρας παίρνει την ελευθερία σου πολύ στα σοβαρά. Για να τη στερεώσει με πρακτικό τρόπο, περιβάλλει τον εαυτό του με πολλά ανθρωπάκια, βοηθούς κι αγγελιοφόρους, επειδή δεν μπορεί να φέρει σε πέρας το τεράστιο έργο μόνος του. Κι ακόμα, αν δεν είχε γύρω του τα σπουδαία αυτά ανθρωπάκια, εσύ δε θα τον καταλάβαινες και θα τον άφηνες να καταστραφεί. Πλαισιωμένος λοιπόν από ένα πλήθος σπουδαία ανθρωπάκια παίρνει την εξουσία για χάρη σου ή αποκαλύπτει κάποια αλήθεια ή διδάσκει μια καλύτερη νέα θρησκεία. Γράφει ευαγγέλια, φτιάχνει νόμους κλπ. Και υπολογίζει στη βοήθειά σου και στη σοβαρότητά σου. Σε τραβάει έξω απ’ το κοινωνικό σου τέλμα. Για να κρατήσει κοντά του τα αναρίθμητα σπουδαία ανθρωπάκια, για να μη χάσει την εμπιστοσύνη σου, ο πραγματικά σπουδαίος άντρας πρέπει να θυσιάσει κομμάτι – κομμάτι τη σπουδαιότητά του, που κατάφερε να πετύχει μόνο μετά από βαθιά διανοητική μοναξιά, μακριά από σένα και τους καθημερινούς θορύβους σου, αλλά, παρ’ όλα αυτά, σε στενή επαφή με τη ζωή σου. Για να είναι σε θέση να σε οδηγεί είναι υποχρεωμένος να ανεχτεί το γεγονός ότι τον μεταμόρφωσες σ’ απρόσιτο θεό. Δε θα του είχες πια εμπιστοσύνη, αν παρέμενε ο απλός άνθρωπος που ήταν, ένας άνθρωπος που, παραδείγματος χάριν, μπορεί να συζεί με μια γυναίκα ακόμα κι αν δεν έχει πιστοποιητικό γάμου. Με τον τρόπο αυτό, εσύ ο ίδιος δημιουργείς τον καινούργιο σου αφέντη. Αφού προαχθεί στη θέση του καινούργιου αφέντη σου, ο σπουδαίος άνθρωπος χάνει τη σπουδαιότητά του, γιατί αυτή αποτελείτο απ’ την ευθύτητα, την απλότητα, τη γενναιότητά του και την πραγματική επαφή του με τη ζωή. Τα σπουδαία ανθρωπάκια, αναλαμβάνουν υψηλές θέσεις στην οικονομία, στη διπλωματία, στην κυβέρνηση, στις επιστήμες, στις τέχνες κι εσύ παραμένεις εκεί που ήσουν: στο βούρκο. Εξακολουθείς να φοράς κουρέλια για χάρη ενός «Σοσιαλιστικού μέλλοντος» ή ενός «Τρίτου Ράϊχ». Εξακολουθείς να ζεις σε πλίνθινα σπίτια με αχυρένιες στέγες και τοίχους σκεπασμένους με βρωμιά. Είσαι όμως περήφανος για το παλάτι του πολιτισμού σου. Είσαι ικανοποιημένος με την ψευδαίσθηση ότι συμμετέχεις στη διακυβέρνηση – μέχρι τον επόμενο πόλεμο και την πτώση των καινούργιων αφεντικών σου.

Σε μακρινές χώρες, μικροί άνθρωπο μελέτησαν επισταμένως την άκρατη δίψα σου να γίνεσαι σκλάβος του καθένα κι έμαθαν πώς, με λίγη διανοητική προσπάθεια, μπορεί κάποιος να γίνει ένας σπουδαίος Ανθρωπάκος. Τα σπουδαία αυτά ανθρωπάκια προέρχονται απ’ την τάξη σου και όχι από παλάτια και κάστρα. Πεινούσαν και υπέφεραν σαν κι εσένα.

Αυτοί συντομεύουν τη διαδικασία αλλαγής αφεντάδων. Έχουν μάθει ότι εκατό χρόνια σκληρής πνευματικής εργασίας για την ελευθερία σου, προσωπικών θυσιών για την ευτυχία σου, ακόμη και θυσιών ζωής για σένα, είναι πολύ μεγάλο τίμημα για μια νέα υποδούλωσή σου. Ότι κατάφεραν να δημιουργήσουν οι μεγάλοι στοχαστές της ελευθερίας και που γι’ αυτό υπέφεραν εκατό χρόνια, μπορούσε να καταστραφεί σε λιγότερο από πέντε χρόνια. Οι μικροί άνθρωποι, λοιπόν, που προέρχονται απ’ την τάξη σου, συντομεύουν τη διαδικασία: καταστρέφουν πιο ανοιχτά και πιο κτηνώδικα. Κι ακόμη, με τόσα πολλά λόγια σου λένε ότι εσύ, η ζωή σου, η οικογένειά σου και τα παιδιά σου δεν αξίζετε τίποτα, ότι είσαι δουλοπρεπής και ότι μπορούν να σε κάνουν ότι θέλουν. Δε σου υπόσχονται προσωπική ελευθερία. Αλλά εθνική ελευθερία. Δε σου διδάσκουν αυτοπεποίθηση, αλλά σεβασμό προς την πολιτεία, δεν επαγγένονται προσωπικό μεγαλείο αλλά εθνικό μεγαλείο. Κι επειδή η «προσωπική ελευθερία» και το «προσωπικό μεγαλείο» δεν είναι τίποτα για σένα, παρά ακαθόριστες έννοιες, ενώ η εθνική ελευθερία και τα συμφέροντα του κράτους κάνουν τα σάλια σου να τρέχουν σαν του σκυλιού που βλέπει ένα κόκκαλο, τις ζητωκραυγάζεις δυνατά. Κανείς όμως απ’ αυτούς τους μικρούς ανθρώπους δεν πληρώνει το τίμημα της γνήσιας ελευθερίας, όπως έκαναν ο Τζιορντάνο Μπρούνο, ο Χριστός, ο Καρλ Μαρξ ή ο Λίνκολν. Δε σ’ αγαπούν, σε περιφρονούν, γιατί και συ περιφρονείς τον εαυτό σου, Ανθρωπάκο. Σε ξέρουν καλά, πολύ καλύτερα απ’ ότι ο Ροκφέλερ ή οι συντηρητικοί. Ξέρουν τις χειρότερες αδυναμίες σου τόσο καλά που μόνον εσύ επιτρέπεται να τις ξέρεις. Σε θυσίασαν σ’ ένα σύμβολο κι εσύ τους παίρνεις στους ώμους σου και τους οδηγείς στη δόξα. Εσύ ο ίδιος τους εξυψώνεις και τους υποθάλπεις παρά το γεγονός, ή καλύτερα ένεκα του γεγονότος, ότι πέταξαν τη μάσκα. Πραγματικά, σου τόπαν με πάρα πολλά λόγια: «Είσαι κατώτερο ον χωρίς καμιά υπευθυνότητα και πάντα θα είναι έτσι». Κι εσύ τους ονομάζεις «Σωτήρες», «Νέους απελευθερωτές» και κραυγάζεις «Ζήτω, Ζήτω».

Για το λόγο αυτό σε φοβάμαι, Ανθρωπάκο, σε φοβάμαι θανάσιμα. Γιατί η μοίρα της ανθρωπότητας εξαρτάται από σένα. Σε φοβάμαι γιατί δεν υπάρχει τίποτα που να αποφεύγεις τόσο πολύ όσο αποφεύγεις τον εαυτό σου. Είσαι άρρωστος, πολύ άρρωστος, Ανθρωπάκο. Δεν είναι δικό σου λάθος. Μα φέρνεις την ευθύνη να απαλλαχτείς απ’ αυτή την αρρώστια σου. Θα είχες από καιρό πετάξει απ’ το σβέρκο σου τους καταπιεστές, αν δεν είχες δείξει ανεκτικότητα στη καταπίεση και αν, συχνά, δεν την είχες υποστηρίξει. Καμιά αστυνομική δύναμη στον κόσμο δε θα ήταν αρκετά ισχυρή να σε καταπιέσει, αν στην καθημερινή σου ζωή διέθετες έστω και έναν

απειροελάχιστο κόκκο αυτοσεβασμού και αν είχες κατανοήσει πολύ καλά ότι χωρίς εσένα η ζωή δε θα συνεχιζόταν ούτε μια ώρα. Σου τα είπε αυτά ο «απελευθερωτής» σου; Όχι. Σε ονόμασε «Προλετάριο του Κόσμου», μα δε σου είπε ότι εσύ και μόνον εσύ είσαι υπεύθυνος για τη ζωή σου (και όχι υπεύθυνος για την «τιμή της πατρίδας»).

Πρέπει να συνειδητοποιήσεις ότι μετέτρεψες τα ανθρωπάκια σε δυνάστες σου και ότι έστειλες στο μαρτύριο τους πραγματικά μεγάλους άντρες, ότι τους σταύρωσες, τους λιθοβόλησες και τους άφησες να πεθάνουν απ’ την πείνα, ότι ποτέ δεν τους σκέφτηκες, ούτε αυτούς, ούτε τους κόπους τους, ότι δεν έχεις την παραμικρή ιδέα σε ποιους χρωστάς οτιδήποτε καλά υπάρχουν στη ζωή σου.

Λες: «Πριν σ’ εμπιστευθώ θέλω να ξέρω την κοσμοθεωρία σου». Όταν όμως ακούσεις την κοσμοθεωρία μου θα τρέξεις στον Εισαγγελέα, ή στην «Επιτροπή εναντίον αντι-Αμερικανικών Δραστηριοτήτων», η στο FBI, ή στη GPU, ή στον «Κίτρινο Τύπο», ή στην Κού-Κλούξ-Κλάν, ή στους «Ηγέτες των Προλεταρίων όλου του κόσμου», ή, τέλος, απλώς θα τρέξεις.

Δεν είμαι ούτε Κόκκινος, ούτε Μαύρος, ούτε Λευκός, ούτε Κίτρινος.

Δεν είμαι ούτε Χριστιανός, ούτε Εβραίος, ούτε Μωαμεθανός, ούτε Μορμόνος, ούτε Πολυγαμικός, ούτε Ομοφυλόφιλος, ούτε Αναρχικός, ούτε Μπόερ.

Αγκαλιάζω τη σύζυγό μου επειδή την αγαπώ και την επιθυμώ και όχι επειδή συμβαίνει να έχω πιστοποιητικό γάμου ή επειδή είμαι σεξουαλικά πεινασμένος.

Δε δέρνω τα παιδιά, δεν ψαρεύω και δεν κυνηγάω ελάφια και λαγούς. Είμαι όμως καλός σκοπευτής και μ’ αρέσει να χτυπάω κέντρο.

Δεν παίζω μπρίτζ και δε δίνω πάρτι για να διαδώσω τις θεωρίες μου. Αν αυτές είναι σωστές τότε θα διαδοθούν μόνες τους.

Δεν υποβάλλω την εργασία μου σε κανένα υπάλληλο του υπουργείου Υγιεινής, εκτός κι αν εκείνος την κατέχει καλύτερα από μένα. Και καθορίζω εγώ ποιος κατέχει την ουσία και τις επιπλοκές της ανακάλυψής μου.

Τηρώ αυστηρά όλους τους νόμους που είναι λογικοί, μα καταπολεμώ εκείνους που είναι άχρηστοι ή παράλογοι. (Μην τρέχεις στον Εισαγγελέα, Ανθρωπάκο, γιατί και εκείνος το ίδιο θα κάνει, αν είναι έντιμος).

Θέλω τα παιδιά και οι έφηβοι να γεύονται την ευτυχία του σωματικού έρωτα και να την απολαμβάνουν χωρίς κίνδυνο.

Δεν πιστεύω ότι για να είναι κάποιος θρήσκος, με την καλή και γνήσια έννοια της λέξης, πρέπει να καταστρέψει την ερωτική του ζωή και να γίνει ζαρωμένος στην ψυχή και στο σώμα σαν μούμια.

Ξέρω ότι αυτό που ονομάζεις «Θεό» υπάρχει, αλλά όχι όπως τον φαντάζεσαι: υπάρχει σα βασική κοσμική ενέργεια στο σύμπαν, σαν αγάπη στο σώμα σου, σαν τιμιότητα και σαν αίσθηση της φύσης μέσα σου και γύρω σου.

Θα έδειχνα την πόρτα σ’ οποιονδήποτε, που με κάποια επιπόλαιη δικαιολογία, θα προσπαθούσε να αναμιχθεί στο ιατρικό ή εκπαιδευτικό μου έργο, με τον ασθενή ή το παιδί. Μπροστά στο ακροατήριο του δικαστηρίου, θα τον ρωτούσα μερικές απλές και ξεκάθαρες ερωτήσεις, που δε θα μπορούσε να τις απαντήσει χωρίς να ντρέπεται μετά για όλη του τη ζωή. Κι αυτό γιατί είμαι ένας άνθρωπος που εργάζεται, που ξέρει τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, που ξέρει ότι ο άνθρωπος αξίζει κάτι, που θέλει να βασιλεύει στον κόσμο η εργασία και όχι σκέψεις και γνώμες για την εργασία. Έχω τη δική μου γνώμη και μπορώ να ξεχωρίσω το ψέμα απ’ την αλήθεια την οποία, κάθε ώρα και στιγμή, τη χρησιμοποιώ σαν εργαλείο διατηρώντας την καθαρή μετά από κάθε χρήση.

Σε φοβάμαι βαθιά, Ανθρωπάκο. Δεν ήταν όμως πάντα έτσι. Εγώ ο ίδιος ήμουν κάποτε Ανθρωπάκος ανάμεσα σ’ εκατομμύρια άλλα ανθρωπάκια. Μετά έγινα φυσικός επιστήμονας και ψυχίατρος και άρχισα να βλέπω πόσο άρρωστος είσαι και πόσο επικίνδυνος γίνεσαι με την αρρώστια σου. Άρχισα να καταλαβαίνω ότι πρόκειται για δική σου, εσωτερική συγκινησιακή αρρώστια – και όχι για κάποια εξωτερική δύναμη – που συνέχεια σε καταπιέζει, ακόμα κι όταν δεν υπάρχει φαινομενικά καμιά εξωτερική πίεση. Θα έχεις από καιρό αποτινάξει τους τυράννους αν ήσουν εσωτερικά ζωντανός και υγιής. Οι καταπιεστές σου προέρχονται από την τάξη σου, όπως στο παρελθόν προέρχονταν απ’ τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Αυτοί είναι ακόμα μικρότεροι από σένα, Ανθρωπάκο. Γιατί πρέπει κάποιος να είναι πολύ μικρός, για να γνωρίσει την αθλιότητα στην πράξη και μετά να χρησιμοποιήσει τη γνώση του αυτή για να σε καταπιέσει πιο σκληρά, πιο ανελέητα.

Δεν έχεις αισθητήριο όργανο για να ξεχωρίσεις τον πραγματικό μεγάλο άνθρωπο. Ο τρόπος ζωής του, ο πόνος του, η επιθυμία του, ο θυμός του, η πάλη του για σένα, σου είναι άγνωστα. Δεν μπορείς να καταλάβεις ότι υπάρχουν άντρες και γυναίκες που δεν μπορούν να σε καταπιέσουν και να σε εκμεταλλευτούν και που θέλουν να είσαι ελεύθερος, ειλικρινής και τίμιος. Δεν αγαπάς τους άντρες αυτούς και τις γυναίκες γιατί είναι ξένοι προς την ύπαρξή σου. Είναι απλοί και ακέραιοι, γι’ αυτούς η αλήθεια είναι ότι είναι για σένα η πονηριά. Κοιτάζουν τον εσωτερικό σου κόσμο, όχι με χλευασμό, αλλά με πόνο για τη μοίρα του ανθρώπου. Μα εσύ αισθάνεσαι την ερευνητική ματιά τους και οσφρίζεσαι κίνδυνο. Τους παραδέχεσαι Ανθρωπάκο, τότε και μόνον, όταν άλλα Ανθρωπάκια σου πούνε ότι οι άνθρωποι αυτοί είναι μεγάλοι. Φοβάσαι το μεγάλο άνθρωπο, τη γνώμη του και την αγάπη του για τη ζωή. Ο μεγάλος άνθρωπος σ’ αγαπάει απλά, όπως αγαπάει κάθε ζώο σαν ζωντανό πλάσμα. Δε θέλει να σε βλέπει να υποφέρεις όπως υπέφερες ολόκληρες χιλιετηρίδες. Δε θέλει να σ’ ακούει να μοιρολογείς όπως μοιρολογούσες ολόκληρες χιλιετηρίδες. Δε θέλει να σε βλέπει υποζύγιο, γιατί αυτός αγαπά τη ζωή και τη θέλει ελεύθερη από πόνο και εξευτελισμό.

Φέρνεις τους πραγματικά μεγάλους ανθρώπους σε σημείο που να σε περιφρονούν, που, πικραμένοι από σένα και τη μικροπρέπειά σου, αποσύρονται, που σε αποφεύγουν και που, το πιο χειρότερο, αρχίζουν να σε λυπούνται. Αν συμβαίνει να είσαι ψυχίατρος, Ανθρωπάκο, ο Λομπρόζο για παράδειγμα, στιγματίζεις το μεγάλο άνθρωπο σαν ένα είδος εγκληματία ή σαν ένα εγκληματία που απέτυχε να διορθωθεί ή σαν ένα ψυχωτικό. Γιατί ο μεγάλος άνθρωπος, αντίθετα με σένα, δε βάζει σκοπό στη ζωή του τα λεφτά, ή τον καλό κοινωνικά γάμο των κοριτσιών του, ή την πολιτική σταδιοδρομία, ή τους ακαδημαϊκούς τίτλους, ή το βραβείο Νόμπελ. Για το λόγο αυτό, επειδή δεν είναι σαν και σένα, τον αποκαλείς «μεγαλοφυΐα» ή «παλαβό». Αυτός, απ’ τα’ άλλο μέρος, είναι πρόθυμος να διακηρύξει ότι δεν είναι «μεγαλοφυΐα» μα μόνον ένα ζωντανό πλάσμα. Τον ονομάζεις «ακοινώνητο» επειδή προτιμά τη μελέτη, μόνος με τις σκέψεις του ή το εργαστήριο, με τη δουλειά του, και όχι τα άδεια και χαζά κοινωνικά «πάρτι» σου. Τον αποκαλείς τρελό επειδή ξοδεύει τα λεφτά του για επιστημονική έρευνα και όχι για ν’ αγοράζει μετοχές και να συσσωρεύει αποθέματα, σαν και σένα. Τολμάς, Ανθρωπάκο, απ’ τα βάθη της έσχατης κατάπτωσής σου, ν’ αποκαλέσεις τον απλό και ειλικρινή άνθρωπο «ανώμαλο», συγκρίνοντάς τον με σένα, το πρότυπο της «ομαλότητας», τον “homo normalis”. Τον μετράς με το δικό σου μέτρο, της μικροπρέπειας, και βρίσκεις ότι δεν ανταποκρίνεται στις δικές σου προδιαγραφές ομαλότητας. Δεν μπορείς να δεις, Ανθρωπάκο, ότι εσύ είσαι που διώχνεις αυτόν, που είναι γεμάτος από αγάπη για σένα και προθυμία να σε βοηθήσει, μακριά από την κοινωνική ζωή, κάνοντάς την ανυπόφορη και στα σαλόνια και στις ταβέρνες. Ποιος τον οδήγησε στη σημερινή του κατάσταση, βασανίζοντάς τον σκληρά για πολλές δεκαετίες; Εσύ ο ίδιος, Ανθρωπάκο, με την ανευθυνότητά σου, τη στενοκεφαλιά σου, τις λαθεμένες σκέψεις και τα «αδιάσειστα αξιώματά» σου που, φυσικά, παύουν να ισχύουν μετά από δέκα χρόνια. Σκέψου μόνο για πόσα πράγματα έπαιρνες όρκο ότι ήταν σωστά στα λίγα χρόνια που κύλισαν ανάμεσα στον Πρώτο και στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Πόσα απ’ αυτά παραδέχτηκες ότι ήταν λαθεμένα, πόσα απ’ αυτά έχεις αποκηρύξει; Απολύτως κανένα Ανθρωπάκο. Ο μεγάλος άνθρωπος σκέφτεται προσεκτικά κι απ’ τη στιγμή που θα συλλάβει μια ιδέα σκέφτεται μακροπρόθεσμα. Εσύ, Ανθρωπάκο, μετατρέπεις το μεγάλο άνθρωπο σε παρείσακτο, παρά το γεγονός ότι η σκέψη του είναι σωστή κι αιώνια και η δική σου ασήμαντη κι εφήμερη. Κάνοντάς τον να αισθάνεται παρείσακτος φυτεύεις μέσα του το φρικτό σπόρο της μοναξιάς.

Όχι το σπόρο της μοναξιάς που είναι παραγωγική, αλλά το σπόρο του φόβου ότι θα παρεξηγηθεί και θα κακομεταχειριστεί από σένα. Γιατί εσύ είσαι ο «λαός», η «κοινή γνώμη», η «κοινωνική συνείδηση». Ειλικρινά, έχεις αναλογιστεί ποτέ, Ανθρωπάκο, την τεράστια ευθύνη που φέρνεις γι’ αυτό το πράγμα; Έχεις ποτέ – ειλικρινά, - αναρωτηθεί αν σκέφτεσαι σωστά ή όχι, απ’ την άποψη των μακροπρόθεσμων κοινωνικών γεγονότων, της φύσης, των μεγάλων ανθρώπινων κατορθωμάτων, του Χριστού για παράδειγμα; Όχι, ποτέ δεν αναρωτήθηκες για το αν οι σκέψεις σου είναι λαθεμένες. Αντί γι’ αυτό, αναρωτιόσουν τι θα πει ο γείτονάς σου γι’ αυτές ή αν η τιμιότητά σου πρόκειται να σου κοστίσει χρήματα. Μόνο γι’ αυτά αναρωτήθηκες, Ανθρωπάκο, κι όχι γι’ άλλα.

Αφού μ’ αυτό τον τρόπο οδήγησες το μεγάλο άνθρωπο στην απομόνωση, κατόπιν ξέχασες τι του έκανες. Το μόνο που κατάφερες ήταν να ξεστομίσεις κι άλλες ανοησίες, να διαπράξεις κι άλλες μικρότητες, να καταφέρεις κι άλλα βαριά πλήγματα. Ξεχνάς. Αλλά είναι στη φύση των μεγάλων αντρών όχι μόνο να μην ξεχνούν και να μη ζητούν εκδίκηση, αλλά, πέρ’ απ’ αυτό, να προσπαθούν να καταλάβουν γιατί συμπεριφέρεσαι τόσο αξιοκαταφρόνητα. Ξέρω ότι αυτά είναι άγνωστα στις σκέψεις σου και στα αισθήματά σου. Αλλά πίστεψέ με: αν προξενήσεις πόνο εκατό, χίλιες, ένα εκατομμύριο φορές, αν προκαλέσεις τραύματα αγιάτρευτα – έστω κι αν την επόμενη στιγμή δε θυμάσαι πια τι έκανες – ο μεγάλος άνθρωπος υποφέρει για τις πράξεις σου για λογαριασμό δικό σου, όχι επειδή οι πράξεις αυτές είναι μεγάλες, μα επειδή είναι μικροπρεπείς. Θα ήθελε να ξέρει τι σε κινεί να κάνεις πράγματα σαν κι αυτά: να εξευτελίζεις τον άνθρωπο που παντρεύτηκες επειδή σ’ απογοήτευσε, να βασανίζεις το παιδί σου επειδή απέτυχε να ευχαριστήσει τον κακεντρεχή γείτονα. Να προδίνεις τους φίλους σου, να περιφρονείς τον ευγενικό άνθρωπο και να τον εκμεταλλεύεσαι. Προσπαθεί να καταλάβει τι σε κάνει να παίρνεις όταν σου προσφέρουν και να δίνεις όταν σου το απαιτούν, αλλά ποτέ να μη δίνεις σ’ αυτόν που σου πρόσφερε κάτι μ’ αγάπη. Να δίνεις μία ακόμα κλωτσιά στο συνάνθρωπό σου, που είναι πεσμένος, ή που πρόκειται να πέσει. Να λες ψέματα εκεί που χρειάζεται η αλήθεια και να καταδιώκεις πάντα την αλήθεια και ποτέ το ψέμα. Είσαι πάντοτε με το μέρος των διωκτών, Ανθρωπάκο.

Για να αποκτήσει την εύνοιά σου, Ανθρωπάκο, για να κερδίσει την άχρηστη φιλία σου ο μεγάλος άνθρωπος, θα έπρεπε να φέρει τον εαυτό του στα μέτρα σου, θα έπρεπε να μιλά με τον τρόπο που μιλάς, θα έπρεπε να στολιστεί με τις αρετές σου. Αλλά αν είχε τις αρετές σου, τη γλώσσα σου και τη φιλία σου, δε θάταν πια μεγάλος, ειλικρινής κι απλός. Απόδειξη: οι φίλοι σου, που μιλάνε όπως θέλεις εσύ να μιλάνε, ποτέ δεν ήταν μεγάλοι άνδρες.

Δεν πιστεύεις ότι ο δικός σου φίλος μπορεί να κάνει κάτι σπουδαίο. Μυστικά περιφρονείς τον εαυτό σου ακόμα κι όταν – ή ιδιαίτερα όταν – κάνεις φανταχτερή επίδειξη της αξιοπρέπειάς σου, και αφού περιφρονείς τον εαυτό σου δεν είναι δυνατό να τρέφεις εκτίμηση για το φίλο σου. Δεν πιστεύεις ότι κάποιος που κάθισε στο ίδιο τραπέζι με σένα, ή έζησε στο ίδιο σπίτι με σένα μπορεί να πετύχει κάτι σημαντικό. Στο άμεσο περιβάλλον σου, Ανθρωπάκο, είναι δύσκολη η σκέψη και ο στοχασμός. Μπορούν μόνο να σκέφτονται για σένα, όχι με σένα. Γιατί εσύ καταπνίγεις κάθε μεγάλη κι εντυπωσιακή σκέψη. Σαν μητέρα, λες στο παιδί σου που προσπαθεί να εξερευνήσει τον κόσμο του: «Αυτά δεν είναι πράγματα για παιδιά». Σαν καθηγητής της βιολογίας, λες: «Αυτά δεν είναι πράγματα για σοβαρούς σπουδαστές. Τι είπες, αμφισβητείς τη θεωρία των μικροβίων της ατμόσφαιρας;». Σαν δάσκαλος λες: «Τα παιδιά στόμα έχουν και μιλιά δεν έχουν». Σαν σύζυγος λες: «Χα! Ανακάλυψη! Το μυαλό σου και μια λίρα! Γιατί δεν πας στο γραφείο σου όπως κάνουν όλοι, να βγάλεις καμιά δραχμή να ζούμε σαν άνθρωποι;». Παρ’ όλα αυτά, ότι γράφεται στις εφημερίδες το πιστεύεις, ανεξάρτητα αν το καταλαβαίνεις ή όχι.

Θα σου πω κάτι, Ανθρωπάκο. Έχασες την αίσθηση για ότι ανώτερο υπάρχει μέσα σου. Το στραγγάλισες και το δολοφονείς κάθε φορά που το συναντάς στους άλλους, στα παιδιά σου, στη γυναίκα σου, στον άντρα σου. Είσαι μικρός και θέλεις να παραμείνεις μικρός.

Ρωτάς μήπως πώς τα ξέρω όλα αυτά; Θα σου πω: Σ’ έχω γνωρίσει, έχω εμπειρίες μαζί σου, έχω αισθανθεί τον εαυτό μου μέσα σου, σαν θεραπευτής σ’ απελευθέρωσα απ’ τη μικρότητά σου, σαν δάσκαλος συχνά σ’ οδήγησα στην ευθύτητα και την ακεραιότητα. Ξέρω πώς υπερασπίζεσαι τον εαυτό σου ενάντια στην ευθύτητα, ξέρω τον τρόμο που σε κυριεύει όταν σου ζητούν να ακολουθήσεις τον αληθινό και γνήσιο εαυτό σου.

Δεν είσαι μόνο μικρός, Ανθρωπάκο. Ξέρω ότι έχεις τις «μεγάλες στιγμές» σου στη ζωή, στιγμές «έκστασης» και «μεγαλείου», στιγμές «μεσουρανήματος». Αλλά δεν έχεις το σθένος να πετάξεις όλο και πιο ψηλά, να αφήσεις την αγαλλίαση να σε μεταφέρει στα ουράνια. Φοβάσαι το πέταγμα, φοβάσαι το ύψος και το βάθος. Ο Νίτσε σου το είπε καλύτερα, πριν από πολύ καιρό. Μα δεν σου είπε γιατί είσαι έτσι. Προσπάθησε να σε μεταμορφώσει σ’ έναν υπεράνθρωπο, έναν “Ubermensch”, ώστε να μπορείς να ξεπεράσεις το ανθρώπινο στοιχείο μέσα σου. Ο «Υπεράνθρωπός» του έγινε ο «Φύρερ Χίτλερ» σου και σύ έμεινες υπάνθρωπος, ένας “Untermensch”.

Θέλω να πάψεις να είσαι “Untermensch” και να γίνεις ο εαυτός σου. Ο εαυτός σου και όχι η εφημερίδα που διαβάζεις, ούτε η άθλια γνώμη του κακού γείτονά σου. Ξέρω ότι δεν ξέρεις πώς και τι πραγματικά είσαι κατά βάθος. Κατά βάθος είσαι ένα ελάφι, είσαι ότι ο Θεός σου, ο ποιητής σου, ο φόβος σου. Μα εσύ πιστεύεις ότι είσαι μέλος της Λεγεώνας, της Λέσχης μπόουλινγκ, της Κου-Κλουξ-Κλάν. Κι επειδή ακριβώς πιστεύεις κάτι τέτοιο, γι’ αυτό και συμπεριφέρεσαι έτσι. Κι αυτό επίσης σου τόπαν κι άλλοι: πριν από πολλά χρόνια ο Χάινριχ Μανν στη Γερμανία και στην Αμερική ο Άπτον Σινκλαίρ, ο Ντος Πάσσος, κ. ά. Μα εσύ δεν ήξερες τον Μανν ή τον Σιγκλαίρ. Ηξερες μόνο τον πρωταθλητή του μποξ και τον Αλ Καπόνε. Αν είχες να διαλέξεις μεταξύ μιας βιβλιοθήκης κι ενός γηπέδου θα διάλεγες χωρίς δισταγμό το δεύτερο.

Ζητάς την ευτυχία στη ζωή μα η σιγουριά έχει μεγαλύτερη σημασία για σένα, ακόμα κι αν σου κοστίσει το χέρι σου ή τη ζωή σου. Κι επειδή ποτέ δεν έμαθες να δημιουργείς ευτυχία, να την απολαμβάνεις και να την προστατεύεις, δεν μπορείς να καταλάβεις τη γενναιότητα του ειλικρινούς ατόμου. Θέλεις να μάθεις τι είσαι, Ανθρωπάκο; Άκου στο ραδιόφωνο τις διαφημίσεις των καθαρτικών, της οδοντόκρεμας, των αποσμητικών κλπ. Μα δεν καταφέρνεις να ακούσεις τη μουσική της προπαγάνδας.

Δεν καταφέρνεις να συλλάβεις την απύθμενη ηλιθιότητα και το αηδιαστικό κακό γούστο αυτών των σειρήνων, που έχουν σχεδιαστεί για να τραβήξουν την προσοχή σου. Πρόσεξες ποτέ σοβαρά τα αστεία που λέει για σένα ο «κομφερασιέ» σ’ ένα νυχτερινό κέντρο; Αστεία για σένα, για τον εαυτό του και για όλο το μικρό κι άθλιο κόσμο. Άκου τις διαφημίσεις των καθαρτικών και μάθε πώς είσαι και τι είσαι.

Άκου, Ανθρωπάκο. Η αθλιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης προβάλλεται καθαρά μέσα απ’ αυτές τις μικρές πράξεις. Κάθε μια απ’ τις μικροπρέπειές σου απομακρύνει όλο και πιο πολύ την ελπίδα ότι κάποια μέρα θα βελτιωθείς. Αυτό προκαλεί θλίψη, Ανθρωπάκο, βαθιά, δυνατή θλίψη. Για να μη νιώθεις τη θλίψη αυτή, δημιουργείς άσχημα ανέκδοτα που τα ονομάζεις «λαϊκό χιούμορ».

Ακούς το ανέκδοτο για τον εαυτό σου και ξεκαρδίζεσαι στα γέλια μαζί με τους άλλους. Δε γελάς επειδή βρίσκεις τον εαυτό σου αστείο. Γελάς σε βάρος του εαυτού σου, ότι όλοι γελάνε σε βάρος σου. Εκατομμύρια ανθρωπάκια δεν ξέρουν ότι όλοι γελάνε σε βάρος τους. Γιατί γελάνε σε βάρος σου, Ανθρωπάκο, τόσο ανοιχτά, τόσο εγκάρδια, με τόση σαδιστική ικανοποίηση, τόσους αιώνες τώρα; Σου πέρασε ποτέ απ΄ το μυαλό πόσο γελοίοι παρουσιάζονται «οι άνθρωποι» στον κινηματογράφο;

Θα σου πω γιατί γελάνε σε βάρος σου κι αυτό επειδή σε παίρνω πολύ, πάρα πολύ σοβαρά:

Με φανταστική ακρίβεια η σκέψη σου πάντα απομακρύνεται απ’ την αλήθεια, όπως ακριβώς ένας καλός σκοπευτής, για καλαμπούρι, σκοπεύει με μεγάλη ακρίβεια δίπλα ακριβώς απ’ το κέντρο του στόχου. Δε νομίζεις ότι τα πράγματα έχουν έτσι. Θα σου το αποδείξω.

Από καιρό θα είχες γίνει ο αφέντης της ύπαρξής σου, αν οι σκέψεις σου κατευθύνονταν στην αλήθεια. Αλλά να πως σκέφτεσαι:

«Για όλα φταίνε οι Εβραίοι». «Τι είναι Εβραίος;» ρωτώ. «Άνθρωπος με Εβραϊκό αίμα», είναι η απάντησή σου. «Τι διαφορά υπάρχει μεταξύ του Εβραϊκού αίματος και του αίματος των άλλων λαών;». Η ερώτηση αυτή σου φαίνεται δύσκολη, διστάζεις, μπερδεύεσαι κι απαντάς: «Εννοώ την Εβραϊκή φυλή». «Τι είναι φυλή;» ρωτάω. «Φυλή; Μ’ αυτό είναι εύκολο: όπως ακριβώς υπάρχει η Γερμανική φυλή, έτσι υπάρχει κι η Εβραϊκή φυλή». «Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της Εβραϊκής φυλής;». «Να, οι Εβραίοι έχουν μαύρα μαλλιά, μακριά κυρτή μύτη κι έξυπνα μάτια. Είναι κεφαλαιοκράτες και φιλοχρήματοι». «Έχεις δει ποτέ ένα Μεσογειακό Γάλλο ή Ιταλό πλάι – πλάι μ’ έναν Εβραίο; Μπορείς να τους ξεχωρίσεις;» «Ε, να, όχι ακριβώς». «Τι είναι λοιπόν οι Εβραίοι; Το αίμα τους δεν είναι διαφορετικό, η όψη τους δε διαφέρει απ’ των Γάλλων ή Ιταλών. Έχεις δει ποτέ Γερμανοεβραίους;» «Βέβαια, μοιάζουν με τους Γερμανούς». «Και τι είναι Γερμανός;». «Αυτός που ανήκει στη “Βόρεια Αρία φυλή”». «Είναι οι Ινδοί άριοι;». «Βέβαια». «Είναι Βόρειοι;» «Όχι». «Είναι ξανθοί;» «Όχι». «Όπως βλέπεις δεν ξέρεις τι είναι Γερμανός και τι Εβραίος». «Όμως υπάρχουν Εβραίοι» «Οπωσδήποτε υπάρχουν Εβραίοι, όπως υπάρχουν Χριστιανοί και Μωαμεθανοί». «Εννοώ η Εβραϊκή θρησκεία» «Ήταν ο Ρούσβελτ Ολλανδός;» «Όχι». «Τότε γιατί λες τον απόγονο του Δαυίδ Εβραίο, αφού δε λες το Ρούσβελτ Ολλανδό;» «Με τους Εβραίους τα πράγματα είναι διαφορετικά». «Ποια είναι η διαφορά;» «Δεν ξέρω».

Έτσι μωρολογείς, Ανθρωπάκο. Κι απ’ τις μωρολογίες σου ξεπετιούνται πάνοπλες στρατιές που σφάζουν δέκα εκατομμύρια ανθρώπους επειδή ήταν «Εβραίοι», έστω κι αν δεν μπορείς να ορίσεις τι ακριβώς είναι Εβραίος. Να γιατί γελάνε σε βάρος σου, να γιατί σ’ αποφεύγουν αυτοί που έχουν να κάνουν σοβαρή δουλειά, να γιατί είσαι βυθισμένος στο βούρκο. Λες «Εβραίος» κι αισθάνεσαι ανώτερος. Δεν έχεις άλλο τρόπο γιατί νιώθεις πραγματικά άθλια. Και νιώθεις άθλια γιατί είσαι αυτό που σκοτώνεις στον υποτιθέμενο Εβραίο. Αυτό είναι μόνο ένα απειροελάχιστο κομμάτι της αλήθειας για σένα Ανθρωπάκο.

Δεν αισθάνεσαι πια τόσο μικρός όταν αποκαλείς κάποιον «Εβραίο», αλαζονικά ή περιφρονητικά. Το ανακάλυψα πρόσφατα. Ονομάζεις κάποιον Εβραίο αν τον εκτιμάς πάρα πολύ, ή πολύ λίγο. Ξεκίνησες αυθαίρετα να ορίσεις ποιος είναι «Εβραίος». Μα δε σου παραχωρώ αυτό το δικαίωμα, είτε είσαι μικρός Άριος, είτε είσαι μικρός Εβραίος. Μόνο εγώ, και κανένας άλλος στον κόσμο, έχω το δικαίωμα να ορίσω τι είμαι. Είμαι, βιολογικά και πολιτιστικά, ένας μιγάδας και είμαι περήφανος που είμαι το σωματικό και πνευματικό αποτέλεσμα της διασταύρωσης όλων των τάξεων, φυλών και εθνών, είμαι περήφανος που δεν ανήκω σε καμιά «καθαρή φυλή» ή σε καμιά «καθαρή τάξη», σαν κι εσένα, που δεν είμαι σωβινιστής σαν κι εσένα, το μικρό Φασίστα όλων των εθνών, φυλών και τάξεων. Άκουσα ότι στην Παλαιστίνη έδιωξες κάποιο Εβραίο τεχνίτη επειδή δεν ήταν περιτμημένος. Δεν έχω τίποτε περισσότερο κοινό με τους Εβραίους φασίστες απ’ ότι έχω με τους άλλους. Η Εβραϊκή γλώσσα, η Εβραϊκή θρησκεία κι ο Εβραϊκός πολιτισμός μ’ αφήνουν αδιάφορο. Δεν πιστεύω στο Θεό των Εβραίων περισσότερο απ’ ότι πιστεύω στο Θεό των Χριστιανών ή των Ινδών, μα ξέρω τι σε κάνει να πιστεύεις στο Θεό σου. Δεν πιστεύω πως οι Εβραίοι είναι ο «εκλεκτός λαός» του Θεού. Πιστεύω πως κάποια μέρα οι Εβραίοι θα αναμιχθούν με τις μάζες των ανθρώπινων ζώων τούτου του πλανήτη, κι αυτό θα είναι καλό γι’ αυτούς και για τους απογόνους τους. Δε σ’ αρέσει να τα ακούς αυτά, μικρέ Εβραίε. Διατυμπανίζεις την Εβραϊκή καταγωγή σου, επειδή περιφρονείς τον εαυτό σου κι αυτούς που είναι γύρω σου, γιατί είναι Εβραίοι. Ο Εβραίος είναι ο χειρότερος εχθρός των Εβραίων. Τούτη είναι μια παλιά αλήθεια. Εγώ όμως δε σε μισώ και δε σε περιφρονώ. Μόνο που δεν έχω καμιά σχέση μαζί σου, τουλάχιστον όχι περισσότερη απ’ ότι έχω μ’ ένα Κινέζο ή ένα καγκουρό, με άλλα λόγια την κοινή προέλευσή μας απ’ τη κοσμική ύλη. Γιατί μικρέ Εβραίε η σκέψη σου φτάνει πίσω μόνο μέχρι το Σήμ και όχι μέχρι το πρωτόπλασμα; Για μένα η ζωή αρχίζει με τη συστολή του πρωτοπλάσματος κι όχι με τη θεολογία του ραβίνου.

Χρειάστηκαν πολλά εκατομμύρια χρόνια για να εξελιχτείς από θαλάσσιο μαλάκιο σε δίποδο της ξηράς. Ζεις με τη σωματική σου ακαμψία, που είναι η τωρινή σου ανωμαλία, μόνο έξη χιλιάδες χρόνια. Θα χρειαστούν εκατό ή πεντακόσια ή πιθανόν πέντε χιλιάδες χρόνια για ν’ ανακαλύψεις τη φύση, για να βρεις το μαλάκιο μέσα σου ξανά.

Ανακάλυψα το μαλάκιο μέσα σου και το περιέγραψα με ξεκάθαρα λόγια. Όταν το άκουσες για πρώτη φορά με ονόμασες μεγαλοφυΐα. Θα πρέπει να θυμάσαι, ήταν στη Σκανδιναβία, όταν έψαχνες για ένα νέο Λένιν. Αλλά είχα πιο σημαντικά πράγματα να κάνω κι απέρριψα αυτό το ρόλο. Μ’ έχεις ανακηρύξει νέο Ντάρβιν, Μαρξ, Παστέρ, Φρόιντ. Από καιρό σου είπα ότι κι εσύ μπορείς να μιλάς και να γράφεις σαν κι εμένα, αρκεί μόνον, ώ μικρέ και εκλεκτέ άνθρωπε, να μην ουρλιάζεις πάντοτε, «ζήτω ο Σωτήρας μας». Γιατί η νικητήρια αυτή κραυγή νεκρώνει το πνεύμα σου και παραλύει τη δημιουργική σου φύση.

Δεν καταδιώκεις την «ανύπαντρη μητέρα» σαν ανήθικο πλάσμα, Ανθρωπάκο; Δεν κάνεις αυστηρό διαχωρισμό μεταξύ των παιδιών που γεννήθηκαν «εντός του γάμου» και είναι «νόμιμα» και των παιδιών που γεννήθηκαν «εκτός του γάμου» και είναι «παράνομα»; Άθλιο πλάσμα δεν έχεις ιδέα του τι λες: Σέβεσαι το Χριστό. Ο Χριστός γεννήθηκε από μια μητέρα που δεν είχε πιστοποιητικό γάμου. Έτσι, χωρίς να το καταλαβαίνεις, σέβεσαι στο πρόσωπο του Χριστού τον πόθο σου για σεξουαλική απελευθέρωση, γυναικόδουλε Ανθρωπάκο. Έκανες τον «παράνομα» γεννημένο Χριστό, παιδί του Θεού, που δεν ξεχωρίζει παράνομα και νόμιμα παιδιά. Μα αργότερα, σαν Απόστολος Παύλος, άρχισες να κυνηγάς τα παιδιά του αληθινού έρωτα και να παρέχεις στα παιδιά του αληθινού μίσους την προστασία των θρησκευτικών σου νόμων. Είσαι ένας πανάθλιος Ανθρωπάκος.

Περνάς με τα’ αυτοκίνητά σου και τα τραίνα σου πάνω απ’ τις γέφυρες που εφεύρε ο μεγάλος Γαλιλαίος. Ξέρεις, Ανθρωπάκο, ότι ο μεγάλος Γαλιλαίος είχε τρία παιδιά, χωρίς να έχει άδεια γάμου; Αυτό δεν το διδάσκεις στα σχολεία. Μήπως δε βασάνισες το Γαλιλαίο για τον ίδιο λόγο;

Και ξέρεις, Ανθρωπάκο της «πατρίδας των Σλαβικών λαών», ότι ο μεγάλος Λένιν σου, ο μεγαλύτερος πατέρας όλων των προλεταρίων του κόσμου, (ή όλων των Σλάβων) κατάργησε τον υποχρεωτικό γάμο όταν ανέβηκε στην εξουσία; Αυτό το κρατάς μυστικό, έ ανθρωπάκο; Και ξέρεις ότι αυτός ο ίδιος ζούσε με τη γυναίκα του χωρίς άδεια γάμου; Μήπως δεν ξανάφερες σε ισχύ, με τον Ηγέτη σου όλων των Σλάβων, τους παλιούς νόμους του υποχρεωτικού γάμου, γιατί ήσουνα ανίκανος να πραγματοποιήσεις τις μεγάλες ιδέες του Λένιν;

Απ’ όλα αυτά, εσύ δεν ξέρεις τίποτα, γιατί τι σημαίνει η αλήθεια για σένα, ή η ιστορία, ή ο αγώνας για ελευθερία και ποιος είσαι εσύ, στο κάτω – κάτω, που θα έχεις δική σου γνώμη;

Δεν έχεις την παραμικρή ιδέα για το γεγονός ότι η ακάθαρτη φαντασία σου και η σεξουαλική σου ανευθυνότητα σου περνούν στα χέρια τις χειροπέδες του νόμου «περί γάμου».

Αισθάνεσαι κακόμοιρος και μικρός, βρωμερός, ανίκανος, άκαμπτος, άψυχος και άδειος. Δεν έχεις γυναίκα, ή, αν έχεις, θέλεις να την «κάνεις δική σου» μόνο και μόνο για να αποδείξεις ότι είσαι «άντρας». Δεν ξέρεις τι είναι έρωτας. Έχεις δυσκοιλιότητα και παίρνεις καθαρτικά. Μυρίζεις άσχημα και το δέρμα σου είναι λιπαρό. Δεν έχεις κανένα αίσθημα για το παιδί στην αγκαλιά σου, γι’ αυτό το μεταχειρίζεσαι σαν σκυλί, που μπορείς να το δέρνεις όποτε θέλεις.

Η ανικανότητά σου σε βασάνιζε όλη σου τη ζωή. Διαπότιζε κάθε σκέψη σου. Εμπόδιζε τη δουλειά σου. Η γυναίκα σου σε άφησε γιατί δεν ήσουν σε θέση να της προσφέρεις αγάπη. Υποφέρεις από φοβίες, νευρώσεις, ταχυπαλμίες. Οι σκέψεις σου περιστρέφονται γύρω από τη σεξουαλικότητα. Κάποιος σου μιλάει για τη σεξουαλική οικονομία μου, σου λέει ότι σε νιώθω και μπορώ να σε βοηθήσω. Θέλω να σε κάνω ικανό να απελευθερώνεις τον ερωτισμό σου τη νύχτα, ώστε την ημέρα να είσαι απαλλαγμένος από σεξουαλικές σκέψεις και ικανός να κάνεις τη δουλειά σου. Θάθελα να δω τη γυναίκα σου ευτυχισμένη στην αγκαλιά σου και όχι δυστυχισμένη. Θάθελα να δω τα παιδιά σου ροδοκόκκινα κι όχι ωχρά, γεμάτα αγάπη κι όχι μίσος. Μα εσύ λες: «Το Σεξ δεν είναι το παν. Υπάρχουν κι άλλα σπουδαία πράγματα στη ζωή». Να ποιος είσαι, Ανθρωπάκο.

Ή συμβαίνει να είσαι Μαρξιστής, «επαγγελματίας επαναστάτης», επίδοξος Ηγέτης των προλεταρίων όλου του κόσμου, ο μελλοντικός πατέρας μιας Σοβιετικής πατρίδας. Θέλεις να απαλλάξεις τον κόσμο απ’ τα δεινά. Οι εξαπατημένες μάζες σ’ αποφεύγουν κι εσύ τρέχεις πίσω τους, φωνάζοντας: «Σταματήστε, σταματήστε προλετάριοι! Δε βλέπετε πως, είμαι ο απελευθερωτής σας! Γιατί δε με αναγνωρίζετε; Κάτω ο καπιταλισμός!». Μιλάω στις μάζες, Μικρέ Επαναστάτη, και τους δείχνω την αθλιότητα της ζωής τους. Μ’ ακούν γεμάτοι ελπίδα κι ενθουσιασμό. Συνωστίζονται στις οργανώσεις σου γιατί περιμένουν να βρουν εμένα εκεί. Αλλ’ εσύ τι κάνεις; Λες: «Το σεξ είναι μικρο-αστική εφεύρεση. Μόνο οι οικονομικοί συντελεστές έχουν σημασία». Και διαβάζεις το βιβλίο του Βαν ντε Βέλντε για τις τεχνικές του έρωτα.

Όταν κάποτε ένας μεγάλος άνθρωπος ξεκίνησε να θεμελιώσει σε επιστημονική βάση την οικονομική σου απελευθέρωση, εσύ τον άφησες να πεθάνει της πείνας. Εξόντωσες την πρώτη επίθεση της αλήθειας εναντίον της εκτροπής απ’ τους φυσικούς νόμους. Όταν η πρώτη του απόπειρα πέτυχε, εσύ ανέλαβες την εφαρμογή της, σκοτώνοντάς την έτσι για δεύτερη φορά. Την πρώτη φορά εκείνος ο μεγάλος άνθρωπος διέλυσε την οργάνωσή του. Τη δεύτερη, είχε πεθάνει στο μεταξύ και δε μπορούσε πια να κάνει τίποτα εναντίον σου. Δεν κατάλαβες ότι είχε ανακαλύψει, μέσα στη δουλειά σου, τη ζωντανή δύναμη που δημιουργεί αξίες. Δεν κατάλαβες ότι με την κοινωνιολογία του ήθελε να προστατέψει τη κοινωνία σου ενάντια στο κράτος σου. Δεν καταλαβαίνεις απολύτως τίποτα.

Ακόμα κι οι «οικονομικοί σου συντελεστές» δε σε βγάζουν πουθενά. Ένας μεγάλος σοφός άντρας δούλεψε μέχρι την τελευταία του πνοή για να σου αποδείξει ότι πρέπει πρώτα να βελτιώσεις τις οικονομικές συνθήκες αν θέλεις να ευτυχήσεις στη ζωή σου. Ο πολιτισμός δε στυλώνεται επάνω σ’ ένα πεινασμένο λαό, αλλά απαιτεί πρόοδο σ’ όλες τις συνθήκες ζωής, ότι πρέπει να λευτερώσεις τον εαυτό σου και την κοινωνία από κάθε μορφή τυραννίας. Ο μεγάλος αυτός και αληθινός άντρας έκανε μόνο ένα λάθος στην προσπάθειά του να σε διαφωτίσει: πίστεψε στην ικανότητά σου για απελευθερωτή. Πίστεψε στην ικανότητά σου για απελευθερωτή. Πίστεψε ότι θα μπορούσες να διασφαλίσεις την ελευθερία σου αν κάποτε την αποκτούσες. Έκανε κι ένα ακόμα λάθος: πού άφησε εσένα, τον προλετάριο, να γίνεις «δικτάτορας».

Και συ τι τον έκανες, Ανθρωπάκο, τον πλούτο των γνώσεων και ιδεών που άφησε ο μεγάλος εκείνος άνθρωπος; Απ’ όλα αυτά μόνο μια λέξη ηχούσε συνέχεια στ’ αυτιά σου: δικτατορία! Απ’ όλα εκείνα, που δώρισε πλουσιοπάροχα ένα υπέροχο μυαλό και μια μεγάλη καρδιά, απόμεινε μόνο μια λέξη: δικτατορία. Όλα τα άλλα τα πέταξες στη θάλασσα, ελευθερία, ελεημοσύνη κι αλήθεια, τη λύση των προβλημάτων της οικονομικής σκλαβιάς, τη μέθοδο του προγραμματισμού. Όλα, μα όλα, πετάχτηκαν στη θάλασσα. Σου κόλλησε μόνο μια λέξη που διαλέχτηκε άστοχα, αν και καλοπροαίρετα: δικτατορία!

Απ’ τη μικρή εκείνη απροσεξία ενός μεγάλου ανθρώπου δημιούργησες ένα γιγαντιαίο σύστημα ψεμάτων, διωγμών, φυλακών, βασανιστηρίων, δημίων, μυστικής αστυνομίας, κατασκοπίας και καταγγελιών, στρατοκρατίας, Στραταρχών και μεταλλίων, πετώντας όλα τα άλλα στη θάλασσα. Αρχίζεις να συνειδητοποιείς κάπως καλύτερα τι είσαι, Ανθρωπάκο; Όχι: Καλά θα ξαναπροσπαθήσω: Μπέρδεψες τις «οικονομικές συνθήκες» ευτυχίας σου στην αγάπη και στη ζωή, με το «βιομηχανικό εξοπλισμό», την απελευθέρωση του ανθρώπου, με το «μεγαλείο του κράτους», τη θέληση για θυσίες για ένα μεγάλο σκοπό με την ηλίθια βοδινή «κομματική πειθαρχία», τον ξεσηκωμό εκατομμυρίων ανθρώπων, με την παρέλαση των τανκ, τη σεξουαλική απελευθέρωση, με το βιασμό κάθε γυναίκας που έπεφτε στα χέρια σου, όταν μπήκες στη Γερμανία, την εξολόθρευση της φτώχειας, με το ξερίζωμα των φτωχών, των αδυνάτων και των αβοήθητων, τη φροντίδα για το παιδί με τη «δημιουργία πατριωτών», τον έλεγχο γεννήσεων, με μετάλλια «για μητέρες με δέκα παιδιά». Μήπως δεν έχεις κι εσύ υποφέρει απ’ την ιδέα σου αυτή, της μητέρας με τα δέκα παιδιά;

Η «πατρίδα της εργατιάς» δεν είναι η μόνη χώρα, που η άτυχη λεξούλα «δικτατορία» αντήχησε στ’ αυτιά σου. Αλλού την έντυσες με λαμπρές στρατιωτικές στολές κι ανέδειξες, μέσα από το πλήθος, το μικρό, ανίκανο, μυστικιστή και σαδιστή μπογιατζή, που οδήγησε εσένα μεν στο Τρίτο Ράιχ και εξήντα εκατομμύρια ομοίους σου στον τάφο. Κι εσύ συνεχίζεις να βροντοφωνάζεις: Ζήτω, ζήτω, ζήτω.

Να τι είσαι, Ανθρωπάκο. Κανένας όμως δεν τολμά να σου το πει. Γιατί σε φοβούνται και σε θέλουν μικρό, Ανθρωπάκο.

Καταβροχθίζεις την ευτυχία σου. Ποτέ δεν απόλαυσες την ευτυχία με πλήρη ελευθερία. Γι’ αυτό καταβροχθίζεις λαίμαργα την ευτυχία, χωρίς να παίρνεις κανένα μέτρο να τη διασφαλίσεις. Δε σ’ άφηναν να μάθεις πώς θα φροντίζεις την ευτυχία σου, πώς θα την προσέχεις όπως ο κηπουρός τα λουλούδια του και ο γεωργός τη σοδειά του. Οι μεγάλοι ερευνητές, ποιητές και σοφοί έφυγαν μακριά σου επειδή ήθελαν να φροντίζουν την ευτυχία τους. Κοντά σου, Ανθρωπάκο, είναι εύκολη η καταβρόχθιση της ευτυχίας, μα δύσκολη η προστασία της.

Μήπως δεν καταλαβαίνεις γιατί πράγμα μιλάω, Ανθρωπάκο; Θα σου εξηγήσω: Ο ερευνητής δουλεύει σκληρά δέκα, είκοσι, τριάντα χρόνια, χωρίς διακοπή, πάνω στην επιστήμη του, στη συσκευή του, στην κοινωνική του ιδέα. Η καινοτομία είναι βαρύ φορτίο και αυτός πρέπει να τη φέρει ολομόναχος. Είναι αναγκασμένος να υποφέρει τις ηλιθιότητές σου, τις λαθεμένες ιδέες σου, τα ταπεινά ιδανικά σου, πρέπει να τα καταλάβει και να τα αναλύσει και τελικά να τα αντικαταστήσει με τα ευρήματά του. Στο έργο του αυτό, δεν τον βοηθάς, Ανθρωπάκο, δεν τον βοηθάς καθόλου. Το αντίθετο μάλιστα. Δεν έρχεσαι να πεις: «Άκου φίλε μου, βλέπω πόσο σκληρά δουλεύεις. Καταλαβαίνω ότι δουλεύεις για τη μηχανή μου, για το παιδί μου, τη γυναίκα μου, το φίλο μου, το σπίτι μου, το χωράφι μου, δουλεύεις για να καλυτερέψεις τα πράγματα. Πολύ καιρό τώρα υποφέρω απ’ το τάδε κι απ’ το δείνα μα δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Τώρα λοιπόν πώς μπορώ να σε βοηθήσω για να με βοηθήσεις;». Όχι, Ανθρωπάκο, ποτέ δεν έρχεσαι σ’ αυτόν που σε βοηθάει για να βοηθήσεις. Παίζεις χαρτιά, φωνάζεις ζήτω, ζήτω, ξελαρυγγιάζεσαι απ’ τις φωνές στους αγώνες πυγμαχίας, δουλεύεις ηλίθια, σα σκλάβος, στο γραφείο, ή στο ορυχείο. Ποτέ όμως δεν έρχεσαι να βοηθήσεις αυτόν που σε βοηθάει. Και ξέρεις γιατί; Γιατί, πρώτα – πρώτα, ο ερευνητής δεν έχει τίποτα να προσφέρει εκτός από σκέψεις. Ούτε ψηλότερες αποδοχές, ούτε συμβόλαιο με την ένωση, ούτε δώρο Χριστουγέννων, ούτε εύκολο τρόπο ζωής. Το μόνο που έχει να προσφέρει είναι σκοτούρες κι εσύ δε θέλεις άλλες σκοτούρες, έχεις ήδη περισσότερες απ’ ότι χρειάζονται.

Αλλά έστω κι αν έμενες μακριά του, χωρίς να προσφέρεις ή να δίνεις καμιά βοήθεια, ο ερευνητής δε θα στεναχωριόταν για σένα. Στο κάτω – κάτω, δεν κοπιάζει, σκέπτεται κι ανακαλύπτει «για χάρη» σου. Τα κάνει αυτά, απλά και μόνο, επειδή η ίδια η φύση του τον ωθεί. Τη φροντίδα σου και τη λύπησή σου την αφήνει στους ηγέτες των κομμάτων και στους παπάδες. Το μόνο που θα ήθελε είναι να σε δει τελικά να φροντίζεις μόνος σου τον εαυτό σου.

Μα εσύ όμως δεν αρκείσαι στο να μη βοηθάς. Καταστρέφεις, περιφρονείς και φτύνεις. Όταν τελικά ο ερευνητής, μετά από μακρόχρονη και σκληρή δουλειά, καταφέρει ν’ ανακαλύψει για ποιο λόγο είσαι ανίκανος να προσφέρεις στη σύζυγό σου την ερωτική ευτυχία, έρχεσαι και τον αποκαλείς σεξομανή. Δεν έχεις την παραμικρή ιδέα πως το λες αυτό, επειδή πρέπει να κρατήσεις καταπιεσμένο το σεξομανή μέσα σου και γι’ αυτό είσαι ανίκανος ν’ αγαπήσεις. Ή όταν ο ερευνητής ανακαλύψει για ποιο λόγο, οι άνθρωποι πεθαίνουν μαζικά από καρκίνο, κι εσύ, Ανθρωπάκο, συμβαίνει να είσαι Καθηγητής της Παθολογίας του Καρκίνου, με σταθερό μισθό, έρχεσαι και λες πώς ο ερευνητής είναι αγύρτης, ή πώς δεν ξέρει τίποτα για τα μικρόβια της ατμόσφαιρας, ή πώς παίρνει ή ξοδεύει πολλά λεφτά για την έρευνά του, ή ρωτάς αν είναι Εβραίος ή αλλοδαπός. Ή επιμένεις πώς έχεις δικαίωμα να τον εξετάσεις για να δεις αν έχει τα απαραίτητα προσόντα για να δουλέψει πάνω στο δικό σου πρόβλημα του καρκίνου, το πρόβλημα που δεν μπορείς να λύσεις, ή προτιμάς να δεις πολλούς, πάρα πολλούς ασθενείς να πεθαίνουν από καρκίνο, παρά να παραδεχτείς ότι εκείνος ανακάλυψε αυτό που εσύ χρειάζεσαι τόσο πολύ για να σώσεις τους ασθενείς σου. Για σένα, η επαγγελματική σου αξιοπρέπεια, ο λογαριασμός σου στην τράπεζα, οι συνδέσεις σου με τη βιομηχανία ραδίου, έχουν μεγαλύτερη σημασία απ’ την αλήθεια και τη μάθηση. Γι’ αυτό είσαι μικρός και κακόμοιρος, Ανθρωπάκο.

Επαναλαμβάνω: όχι μόνο δε βοηθάς, αλλά και εμποδίζεις με κακεντρέχεια, παρεμποδίζεις ότι δουλειά γίνεται για σένα ή που θα έπρεπε να κάνεις εσύ. Καταλαβαίνεις τώρα γιατί η ευτυχία σου είναι άπιαστο πουλί; Γιατί για να κερδίσει κανείς την ευτυχία, πρέπει να εργαστεί γι’ αυτήν. Μα εσύ το μόνο που θέλεις είναι να καταβροχθίσεις την ευτυχία. Να γιατί είναι άπιαστο πουλί, δε θέλει να καταβροχθιστεί από σένα.

Με την πάροδο του χρόνου, ο ερευνητής καταφέρνει να πείσει πολλούς ανθρώπους πώς η εφεύρεση του είναι πρακτικά εφαρμόσιμη, πώς, παραδείγματος χάριν, κάνει δυνατή τη θεραπεία ορισμένων ασθενειών, ή ανυψώνει βάρη, ή ανατινάζει βράχους, ή διαπερνάει την ύλη με ακτίνες κατά τέτοιο τρόπο που το εσωτερικό της να γίνεται ορατό. Μέχρι να το διαβάσεις στην εφημερίδα, δεν το πιστεύεις, γιατί δεν έχεις εμπιστοσύνη στις αισθήσεις σου. Όταν όμως η ανακάλυψη δημοσιευτεί στην εφημερίδα, τότε έρχεσαι, όχι περπατώντας αλλά τρέχοντας. Αποκαλείς τον ερευνητή «μεγαλοφυΐα», τον ίδιο άντρα που μέχρι χτες ονόμαζες αγύρτη, σεξομανή, τσαρλατάνο ή επικίνδυνο άτομο που υπονομεύει τα δημόσια ήθη. Μήπως δεν ξέρεις τι είναι μεγαλοφυΐα, όπως δεν ήξερες τι είναι «Εβραίος», «αλήθεια», «ευτυχία»; Θα σου το πω, Ανθρωπάκο, όπως σου το είπε κι ο Τζακ Λοντον στο βιβλίο του MARTIN EDEN. Ξέρω πως το διάβασες χιλιάδες φορές μα δεν το κατάλαβες: «Μεγαλοφυΐα» είναι το σήμα κατατεθέν που κολλάς στα προϊόντα σου όταν τα ρίχνεις στην αγορά. Αν ο ερευνητής (που μέχρι χθες ήταν «σεξομανής» ή «τρελός») βγει τώρα μεγαλοφυΐα τότε θα τρέξεις πιο γρήγορα να καταβροχθίσεις την ευτυχία που αυτός έφερε στον κόσμο. Γιατί τώρα έρχονται πάρα πολλά ανθρωπάκια και φωνάζουν, με μια φωνή, μαζί σου: «Μεγαλοφυΐα, μεγαλοφυΐα». Κι ο κόσμος έρχεται «αγελαδόν» κι αρπάζει τα προϊόντα απ’ το χέρι σου. Αν είσαι γιατρός έχεις τώρα πολύ περισσότερους ασθενείς, είσαι σε θέση να τους βοηθήσεις καλύτερα από πριν και να βγάλεις περισσότερα λεφτά. «Μα καλά» λες, Ανθρωπάκο, «δε βλέπω τίποτα κακό σ’ αυτό». Όχι βέβαια, δεν υπάρχει τίποτα κακό στο να κερδίζεις χρήματα με τίμια και καλή δουλειά. Όμως είναι κακό το να μη συνεισφέρεις τίποτα στην ανακάλυψη, να μην τη φροντίζεις, παρά μόνο να την εκμεταλλεύεσαι. Κι αυτό ακριβώς κάνεις. Δεν προσπαθείς να βελτιώσεις την εφεύρεση. Τη χρησιμοποιείς μηχανικά, απρόσεκτα, λαίμαργα, ηλίθια. Δε βλέπεις τις πιθανές εφαρμογές της ή τους περιορισμούς της. Για τις πιθανές εφαρμογές δε διαθέτεις διορατικότητα, όσο για τους περιορισμούς δεν είσαι σε θέση να τους ξεχωρίσεις και τους παραβλέπεις. Αν, σαν γιατρός ή βακτηριολόγος, ξέρεις ότι ο τυφοειδής πυρετός και η χολέρα μεταδίδονται με βακτήρια, τότε ψάχνεις για μικροοργανισμούς και στον καρκίνο, εμπαίζοντας έτσι και γελοιοποιώντας δεκαετίες ερευνών. Κάποτε ένας μεγάλος άνθρωπος απέδειξε πως οι μηχανές ακολουθούν ορισμένους νόμους, από τότε κατασκευάζεις μηχανές που σκοτώνουν και θεωρείς τη ζωή μηχανή. Σ’ αυτό είχες λάθος, που κράτησε όχι τρεις δεκαετίες μα τρεις αιώνες, λαθεμένες ιδέες ρίζωσαν επίμονα στο μυαλό εκατοντάδων χιλιάδων εργατών της επιστήμης, κι ακόμα η ζωή καθαυτή υπέστη άμεσες και φοβερές ζημιές, απ’ αυτό το ψευδολόγημα – εξαιτίας της αξιοπρέπειάς σου, της καθηγητικής σου ιδιότητας, της θρησκείας σου, του τραπεζικού σου λογαριασμού, της ακεραιότητας του χαρακτήρα σου – δίωξες, συκοφάντησες, φυλάκισες και με πολλούς τρόπους έβλαψες, οποιανδήποτε, που πραγματικά βρισκόταν στα ίχνη της λειτουργίας της ζωής.

Είναι αλήθεια, θέλεις να έχεις «μεγαλοφυείς» και είσαι πρόθυμος να τους προσφέρεις σεβασμό. Μα θέλεις έναν «καλό» μεγαλοφυή, κάποιον ευπρεπή, μετριοπαθή και χωρίς σαχλαμάρες, με δυο λόγια ένα σοβαρό, μετρημένο και συμμαζεμένο μεγαλοφυή και όχι έναν ανάγωγο κι ατίθασο μεγαλοφυή που γκρεμίζει τους φραγμούς και τους περιορισμούς σου. Θέλεις έναν προσγειωμένο, με κομμένα φτερά και καλοντυμένο μεγαλοφυή που, χωρίς να ντρέπεσαι, μπορείς να περιφέρεις πανηγυρικά στους δρόμους της πόλης σου.

Να ποιος είσαι, Ανθρωπάκο.

Κάνεις μόνο για να ανακατεύεις το φαγητό και για να το σερβίρεις με την κουτάλα, μα δεν μπορείς να το δημιουργήσεις. Να γιατί είσαι αυτός που είσαι, όλη σου τη ζωή κλεισμένος σ’ ένα βαρετό γραφείο, ή σκυμμένος στο τραπέζι σχεδίασης, ή περιορισμένος στο συζυγικό ζουρλομανδύα ή φυλακισμένος σε μια αίθουσα να μαθαίνεις γράμματα στα παιδιά που μισείς. Δεν πρόκειται να αναπτυχθείς και δεν έχεις καμιά δυνατότητα για καινούργιες σκέψεις, γιατί πάντα έπαιρνες, πάντα σέρβιρες με την κουτάλα το φαγητό που κάποιος άλλος σου το έφερνε μέσα σ’ ασημένιο πιάτο.

Μήπως δεν καταλαβαίνεις γιατί τα πράγματα είναι έτσι, γιατί δεν μπορούν να είναι αλλιώς; Θα σου το πω, Ανθρωπάκο, γιατί σε γνώρισα όταν ερχόσουνα σε μένα με την εσωτερική σου κενότητα, την ανικανότητά σου ή τη διανοητική σου κενότητα, την ανικανότητά σου ή τη διανοητική σου διαταραχή. Ξέρεις μόνο να σερβίρεις και μόνο να παίρνεις, δεν μπορείς να δημιουργήσεις, δεν μπορείς να προσφέρεις γιατί το βασικό χαρακτηριστικό σου είναι να μένεις αμέτοχος και να φθονείς. Γιατί σε πιάνει πανικός, όταν το αρχέγονο συναίσθημα της αγάπης και της προσφοράς αρχίζει ν’ αναδύεται μέσα σου. Γι’ αυτό φοβάσαι να προσφέρεις. Το γεγονός ότι παίρνεις, βασικά, έχει μόνο μια εξήγηση: αισθάνεσαι την ανάγκη να παραφουσκώσεις τον εαυτό σου με λεφτά, με φαγητό, με ευτυχία, με γνώσεις, γιατί νιώθεις άδειος, πεινασμένος, δυστυχής, ούτε κάτοχος της γνώσης, ούτε και με την επιθυμία να αποκτήσεις γνώση. Για τον ίδιο λόγο αποφεύγεις την αλήθεια, Ανθρωπάκο: γιατί μπορεί να απελευθερώσει το συναίσθημα της αγάπης μέσα σου. Αναπόφευκτα θα σου απόδειχνε αυτό που ανεπαρκώς προσπαθώ να αποδείξω εδώ. Αυτό δεν το θέλεις, Ανθρωπάκο. Θέλεις μόνο να είσαι καταναλωτής και πατριώτης.

«Τα’ ακούσατε αυτό; Απορρίπτει τον πατριωτισμό, το υπόβαθρο του κράτους και το στήριγμα του κυττάρου του κράτους, της οικογένειας! Κάτι πρέπει να κάνουμε γι’ αυτό!».

Έτσι κραυγάζεις, Ανθρωπάκο, όταν κάποιος σου υπενθυμίζει την ψυχική σου δυσκοιλιότητα. Δε θέλεις να τα’ ακούσεις, δε θέλεις να το μάθεις, θέλεις να φωνάζεις, ζήτω! Εντάξει, αλλά γιατί δε μ’ αφήνεις να σου πω ήσυχα για ποιο λόγο δεν πρόκειται να ευτυχήσεις; Διακρίνω το φόβο στα μάτια σου. Η ερώτησή μου αυτή σε χτύπησε στην καρδιά. Υποστηρίζεις την «ανεξιθρησκεία». Θέλεις να είσαι λεύτερος να λατρεύεις το Θεό σου. Πάει καλά. Όμως θέλεις κάτι περισσότερο. Θέλεις η θρησκεία σου να είναι η μοναδική. Η ανεξιθρησκεία εφαρμόζεται μόνο για τη δική σου θρησκεία κι όχι για τις άλλες. Γίνεται θηρίο όταν κάποιος, αντί να λατρεύει ένα προσωπικό Θεό, λατρεύει τη φύση και προσπαθεί να την καταλάβει. Θέλεις οι σύζυγοι να κάνουν μήνυση ο ένας στον άλλο, να κατηγορεί ο ένας τον άλλο για ανηθικότητα ή βαναυσότητα, όταν δεν μπορούν πια να συμβιώσουν. Δεν αναγνωρίζεις το διαζύγιο με βάση την αμοιβαία συμφωνία, μικρέ απόγονε των μεγάλων επαναστατών. Γιατί φοβάσαι τον ίδιο σου τον ερωτισμό. Θέλεις την αλήθεια σ’ ένα καθρέφτη, όπου δεν μπορείς να την αγγίξεις. Ο σωβινισμός σου πηγάζει απ’ τη σωματική σου ακαμψία, την ψυχική σου δυσκοιλιότητα, Ανθρωπάκο. Δε στο λέω χλευαστικά, μα μόνο επειδή είμαι φίλος σου, έστω κι αν εσύ σκοτώνεις τους φίλους σου όταν σου λένε την αλήθεια. Ρίξε μια ματιά στους πατριώτες: δε βαδίζουν, παρελαύνουν. Δε μισούν τον εχθρό. Αντίθετα, έχουν «κληρονομικούς εχθρούς» που τους αλλάζουν κάθε δέκα χρόνια περίπου, κάνοντάς τους κληρονομικούς φίλους και ξανά πάλι κληρονομικούς εχθρούς. Δεν τραγουδούν τραγούδια, κραυγάζουν πολεμικά άσματα. Δεν αγκαλιάζουν τις γυναίκες τους, τις «παίρνουν» και «το» κάνουν πολλές «φορές» τη νύχτα. Δεν υπάρχει τίποτα που να αντιτάξεις στην αλήθεια μου, Ανθρωπάκο. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να με σφάξεις, όπως έσφαξες τόσους άλλους πραγματικούς φίλους σου: Τον Ιησού, τον Ραθενώ, τον Καρλ Λίμπκνεχτ, τον Λίνκολν και πολλούς άλλους. Στη Γερμανία το έλεγες «κατάπνιξη στάσης». Στο τέλος όμως, αυτό έπνιξε εσένα, εκατομμύρια ομοίους σου. Εσύ όμως συνεχίζεις να είσαι πατριώτης.

Ποθείς την αγάπη, αγαπάς τη δουλειά σου και κερδίζεις το ψωμί σου μ’ αυτή και η δουλειά σου στηρίζεται στη γνώση τη δική μου και άλλων ανθρώπων. Η αγάπη, η δουλειά και η γνώση δεν έχουν πατρίδα, δεν ξέρουν τελωνειακούς σταθμούς και δε φοράνε στρατιωτικές στολές. Είναι διεθνείς κι αγκαλιάζουν όλη την ανθρωπότητα. Εσύ όμως φοβάσαι τη γνήσια αγάπη, φοβάσαι ν’ αναλάβεις ευθύνη για τη δουλειά σου, φοβάσαι τη γνώση. Γι’ αυτό το λόγο, μπορείς μόνο να εκμεταλλεύεσαι την αγάπη, τη δουλειά και τη γνώση των άλλων: δε θα μπορέσεις ποτέ να δημιουργήσεις κάτι μόνος σου. Γι’ αυτό το λόγο προσπαθείς να αρπάξεις ευτυχία «ως κλέπτης εν νυκτί». Γι’ αυτό το λόγο γίνεσαι πράσινος από φθόνο, όταν βλέπεις ευτυχισμένους ανθρώπους.

«Κλέφτης, σταματήστε τον! Είναι αλλοδαπός, μετανάστης. Ενώ εγώ είμαι Γερμανός, Αμερικανός, Δανός, Νορβηγός!»

Κόφτο, Ανθρωπάκο. Είσαι και θα είσαι αιώνια ο μετανάστης. Τυχαία βρέθηκες σ’ αυτό τον κόσμο και σιωπηλά θα τον αφήσεις. Κραυγάζεις επειδή φοβάσαι θανάσιμα. Αισθάνεσαι το σώμα σου να παγώνει και φωνάζεις την αστυνομία σου. Αλλά ούτε και η αστυνομία έχει καμιά εξουσία πάνω στην αλήθεια. Κι ο αστυνομικός σου έρχεται σε μένα γεμάτος ανησυχία για τη γυναίκα του ή το άρρωστο παιδί του. Όταν φορά τη στολή του, κρύβει τον άνθρωπο. Μα δεν μπορεί να κρυφτεί από μένα. Τον έχω δει γυμνό κι αυτόν.

«Έχει γραφτεί στην αστυνομία; Είναι τα χαρτιά του εντάξει; Πλήρωσε τους φόρους; Ερευνήστε τον. Αποτελεί κίνδυνο για την Πολιτεία και την τιμή του κράτους».

Ναι, Ανθρωπάκο, πάντα γραφόμουνα στην αστυνομία, πάντα τα χαρτιά μου ήταν εντάξει, πάντα πλήρωνα τους φόρους μου. Αυτό που σε στενοχωρεί δεν είναι το κράτος, ούτε η τιμή του έθνους. Τρέμεις από φόβο μήπως αποκαλύψω δημόσια τον εαυτό σου, όπως τον έχω δει στο ιατρείο μου. Γι’ αυτό ψάχνεις να βρεις τρόπο να με καταδικάσεις για πολιτικό αδίκημα, ρίχνοντάς με στη φυλακή για πολλά χρόνια. Σε ξέρω, Ανθρωπάκο. Αν συμβαίνει να είσαι βοηθός Εισαγγελέα δεν ενδιαφέρεσαι να εφαρμόσεις το νόμο και να προστατέψεις τον πολίτη. Αυτό που ζητάς είναι μια «συνταρακτική» υπόθεση, που θα σε προωθήσει πιο γρήγορα στο πόστο του Εισαγγελέα. Αυτό θέλουν οι μικροί βοηθοί Εισαγγελέα. Το ίδιο έκαναν και στον Σωκράτη. Όμως ποτέ δε διδάσκεσαι από την ιστορία. Δολοφόνησες τον Σωκράτη, κι επειδή ακόμα δεν έχεις καταλάβει τι έκανες, συνεχίζεις να παραμένεις στο βούρκο. Τον κατηγόρησες ότι υπονόμευε τα χρηστά ήθη σου. Ακόμη τα υπονομεύει, άθλιε Ανθρωπάκο! Δολοφόνησες το σώμα του μα δεν μπόρεσες να δολοφονήσεις το πνεύμα του. Συνεχίζεις να δολοφονείς στο όνομα του «νόμου και της τάξης». Όμως σκοτώνεις ύπουλα, δειλά. Δεν μπορούσες να με κοιτάξεις καταπρόσωπο όταν με κατηγόρησες δημόσια για ανηθικότητα. Γιατί ξέρεις ποιος από μας είναι ανήθικος, λάγνος και ασελγής. Κάποιος είπε κάποτε ότι μεταξύ των πολυάριθμων γνωστών του υπήρχε μόνο ένας που ποτέ δεν τον άκουσε να λέει βρώμικα ανέκδοτα. Εγώ ήμουν αυτός, Ανθρωπάκο. Ακόμα κι αν είσαι εισαγγελέας, δικαστής, αρχηγός αστυνομίας, ξέρω τα μικρά βρώμικα ανεκδοτάκια σου και ξέρω από πού πηγάζουν. Γι’ αυτό ησύχασε. Εντάξει, μπορεί να αποδείξεις ότι ο φόρος εισοδήματός μου ήταν εκατό δολάρια λιγότερο, ή ότι οδηγούσα σ’ ένα δημόσιο δρόμο με μια γυναίκα δίπλα μου, ή ότι μίλαγα με καλοσύνη μ’ ένα παιδί στο δρόμο. Μόνο όμως στο στόμα σου κάθε μια απ’ αυτές τις φράσεις παίρνει την ξεχωριστή χροιά, το γλοιώδες, διφορούμενο, κακό ήχο της αισχρής πράξης. Επειδή δεν ξέρεις τίποτ’ άλλο, νομίζεις ότι κι εγώ είμαι σαν κι εσένα. Όχι, Ανθρωπάκο. Δεν είμαι σαν κι εσένα και ποτέ δεν ήμουν σαν κι εσένα σ’ αυτά τα πράγματα. Δεν έχει σημασία αν το πιστεύεις ή όχι. Είναι αλήθεια, κρατάς πιστόλι και κρατώ γνώσεις. Οι ρόλοι είναι μοιρασμένοι.

Καταστρέφεις την ίδια σου την ύπαρξη, Ανθρωπάκο, με τον ακόλουθο τρόπο:

Το 1924 εισηγήθηκα μια μελέτη πάνω στον ανθρώπινο χαρακτήρα. Ήσουν ενθουσιασμένος.

Το 1928 η δουλειά μας απέφερε τα πρώτα χειροπιαστά αποτελέσματα. Με αποκάλεσες «Πρωτοποριακό πνεύμα».

Το 1933 επρόκειτο να εκδώσω τα αποτελέσματα αυτά σε βιβλίο, στον εκδοτικό οίκο σου. Ο Χίτλερ μόλις είχε ανεβεί στην εξουσία. Κατάλαβα ότι ο Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία επειδή ο χαρακτήρας σου είναι άκαμπτος και θωρακισμένος. Αρνήθηκες να δημοσιεύσεις στον εκδοτικό σου οίκο το βιβλίο αυτό (σ. σ. Η ανάλυση του χαρακτήρα), το βιβλίο που σου έδειχνε πώς εσύ και κανείς άλλος δημιούργησες τον Χίτλερ.

Παρ’ όλα αυτά το βιβλίο εκδόθηκε κι εσύ συνέχισες να είσαι ενθουσιασμένος. Πάσχισες όμως να το σκοτώσεις με τη σιωπή, γιατί ο «Πρόεδρός» σου είχε εκδηλωθεί εναντίον του. Αυτός ο ίδιος είχε συμβουλεύσει τις μητέρες να καταπνίγουν τις γενετήσιες διεγέρσεις των νηπίων, εμποδίζοντάς τα να αναπνέουν.

Δώδεκα χρόνια, λοιπόν, ήσουν σιωπηλός για το βιβλίο που ξεσήκωσε τον ενθουσιασμό σου. Το 1946 ξαναεκδόθηκε. Το επευφήμησες σαν «κλασικό». Ακόμα είσαι ενθουσιασμένος με το βιβλίο μου.

Είκοσι δύο ατέλειωτα, αγωνιώδη, δραματικά χρόνια πέρασαν από τότε που άρχισα να σε διδάσκω ότι δεν έχει σημασία η ατομική θεραπεία αλλά η πρόληψη των διανοητικών διαταραχών. Είκοσι δύο ατέλειωτα χρόνια σου δίδαξα ότι οι άνθρωποι τρελαίνονται, ή παραμένουν σε κατάσταση μελαγχολίας, γιατί το σώμα τους και το πνεύμα τους έχουν γίνει άκαμπτα και γιατί δεν μπορούν ούτε να προσφέρουν, ούτε να απολαύσουν τον έρωτα. Κι αυτό γιατί το σώμα τους, αντίθετα απ’ τα’ άλλα ζώα, δεν μπορεί να συσταλεί και να διασταλεί κατά την ερωτική πράξη.

Είκοσι δύο χρόνια από τότε που το πρωτοείπα, λες στους φίλους σου ότι δεν έχει σημασία η ατομική θεραπεία αλλά η πρόληψη των διανοητικών διαταραχών. Κι ενεργείς ξανά όπως ενεργούσες χιλιάδες χρόνια: αναφέρεις το μεγάλο σκοπό χωρίς να λες πώς μπορεί να πραγματοποιηθεί. Δεν αναφέρεις πουθενά την ερωτική ζωή των ανθρώπινων μαζών. Θέλεις να προλάβεις τις «ψυχικές διαταραχές». Αυτό το λες, είναι ακίνδυνο και αξιοπρεπές. Μα θέλεις να το κατορθώσεις χωρίς να λύσεις το πρόβλημα της σεξουαλικής εξαθλίωσης που επικρατεί. Ούτε καν το αναφέρεις, γιατί κάτι τέτοιο δεν επιτρέπεται. Και, σαν γιατρός, παραμένεις στο βούρκο.

Τι θάλεγες για ένα τεχνίτη που αποκαλύπτει την τεχνική της πτήσης, αλλά δε μαρτυρά τα μυστικά της μηχανής και του έλικα; Έτσι συμπεριφέρεσαι κι εσύ, τεχνίτη της ψυχοθεραπείας. Είσαι δειλός. Ξεδιαλέγεις τα κεράσια από την πίττα μου μα αποφεύγεις τα’ αγκάθια των τριαντάφυλλών μου. Μήπως κι εσύ δε διηγείσαι βρώμικα ανέκδοτα για μένα, «τον προφήτη ενός καλύτερου οργασμού»; Ή μήπως όχι, μικρέ ψυχίατρε; Δεν άκουσες ποτέ τα πικρά παράπονα της νεαρής νύφης που το σώμα της κακοποιήθηκε απ’ τον ανίκανο σύζυγό της; Ή την αγωνία των εφήβων που πλαντάζουν από ανικανοποίητο ερωτικό πόθο; Τόσο πιο σημαντική είναι για σένα η σιγουριά απ’ τον ασθενή σου; Πόσο καιρό ακόμα θα τοποθετείς την αξιοπρέπειά σου πάνω απ’ το ιατρικό σου καθήκον; Πόσο καιρό θα παραβλέπεις το γεγονός ότι οι μέθοδοί σου κοστίζουν τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων;

Το ποθετείς τη σιγουριά πάνω απ’ την αλήθεια.

Όταν μάθεις για την οργόνη που ανακάλυψα, δεν ρωτάς: «Τι μπορεί να κάνει; Πώς θεραπεύει τον άρρωστο;». Όχι, το μόνο που ρωτάς είναι: «Έχει άδεια για να εξασκεί την ιατρική στην πολιτεία του Μέϊν;». Αγνοείς ότι οι αδειές σου δεν μπορούν να μου κάνουν τίποτ’ άλλο απ’ το να παρενοχλήσουν λίγο τη δουλειά μου, δεν μπορούν να τη σταματήσουν. Αγνοείς πως η ανακάλυψή μου της συναισθηματικής αρρώστιας και οι έρευνές μου επάνω στη ζωική ενέργεια έχουν παγκόσμια φήμη, πώς κανείς δεν μπορεί να μ’ εξετάσει αν δεν ξέρει περισσότερα από μένα.

Ας έρθουμε τώρα στην αλόγιστη χρήση της ελευθερίας σου. Κανένας δε σε ρώτησε ποτέ, Ανθρωπάκο, γιατί είσαι ανίκανος να αποκτήσεις μόνος την ελευθερία σου ή γιατί, όταν την αποκτούσες, την παράδιδες αμέσως σε κάποιο καινούργιο αφέντη.

«Ακούστε τον! Τολμά να αμφισβητήσει το επαναστατικό ξεσήκωμα των προλεταρίων όλου του κόσμου, τολμά να αμφισβητήσει τη δημοκρατία. Κάτω ο επαναστάτης! Κάτω ο αντεπαναστάτης! Κάτω!».

Μην εξάπτεσαι, μικρέ Φύρερ των δημοκρατών και των προλεταρίων όλου του κόσμου. Πιστεύω ότι η πραγματική ελευθερία σου στο μέλλον εξαρτάται περισσότερο απ’ την απάντηση σ’ αυτή τη μοναδική ερώτηση, παρά από δεκάδες χιλιάδες αποφάσεις του Συνεδρίου του Κόμματός σου.

«Κάτω! Κηλιδώνει την τιμή του έθνους και της εμπροσθοφυλακής του επαναστατικού προλεταριάτου! Κάτω! Στήστε τον στον τοίχο!»

Τα «Ζήτω» και τα «Κάτω» δεν πρόκειται να σε φέρουν ούτε ένα βήμα πιο κοντά στο σκοπό σου, Ανθρωπάκο. Νομίζεις ότι η ελευθερία σου διασφαλίζεται όταν «στήνεις ανθρώπους στον τοίχο». Επιτέλους, «στήσε» τον εαυτό σου μπροστά σ’ ένα καθρέφτη!

«κάτω, κάτω»!

Για σταμάτα ένα λεπτό, Ανθρωπάκο. Δε θέλω να σε μειώσω, θέλω μόνο να σου δείξω γιατί μέχρι τώρα δεν κατάφερες ν’ αποκτήσεις ή να διατηρήσεις την ελευθερία. Δε σ’ ενδιαφέρουν καθόλου αυτά;

«Κάτω, κάτω, κάτω!»

Εντάξει θα είμαι σύντομος: Θα σου πω πώς συμπεριφέρεται ο Ανθρωπάκος μέσα σου, όταν βρεθεί σ’ ελεύθερο περιβάλλον. Ας υποθέσουμε πώς είσαι σπουδαστής σ’ ένα Ίδρυμα Ερευνών για τη Σεξουαλική Υγεία των Παιδιών και των Εφήβων. Είσαι ενθουσιασμένος για τη «λαμπρή ιδέα» και θέλεις να πάρεις μέρος στη μάχη. Να τι συνέβη στο ίδρυμά μου:

Οι σπουδαστές μου κάθονταν στα μικροσκόπιά τους παρατηρώντας τα γήϊνα βιόντα. Εσύ καθόσουν στο συσσωρευτή οργόνης, γυμνός. Σε φώναξα να πάρεις μέρος στις παρατηρήσεις. Και τότε πήδηξες έξω απ’ το συσσωρευτή ολόγυμνος, ανάμεσα στα κορίτσια και τις γυναίκες, επιδεικνύοντας τη γύμνια σου. Σ’ επέπληξα αμέσως, μα εσύ δεν έβλεπες το λόγο γιατί να το κάνω. Εγώ, απ’ τη μεριά μου, δεν καταλάβαινα γιατί δεν μπορούσες να το δεις. Αργότερα μετά από μεγάλη συζήτηση παραδέχθηκες πώς αυτή ήταν η ιδέα που είχες για ελευθερία, σ’ ένα ίδρυμα που υποστηρίζει τη σεξουαλική υγεία. Γρήγορα ανακάλυψες πώς έτρεφες βαθιά περιφρόνηση για το ίδρυμα και τη βασική του ιδέα και γι’ αυτό συμπεριφέρθηκες άπρεπα.

Ένα ακόμα παράδειγμα για να σου δείξω πώς διακυβεύεις την ελευθερία σου. Εσύ ξέρεις, εγώ ξέρω, όλοι ξέρουμε, ότι πάντα βρίσκεσαι σε κατάσταση αιώνιας σεξουαλικής πείνας, ότι κοιτάζεις λιμασμένα κάθε άτομο του άλλου φύλλου, ότι συζητάς με τους τίτλους σου για έρωτα, λέγοντας βρώμικα ανέκδοτα, ότι, με δυο λόγια, έχεις βρώμικη, αισχρή φαντασία. Μια νύχτα σε άκουσα εσένα και τους φίλους σου να περπατάτε στο δρόμο, ουρλιάζοντας με μια φωνή: «Θέλουμε γυναίκες! Θέλουμε γυναίκες!».

Από ενδιαφέρον για το μέλλον σου, έχτισα ιδρύματα όπου θα μάθαινες καλύτερα πώς να καταλαβαίνεις την κακομοιριά σου στη ζωή και πώς να την αντιμετωπίσεις. «Αγεληδόν» ήρθατε, κι εσύ και οι φίλοι σου, στις συγκεντρώσεις αυτές. Γιατί, Ανθρωπάκο; Στην αρχή φαντάστηκα ότι σ’ έσπρωχνε το ειλικρινές, καυτό ενδιαφέρον να βελτιώσεις τη ζωή σου. Αλλά μόνο πολύ αργότερα διέκρινα το πραγματικό σου κίνητρο. Νόμισες πώς θα έβρισκες εδώ ένα νέο είδος «οίκου ανοχής», όπου θα μπορούσες να βρεις γυναίκα ευκολότερα και μάλιστα τζάμπα. Μόλις συνειδητοποίησα κάτι τέτοιο, έκλεισα τα ιδρύματα αυτά που φτιάχτηκαν να ευκολύνουν τη ζωή σου. Όχι γιατί μου φάνηκε κακό να βρεις γυναίκα στη συγκέντρωση ενός τέτοιου ιδρύματος, αλλά επειδή ήρθες με βρώμικες προθέσεις. Γι’ αυτό οι οργανώσεις αυτές σταμάτησαν και, για μια ακόμη φορά, παρέμεινες στο βούρκο… Ήθελες να πεις τίποτα, μήπως;

«Το προλεταριάτο καταστράφηκε απ’ τη μπουρζουαρία. Οι Ηγέτες του προλεταριάτου θα βοηθήσουν. Με στιβαρή γροθιά, θα βάλουν τέρμα στην ακαταστασία. Ξέχωρα απ’ αυτό, το σεξουαλικό πρόβλημα του προλεταριάτου θα λυθεί μόνο του».

Ξέρω τι εννοείς, Ανθρωπάκο. Αυτό ακριβώς έκαναν στην πατρίδα των προλεταρίων, άφησαν το σεξουαλικό πρόβλημα να λυθεί μόνο του. Το αποτέλεσμα φάνηκε στο Βερολίνο, όταν οι στρατιώτες του προλεταριάτου βίαζαν γυναίκες όλη τη νύχτα. Γνωρίζεις το γεγονός αυτό. Οι πρωταθλητές σου της «επαναστατικής τιμής», «οι στρατιώτες των προλεταρίων όλου του κόσμου», σε στιγμάτισαν για τους επόμενους αιώνες. Μήπως λες ότι τέτοια πράγματα έγιναν «μόνο στον πόλεμο»; Θα σου διηγηθώ μια άλλη αληθινή ιστορία.

Ένας επίδοξος Ηγέτης, γεμάτος ενθουσιασμό για τη δικτατορία του προλεταριάτου, εκφράστηκε επίσης εγκωμιαστικά για την σεξουαλική οικονομία. Ήρθε και μου είπε «Είσαι θαυμάσιος. Ο Καρλ Μαρξ έδειξε στους ανθρώπους πως ν’ απελευθερωθούν οικονομικά. Εσύ έδειξες στους ανθρώπους πώς ν’ απελευθερωθούν σεξουαλικά. Τους είπες: «Βγείτε έξω και κάντε έρωτα όσο σας κάνει κέφι». Στο μυαλό σου τα πάντα παίρνουν τη μορφή της διαστροφής. Αυτό που ονομάζω ερωτικό αγκάλιασμα γίνεται για σένα, πράξη βρώμικη.

Δεν έχεις ιδέα για τι πράγμα μιλάω, Ανθρωπάκο. Γι’ αυτό ξανά και ξανά βυθίζεσαι στο βούρκο.

Αν εσύ, Γυναικούλα, από απλή σύμπτωση και χωρίς ειδικά προσόντα, έγινες δασκάλα, μόνο και μόνο επειδή δεν είχες δικά σου παιδιά, προξενείς ανείπωτη ζημιά. Η δουλειά σου απαιτεί να συναναστρέφεσαι και να μορφώνεις τα παιδιά. Στην εκπαίδευση, αν την παίρνεις σοβαρά, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να χειρίζεσαι σωστά τη σεξουαλικότητα των παιδιών. Μα για να χειριστείς σωστά τη σεξουαλικότητα των παιδιών, πρέπει πρώτα να έχεις γνωρίσει η ίδια τι είναι ο έρωτας. Εσύ όμως είσαι χοντρή, αδέξια και αντιπαθητική. Το γεγονός αυτό και μόνο είναι αρκετό να σε κάνει να μισείς με βαθύ μίσος κάθε όμορφο, ζωηρό σώμα. Αυτό που σε κατηγορώ δεν είναι ότι είσαι χοντρή κι αντιπαθητική, ούτε για το ότι δεν έχεις ποτέ δοκιμάσει τον έρωτα (κανένας υγιής άντρας δε θα σου τον πρόσφερε), ούτε για το ότι δεν καταλαβαίνεις τον έρωτα των παιδιών. Αυτό που σε κατηγορώ είναι ότι κάνεις την αντιπαθητικότητα και την ανικανότητά σου για έρωτα αρετή και ότι, με το βαθύ μίσος σου, στραγγαλίζεις τον παιδικό έρωτα, αν συμβαίνει να εργάζεσαι σε «προοδευτικό σχολείο». Αυτό είναι έγκλημα, άσχημη Γυναικούλα. Η βλαβερότητα της ύπαρξής σου συνίσταται στο ότι αποξενώνεις τη στοργή των υγιών παιδιών απ’ τους υγιείς πατέρες τους, στο ότι θεωρείς τον υγιή έρωτα του παιδιού παθολογικό σύμπτωμα. Συνίσταται στο ότι είσαι σα βαρέλι, περπατάς σα βαρέλι, σκέπτεσαι σα βαρέλι, διδάσκεις σα βαρέλι. Στο ότι δεν αποσύρεσαι ήσυχα σε μια μικρή γωνιά της ζωής, αλλά προσπαθείς να επιβάλλεις σ’ αυτή τη ζωή το βαρελοειδές σώμα σου, το ψέμα σου και το βαθύ μίσος σου για τα παιδιά, πίσω απ’ το ψεύτικο χαμόγελό σου.

Κι εσύ, Ανθρωπάκο, επειδή επιτρέπεις σε τέτοιες γυναίκες να φροντίζουν τα υγιή παιδιά σου, επειδή τις αφήνεις να στάζουν το φαρμάκι και το μίσος μέσα στις υγιείς ψυχές τους, είσαι αυτός που είσαι, ζεις όπως ζεις, σκέπτεσαι όπως σκέπτεσαι και ο κόσμος είναι όπως είναι.

Και πάλι, να τι είσαι, Ανθρωπάκο. Ήρθες σε μένα να μάθεις αυτό που με σκληρό αγώνα είχα ανακαλύψει και που γι’ αυτό είχα πολεμήσει. Χωρίς εμένα θα γινόσουν ένας άγνωστος γιατρός σε κάποια μικρή πόλη ή χωριό. Σε έφτιαξα μεγάλο, δίνοντάς σου τις γνώσεις μου και τη θεραπευτική τεχνική μου. Σ’ έμαθα να διακρίνεις πώς καταπιέζεται η ελευθερία, κάθε στιγμή, κάθε λεπτό, και πώς καλλιεργείται η έλλειψη ελευθερίας. Μετά αναλαμβάνεις μια υπεύθυνη θέση, σαν εκπρόσωπος της δουλειάς μου σε μια ξένη χώρα. Είσαι ελεύθερος με την πλήρη έννοια της λέξης. Εμπιστεύομαι την τιμιότητά σου. Εσύ όμως αισθάνεσαι εσωτερικά εξαρτημένος από μένα, γιατί είσαι ανίκανος να επινοήσεις κάτι μόνος σου. Με χρειάζεσαι για να ρουφάς τις γνώσεις μου, ν’ αντλείς αυτοπεποίθηση, να αποκτάς διορατικότητα για το μέλλον και, το πιο σημαντικό, να παίρνεις ιδέες. Όλα αυτά στα δίνω, Ανθρωπάκο. Δε ζητώ καμιά ανταπόδοση. Εσύ όμως διακηρύσσεις ότι σε «βίασα πνευματικά». Πιστεύοντας ότι είσαι ελεύθερος γίνεσαι αναιδής. Όμως η σύγχυση της αναίδειας με την ελευθερία ήταν πάντα χαρακτηριστικό των σκλάβων.

Υπογραμμίζοντας την ελευθερία σου, αρνείσαι να στείλεις εκθέσεις για τις παρατηρήσεις σου. Αισθάνεσαι ελεύθερος – ελεύθερος από συνεργασία και υπευθυνότητα. Γι’ αυτό, Ανθρωπάκο είσαι αυτός που είσαι και γι’ αυτό ο κόσμος είναι αυτός που είναι.

Ξέρεις, Ανθρωπάκο, πώς θα ένιωθε ένας αετός αν κλωσούσε αυγά κότας; Στην αρχή ο αετός νομίζει ότι θα κλωσήσει μικρά αετόπουλα που θα τα αναθρέψει για να γίνουν αετοί. Αυτά όμως που βγαίνουν απ’ το αυγό είναι, φυσικά, μικρά κλωσόπουλα. Απελπισμένος ο αετός συνεχίζει να πιστεύει ότι τα κλωσόπουλα θα γίνουν κάποτε αετοί. Όμως όχι, στο τέλος δε γίνονται παρά κότες που κακαρίζουν. Όταν ο αετός το καταλαβαίνει, παλεύει σκληρά για να καταπνίξει την επιθυμία του να φάει όλα τα κοτόπουλα και τις φλύαρες κότες. Αυτό που τον συγκρατεί είναι μια μικρή ελπίδα. Η ελπίδα πώς, κάποια μέρα, μέσα από το πλήθος των ανόητων κοτόπουλων θα ξεπεταχτεί ένα αετόπουλο, που θα μεγαλώσει, σαν τον ίδιο, και που, πετώντας ψηλά, θα αντέξει πέρα μακριά, ψάχνοντας για καινούργιους κόσμους, καινούργιες σκέψεις, καινούργιους τρόπους ζωής. Μόνο αυτή η ελπίδα συγκρατεί το θλιμμένο μοναχικό αετό απ’ το να φάει όλα τα κοτόπουλα και τις κότες που κακαρίζουν. Δε βλέπουν, τα κοτόπουλα και οι κότες, πως ζουν σ’ ένα ψηλό, απόκρημνο βουνό, ψηλά πάνω απ’ τις υγρές και σκοτεινές κοιλάδες. Δεν κοιτάζουν πέρα μακριά, σαν τον μοναχικό αετό. Το μόνο που κάνουν είναι να καταπίνουν αδιάκοπα ότι τους φέρνει ο αετός στη φωλιά. Μαζεύονται κάτω απ’ τις δυνατές φτερούγες του, όταν έξω βρέχει και χιονίζει, αφήνοντας τον αετό να υπομένει τη θύελλα χωρίς καμία προστασία. Ή, όταν τα πράγματα γίνονται δυσκολότερα, του πετάνε κρυφά μικρές κοφτερές πέτρες για να τον χτυπήσουν και να τον πληγώσουν. Όταν ο αετός καταλαβαίνει την κακοήθεια αυτή, η πρώτη του αντίδραση είναι να τα κατασπαράξει. Αλλά το σκέφτεται καλύτερα κι αρχίζει να τα λυπάται. Κάποτε, λέει μ’ ελπίδα, μέσα από το πλήθος των ανόητων, λαίμαργων και μυωπικών κοτόπουλων θα ξεπεταχτεί, πρέπει να ξεπεταχτεί, ένα αετόπουλο που θα γίνει σαν κι αυτόν τον ίδιο.

Ο μοναχικός αετός, μέχρι σήμερα, δεν έχει εγκαταλείψει την ελπίδα αυτή. Κι έτσι συνεχίζει να κλωσάει κοτόπουλα.

Δε θέλεις να γίνεις αετός, Ανθρωπάκο και γι’ αυτό κατασπαράζεσαι από τα όρνια. Φοβάσαι τους αετούς, γι’ αυτό ζεις σε κοπάδια και κατακουράζεσαι κοπαδιαστά. Γιατί μερικές απ’ τις κότες σου κλώσησαν αυγά ορνέων. Τα όρνια έγιναν οι Ηγέτες σου ενάντια στους αετούς, τους αετούς που ήθελαν να σε οδηγήσουν σε μακρινές, καλύτερες χώρες. Τα όρνια σε δίδαξαν να τρως πτώματα και να είσαι ικανοποιημένος με λίγα σπυριά σιτάρι. Κι ακόμα, σε δίδαξαν να βροντοφωνάζεις, «Ζήτω το Μεγάλο Όρνιο». Τώρα πεινάς και πεθαίνεις μαζικά, μα ακόμη φοβάσαι τους αετούς που κλωσάνε τα κοτόπουλά σου.

Όλα τα πράγματα, Ανθρωπάκο, τα έχτισες στην άμμο: το σπίτι σου, τη ζωή σου, την τέχνη και τον πολιτισμό σου, την επιστήμη και την τεχνολογία σου, την αγάπη σου, τη μόρφωση των παιδιών σου. Δεν το ξέρεις, δε θέλεις να το ξέρεις και δολοφονείς το μεγάλο άνδρα που σου το λέει. Έρχεσαι, καταστεναχωρημένος, και ρωτάς ξανά και ξανά τις ίδιες ερωτήσεις:

«Το παιδί μου είναι πεισματάρικο, σπάζει και καταστρέφει τα πάντα, ουρλιάζει τη νύχτα απ’ τους εφιάλτες, δεν μπορεί να συγκεντρωθεί στα μαθήματά του, υποφέρει από δυσκοιλιότητα, είναι ωχρό, έχει απάνθρωπα αισθήματα. Τι πρέπει να κάνω; Βοήθησέ με!».

Ή: «Η γυναίκα μου είναι ψυχρή, δε μου προσφέρει έρωτα. Με βασανίζει, πέφτει σε υστερία, με απατάει με μια ντουζίνα άντρες. Τι πρέπει να κάνω; Πες μου!».

Ή: «καινούργιος, πιο φρικτός πόλεμος ξέσπασε, ακριβώς μετά τον πόλεμο που θα έβαζε τέρμα σ’ όλους τους πολέμους. Τι πρέπει να κάνουμε;».

Ή: «Ο πολιτισμός, που γι’ αυτόν είμαι περήφανος, καταρρέει, σαν αποτέλεσμα του πληθωρισμού. Εκατομμύρια άνθρωποι δεν έχουν τι να φάνε, πεινούν, δολοφονούν, κλέβουν, απελπίζονται, και γίνονται κακοί. Τι να κάνουμε;».

«Τι να κάνω;» «Τι να κάνουμε;» Είναι οι αδιάκοπες ερωτήσεις σου μέσα στους αιώνες.

Η μοίρα κάθε μεγάλου επιτεύγματος, που διαπλάστηκε με βάση την αλήθεια και όχι τη σιγουριά, είναι: να καταβροχθιστεί λαίμαργα από σένα, και να απορριφθεί πάλι με τα κόπρανά σου.

Πολλοί, πάρα πολλοί, θαρραλέοι και μοναχικοί άνθρωποι σου έχουν πει, από πολύ καιρό, τι πρέπει να κάνεις. Ξανά και ξανά διαστρέβλωσες τις διδασκαλίες τους, τις κομμάτιασες και τις κατέστρεψες. Ξανά και ξανά τις πήρες στραβά, κάνοντας κατευθυντήρια γραμμή της ζωής σου ένα ασήμαντο λάθος τους και όχι τη μεγάλη αλήθεια τους, όπως συνέβη με το Χριστιανισμό, τη θεωρία του σοσιαλισμού, τις διδαχές για κυριαρχία του λαού κι οτιδήποτε άλλο άγγιξες, Ανθρωπάκο. Ρωτάς γιατί το κάνεις αυτό. Δε νομίζω ότι ρωτάς με σοβαρό σκοπό. Γίνεσαι έξω φρενών όταν ακούς την αλήθεια.

Έχτισες το σπιτικό σου στην άμμο, επειδή δεν μπορείς να νιώσεις τη ζωή μέσα σου, επειδή σκοτώνεις τον έρωτα στο παιδί σου, πριν ακόμα γεννηθεί, επειδή δεν ανέχεσαι τη ζωντάνια, τις ελεύθερες φυσικές κινήσεις. Επειδή λοιπόν δεν μπορείς να τα ανεχθείς, φοβάσαι και ρωτάς: «Τι θα πει γι’ αυτό ο κύριος, Δείνα ή ο Δικαστής Τάδε;».

Οι σκέψεις σου είναι σκέψεις δειλού, Ανθρωπάκο, επειδή οι αληθινές σκέψεις συνοδεύονται από σωματικά ερεθίσματα κι εσύ φοβάσαι το σώμα σου. Πολλοί μεγάλοι άνθρωποι σου το είπαν: «Τράβα πίσω στις ρίζες σου, άκου την εσωτερική φωνή σου, ακολούθησε τα πραγματικά αισθήματά σου, καλλιέργησε την αγάπη». Μα εσύ ήσουν κουφός στις συμβουλές τους, γιατί έχασες την ικανότητα ν’ ακούς αυτές τις λέξεις. Έτσι, χάθηκαν οι φωνές στην απέραντη ερημιά κι οι μοναχικοί ντελάληδες αφανίστηκαν στο βάραθρο της εσωτερικής κενότητάς σου, Ανθρωπάκο.

Είχες να διαλέξεις μεταξύ της πνευματικής ανύψωσης στον Υπεράνθρωπο του Νίτσε και της εξευτελιστικής κατάπτωσης στον Υπάνθρωπο του Χίτλερ. Φώναξες «Χάϊλ» και διάλεξες τον Υπάνθρωπο.

Είχες να διαλέξεις μεταξύ του γνήσιου δημοκρατικού πολιτεύματος του Λένιν και της δικτατορίας του Στάλιν. Προτίμησες τη δικτατορία του Στάλιν.

Είχες να διαλέξεις μεταξύ της διδασκαλίας του Φρόιντ για τη σεξουαλική αιτία της συναισθηματικής σου αρρώστιας και της θεωρίας του για πολιτιστική προσαρμογή. Διάλεξες την πολιτιστική φιλοσοφία, που δε σου πρόσφερε κανένα στήριγμα, και ξέχασες τη θεωρία του σεξ.

Είχες να διαλέξεις μεταξύ της μαγευτικής απλότητας του Χριστού και της διδασκαλίας του Παύλου για αγαμία του κλήρου και υποχρεωτικό, ισόβιο γάμο για σένα. Διάλεξες την αγαμία και τον υποχρεωτικό γάμο, ξεχνώντας την απλή μητέρα του Ιησού που γέννησε το γιο της μόνο από αγάπη.

Είχες να διαλέξεις μεταξύ της θεωρίας του Μαρξ για αξιοποίηση της παραγωγικότητας των ζωτικών εργατικών σου δυνάμεων, που μόνες τους παράγουν την αξία των αγαθών, και της ιδέας του Κράτους. Ξέχασες τη ζωτική σημασία της δουλειάς σου και προτίμησες την ιδέα του κράτους.

Στη Γαλλική επανάσταση είχες να διαλέξεις μεταξύ του θηριώδη Ροβεσπιέρου και του μεγάλου Δαντόν. Προτίμησες τη θηριωδία κι έστειλες την αρετή και την ευγένεια στη γκιλοτίνα.

Στη Γερμανία είχες να διαλέξεις μεταξύ του Γκαίριγκ και του Χίμλερ, απ’ τη μια μεριά, και του Λίμπκνεχτ, Λαντάου και Μούσαμ, από την άλλη. Έκανες τον Χίμλερ αρχηγό της αστυνομίας σου και δολοφόνησες τους πραγματικούς σου φίλους. Είχες να διαλέξεις μεταξύ του Ιουλίου Στράϊχερ και του Βάλτερ Ραθενώ. Δολοφόνησες τον Ραθενάου.

Είχες να διαλέξεις μεταξύ του Λόντζ και του Ουίλσον. Δολοφόνησες τον Ουίλσον.

Είχες να διαλέξεις μεταξύ της απάνθρωπης Ιεράς Εξέτασης και της αλήθειας του Γαλιλαίου. Βασάνισες τον μεγάλο Γαλιλαίο, που απ’ τις αποκαλύψεις του κερδίζεις ακόμα λεφτά, υποβάλλοντάς τον στις έσχατες ταπεινώσεις. Στον εικοστό αιώνα ξανάφερες πάλι σε ισχύ τις μεθόδους της Ιερής Εξέτασης.

Είχες να διαλέξεις μεταξύ της πλήρους κατανόησης των διανοητικών διαταραχών και της θεραπείας τους με ηλεκτροσόκ. Διάλεξες το ηλεκτροσόκ, για να μην έρθεις αντιμέτωπος με τις γιγαντιαίες διαστάσεις της αθλιότητάς σου, για να συνεχίσεις να μένεις τυφλός εκεί όπου απαιτείται καθαρή, διαπεραστική όραση.

Τελευταία είχες να διαλέξεις μεταξύ της δολοφονικής ατομικής ενέργειας και της ενεργητικής ορμονικής ενέργειας. Με τη συνηθισμένη στραβοκεφαλιά σου διάλεξες την ατομική ενέργεια. Έχεις τώρα να διαλέξεις μεταξύ της άγνοιας για τον καρκίνο και της δικής μου ανακάλυψης των μυστικών του, που θα μπορούσε να βοηθήσει και να σώσει το παιδί σου, τη σύζυγό σου, τη μητέρα σου.

Πεινάς και πεθαίνεις κατά εκατομμύρια, αλλά πολεμάς τους Μωαμεθανούς για την ιερότητα των αγελάδων, Ινδέ Ανθρωπάκο. Είστε ντυμένοι με κουρέλια Ιταλέ Ανθρωπάκο κι εσύ μικρέ Σλάβε της Τεργέστης, αλλά δε σας νοιάζει τίποτ’ άλλο παρά το αν η Τεργέστη είναι «Ιταλική» ή «Σλαβική». Νόμιζα ότι η Τεργέστη ήταν λιμάνι για πλοία απ’ όλο τον κόσμο.

Κρέμασες τους Χιτλερικούς, αφού είχαν δολοφονήσει εκατομμύρια ανθρώπους. Σκεφτόσουνα πριν δολοφονήσουν αυτούς τους ανθρώπους; Δεν αρκούν δηλαδή δεκάδες πτώματα για να σε κάνουν να πάρεις απόφαση; Χρειάζονται εκατομμύρια πτώματα για να συγκινηθεί ο ανθρωπισμός σου;

Κάθε μια απ’ αυτές τις μικρότητες, τονίζει την τεράστια αθλιότητα του ζώου άνθρωπος. Ρωτάς: «Μα γιατί λοιπόν το παίρνεις τόσο πολύ σοβαρά; Νιώθεις υπεύθυνος για όλο το κακό;». Λέγοντας αυτό καταδικάζεις τον εαυτό σου. Αν εσύ, Ανθρωπάκο, ο ένας μες στο εκατομμύριο, ανελάμβανες έστω και μια σταγόνα απ’ την ευθύνη που σου ανήκει, ο κόσμος θα ήταν διαφορετικός και οι μεγάλοι φίλοι σου δε θα πέθαιναν εξαιτίας της μικρότητάς σου.

Επειδή δεν αναλαμβάνεις καμία ευθύνη, το σπίτι σου στέκεται στην άμμο. Το ταβάνι καταρρέει πάνω σου, εσύ όμως είσαι εντάξει, γιατί έχεις «εθνική» ή «προλεταριακή» τιμή. Το πάτωμα γκρεμίζεται από κάτω σου, μα πέφτοντας, ακόμα φωνάζεις, «Ζήτω ο μεγάλος Ηγέτης, ζήτω η Γερμανική, Ρώσικη, Εβραϊκή τιμή». Ο σωλήνας του νερού σπάζει, το παιδί σου πνίγεται, συνεχίζεις όμως να είσαι οπαδός της «πειθαρχίας και της τάξης» που διδάσκεις στο παιδί σου με ξυλιές. Η γυναίκα σου κείτεται στο κρεβάτι με πνευμονία, αλλά εσύ, Ανθρωπάκο, θεωρείς τα γερά θεμέλια προϊόν της «Εβραϊκής φαντασίας».

Έρχεσαι τρέχοντας σε μένα και με ρωτάς: «Καλέ μου, αγαπητέ μου, μεγάλε μου Γιατρέ! Τι να κάνω; Το σπίτι μου πέφτει, ο αέρας μπαίνει από παντού, το παιδί μου και η γυναίκα μου είναι άρρωστοι, το ίδιο και γω τι να κάνω;». Η απάντηση είναι: Χτίσε το σπίτι σου στην πέτρα. Πέτρα είναι η ίδια σου η φύση που σκοτώνεις μέσα σου, ο σωματικός έρωτας του παιδιού σου, το όνειρο της αγάπης που έχει η γυναίκα σου, τα όνειρά σου για τη ζωή, όταν ήσουν έφηβος. Άλλαξε τις ψευδαισθήσεις σου με λίγη αλήθεια Ξεφορτώσου τους πολιτικούς και τους διπλωμάτες σου. Ξέχνα το γείτονά σου και άκουσε τη φωνή μέσα σου. Ο γείτονάς σου, επίσης, θα σου είναι ευγνώμων. Πες στους συναδέλφους σου στη δουλειά, σ’ όλο τον κόσμο, πώς θέλεις μόνο να δουλεύεις για τη ζωή κι όχι πια για το θάνατο. Αντί να τρέχεις στις εκτελέσεις, και στις διαδηλώσεις φτιάξε ένα νόμο για την προστασία της ανθρώπινης ζωής και των αγαθών. Ένας τέτοιος νόμος θα είναι κομμάτι της πέτρας κάτω απ’ το σπίτι σου. Προστάτεψε την αγάπη των μικρών παιδιών σου απ’ τις ανήθικες επιθέσεις των λάγνων και ασελγών αντρών και γυναικών. Δίωξε δικαστικά την κουτσομπόλα γεροντοκόρη. Ξεσκέπασέ τη δημόσια και στείλε τη στο αναμορφωτήριο στη θέση των εφήβων που διψούν για έρωτα. Μην πασχίζεις να ξεπεράσεις τον εκμεταλλευτή σου σ’ εκμετάλλευση όταν αναλαμβάνεις διοικητική εργασία. Πέταξε μακριά τα ριγέ κουστούμια και το ψηλό καπέλο σου και μη ζητάς άδεια ν’ αγκαλιάσεις τη γυναίκα σου. Έλα σ’ επαφή με ανθρώπους σ’ άλλες χώρες, γιατί κι αυτοί είναι σαν κι εσένα και στα καλά και στ’ άσχημα χαρακτηριστικά τους. Άσε το παιδί σου να μεγαλώσει όπως το προνόησε η φύση (ή ο «θεός»). Μην προσπαθείς να βελτιώσεις τη φύση. Αντίθετα, προσπάθησε να την καταλάβεις και να την προστατέψεις. Πήγαινε στη βιβλιοθήκη αντί να πας στον πυγμαχικό αγώνα, ταξίδεψε σε ξένες χώρες αντί να ταξιδέψεις στο Μαϊάμι. Και, το πιο σημαντικό, σκέψου σωστά, άκου την εσωτερική σου φωνή που σε ωθεί να κάνεις το σωστό. Κρατάς τη ζωή σου στα χέρια σου. Μην την εμπιστεύεσαι σε κανέναν άλλο και, λιγότερο απ’ όλους, στους Ηγέτες που εξέλεξες. Γίνε ο εαυτός σου. Πολλοί μεγάλοι άντρες σου το είπαν αυτό.

«Άκου αυτόν τον αντιδραστικό, ατομιστή μικροαστό. Ιδέα δεν έχει για την αμείλικτη πορεία της ιστορίας. «Γνώθι σ’ αυτόν» λέει. Ηλιθιότητες της μπουρζουαζίας. Οι επαναστάτες προλετάριοι όλου του κόσμου, με αρχηγό τον πολυαγαπημένο τους Ηγέτη, πατέρα όλων των λαών, όλων των Ρώσων, όλων των Σλάβων, θα ελευθερώσουν τον κόσμο. Κάτω οι ατομιστές και οι αναρχικοί».

Ζήτω οι Πατέρες όλων των λαών και όλων των Σλάβων, Ανθρωπάκο. Άκου, Ανθρωπάκο, θα κάνω μερικές σοβαρές προβλέψεις:

Παίρνεις την ηγεσία της γης στα χέρια σου και τρέμεις από φόβο. Στους αιώνες που θ’ αρθούν, θα δολοφονείς τους φίλους σου και θα ζητωκραυγάζεις σαν αφέντες σου τους Ηγέτες όλων των λαών, όλων των προλετάριων και όλων των Ρώσων. Μέρα με τη μέρα, βδομάδα με τη βδομάδα, δεκαετία με τη δεκαετία, θα επευφημείς τον ένα αφέντη μετά τον άλλο. Ταυτόχρονα δεν θα ακούς το κλάμα των νηπίων σου, την αθλιότητα των εφήβων σου, τους πόθους των αντρών και των γυναικών σου, ή αν τα’ ακούς, θα τα ονομάζεις αστικά ατομικιστικά φαινόμενα. Στους αιώνες που θ’ αρθούν, θα χύνεις αίμα εκεί όπου η ζωή πρέπει να προστατεύεται και θα πιστεύεις ότι η ελευθερία κερδίζεται με το δήμιο. Έτσι θα βρίσκεσαι ξανά και ξανά στον ίδιο βούρκο. Στους αιώνες που θ’ αρθούν, θ’ ακολουθείς τους φανφαρόνους και θα είσαι τυφλός και κουφός στα καλέσματα της ζωής, της δικής σου ζωής. Γιατί τη φοβάσαι τη ζωή, Ανθρωπάκο, τη φοβάσαι θανάσιμα. Θα τη δολοφονείς πιστεύοντας πώς το κάνεις για χάρη του «σοσιαλισμού», του «κράτους», της «τιμής του έθνους», της «δόξης του Θεού». Υπάρχει όμως κάτι, που ούτε το ξέρεις, ούτε θέλεις να το μάθεις: Ότι εσύ ο ίδιος δημιουργείς την αθλιότητά σου, ώρα με την ώρα, μέρα με τη μέρα. Ότι δεν καταλαβαίνεις τα παιδιά σου, ότι τσακίζεις τις ραχοκοκαλιές τους πριν ακόμα αναπτυχθούν. Ότι κλέβεις τον έρωτα, ότι είσαι φιλάργυρος και διψάς για εξουσία. Ότι έχεις σκυλί για να είσαι και συ «αφέντης». Μέσα στους αιώνες θα χάσεις το δρόμο σου, μέχρι που εσύ και οι όμοιοί σου να βρείτε το μαζικό θάνατο της καθολικής κοινωνικής αθλιότητας, μέχρι που η αθλιότητα της ύπαρξής σου να ανάψει μέσα σου την πρώτη, θαμπή φλόγα της αυτογνωσίας. Τότε, αργά και ψαχουλευτά, θα μάθεις να ψάχνεις για το φίλο σου, τον άνθρωπο της αγάπης, της εργασίας και της γνώσης, θα μάθεις να τον καταλαβαίνεις και να τον εκτιμάς. Τότε θα αρχίσεις να καταλαβαίνεις πως η βιβλιοθήκη είναι πιο σημαντική για τη ζωή σου απ’ τον πυγμαχικό αγώνα, πώς ένας περίπατος στοχασμού στο δάσος είναι καλύτερος από μια παρέλαση. Η θεραπεία καλύτερη απ’ τη δολοφονία, η υγιής αυτοπεποίθηση καλύτερη απ’ την εθνική συνείδηση, η κοσμιότητα καλύτερη απ’ τα πατριωτικά, και άλλου είδους ξεφωνητά.

Νομίζεις ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, ακόμα και τα πρόστυχα μέσα. Έχεις λάθος: Ο σκοπός βρίσκεται στο μονοπάτι που πάνω του φθάνεις σ’ αυτόν. Κάθε σημερινό βήμα είναι η αυριανή ζωή σου. Κανένας μεγάλος σκοπός δεν μπορεί να επιτευχθεί με πρόστυχα μέσα. Αυτό το απέδειξες σε κάθε κοινωνική επανάσταση. Η προστυχιά και η απανθρωπιά του μονοπατιού προς το σκοπό, κάνει και σένα πρόστυχο και απάνθρωπο και το σκοπό απρόσιτο.

«Πως όμως τότε θα φτάσω στο σκοπό της Χριστιανικής αγάπης, του σοσιαλισμού, του Αμερικάνικου συντάγματος;». Η Χριστιανική αγάπη σου, ο σοσιαλισμός σου, το Αμερικάνικο σύνταγμά σου βρίσκεται σ’ ότι κάνεις καθημερινά, σ’ ότι σκέπτεσαι καθημερινά, στο πώς αγκαλιάζεις το σύντροφο της ζωής σου, στο πώς φέρεσαι στο παιδί σου, στο πώς βλέπεις τη δουλειά σου, που είναι η Κοινωνική σου ευθύνη, στο πώς αποφεύγεις να μοιάσεις με τον καταπιεστή σου.

Εσύ όμως Ανθρωπάκο, κάνεις κακή χρήση των ελευθεριών που σου δίνονται στο σύνταγμα, ώστε να το καταργήσεις, αντί να το κάνεις καθημερινό σου βίωμα.

Σε είδα, σα Γερμανό πρόσφυγα, να κάνεις κατάχρηση της Σουηδικής φιλοξενίας. Τότε ήσουνα μελλοντικός ηγέτης όλων των αθλίων της Γης. Θυμάσαι το Σουηδικό θεσμό του «smorgasbord»; Βέβαια, το θυμάσαι. Ξέρεις τι λέω. Δεν μπορείς να έχεις τόσο λίγη μνήμη! Ας το ξαναθυμίσω: Οι Σουηδοί έχουν τη γενναιόδωρη συνήθεια να βάζουν άφθονα φαγητά και γλυκά στα τραπέζια κι άφηναν τον καθένα να διαλέξει τι και πόσο ήθελε. Για σένα ο θεσμός αυτός ήταν καινούργιος κι άγνωστος, δεν μπορούσες να καταλάβεις πώς μπορούσε κάποιος να εμπιστευθεί την ανθρώπινη τιμιότητα. Μου εξομολογήθηκες με χαιρεκακία πώς δεν έτρωγες όλη μέρα για να «την κάνεις ταράτσα» το βράδυ με τζάμπα φαγητό.

«Πεινούσα όταν ήμουν παιδί», μου λες. Το ξέρω, Ανθρωπάκο, γιατί σε είδα να πεινάς και ξέρω τι θα πει πείνα. Δεν ξέρεις όμως ότι διαιωνίζεις την πείνα των παιδιών σου «επ’ άπειρον», κλέβοντας smorgasbord, επίδοξε Σωτήρα όλων των πεινασμένων. Υπάρχουν ορισμένα πράγματα που κανείς δεν πρέπει να τα κάνει, όπως να κλέψει τα ασημένια κουτάλια, ή τις γυναίκες, ή το smorgasbord σ’ ένα φιλόξενο σπίτι.

Μετά τη Γερμανική καταστροφή σε βρήκα μισοπεθαμένο απ’ την πείνα σ’ ένα πάρκο. Μου είπες ότι η «Ερυθρά Βοήθεια» του κόμματος σου αρνήθηκε να σε βοηθήσει γιατί, έχοντας χάσει το βιβλιάριό σου, δεν μπορούσες να αποδείξεις ότι ήσουν μέλος του κόμματος. Οι Ηγέτες σου όλων των πεινασμένων ξεχωρίζουν κόκκινους, άσπρους και μαύρους πεινασμένους. Εμείς όμως ξέρουμε μόνο έναν πεινασμένο οργανισμό. Έτσι είσαι στα μικρά ζητήματα:

Ξεκινάς να καταργήσεις την εκμετάλλευση εκ μέρους του καπιταλισμού, την περιφρόνηση για την ανθρώπινη ζωή και να κερδίσεις αναγνώριση των δικαιωμάτων σου. Γιατί υπήρχε, εκατό χρόνια πριν, εκμετάλλευση και περιφρόνηση για την ανθρώπινη ζωή και αχαριστία. Υπήρχε όμως εκτίμηση για τα μεγάλα επιτεύγματα και ευγνωμοσύνη για τους δωρητές σπουδαίων πραγμάτων και αναγνώριση των δωρεών. Και συ τι κατάφερες, Ανθρωπάκο;

Οπουδήποτε ενθρόνισες τους μικρούς Ηγέτες σου, η εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης έγινε πιο έντονη, απ’ ότι ήταν εκατό χρόνια πριν, η περιφρόνηση για τη ζωή σου έγινε πιο απάνθρωπη και η αναγνώριση των δικαιωμάτων σου, που άλλοτε υπήρχε έχει τώρα τελείως χαθεί. Και όπου και τώρα ακόμη ενθρονίζεις τους Ηγέτες σου, κάθε εκτίμηση για τα επιτεύγματα εξαφανίζεται και την αντικαθιστά η κλοπή των καρπών της σκληρής δουλειάς των μεγάλων φίλων σου. Δεν ξέρεις τι πάει να πει αναγνώριση μιας ευεργεσίας, γιατί νομίζεις ότι θα έπαυες να είσαι ελεύθερος Αμερικανός, Ρώσος ή Κινέζος αν εκτιμούσες κι αναγνώριζες ορισμένα πράγματα. Αυτό που ξεκίνησες να καταστρέψεις μεγάλωσε και ρίζωσε περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Και κατέστρεψες αυτό που θ’ άπρεπε να το προστατεύεις και να το προσέχεις σαν τα μάτια σου. Θεωρείς την ευγνωμοσύνη «συναισθηματισμό» και «μικροαστική συνήθεια», την εκτίμηση για τα επιτεύγματα δουλικό «γλείψιμο». Δε βλέπεις ότι εσύ «γλείφεις» εκεί που θ’ άπρεπε να είσαι αυθάδης και ότι είσαι αγνώμονας εκεί που θ’ άπρεπε να είσαι ευγνώμονας.

Αεροβατείς πιστεύοντας ότι χορεύεις στο βασίλειο της ελευθερίας. Θα ξυπνήσεις απ’ τον εφιάλτη σου, Ανθρωπάκο, βρίσκοντας τον εαυτό σου ξαπλωμένο αβοήθητα στο έδαφος. Γιατί κλέβεις από τον ευεργέτη και δίνεις στο ληστή. Συγχέεις το δικαίωμα της «ελευθερίας του λόγου» με την ανεύθυνη κριτική και λασπολογία. Θέλεις να κριτικάρεις μα δε θέλεις να κριτικάρεσαι και γι’ αυτό το λόγο καταστρέφεσαι. Θέλεις να επιτίθεσαι χωρίς να εκθέτεις τον εαυτό σου σε κίνδυνο. Γι’ αυτό πάντα πυροβολείς ύπουλα, από ενέδρα.

«Αστυνομία! Αστυνομία! Είναι το διαβατήριό του εντάξει; Είναι πράγματι Διδάκτωρ της Ιατρικής: Τα’ όνομά του δεν υπάρχει στο WHO IS WHO και η Ιατρική Ένωση τον έχει στο μαύρο κατάλογο».

Η Αστυνομία δεν πρόκειται να σε βοηθήσει εδώ Ανθρωπάκο. Πιάνει μεν τους κλέφτες και ρυθμίζει την κυκλοφορία, μα δεν μπορεί να σου προσφέρει ελευθερία. Μόνος σου την κατέστρεψες την ελευθερία σου και συνεχίζεις να την καταστρέφεις με αμείλικτη ακρίβεια. Πριν τον πρώτο «Παγκόσμιο Πόλεμο» δε χρειάζονταν διαβατήρια για τα διεθνή ταξίδια. Πήγαινες όπου ήθελες. Ο πόλεμος για «ελευθερία και ειρήνη» έφερε τα διαβατήρια κι αυτά κόλλησαν πάνω σου σαν τις ψείρες. Αν ήθελες να ταξιδέψεις τριακόσια περίπου χιλιόμετρα στην Ευρώπη, έπρεπε πρώτα να ζητήσεις άδεια στα προξενεία δέκα διαφορετικών κρατών. Κι έτσι γίνεται ακόμα, τόσα χρόνια μετά τον τερματισμό του δεύτερου πολέμου που, δήθεν, θα έβαζε τέρμα σ’ όλους τους πολέμους. Κι έτσι θα γίνεται μετά τον τρίτο και το νυοστό πόλεμο που θα βάλει τέρμα σ’ όλους τους πολέμους.

«Το ακούτε; Κηλιδώνετε τον πατριωτισμό μου, προσβάλλει την τιμή και τη δόξα του έθνους».

Πάψε επιτέλους, Ανθρωπάκο. Υπάρχουν δυο λογιών ήχοι: το ούρλιασμα της καταιγίδας στις κορυφές των βουνών και…η πορδή σου. Βρωμάς σαν την πορδή μα πιστεύεις ότι ευωδιάζεις σαν τη βιολέτα. Θεραπεύω την άθλια νεύρωσή σου κι εσύ ρωτάς αν με γράφει το WHO IS WHO. Κατανοώ τον καρκίνο σου και ο Επίτροπός σου Υγιεινής απαγορεύει τον πειραματισμό μου με ποντίκια. Δίδαξα στους γιατρούς σου πώς να σε καταλαβαίνουν, από ιατρική άποψη, και η Ιατρική Ένωση με καταγγέλλει στην αστυνομία. Είσαι διανοητικά άρρωστος κι εφαρμόζουν πάνω σου ηλεκτρικά σοκ, όπως στο Μεσαίωνα χρησιμοποιούσαν τα φίδια την αλυσίδα ή το μαστίγιο.

Πάψε, Ανθρωπάκο. Η ζωή σου είναι πανάθλια. Δε θέλω να σε σώσω, αλλά θα τελειώσω οπωσδήποτε την κουβέντα μου μαζί σου, ακόμη κι αν ερχόσουν τώρα εδώ, με άσπρο νυχτικό και μάσκα στο πρόσωπο, κρατώντας στο αδίστακτο και αιματοβαμμένο χέρι σου σχοινί να με κρεμάσεις. Δεν μπορείς να με κρεμάσεις, Ανθρωπάκο, χωρίς πρώτα να περάσεις τη θηλιά γύρω απ’ το λαιμό σου. Γιατί αντιπροσωπεύω τη ζωή σου, την αίσθηση του κόσμου, τον ανθρωπισμό σου, την αγάπη σου και τη χαρά της δημιουργίας. Όχι, δεν μπορείς να με δολοφονήσεις Ανθρωπάκο. Κάποτε σε φοβόμουν όπως και πριν απ’ αυτό, πίστευα υπερβολικά σε σένα. Μα σ’ έχω ξεπεράσει και τώρα σε βλέπω από απόσταση χιλιάδων χρόνων και απ’ το μέλλον και απ’ το παρελθόν. Θέλω να διώξεις το φόβο του εαυτού σου. Θέλω να ζεις πιο ευτυχισμένα και πιο κόσμια. Θέλω να έχεις σώμα ζωντανό, κι όχι άκαμπτο, θέλω ν’ αγαπάς τα παιδιά σου και όχι να τα μισείς, θέλω να κάνεις τη γυναίκα σου ευτυχισμένη κι όχι να τη βασανίζεις «με το πρόσχημα του γάμου». Είμαι ο γιατρός σου, κι επειδή κατοικείς σ’ αυτό τον πλανήτη είμαι ο γιατρός όλου του πλανήτη. Δεν είμαι ούτε Γερμανός, ούτε Εβραίος, ούτε Χριστιανός ούτε Ιταλός, είμαι πολίτης της γης. Για σένα, απ’ το άλλο μέρος, υπάρχουν μόνο Αμερικανοί άγγελοι και Γιαπωνέζοι σατανάδες.

«Πιάστε τον! Εξετάστε τον! Έχει άδεια να ασκεί την ιατρική; Εκδώστε ένα βασιλικό διάταγμα να του απαγορεύετε να εξασκεί το επάγγελμα χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του Βασιλιά της ελεύθερης χώρας μας. Κάνει πειράματα για το πώς λειτουργεί ο μηχανισμός της ηδονής μου! Φυλακίστε τον! Διώχτε τον απ’ τη χώρα!».

Την άδεια ν’ ασχολούμαι με τις δουλειές μου την πήρα μόνος μου. Κανένας άλλος δεν μπορεί να μου δώσει τέτοια άδεια. Θεμελίωσα μια επιστήμη που, επιτέλους, κατανοεί εσένα και τη ζωή σου. Θα επωφεληθείς απ’ αυτήν σε δέκα, εκατό, χίλια χρόνια όπως στο παρελθόν καταβρόχθισες κι άλλες διδασκαλίες όταν στριμώχθηκες. Ο Υπουργός σου Υγιεινής δεν έχει καμιά ισχύ πάνω μου, Ανθρωπάκο. Θα είχε κάποια επιρροή μόνον αν διέθετες το θάρρος να γνωρίσει την αλήθεια μου. Μ’ αυτός δε διαθέτει τέτοιο θάρρος. Γι’ αυτό, επιστρέφοντας στη χώρα του λέει στον κόσμο ότι είμαι κλεισμένος σ’ ένα Αμερικανικό ψυχιατρείο και διορίζει Γενικό Επιθεωρητή Νοσοκομείων μια μετριότητα που, σε μια απόπειρα να αρνηθεί την ύπαρξη του κέντρου ηδονής, παραποίησε αποτελέσματα πειραμάτων. Εγώ, από την άλλη μεριά, γράφω τούτα τα λόγια για σένα, Ανθρωπάκο. Θέλεις κι άλλες αποδείξεις για την ανικανότητα των αρχών σου; Οι αρχές σου, οι Επίτροποι της Υγιεινής και οι Καθηγητές Πανεπιστημίου δεν μπόρεσαν να εφαρμόσουν τις απαγορεύσεις τους ενάντια στην κατανόηση του καρκίνου. Παρά τις ρητές απαγορεύσεις εγώ εκτέλεσα τις ανατομικές εργασίες και τις μικροσκοπικές παρατηρήσεις. Τα ταξίδια τους στην Αγγλία και στη Γαλλία, για να υποσκάψουν την εργασία μου, δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. Κόλλησαν στην παθολογία, όπως πάντα. Εγώ, απ’ την άλλη μεριά, έσωσα τη ζωή σου, κι όχι μόνο μια φορά, Ανθρωπάκο.

«Όταν θα ανεβάσω τους Ηγέτες μου όλων των προλεταρίων στην εξουσία της Γερμανίας, θα τον στήσουμε στον τοίχο. Διαφθείρει τη νεολαία του προλεταριάτου! Υποστηρίζει ότι το προλεταριάτο πάσχει από ανικανότητα για έρωτα όπως η μπουρζουαζία! Μετατρέπει οργανώσεις νεολαίας σε πορνεία. Ισχυρίζεται ότι είμαι ζώο! Καταστρέφει την ταξική μου συνείδηση!».

Ναι, καταστρέφω τα ιδανικά σου, που φθείρουν τη λογική σου και σου στοιχίζουν τη ζωή. Θέλεις να βλέπεις τη μεγάλη κι αιώνια ελπίδα σου στον καθρέφτη όπου δεν μπορείς να την αγγίξεις. Όμως μόνο η αλήθεια που βρίσκεται στη γροθιά σου θα σε κάνει αφέντη της γης.

«Διώχτε τον από τη χώρα. Υπονομεύει την ησυχία και την τάξη. Είναι κατάσκοπος των αιωνίων εχθρών μου. Αγόρασε σπίτι με χρήματα της Μόσχας (ή του Βερολίνου!».

Δεν καταλαβαίνεις, Ανθρωπάκο! Μια γριούλα φοβόταν τα ποντίκια. Ήταν γειτόνισσά μου κι ήξερε ότι στο ισόγειο έτρεφα ποντίκια για πειράματα. Φοβόταν μήπως τα ποντίκια χωθούν κάτω απ’ τη φούστα της και τρυπώσουν στα πόδια της. Δεν θα είχε αυτή τη φοβία αν είχε ποτέ της δοκιμάσει τον έρωτα. Μ’ αυτά τα ποντίκια έμαθα να καταλαβαίνω την καρκινική σήψη σου, Ανθρωπάκο. Έτυχε να είσαι ο ιδιοκτήτης του σπιτιού κι η φουκαριάρα η γριούλα σου ζήτησε να μου κάνεις έξωση. Κι εσύ, μ’ όλο σου το θάρρος, μ’ όλο τον ιδεαλισμό και την ηθική σου, μου έκανες έξωση. Αναγκάστηκα ν’ αγοράσω σπίτι για να συνεχίσω την εξέταση των ποντικιών για χάρη σου, ανενόχλητος από σένα ότι έκανες, Ανθρωπάκο; Ήσουν ένας φιλόδοξος, μικρός Εισαγγελέας και ήθελες να χρησιμοποιήσεις το διάσημο επικίνδυνο άντρα για να προωθήσεις την καριέρα σου. Είπες ότι ήμουν Γερμανός ή, ξανά, Ρώσος κατάσκοπος. Μ’ έριξες στη φυλακή. Αλλά άξιζε τον κόπο που σε είδα να κάθεσαι στη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας κοκκινίζοντας ολόκληρος. Σε λυπήθηκα, υπαλληλάκο του κράτους, τόσο άθλιος ήσουν. Κι οι μυστικοί πράκτορές σου είπαν για σένα ορισμένα πράγματα όχι και τόσο ωραία, όταν ερευνούσαν το σπίτι μου για «υλικό κατασκοπείας».

Αργότερα σε ξανασυνάντησα, αυτή τη φορά στο πρόσωπο ενός μικρού Δικαστή απ’ το Μπρονξ, με την ανεκπλήρωτη επιθυμία για μια έδρα σ’ υψηλότερη θέση. Με κατηγόρησες ότι είχα βιβλία του Λένιν και του Τρότσκι στη βιβλιοθήκη μου. Δεν ήξερες, Ανθρωπάκο τι σημαίνει βιβλιοθήκη. Σου είπα ότι είχα βιβλία και του Χίτλερ και του Βούδα και του Χριστού και του Γκαίτε και του Καζανόβα στη βιβλιοθήκη μου. Για να μπορείς, σου είπα, να καταλάβεις τη συγκινησιακή πανούκλα πρέπει να την κατέχεις πολύ, απ’ όλες τις πλευρές. Αυτό ήταν καινούργιο για σένα, Δικαστάκο.

«Φυλακίστε τον! Είναι φασίστας! Περιφρονεί το λαό!».

Δεν είσαι εσύ «ο λαός», Δικαστάκο. Εσύ περιφρονείς το λαό, γιατί δεν του αναγνωρίζεις τα δικαιώματά του, αλλά αντίθετα, προσπαθείς να βελτιώσεις την επαγγελματική σου θέση. Κι αυτό επίσης σου το είπαν πολλοί μεγάλοι άντρες μα, φυσικά, ποτέ δε διάβασες τα βιβλία τους. Σημαίνει ότι τρέφω εκτίμηση για τον κόσμο όταν εκθέτω τον εαυτό μου στον κίνδυνο για να τους πω την αλήθεια. Πιθανόν να παίξω μπρίτζ και ν’ αστειευτώ μαζί σου. Αλλά ποτέ δε θα καθίσω στο ίδιο τραπέζι μαζί σου, γιατί είσαι ανίκανος υπερασπιστής του χάρτη των Δικαιωμάτων.

«Είναι Τροτσκιστής! Φυλακίστε τον! Ξεσηκώνει το λαό, το Κόκκινο Σκυλί!»

Δεν ξεσηκώνω το λαό, Ανθρωπάκο, παρά μόνο την αυτοπεποίθησή σου, τον ανθρωπισμό σου, κι αυτό δεν το ανέχεσαι. Γιατί αυτό που θέλεις είναι να μαζεύεις ψήφους και να προάγεσαι επαγγελματικά, θέλεις να γίνεις Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου ή Ηγέτης όλων των προλετάριων. Η δικαιοσύνη σου και η ηγεσία σου είναι θηλιά στο λαιμό του λαού. Τι τον έκανες τον Ουίλσον, το μεγάλο άντρα με τη ζεστή προσωπικότητα; Για σένα, το Δικαστή από το Μπρόνξ ήταν ένας «ονειροπόλος», για σένα τον επίδοξο Ηγέτη όλων των προλετάριων, ήταν ένας «εκμεταλλευτής του λαού». Τον δολοφόνησες, Ανθρωπάκο, με την αναίδειά σου, με τη φλυαρία σου, με το φόβο της ελπίδας σου.

Κόντεψες να με δολοφονήσεις και μένα Ανθρωπάκο.

Θυμάσαι το εργαστήριό μου, δέκα χρόνια πριν; Ήσουν τεχνικός βοηθός. Δεν είχες δουλειά και σε συνέστησαν σε μένα σαν διακεκριμένο Σοσιαλιστή, μέλος ενός κυβερνητικού κόμματος. Έπαιρνες καλό μισθό κι ήσουν ελεύθερος με όλη τη σημασία της λέξης. Σ’ έπαιρνα σ’ όλες τις συσκέψεις γιατί πίστευα σε σένα και στην «αποστολή» σου. Θυμάσαι τι έγινε; Η πολλή ελευθερία σε χτύπησε στο κεφάλι. Για μέρες σε έβλεπα να περιτριγυρνάς, με την πίπα στο στόμα, μην κάνοντας τίποτα. Δεν καταλάβαινα γιατί δε δούλευες. Όταν το πρωί έμπαινα στο εργαστήριο περίμενες προκλητικά να σε χαιρετίσω πρώτος. Μ’ αρέσει να χαιρετάω πρώτος τους άλλους, Ανθρωπάκο. Μα αν κάποιος περιμένει να τον χαιρετήσω πρώτος, θυμώνω, γιατί είμαι, σύμφωνα με τη δική σου λογική, «Ανώτερός» σου και «Αφεντικό» σου. Σε άφησα να κάνεις κατάχρηση της ελευθερίας σου μερικές μέρες και μετά μίλησα μαζί σου. Με δάκρυα στα μάτια παραδέχτηκες ότι δεν ήξερες πώς να φερθείς σ’ αυτό το νέο περιβάλλον. Δεν είχες συνηθίσει την ελευθερία. Στην προηγούμενη δουλειά σου, δεν επιτρεπόταν να καπνίζεις μπροστά στο αφεντικό σου, μίλαγες μόνο όταν σου μιλούσαν, επίδοξε Ηγέτη των προλετάριων. Τώρα όμως, που είχες πραγματική ελευθερία φέρθηκες με αναίδεια και προκλητικότητα. Σε συγχώρησα και δε σ’ απόλυσα. Μετά έφυγες και μίλησες για τα πειράματά μου σε κάποιο σεξουαλικά πεινασμένο δικαστικό ψυχίατρο. Εσύ ήσουν ο μυστικός πληροφοριοδότης, ένας απ’ τους υποκριτές και τους ρουφιάνους που υποκίνησαν τις εφημερίδες εναντίον μου. Αυτός είσαι, Ανθρωπάκο, όταν σου δίνουν ελευθερία. Αντίθετα όμως με τις προθέσεις σου, αυτή σου η ενέργεια προώθησε τη δουλειά μου κατά δέκα χρόνια.

Γι’ αυτό λοιπόν παίρνω άδεια και φεύγω μακριά σου, Ανθρωπάκο. Δεν πρόκειται πια να σε υπηρετώ, δε θέλω ν’ αργοπεθαίνω απ’ τα βασανιστήρια που προξενεί το ενδιαφέρον μου για σένα. Δεν μπορείς να με ακολουθήσεις εκεί μακριά που πηγαίνω. Θα πέθαινες από το φόβο σου αν είχες έστω και την παραμικρή ιδέα του τι σε περιμένει στο μέλλον. Γιατί πρόκειται να πάρεις στα χέρια σου τη διακυβέρνηση του κόσμου. Τα μοναχικά ταξίδια μου στο μέλλον αποτελούν μέρος και του δικού σου μέλλοντος. Μα δε σε θέλω ακόμα για συνταξιδιώτη μου. Σαν συνταξιδιώτης είσαι ακίνδυνος στη μπυραρία, αλλά όχι εκεί που πηγαίνω.

«Σκοτώστε τον! Χλευάζει τον πολιτισμό που εγώ, ο Κοινός Άνθρωπος, έχω οικοδομήσει. Είμαι ελεύθερος πολίτης και έχουμε Ελεύθερη Δημοκρατία! Ζήτω!»

Είσαι ένα τίποτα, Ανθρωπάκο, ένα μεγάλο τίποτα. Δεν τον έχεις οικοδομήσει εσύ αυτόν τον πολιτισμό, μα οι ελάχιστοι μεγάλοι αφέντες σου. Χτίζοντας δεν έχεις ιδέα τι χτίζεις. Κι όταν κάποιος σου λέει ν’ αναλάβεις ευθύνη για το χτίσιμο, τον αποκαλείς «προδότη του προλεταριάτου» και συσπειρώνεσαι κοντά στον Πατέρα όλων των προλετάριων που δε σου λέει τέτοια πράγματα.

Ούτε ελεύθερος είσαι Ανθρωπάκο. Δεν έχεις ιδέα τι σημαίνει ελευθερία. Δεν ξέρεις πώς να ζεις ελεύθερος. Ποιος επέβαλε τη συγκινησιακή πανούκλα στην Ευρώπη; Εσύ, Ανθρωπάκο. Στην Αμερική; Σκέψου τον Ουίλσον.

«Άκου, κατηγορείς εμένα, τον Ανθρωπάκο! Ποιος είμαι εγώ και τι δύναμη έχω, ώστε να επηρεάσω τον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών; Κάνω το καθήκον μου, κάνω ότι μου λέει το αφεντικό μου και δεν ανακατεύομαι στην υψηλή πολιτική».

Κι όταν σέρνεις χιλιάδες άντρες γυναίκες και παιδιά στους θαλάμους αερίων και τότε κάνεις ότι σου λένε, έτσι δεν είναι Ανθρωπάκο; Είσαι τόσο ακίνδυνος που ούτε καν παίρνεις είδηση τι συμβαίνει. Είσαι ένας φουκαράς που δεν έχει τίποτα να πει, που δεν έχει γνώμη. Στο κάτω – κάτω, ποιος είσαι συ που θα αναμιχθείς στην πολιτική; Ξέρω, το άκουσα πολλές φορές. Αλλά σε ρωτώ: Γιατί δεν κάνεις το καθήκον σου όταν κάποιος σου λέει ότι είσαι υπεύθυνος για τη δουλειά σου, όταν σου λέει να μη δέρνεις τα παιδιά σου, να μην ακολουθείς τους δικτάτορες; Που πήγε λοιπόν το καθήκον σου, η ακίνδυνη υπακοή σου; Όχι, Ανθρωπάκο, δεν ακούς όταν μιλά η αλήθεια, ακούς μόνο όταν γίνεται φασαρία. Και τότε φωνάζεις, Ζήτω! Είσαι δειλός κι απάνθρωπος, χωρίς καμία αίσθηση του πραγματικού σου καθήκοντος που είναι να γίνεις άνθρωπος και να προστατεύεις τον ανθρωπισμό. Μιμείσαι πολύ άσχημα τον επιστήμονα και πολύ καλά το ληστή. Οι ταινίες σου τα προγράμματα του ραδιοφώνου σου και τα «χιουμουριστικά βιβλία» σου είναι γεμάτα φόνους.

Θα είσαι αναγκασμένος να σέρνεις τον εαυτό σου και τη μικρότητά σου, για πολλούς αιώνες πριν γίνεις αφέντης του εαυτού σου. Χωρίζω το δρόμο μου απ’ το δικό σου για να υπηρετήσω καλύτερα το μέλλον σου. Γιατί από μακριά δεν μπορείς να με σκοτώσεις, γιατί τρέφεις μεγαλύτερη εκτίμηση για το έργο μου όταν μεσολαβεί κάποια απόσταση. Περιφρονείς οτιδήποτε είναι κοντά σου. Τοποθετείς τον προλετάριον Στρατηγό σου ή τον Στρατάρχη σου σ’ ένα βάθρο για να είσαι σε θέση, να τους τιμάς, έστω κι αν είναι αξιοκαταφρόνητοι. Γι’ αυτό οι μεγάλοι άντρες σε κρατούσαν σε απόσταση από τότε που άρχισε να γράφεται η ιστορία.

«Είναι μεγαλομανής. Έχει ολότελα τρελαθεί». Ξέρω, Ανθρωπάκο, γρήγορα κολλάς την ταμπέλα της τρέλας σε μια αλήθεια που δε σου αρέσει. Κι εσύ αισθάνεσαι “homo normalis”. Κλειδαμπαρώνεις τους τρελούς κι έτσι οι «νορμάλ» άνθρωποι διοικούν αυτόν τον κόσμο. Ποιον, λοιπόν, να επικρίνουμε για την αθλιότητα που υπάρχει; Όχι εσένα φυσικά, εσύ μόνο το καθήκον σου κάνεις και στο κάτω – κάτω ποιος είσαι που θα έχεις δική σου γνώμη; Μην το ξαναλές, το ξέρω. Δε με νοιάζει για σένα, Ανθρωπάκο. Αλλά όταν σκέπτομαι τα νεογέννητα παιδιά σου, πώς τα βασανίζεις για να τα φτιάξεις «κανονικούς» ανθρώπους σαν κι εσένα, τότε μπαίνω στον πειρασμό να κανακατέβω κοντά σου για να εμποδίσω το έγκλημά σου. Ξέρω όμως ότι φρόντισες να προστατευθείς καλά με το θεσμό του Υπουργείου Παιδείας.

Θέλω να σε πάρω για ένα περίπατο στον κόσμο Ανθρωπάκο και να σου δείξω τι είσαι και τι ήσουνα, στο παρόν και στο παρελθόν, στη Βιέννη στο Λονδίνο, στο Βερολίνο, σαν «φορέας της λαϊκής θέλησης» και σαν μέλος κάποιας θρησκευτικής οργάνωσης. Παντού βρίσκεις τον εαυτό σου, και μπορείς να τον αναγνωρίσεις αν έχεις το κουράγιο να τον κοιτάξεις, ανεξάρτητα από του αν είσαι Γερμανός, Γάλλος ή Οττεντότος.

«Ακούστε τον! Κηλιδώνει την τιμή μου. Προσβάλλει την αποστολή μου».

Δεν κάνω τέτοιο πράγμα, Ανθρωπάκο. Θα ήμουν ευχαριστημένος αν μ’ έβαζες στη θέση μου, αν απόδειχνες ότι είσαι ικανός να κοιτάξεις τον εαυτό σου και να τον αναγνωρίσεις. Πρέπει να δώσεις τις ίδιες αποδείξεις που δίνει και ο εργολάβος οικοδομών: Το σπίτι πρέπει να υπάρχει και να είναι κατοικήσιμο. Ο εργολάβος δεν έχει δικαίωμα να ξεφωνίσει: «Αυτός προσβάλλει την τιμή μου» όταν του αποδείξω ότι μιλά για την «πράξη της ανοικοδόμησης του σπιτιού» αντί στην πραγματικότητα να ανοικοδομεί σπίτια. Με τον ίδιο τρόπο πρέπει κι εσύ ν’ αποδείξεις ότι είσαι ο φορέας του μέλλοντος της ανθρωπότητας. Δεν μπορείς πια να κρυφτείς σαν δειλός πίσω απ’ τη «τιμή του έθνους» ή του «προλεταριάτου». Γιατί έχεις αποκαλύψει πολλά πράγματα για τον εαυτό σου, Ανθρωπάκο.

Όπως σου είπα πήρα άδεια και φεύγω μακριά σου. Μου πήρε πολλά χρόνια και μου στοίχισε αναρίθμητες νύχτες οδύνης κι αγρύπνιας για να τα’ αποφασίσω. Οι επίδοξοι Ηγέτες σου όλων των προλετάριων δεν είναι τόσο πολύπλοκοι κι επίμονοι. Σήμερα είναι οι Ηγέτες σου και αύριο πάνε και γράφουν «επί πληρωμή» σε μικρές εφημερίδες. Αλλάζουν πεποιθήσεις όπως άλλοι αλλάζουν πουκάμισα. Εγώ όμως όχι. Συνεχίζω να ενδιαφέρομαι για σένα και τη μοίρα σου. Μα επειδή εσύ δεν είσαι σε θέση να εκτιμάς κάποιον που είναι κοντά σου, είμαι αναγκασμένος να κρατήσω κάποια απόσταση μεταξύ μας. Τα δισέγγονά σου θα κληρονομήσουν τους καρπούς των κόπων μου. Τα περιμένω να τους απολαύσουν όπως σε περίμενα και σένα τριάντα χρόνια να κάνεις το ίδιο. Μα εσύ φώναζες συνέχεια: «Κάτω ο Καπιταλισμός» ή «Κάτω το Αμερικάνικο Σύνταγμα».

Ακολούθησέ με, Ανθρωπάκο, θέλω να μου δείξεις μερικές φωτογραφίες του εαυτού σου. Μη φεύγεις. Είναι άσχημες μα ευεργετικές και όχι τόσο επικίνδυνες.

Περίπου εκατό χρόνια πριν, έμαθες να παπαγαλίζεις τους φυσικούς που έφτιαχναν μηχανές κι έλεγαν ότι δεν υπάρχει ψυχή. Μετά εμφανίστηκε ένας μεγάλος άνθρωπος και σου έδειξε την ψυχή σου μόνο που δεν ήξερε το σύνδεσμο μεταξύ της ψυχής και του σώματός σου. Έλεγες τότε: «Είναι γελοίο. Άκου ψυχανάλυση! Σκέτος τσαρλατανισμός! Αναλύεις τα ούρα μα δεν μπορείς να αναλύσεις την ψυχή». Τα έλεγες αυτά γιατί η ιατρική δεν ήξερε τίποτ’ άλλο εκτός απ’ την ανάλυση ούρων. Η μάχη για την πνευματική σου υπόσταση κράτησε σαράντα σκληρά χρόνια. Θυμάμαι τη σκληρή εκείνη πάλη γιατί κι εγώ πάλεψα για σένα. Κάποια μέρα ανακάλυψες ότι μπορείς να κερδίσεις ένα σωρό λεφτά με το άρρωστο ανθρώπινο πνεύμα. Το μόνο που είχες να κάνεις ήταν να δέχεσαι τον άρρωστο μια ώρα την ημέρα για κάμποσα χρόνια και να παίρνεις ένα ορισμένο ποσό για κάθε ώρα.

Τότε, και όχι προηγούμενα, άρχισες να πιστεύεις στην ύπαρξη του πνεύματος. Στο μεταξύ η γνώση γύρω απ’ το σώμα σου είχε αναπτυχθεί. Ανακάλυψα ότι το πνεύμα σου είναι συνάρτηση της μυϊκής σου ενέργειας και ότι μ’ άλλα λόγια υπάρχει μια ενότητα πνεύματος και σώματος. Ακολούθησα αυτό το μονοπάτι κι ανακάλυψα ότι διαχέεις προς τα έξω τη ζωική σου ενέργεια, όταν αισθάνεσαι υγιής και στοργικός και ότι την περιορίζεις στο κέντρο του σώματός σου όταν φοβάσαι. Για δεκαπέντε χρόνια με περιφρόνησες ή έκανες πολιτικό κουβεντολόι. Συνέχισα όμως πάνω στα ίδια βήματα και βρήκα ότι αυτή η ζωική ενέργεια, που την ονόμασα «οργόνη», υπάρχει και στον αέρα, έξω από το σώμα σου. Κατόρθωσα να τη δω και στο σκοτάδι και να φτιάξω μια συσκευή που να τη μεγεθύνει και να την κάνει ν’ ακτινοβολεί. Ενώ εσύ έπαιζες χαρτιά, βασάνιζες τη γυναίκα σου και κατέστρεφες το παιδί σου, εγώ καθόμουνα στο σκοτεινό θάλαμο πολλές ώρες την ημέρα πάνω από δύο ατέλειωτα χρόνια, για να βεβαιωθώ ότι είχα ανακαλύψει τη ζωική σου ενέργεια. Σταδιακά, έμαθα να τη δείχνω και σ’ άλλους ανθρώπους και βρήκα ότι κι εκείνοι έβλεπαν το ίδιο πράγμα με μένα.

Αν είσαι γιατρός που πιστεύει ότι το πνεύμα είναι έκκριση των ενδοκρινών αδένων, τότε λες στους θεραπευμένους ασθενείς μου ότι η επιτυχία μου ήταν αποτέλεσμα «υποβολής». Αν υποφέρεις από έμμονες σκέψεις και φοβία του σκοταδιού, λες ότι τα φαινόμενα που μόλις παρατήρησες οφείλονται σε «υποβολή» και ότι αισθανόσουνα σαν να ήσουνα σε μέντιουμ. Να τι είσαι Ανθρωπάκο. Το 1945 αερολογείς για την «ψυχή» τόσο απελπιστικά όσο το 1920 αρνιόσουν την ύπαρξή της. Παρέμεινες ο ίδιος Ανθρωπάκος. Το 1984 θα κερδίζεις, με την ίδια αδιαφορία, ένα σωρό χρήματα με την οργόνη και, με την ίδια αδιαφορία, θα ατιμάζεις, αμφιβάλλεις, δυσφημίζεις, εξολοθρεύεις με τη σιωπή και θα καταστρέφεις κάποια άλλη αλήθεια, όπως έκανες με την ανακάλυψη του πνεύματος και της κοσμικής ενέργειας. Και θα παραμένεις ο ίδιος Ανθρωπάκος που θα «εξασκεί κριτική» και που θα ουρλιάζει, Ζήτω ο τάδε και Ζήτω ο δείνα.

Θυμάσαι τι είπες για την ανακάλυψη ότι η γη δε στέκεται ακίνητη, αλλά περιστρέφεται γύρω απ’ τον εαυτό της και κινείται στο διάστημα; Η απάντησή σου ήταν το βλακώδες ανέκδοτο ότι, τώρα τα ποτήρια θα πέφτουν απ’ το δίσκο του σερβιτόρου. Αυτό συνέβη μερικούς αιώνες πριν και, φυσικά, το ξέχασες. Το μόνο που ξέρεις για τον Νεύτωνα είναι ότι «είδε το μήλο να πέφτει απ’ τη μηλιά» και το μόνο που ξέρεις για τον Ρουσσώ είναι ότι «ήθελε να επιστρέψει στη φύση». Αυτό που έμαθες απ’ τον Ντάρβιν είναι η επικράτηση του ισχυρότερου και όχι η καταγωγή σου απ’ τον πίθηκο. Τον Φάουστ του Γκαίτε, που τόσο συχνά σ’ αρέσει να αναφέρεις, τον έχεις καταλάβει τόσο καλά όσο μια γάτα τα μαθηματικά. Είσαι ηλίθιος, είσαι ματαιόδοξος, είσαι άδειος και πιθηκίζεις, Ανθρωπάκο. Ξέρεις να πετάς τα ουσιώδη και να κρατάς τα λαθεμένα. Ο Ναπολέων σου, το ανθρωπάκι αυτό με τα χρυσά παράσημα, που τίποτα δεν άφησε πίσω του εκτός απ’ την υποχρεωτική στράτευση, διαφημίζεται στα βιβλιοπωλεία με μεγάλα γράμματα, ενώ ο Κέπλερ μου, που πρόβλεψε την κοσμική σου προέλευση, δε βρίσκεται σε κανένα βιβλιοπωλείο. Γι’ αυτό δε βγαίνεις από το βούρκο, Ανθρωπάκο. Γι’ αυτό είμαι αναγκασμένος να σε επιπλήξω όταν πιστεύεις ότι δούλεψα και κουράστηκα είκοσι χρόνια, ξοδεύοντας μια περιουσία, μόνο και μόνο για να σου «υποβάλλω» την ύπαρξη της κοσμικής οργονικής ενέργειας. Όχι, Ανθρωπάκο, κάνοντας όλες αυτές τις θυσίες, έμαθα πραγματικά να θεραπεύσω την αρρώστια του σώματός σου. Δεν το πιστεύεις. Γιατί σε άκουσα να λες στη Νορβηγία ότι «αν κάποιος ξοδεύει τόσα λεφτά για τα πειράματά του, πρέπει να είναι κυριολεκτικά τρελός». Το καταλαβαίνω: με κρίνεις με βάση τον εαυτό σου. Εσύ μόνο παίρνεις ποτέ δε δίνεις. Γι’ αυτό σου είναι αδιανόητο ότι μπορεί κάποιος να βρίσκει ευτυχία στη ζωή δίνοντας, όπως σου είναι αδιανόητο ότι μπορεί κάποιος να βρεθεί μ’ ένα άτομο του άλλου φύλλου χωρίς να θελήσει να «κάνει έρωτα» αμέσως.

Θα σ’ εκτιμούσα αν, τουλάχιστον, έκλεβες έξυπνα την ευτυχία σου. Εσύ όμως είσαι ένας ασήμαντος, δειλός κλεφτάκος. Είσαι έξυπνος μα, όντας ψυχικά δυσκοίλιος, είσαι ανίκανος να δημιουργήσεις. Γι’ αυτό κλέβεις το κόκαλο και σέρνεσαι σε μια τρύπα να το μασουλίσεις, όπως σου είπε ο Φρόιντ κάποτε. Μαζεύεσαι γύρω απ’ αυτόν που προσφέρεις εθελοντικά, το χαρούμενο δωρητή, και του τα παίρνεις όλα. Εσύ είσαι η «φαγάνα» και, διεστραμμένα, ονομάζεις εκείνον «φαγάνα». Παραφουσκώνεις τον εαυτό σου με τη γνώση του, την ευτυχία του, τη σπουδαιότητά του, μα δεν μπορείς να χωνέψεις αυτά που κατάπιες. Τα αποβάλλεις αμέσως με τα περιττώματά σου που βρωμάνε τρομακτικά. Ή, για να διατηρήσεις την αξιοπρέπειά σου μετά τη διάπραξη της κλοπής, ατιμάζεις τον ευεργέτη σου, ονομάζοντάς τον τσαρλατάνο ή αποπλανητή ανηλίκων.

Α, ναι, εδώ είμαστε. «Αποπλανητής ανηλίκων». Θυμάσαι, Ανθρωπάκο (ήσουν τότε πρόεδρος κάποιας Επιστημονικής Ένωσης), που διέδωσες τη φήμη ότι, τάχα, αφήνω τα παιδιά μου να παρακολουθούν την ερωτική μου πράξη; Αυτό έγινε αφού είχα δημοσιεύσει το πρώτο μου άρθρο για τα γενετήσια δικαιώματα των νηπίων. Και την άλλη φορά (συνέβαινε τότε να είσαι προσωρινός Πρόεδρος κάποιου «πολιτιστικού συλλόγου» στο Βερολίνο) που διέδωσες τη φήμη ότι έπαιρνα κοπέλες εφηβικής ηλικίας για βόλτα με το αυτοκίνητο στο δάσος και τις αποπλανούσα; Ποτέ δεν αποπλάνησα έφηβη, Ανθρωπάκο. Αποτελεί δική σου βρώμικη φαντασίωση, όχι δική μου, εγώ αγαπώ το κορίτσι μου και τη γυναίκα μου. Δεν είμαι σαν κι εσένα, που, όντας ανίκανος ν’ αγαπήσεις τη γυναίκα σου, θα ήθελες να αποπλανήσεις έφηβες στο δάσος.

Κι εσύ, νεαρό κορίτσι, δεν ονειρεύεσαι τον αγαπημένο σου ηθοποιό; Δεν τον πλησιάζεις και δεν τον δελεάζεις, προσποιούμενη πώς είσαι μεγαλύτερη από δεκαοχτώ χρονών; Και μετά; Μετά δεν τον πας στο δικαστήριο, κατηγορώντας τον για βιασμό; Αθωώνεται, ή καταδικάζεται, και οι γιαγιάδες σου φιλούν τα χέρια του μεγάλου ηθοποιού.

Ήθελες να κοιμηθείς με τον ηθοποιό, μα δεν είχες το θάρρος να αναλάβεις την ευθύνη. Γι’ αυτό κατηγορείς εκείνον, φουκαριάρικο κακοποιημένο κορίτσι. Ή εσύ, φτωχή διακορευμένη γυναίκα που ένιωσες μεγαλύτερη σεξουαλική ικανοποίηση με το σοφέρ σου, παρά με το σύζυγό σου. Δεν αποπλάνησες τον έγχρωμο σοφέρ σου, που κρατούσε τη σεξουαλικότητά του σε υγιέστερη κατάσταση, λευκή γυναικούλα; Και δεν τον κατηγόρησες για βιασμό, φουκαριάρικο, αβοήθητο πλάσμα, θύμα μιας «πρωτόγονης θηριωδίας»; Όχι, φυσικά, εσύ είσαι αγνή και λευκή, οι πρόγονοί σου ήρθαν εδώ με το “May-flower”, είσαι η «Κόρη του Τάδε ή της Δείνα Επανάστασης», μια Βόρεια ή μια Νότια που ο παππούς σου πλούτισε, σέρνοντας αλυσοδεμένους Νέγρους απ’ την Αφρική στην Αμερική. Πόσο ακίνδυνη, πόσο αγνή, πόσο λευκή είσαι, πόσο λίγο ποθείς το Νέγρο, φουκαριάρα γυναικούλα. Ελεεινή φοβιτσιάρα, απόγονη μιας αρρωστημένης φυλής δουλεμπόρων, ενός αιμοβόρου Κορτέζ που παρέσυρε χιλιάδες Ατζέκους, που του έδωσαν την εμπιστοσύνη τους, σε μια παγίδα για να τους εξοντώσει με ασφάλεια.

Φτωχές κόρες της τάδε ή της δείνα επανάστασης. Τι καταλάβατε για την απελευθέρωση; Τι για τους αγώνες των Αμερικανών επαναστατών, τι για τον Λίνκολ που λευτέρωσε τους σκλάβους για χάρη σας και που, μετά, τον παραδώσατε στην ανταγωνιστική «ελεύθερη αγορά»; Κοιταχτείτε στον καθρέφτη, κόρες της Αμερικανικής Επανάστασης, θ’ αναγνωρίσετε εκεί τις «κόρες της Ρώσικης Επανάστασης», άκακα, αγνά κορίτσια.

Αν μπορούσατε να προσφέρετε έρωτα σ’ έναν άντρα, έστω και μια φορά, η ζωή πολλών Νέγρων, Εβραίων ή εργατών θα είχε σωθεί. Όπως ακριβώς σκοτώνετε τη ζωή στα παιδιά σας, έτσι σκοτώνετε, στο πρόσωπο των Νέγρων, τη μικρή σπίθα της αγάπης που έχετε, τις κούφιες, ασελγείς φαντασιώσεις σας. Σας ξέρω εσάς, κορίτσια και γυναίκες των πλουσίων. Τι απύθμενη αχρειότητα τρέφετε στα ψυχρά γεννητικά σας όργανα! Όχι, κόρη της τάδε ή της δείνα επανάστασης, δεν έχω καμιά πρόθεση να γίνω Διδάκτωρ της Νομικής ή Κομισάριος. Αυτά τα’ αφήνω για τα’ άκαμπτα πλάσματά σου που φοράνε τηβέννους και στολές. Εγώ αγαπώ τα πουλιά και τα ελάφια και τα σκιουράκια που ζουν κοντά στους Νέγρους. Εννοώ τους Νέγρους της Ζούγκλας και όχι αυτούς του Χάρλεμ με τα σκληρά κολάρα και τα φανταχτερά κουστούμια. Δεν εννοώ τις χοντρές Νέγρες με τα σκουλαρίκια, που η απαγορευμένη ικανοποίησή τους, μετατράπηκε σε λίπος στους γοφούς τους. Εννοώ τα ευκίνητα, απαλά σώματα των κοριτσιών της Νότιας θάλασσας που εσύ, το σεξουαλικό κτήνος του τάδε ή του δείνα Στρατού, «παίρνεις» κορίτσια που δεν ξέρουν ότι γεύεσαι τον αγνό έρωτά τους, όπως θα έκανες και σ’ ένα πορνείο του Ντένβερ.

Όχι, κόρη, διψάς για ένα ζωντανό πλάσμα που δεν έχει ακόμη καταλάβει πώς είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης και περιφρόνησης. Μα ήρθε η ώρα σου. Έπαψες να υπάρχεις σαν ρατσίστρια Γερμανίδα παρθένα. Συνεχίζεις να ζεις σαν ταξική Ρωσίδα κόρη της εργατιάς ή σαν κόρη της Αμερικανικής Επανάστασης. Σε 500 ή 1000 χρόνια, όταν υγιέστατα αγόρια και κορίτσια θ’ απολαμβάνουν και θα προστατεύουν τον έρωτα, τίποτα δε θ’ άχει απομείνει από σένα, εκτός από μια γελοία ανάμνηση.

Δεν αρνήθηκες τις αίθουσες συναυλιών σου στη Μάριαν Άντερσον, τη φωνή της ζωής, Καρκινική Γυναικούλα; Τα’ όνομά της θα τραγουδά στους αιώνες, όταν ίχνος από σένα δε θα έχει μείνει. Αναρωτιέμαι αν η Μάριαν Άντερσον σκέπτεται μακριά στο μέλλον ή αν κι αυτή καταπιέζει τον έρωτα του παιδιού της. Δεν ξέρω. Η ζωή προχωρεί και με μεγάλα και με μικρά βήματα. Είναι ικανοποιημένη απ’ τον εαυτό της. Δε βρίσκεται όμως μέσα σου, Καρκινική Γυναικούλα.

Διέδωσες το παραμύθι, κι ο Ανθρωπάκος ο άντρας σου το έχαψε σαν χάνος, ότι εσύ είσαι «Η κοινωνία», Γυναικούλα. Μα δεν είσαι. Είναι αλήθεια, ανακοινώνεις καθημερινά, στις Εβραϊκές ή στις Χριστιανικές εφημερίδες πώς, και πότε, η κόρη σου θα αγκαλιάσει έναν άντρα. Αυτό όμως δεν ενδιαφέρει κανένα σοβαρό άτομο. «Κοινωνία» είμαι εγώ και ο ξυλουργός και ο κηπουρός και ο δάσκαλος και ο γιατρός και ο εργάτης. Αυτοί είναι η κοινωνία και όχι εσύ, μικρή, καρκινική, άκαμπτη, υποκρίτρια γυναικούλα. Δεν είσαι η ζωή, είσαι η διαστρέβλωσή της. Εγώ όμως καταλαβαίνω γιατί οχυρώθηκες στο κάστρο του πλούτου. Ήταν το μόνο πράγμα που μπορούσες να κάνεις βλέποντας όλη τη μικρότητα των ξυλουργών, των κηπουρών, των γιατρών, των δασκάλων και των εργατών. Μέσα στο πλαίσιο της αρρώστιας αυτής, ήταν η πιο συνετή σου κίνηση. Όμως η μικρότητα και η μικροπρέπεια σου έχει ποτίσει τα κόκαλα με τη μορφή της δυσκοιλιότητάς σου, των ρευματισμών σου, της υποκρισίας σου, της άρνησης της ζωής σου. Είσαι δυστυχισμένη φουκαριάρα γυναικούλα, γιατί τα παιδιά σου ξεστρατίζουν, οι κόρες σου γίνονται πόρνες, ο άντρας σου μαραίνεται και η ζωή σου σαπίζει και μαζί της οι ιστοί σου. Δεν μπορείς να μου πουλήσεις παραμύθια, Μικρή Κόρη της Επανάστασης. Σε έχω δει ξεγυμνωμένη.

Είσαι, και πάντα ήσουνα, δειλή. Κρατούσες την ευτυχία της ανθρωπότητας στα χέρια σου και την έχασες. Γέννησες Προέδρους και τους προίκισες με μικροπρέπεια. Φωτογραφίζονται καρφιτσώνοντας μετάλλια σ’ ανθρώπους, χαμογελούν αιώνια και δεν έχουν το θάρρος να πουν τα σύκα – σύκα και τη σκάφη – σκάφη, μικρή κόρη της Επανάστασης. Είχες τον κόσμο στα χέρια σου και, τελικά, έριξες τις ατομικές βόμβες στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι.

Ή μάλλον, ο γυιό σου τις έριξε, σαν δείγμα μόνο του τι μέλλεσται. Ήταν η ταφόπλακά σου Καρκινική Γυναικούλα. Με τις βόμβες αυτές, έριξες όλη την τάξη σου, όλη τη ράτσα σου σ’ ένα σιωπηλό τάφο. Γιατί δεν είχες τον ανθρωπισμό να προειδοποιήσεις τους άντρες, τις γυναίκες και τα παιδιά στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι. Δεν κατάφερες να φανείς άνθρωπος. Γι’ αυτό θα εξαφανιστείς σιωπηλά, σαν πέτρα στη θάλασσα. Δεν έχει σημασία τι νομίζεις ή τι λες τώρα, Γυναικούλα που γέννησες ηλίθιους στρατηγούς. Σε πεντακόσια χρόνια θα γελούν και θ’ απορούν μαζί σου. Το γεγονός ότι αυτό δε γίνεται από τώρα, είναι αναπόσπαστο μέρος της αθλιότητας του κόσμου.

Ξέρω τι πρόκειται να πεις, Γυναικούλα. Όλα τα φαινομενικά γεγονότα είναι με το μέρος σου, «η άμυνα της χώρας» κ.τ.λ. Τα’ άκουσα αρκετά χρόνια πριν στην Παλιά Αυστρία. Έχεις ποτέ ακούσει Βιεννέζο αμαξά να φωνάζει, “Hurrah mein Kaiser”; Όχι; Σ’ αυτή την περίπτωση το μόνο που έχεις να κάνεις είναι ν’ αφουγκραστείς τον εαυτό σου, είναι η ίδια μουσική. Όχι, Γυναικούλα, δε σε φοβάμαι, δε μπορείς να μου κάνεις τίποτα. Είν’ αλήθεια, ο γαμπρός σου είναι Εισαγγελέας ή ο ανεψιός σου είναι Εφοριακός. Τον καλείς για δείπνο και του πετάς μερικές κουβέντες για μένα. Αυτός, που θέλει πολύ ένα προβιβασμό, ψάχνει για κάποιο θύμα του «νόμου και της τάξης». Ξέρω πώς γίνονται αυτά τα πράγματα. Αυτό δεν πρόκειται να σώσει τη ζωή σου, Γυναικούλα. Η αλήθεια μου είναι δυνατότερη από σένα.

«Είσαι ένας μονόπλευρος φανατικός! Δεν εξυπηρετώ λοιπόν κανένα σκοπό στην κοινωνία»;

Σας έδειξα μόνο που είστε μικροί και πρόστυχοι, Ανθρωπάκο και Γυναικούλα. Δεν ανάφερα ακόμα τη χρησιμότητα και τη σημασία που έχετε. Νομίζετε πώς θα σας έλεγα τις κουβέντες αυτές που εγκυμονούν κίνδυνο για τη ζωή μου, αν δεν ήσαστε σημαντικοί; Η μικρότητα και η κακοήθειά σας φαίνονται πιο τρομακτικές μπροστά στη σημασία και την τεράστια ευθύνη που έχετε. Λένε ότι είστε δειλοί. Λένε πώς είστε σκουπίδια της κοινωνίας. Εγώ λέω πώς είστε ο σπόρος της. Εγώ λέω ότι κανένας πολιτισμός δε γίνεται με σκλάβους. Ο φοβερός αυτός εικοστός αιώνας γελοιοποίησε κάθε πολιτική θεωρία που εμφανίστηκε απ’ τον καιρό του Πλάτωνα.

Ανθρώπινος πολιτισμός ούτε καν υφίσταται, Ανθρωπάκο. Αρχίζουμε μόλις να καταλαβαίνουμε τη φοβερή παρέκκλιση και τον παθολογικό εκφυλισμό του ζώου άνθρωπος. Τούτη δω η «κουβέντα με τον Ανθρωπάκο» ή οποιοδήποτε άλλο σοβαρό έργο του σήμερα, είναι για τον πολιτισμό του 3.000 ή του 7.000, ότι ήταν ο πρώτος τροχός, χιλιάδες χρόνια πριν, για τη σημερινή πετρελαιοκινούμενη αμαξοστοιχία.

Σκέπτεσαι πάντα πολύ βραχυπρόθεσμα, Ανθρωπάκο, από το πρόγευμα μόλις μέχρι το γεύμα. Πρέπει να μάθεις να σκέπτεσαι αιώνες προς τα πίσω και χιλιετηρίδες προς τα μπροστά. Πρέπει πάντα να παίρνεις υπ’ όψη σου τη ζωή, την εξέλιξή σου από την πρώτη πρωτοπλασματική μορφή μέχρι το ζώο άνθρωπος που περπατάει όρθιο, μα που δεν μπορεί ακόμα να σκεφτεί ορθά. Δε θυμάσαι ούτε καν τα γεγονότα που συνέβησαν μόνο δέκα ή είκοσι χρόνια πριν και γι’ αυτό το λόγο συνεχίζεις να λες τις ίδιες βλακείες που έλεγες 2.000 χρόνια πριν. Και το χειρότερο, κολλάς στις ίδιες βλακείες όπως μια ψείρα κολλάει στη γούνα, βλακείες όπως η «φυλή», η «τάξη», η «πατρίδα», ο θρησκευτικός καταναγκασμός, η καταπίεση του έρωτα. Δεν τολμάς να δεις πόσο βαθιά έχεις βυθιστεί στο βούρκο της αθλιότητας. Κάθε λίγο και λιγάκι βγάζεις το κεφάλι σου έξω απ’ το βούρκο για να ουρλιάξεις Ζήτω! Το κρώξιμο ενός βατράχου στο βάλτο έχει περισσότερη ζωή μέσα του.

«Γιατί δε με βγάζεις από το βούρκο; Γιατί δε συμμετέχεις στα συνέδρια του κόμματός μου, στη Βουλή μου, στις διπλωματικές συσκέψεις μου; Είσαι προδότης. Πολέμησες, υπέφερες και θυσιάστηκες για μένα. Τώρα με προσβάλλεις!».

Δε μπορώ εγώ να σε βγάλω από το βούρκο. Ο μόνος που μπορεί είσαι εσύ. Ποτέ δεν πήρα μέρος στα συμβούλια και στις συσκέψεις σου, γιατί η γενική τάση τους είναι: «Στην πάντα τα ουσιώδη. Ας μιλήσουμε για τα μη ουσιώδη». Είναι αλήθεια, εικοσιπέντε χρόνια πολεμούσα για σένα, θυσιάζοντας την επαγγελματική σιγουριά μου και τη ζεστασιά της οικογένειάς μου για χάρη σου. Έδωσα αρκετά λεφτά στις οργανώσεις σου, πήρα μέρος σε διαδηλώσεις και σε πορείες πείνας. Είν’ αλήθεια, σου αφιέρωσα χιλιάδες ώρες σα γιατρός, χωρίς καμιά πληρωμή. Πήγαινα από χώρα σε χώρα για σένα, και συχνά αντί για σένα, όταν εσύ βράχνιαζες απ’ τις ζητωκραυγές. Κυριολεκτικά ήμουν πρόθυμος να πεθάνω για σένα όταν, στη μάχη εναντίον της πολιτικής αρρώστιας, σε πήρα στο αυτοκίνητό μου, με την ποινή του θανάτου να κρέμεται πάνω απ’ το κεφάλι μου, όταν προσπαθούσα να προστατέψω απ’ τις αστυνομικές εφόδους τα παιδιά σου που έπαιρναν μέρος σε διαδηλώσεις, όταν ξόδεψα όλα τα λεφτά μου να φτιάξω κλινικές πνευματικής υγείας όπου μπορούσες να πάρεις συμβουλές και βοήθεια. Εσύ όμως, μόνο έπαιρνες, ποτέ δεν έδινες. Ήθελες να σωθείς, μα στην πάροδο 30 χρόνων συγκινησιακής πανούκλας δεν έκανες ούτε μια καρποφόρα σκέψη. Κι όταν ο δεύτερος μεγάλος πόλεμος τέλειωσε, βρέθηκες στο ίδιο σημείο που ήσουν όταν άρχισε. Ίσως λίγο πιο «αριστερά», μα ούτε ένα χιλιοστό μπροστά! Διακύβευες τη Γαλλική απελευθέρωση και την ακόμα μεγαλύτερη Ρωσική απελευθέρωση τη μετέτρεψες σε φρίκη όλης της οικουμένης. Τη φοβερή αυτή αποτυχία σου, που μόνο μεγάλες και μοναχικές καρδιές μπορούν να νιώσουν χωρίς να εξαγριωθούν μαζί σου, χωρίς να σε περιφρονήσουν, την ακολούθησε η απόγνωση ενός ολόκληρου κόσμου, εκείνου του μέρους του κόσμου που ήταν έτοιμο να θυσιάσει τα πάντα για σένα. Σ’ όλα αυτά τα φοβερά χρόνια, σ’ αυτό το θανατερό μισό του αιώνα, εσύ ξεστόμιζες μόνο φλυαρίες κι ούτε μια λογική, σωστή κουβέντα.

Δε λιποψύχησα, γιατί στο μεταξύ έμαθα να καταλαβαίνω την αρρώστια σου πιο καλά και πιο αποτελεσματικά. Κατάλαβα λοιπόν ότι κατά κάποιο τρόπο δεν μπορούσες να σκεφτείς ή να πράξεις διαφορετικά. Ξεχώρισα μέσα σου το θανάσιμο φόβο της ζωής, ένα φόβο που πάντα σε κάνει να ξεκινάς σωστά και να τελειώνεις λαθεμένα. Δεν καταλαβαίνεις πώς η γνώση οδηγεί στην ελπίδα. Στοιβάζεις την ελπίδα μέσα σου, ποτέ δε δίνεις σ’ άλλους. Γι’ αυτό κι εσύ, μπροστά στην ολοκληρωτική καταστροφή του κόσμου σου, με ονομάζεις «οπτιμιστή», Ανθρωπάκο. Ναι, είμαι οπτιμιστής και γεμάτος αισιοδοξία για το μέλλον. Ρωτάς γιατί. Θα σου εξηγήσω:

Όσο καιρό ήμουν κοντά σου, στην κατάσταση που βρισκόσουν και βρίσκεται, ξανά και ξανά χτυπήθηκα καταπρόσωπα απ’ τη στενοκεφαλιά σου. Χιλιάδες φορές ξέχασα με ποιο τρόπο ανταποδίδεις τη βοήθειά μου, χιλιάδες φορές μου ξαναθύμησες την αρρώστια σου. Μέχρι που άνοιξα τα μάτια μου και σε κοίταξα καταπρόσωπα. Στην αρχή ένιωσα μίσος και περιφρόνηση. Αλλά, σταδιακά, έμαθα ν’ αφήνω τη γνώση μου για την αρρώστια σου να καταπραΰνει το μίσος και την περιφρόνησή μου. Δεν ήμουν πια θυμωμένος με τη θλιβερή αποτυχία της πρώτης προσπάθειάς σου για διακυβέρνηση του κόσμου. Άρχισα να νιώθω ότι έτσι έπρεπε αναπόφευκτα να γίνει, γιατί για χιλιάδες χρόνια σ’ εμπόδιζαν να ζήσεις τη ζωή όπως πραγματικά είναι.

Ανακάλυψα το λειτουργικό νόμο της ζωής, Ανθρωπάκο, όταν εσύ γυρνούσες από δω κι από κει ουρλιάζοντας, «Είναι τρελός». Την εποχή εκείνη συνέβαινε να είσαι ένας μικρός ψυχίατρος, μ’ ένα παρελθόν στο κίνημα της νεολαίας και μ’ ένα καρδιακό νόσημα στο μέλλον επειδή ήσουν ανίκανος. Αργότερα πέθανες απ’ τη σπασμένη καρδιά σου, γιατί κανείς δεν κλέβει χωρίς να τιμωρηθεί και κανείς δε δυσφημίζει χωρίς να βάλει τη ζωή του σε κίνδυνο, αν διαθέτει έστω και μια σταγόνα τιμιότητας πάνω του. Κι εσύ διέθετες λίγη σε κάποια γωνιά της ψυχής σου, Ανθρωπάκο. Όταν νόμισες πώς ξόφλησα, έγινες από φίλος εχθρός μου, και πάσχισες να μου καταφέρεις το τελειωτικό χτύπημα, επειδή ήξερες ότι είχα δίκιο κι επειδή δεν μπορούσες να μ’ ακολουθήσεις. Όταν, χρόνια αργότερα, ξαναπαρουσιάστηκα μπροστά σου, σαν το φάντη μπαστούνι, αυτή τη φορά πιο δυνατός, πιο ξεκάθαρος και πιο αποφασιστικός από ποτέ, φοβήθηκες μέχρι θανάτου. Και πριν πεθάνεις, συνειδητοποίησες ότι είχα περάσει πάνω από βαθιά και πλατειά χάσματα, καθώς κι από τα χαντάκια που έσκαψες για να με καταστρέψεις. Δεν παρουσίασες τις δικές μου διδασκαλίες για δικές σου, στην προσεκτική οργάνωσή σου; Σου λέω όμως πώς οι τίμιοι άνθρωποι της οργάνωσής σου το κατάλαβαν. Το ξέρω γιατί μου το είπαν. Η πονηριά, Ανθρωπάκο, οδηγεί σε πρόωρο τάφο.

Επειδή η συντροφιά σου είναι επικίνδυνη, επειδή στο περιβάλλον σου κανένας δεν μπορεί να παραμείνει πιστός στην αλήθεια χωρίς να τον μαχαιρώσουν πισώπλατα και χωρίς να του πετάξουν λάσπη στο πρόσωπο, εγώ διαχώρισα τη θέση μου. Επαναλαμβάνω: όχι απ’ το μέλλον σου μα απ’ το παρόν σου, μα απ’ την απανθρωπιά και τη μικροπρέπειά σου.

Μόνο για τη ζωή είμαι ακόμη πρόθυμος να κάνω θυσίες και όχι πια για σένα, Ανθρωπάκο. Μόλις πριν λίγο καιρό ένιωσα το τρομερό λάθος που καλλιεργούσα για είκοσι πέντε χρόνια. Αφιέρωσα τον εαυτό μου σε σένα και στη ζωή σου, επειδή πίστεψα ότι εσύ είσαι η ζωή, η αλήθεια, το μέλλον και η ελπίδα. Όπως και εγώ, πολλοί άλλοι ειλικρινείς κι αληθινοί άνθρωποι έλπιζαν ν’ ανακαλύψουν τη ζωή μέσα σου. Όλοι τους αφανίστηκαν. Μόλις κατάλαβα κάτι τέτοιο, πήρα την απόφαση να μην αφήσω τον εαυτό μου ν’ αφανιστεί κάτω απ’ τη στενοκεφαλιά και τη μικροπρέπειά σου. Γιατί έχω σπουδαία πράγματα να κάνω. Ανακάλυψα την ενέργεια που είναι η ζωή, Ανθρωπάκο. Δε σε συγχέω πια με τη ζωή που ένιωθα μέσα μου και που έψαχνα ν’ ανακαλύψω σε σένα.

Μόνο αν, έντονα και ξεκάθαρα, διαχωρίσω από σένα τη ζωή, τις λειτουργίες της και τα χαρακτηριστικά της, θα είμαι σε θέση να συνεισφέρω πραγματικά στη διερεύνησή της και στο μέλλον σου. Ξέρω, χρειάζεται θάρρος εκ μέρους μου για να σε αποκηρύξω. Έτσι όμως θα μπορώ να συνεχίσω την εργασία για το μέλλον, επειδή δε σε λυπάμαι κι επειδή δε νιώθω την επιθυμία να γίνω ένα μεγάλο ανθρωπάκι όπως οι αξιοθρήνητοι Ηγέτες σου.

Εδώ και λίγο καιρό η ζωή άρχισε να επαναστατεί εκεί όπου δε γινόταν καλή χρήση της. Αυτό σημαδεύει την αρχή του λαμπρού μέλλοντός σου και το φοβερό τέλος της μικρότητας όλων των μικρών ανθρώπων. Γιατί, στο μεταξύ, καταλάβαμε πώς λειτουργεί η συγκινησιακή πανούκλα: Κατηγορεί την Πολωνία ότι έχει πρόθεση να της επιτεθεί στρατιωτικά, όταν αυτή η ίδια έχει αποφασίσει να επιτεθεί στην Πολωνία. Κατηγορεί τον αντίπαλο για πρόθεση δολοφονίας, ενώ έχει μόλις πάρει την απόφαση να τον δολοφονήσει. Κατηγορεί την υγιή ζωή για σεξουαλική ρυπαρότητα, όταν αυτή η ίδια υποθάλπει κάποια βρωμερή πράξη.

Σε μάθαμε τι αξίζεις, Ανθρωπάκο: ξέρουμε τι υπάρχει κάτω από τη μάσκα της δυστυχίας και της αθλιότητας που φοράς. Θέλουμε να χτίσεις το μέλλον με την εργασία και τα επιτεύγματά σου. Δε θέλουμε ν’ αντικαθιστάς ένα τύραννο με κάποιον άλλο χειρότερο. Αρχίζουμε να απαιτούμε από σένα, όλο και πιο επίμονα, να υπακούσεις στους νόμους της ζωής, όπως ακριβώς το απαιτείς κι εσύ απ’ τους άλλους. Να βελτιωθείς στα σημεία που επικρίνεις τους άλλους. Καταλαβαίνουμε όλο και πιο καλύτερα την προδιάθεσή σου για κουτσομπολιό, τη λαιμαργία σου, την τάση σου να ελευθερώνεσαι απ’ την ευθύνη, με λίγα λόγια την αρρώστια σου που βρωμίζει τον όμορφο τούτο κόσμο. Ξέρω ότι δε σ’ αρέσει να τα ακούς αυτά, ότι προτιμάς να φωνάζεις, Ζήτω!, φορέα εσύ του μέλλοντος του προλεταριάτου ή του τετάρτου Ράιχ. Πιστεύω όμως ότι αυτή τη φορά δε θ’ άχεις την επιτυχία που είχες στο παρελθόν να λερώνεις τον κόσμο. Βρήκαμε το κλειδί στο μυστικό, που κρατούσες για χιλιάδες χρόνια. Είσαι κτηνώδης κάτω απ’ τη μάσκα της κοινωνικότητας και της φιλίας, Ανθρωπάκο. Ούτε μισή μέρα δεν μπορείς να περάσεις μαζί μου χωρίς να προδοθείς. Δε με πιστεύεις; Επίτρεψέ μου να σου φρεσκάρω τη μνήμη:

Θυμάσαι το ηλιόλουστο απόγευμα που, αυτή τη φορά σα δασοφύλακας, ήρθες στο σπίτι μου, γυρεύοντας δουλειά; Είδες το σκυλάκι μου να σε μυρίζεται με αγάπη και να πηδάει πάνω σου χαρούμενα. Το είδες ότι είναι από καλή κυνηγετική ράτσα και είπες: «Γιατί δεν το δένεις με μια αλυσίδα ώστε να γίνει επιθετικό. Τούτο εδώ το σκυλάκι γίνεται φίλος μ’ όλους». Απάντησα: «Δε θέλω να γίνει επιθετικό. Δε μου αρέσουν τα επιθετικά σκυλιά». Αγαπητέ μου μικρέ ξυλοκόπε, έχω πολύ περισσότερους εχθρούς από σένα στον κόσμο, αλλά, παρ’ όλα αυτά, προτιμώ να έχω ένα άκακο σκυλάκι που γίνεται φίλος μ’ όλους.

Θυμάσαι τη βροχερή Κυριακή που η ανησυχία μου για τη βιολογική σου ακαμψία με οδήγησε απ’ τη μελέτη σ’ ένα μπαρ; Κάθισα σ’ ένα τραπέζι και παράγγειλα ένα ουίσκι (όχι, Ανθρωπάκο δεν είμαι πότης, αν και μου αρέσει ένα ποτηράκι κάπου κάπου). Λοιπόν, έπινα ένα με πάγο. Εσύ μόλις είχες επιστρέψει απ’ τον πόλεμο, ήσουν ελαφρά μεθυσμένος και σ’ άκουσα να περιγράψεις τους Γιαπωνέζους σαν «άσχημους πιθήκους». Και μετά είπες με κείνη τη χαρακτηριστική έκφραση, που τόσο καλά γνωρίζω απ’ τη θεραπευτική μου εμπειρία: «Ξέρετε τι πρέπει να γίνει μ’ αυτούς τους Γιαπωνέζους στην Καλιφόρνια; Όλοι τους πρέπει να κρεμαστούν, όχι γρήγορα, μα αργά, πολύ αργά, ένα τράβηγμα στο σκοινί κάθε πέντε λεπτά, βασανιστικά αργά, να έτσι…» κι έκανες την αντίστοιχη χειρονομία, Ανθρωπάκο. Το γκαρσόνι κούνησε το κεφάλι του επιδοκιμαστικά και θαύμασε τον ηρωικό αντρισμό σου. Έχεις ποτέ κρατήσει στα χέρια σου ένα νεογέννητο Γιαπωνεζάκι, Μικρέ Πατριώτη; Όχι; Στους αιώνες που θ’ αρθούν θα κρεμάς Γιαπωνέζους κατασκόπους, Αμερικανούς αεροπόρους, Ρωσίδες χωρικές, Γερμανούς αξιωματικούς, Άγγλους αναρχικούς και Έλληνες Κομμουνιστές. Θα τους τουφεκίζεις, θα τους δένεις στην ηλεκτρική καρέκλα ή θα τους πετάς στο θάλαμο αερίων. Τίποτα όμως απ’ όλα αυτά δεν πρόκειται να βελτιώσει τη σωματική ή την πνευματική δυσκοιλιότητά σου, την ανικανότητά σου για έρωτα, τους ρευματισμούς σου ή τις διανοητικές διαταραχές σου. Οι τουφεκισμοί και οι απαγχονισμοί δεν πρόκειται να σε ανασύρουν απ’ το βούρκο. Ρίξε μια ματιά στον εαυτό σου, Ανθρωπάκο. Είναι η μόνη σου ελπίδα.

Θυμάσαι τη μέρα, Γυναικούλα, που καθόσουν στο γραφείο μου, ξεχειλίζοντας από μίσος για τον άντρα σου που σε είχε παρατήσει; Για πολλά χρόνια τον έκανες ότι ήθελες, μαζί με τη μητέρα σου και τις θείες σου και τα μικρανήψια σου και τα ξαδέλφια σου, μέχρι που είχε αρχίσει να μαραζώνει, γιατί ήταν αναγκασμένος να φροντίζει εσένα και όλους τους συγγενείς σου. Τελικά, έσπασε τα δεσμά του, σε μια τελευταία προσπάθεια να διατηρήσει την αίσθηση της ζωής. Κι επειδή δεν ήταν αρκετά δυνατός ώστε να κερδίσει την εσωτερική ελευθερία από τα δεσμά σου, ήρθε σε μένα. Με προθυμία πλήρωσε τη διατροφή του, όπως όριζε ο απαίσιος νόμος, τρία τέταρτα του εισοδήματός του, σαν το κόστος της ελευθερίας από τη σκλαβιά. Πλήρωνε χωρίς παράπονο, γιατί ήταν μεγάλος καλλιτέχνης και η τέχνη, όπως και η πραγματική επιστήμη, δεν ανέχεται δεσμά. Μα εσύ το μόνο που ήθελες ήταν κάποιος να σε φροντίζει, να σε φροντίζει ο άντρας που μισούσες βαθιά, παρά το γεγονός ότι είχες δικό σου επάγγελμα. Ήξερες ότι θα τον βοηθούσα να απαλλαχτεί απ’ τις άδικες υποχρεώσεις του. Ο θυμός σε τύφλωσε. Με απείλησες με την αστυνομία γιατί, είπες εγώ ήθελα να του πάρω όλα τα λεφτά του, εκμεταλλευόμενος τη μεγάλη ανάγκη του για βοήθεια. Με άλλα λόγια, έριξες τις κακές προθέσεις σου στη δική μου πόρτα, φουκαριάρα Γυναικούλα. Ποτέ όμως δε σκέφτηκες να βελτιωθείς επαγγελματικά, πράγμα που σήμαινε πώς θα γινόσουν ανεξάρτητη, ανεξάρτητη απ’ τον άντρα που τόσα χρόνια μισούσες. Νομίζεις ότι έτσι θα χτιστεί ο καινούργιος κόσμος; Άκουσα πώς είχες γνωριμίες με Σοσιαλιστές, που «ήξεραν για μένα». Δε βλέπεις ότι είσαι ένα είδος ανθρώπου – κι ότι υπάρχουν εκατομμύρια άλλοι σαν και σένα – που οδηγεί τον κόσμο στην καταστροφή; Ξέρω, είσαι «αδύναμη» και «μόνη» κι «αβοήθητη», «δεμένη στην ποδιά της μητέρας σου», μισείς και συ η ίδια το μίσος σου, δεν μπορείς να υποφέρεις τον εαυτό σου, βρίσκεσαι σε απόγνωση. Γι’ αυτό καταστρέφεις τη ζωή του άντρα σου, Γυναικούλα. Και συνεχίζεις να κολυμπάς στο ρεύμα της ζωής, όπως γενικά είναι σήμερα. Ξέρω επίσης πώς έχεις τους Δικαστές και τους Εισαγγελείς με το μέρος σου, μα κι αυτοί δεν έχουν καμιά απάντηση στο πρόβλημά σου.

Σε βλέπω ακόμα και τώρα, Γυναικούλα, γραμματέα του Ομοσπονδιακού Δικαστικού Μεγάρου, όπως περνάς στα ατομικά μου έγγραφα, το παρελθόν μου, το παρόν μου, τις πεποιθήσεις μου σχετικά με την ιδιοκτησία, τη Ρωσία, τη δημοκρατία. Με ρωτάς για την κοινωνική μου θέση. Απαντάω πως είμαι επίτιμο μέλος τριών επιστημονικών και φιλολογικών Συλλόγων, μεταξύ αυτών και του Διεθνούς Συλλόγου Πλασμογενίας. Το τελευταίο αυτό φαίνεται εντυπωσιακό. Μετά από λίγο καιρό ο εξεταστής μου λέει: «Υπάρχει κάτι πολύ παράξενο εδώ. Γράφει ότι είσαι Επίτιμο Μέλος του Διεθνούς Συλλόγου Πολυγαμίας. Είναι σωστό;». Γελάσαμε κι οι δυο με το λαθάκι σου, Φαντασιόπληκτη Γυναικούλα. Καταλαβαίνεις τώρα γιατί οι άνθρωποι λένε αισχρά πράγματα σε βάρος μου; Γιατί φταίει η φαντασία σου και όχι ο τρόπος ζωής μου. Το μόνο πράγμα που θυμάσαι απ’ τον Ρουσσώ είναι ότι ήθελε να «επιστρέψει στη φύση», ότι παραμελούσε τα παιδιά του και τα έστειλε σ’ ένα ορφανοτροφείο, έτσι δεν είναι; Είσαι κακοήθεις, ως το βάθος της ψυχής σου. Οι σκέψεις σου περιφρονούν το ωραίο και αγκαλιάζουν το άσχημο.

«Ακούστε! Έντιμοι πολίτες! Τον είδα να κλείνει τα πατζούρια του στη μία τη νύχτα. Τι νομίζετε να κάνει; Την ημέρα τα πατζούρια του είναι πάντα ανοιχτά. Κάτι δεν πάει καλά εδώ!».

Δεν πρόκειται πια να σε βοηθήσουν τέτοιες μέθοδοι ενάντια στην αλήθεια. Τις ξέρω. Δεν ενδιαφέρεσαι για τα πατζούρια μου, ενδιαφέρεσαι να σταματήσεις την αλήθεια μου. Θέλεις πάντα να είσαι ένας σπιούνος, ένας δυσφημιστής, θέλεις να κλείσεις στη φυλακή το γείτονά σου, γιατί δεν σ’ αρέσει ο τρόπος ζωής του, γιατί είναι ευγενικός, ανεξάρτητος, γιατί δουλεύει και δεν τον ενδιαφέρει τι κάνεις. Είσαι πάντα περίεργος, Ανθρωπάκο, χώνεις τη μύτη σου παντού και δυσφημίζεις. Μήπως δε σε προστατεύει το γεγονός ότι η αστυνομία δεν αποκαλύπτει τα ονόματα των σπιούνων;

«Ακούστε, φορολογούμενοι! Υπάρχει εδώ ένας Καθηγητής της Φιλοσοφίας. Ένα μεγάλο πανεπιστήμιο στην πόλη μας θέλει να τον προσλάβει για να διδάσκει τους νέους. Διώχτε τον! Ζήτω οι φορολογούμενοι! Αυτοί να αποφασίζουν ποιος θα διδάσκει και ποιος όχι!».

Και η τίμια νοικοκυρά και φορολογούμενη, μαζεύει υπογραφές εναντίον του δασκάλου της αλήθειας, κι έτσι αυτός δεν προσλαμβάνεται. Εσύ λοιπόν, τίμια φορολογούμενη νοικοκυρά, τιμημένη μητέρα πατριωτών, αποδείχτηκες πιο ισχυρή και από 4000 χρόνια φιλοσοφίας και επιστήμης. Μα έχουμε αρχίσει να σε καταλαβαίνουμε και αργά ή γρήγορα θα σε νικήσουμε.

«Ακούστε όλοι όσοι ενδιαφέρεστε για τα χρηστά ήθη. Στη γωνία ζει μια μητέρα με την κόρη της. Η κόρη της δέχεται το φίλο της το βράδυ. Πηγαίνετε τη μητέρα στο δικαστήριο για διατήρηση πορνείου. Αστυνομία! Απαιτούμε προστασία των χρηστών ηθών μας!».

Κι η μητέρα αυτή καταδικάζεται, γιατί εσύ, Ανθρωπάκο, χώνεις τη μύτη σου στα κρεβάτια των άλλων. Έδειξες ξεκάθαρα ποιος είσαι. Ξέρουμε τα κίνητρά σου για «ηθική, νόμο και τάξη». Δεν προσπαθείς να τσιμπήσεις στον πισινό κάθε σερβιτόρα, ηθικέ Ανθρωπάκο; Ναι θέλουμε οι γιοι μας και οι κόρες μας να απολαμβάνουν ανοιχτά την ευτυχία του έρωτα και όχι να αγκαλιάζονται κρυφά στα σκοτεινά δρομάκια και στις πίσω σκάλες. Ναι τρέφουμε εκτίμηση για τους θαρραλέους και σοβαρούς πατέρες και μητέρες που νιώθουν και προστατεύουν τον έρωτα των εφήβων αγοριών και κοριτσιών τους. Οι πατέρες αυτοί και οι μητέρες είναι ο σπόρος της γενιάς του μέλλοντος, της γενιάς που θα έχει σώματα και αισθήσεις γεμάτα υγεία, χωρίς ίχνος της αισχρής φαντασίας σου, Ανίκανε Ανθρωπάκο του εικοστού αιώνα.

«Ακούστε τα νέα. Ένας νεαρός που τον επισκέφτηκε για θεραπεία αναγκάστηκε να φύγει τρέχοντας, με κατεβασμένα τα παντελόνια, γιατί εκείνος του επιτέθηκε με ομοφυλοφιλικές προθέσεις».

Δεν τρέχουν τα σάλια σου από λαγνεία, Ανθρωπάκο, καθώς διηγείσαι αυτή την «αληθινή ιστορία»; Ξέρεις ότι ξεφύτρωσε στο δικό σου βορβορώδες μυαλό, απλώνοντας ρίζες στη δυσκοιλιότητά σου και τη λαγνεία σου; Ποτέ μου δεν είχα ομοφυλοφιλικές επιθυμίες, όπως εσύ. Ποτέ μου δεν ένιωσα την επιθυμία να αποπλανήσω ανήλικες, όπως εσύ. Ποτέ μου δεν υπέφερα από δυσκοιλιότητα όπως εσύ. Ποτέ δεν έκλεψα αγάπη, όπως εσύ. Αγκάλιαζα τις γυναίκες μόνο όταν με ήθελαν και τις ήθελα. Δεν είμαι «επιδειξίας», όπως εσύ. Δεν έχω αισχρή φαντασία, όπως εσύ, Ανθρωπάκο.

«Ακούστε: Πλησίασε με αισχρές προθέσεις τη γραμματέα του ώστε την ανάγκασε να βγει τρέχοντας απ’ το σπίτι. Ζούσε μαζί της σ’ ένα σπίτι, είχε κλείσει τα πατζούρια και τα φώτα ήταν αναμμένα μέχρι τις τρεις το πρωί».

Ήταν ένας ηδονιστής που πνίγηκε από ένα γλυκό, είπες για τον Ντε Λα Μεττρί. Έκανε «μοργανατικό γάμο», είπες για τον πρίγκιπα Ρούντολφ, και η Ελεανώρα Ρούσβελτ δεν ήταν απόλυτα «νορμάλ», είπες. Και ο Πρόεδρος του Τάδε πανεπιστημίου έπιασε τη γυναίκα του έπ’ αυτοφώρω, και η δασκάλα του Τάδε ή του Δείνα επαρχιακού σχολείου σχολείου έχει εραστή. Δε τα είπες αυτά τα πράγματα, Ανθρωπάκο; Αθλιε κάτοικε τούτου του πλανήτη, που για χιλιάδες χρόνια ξεφτελίζεις τη ζωή μ’ αυτό τον τρόπο που είσαι ακόμα μέχρι τα’ αυτιά στο βούρκο!

«Πιάστε τον! Είναι Γερμανός κατάσκοπος, ή ακόμη, μπορεί και Ρώσος ή Ισλανδός. Τον είδα στις 3 το απόγευμα στην 86η οδό της Νέας Υόρκης και μάλιστα με μια γυναίκα!».

Ξέρεις, Ανθρωπάκο, πώς φαίνεται ένας κοριός κάτω απ’ το Βόρειο Σέλας; Όχι; Δεν πίστευα ότι θα τόξερες. Κάποια μέρα θα υπάρχουν πανίσχυροι νόμοι που θα απαγορεύουν την ύπαρξη ανθρώπινων κοριών, αυστηροί νόμοι για την προστασία της αλήθειας και του έρωτα. Όπως σήμερα κλείνεις τους ερωτευμένους νέους στο αναμορφωτήριο, έτσι κάποια μέρα θα κλείνεσαι κι εσύ σε κάποιο ίδρυμα, όταν λασπολογείς εναντίον τίμιων ανθρώπων. Θα υπάρχουν καινούργιοι δικαστές και δικηγόροι, που δε θα αποδίδουν τυπολατρική ψευτοδικαιοσύνη, μα πραγματική δικαιοσύνη και ευγένεια. Θα υπάρχουν αυστηροί νόμοι για την προστασία της ζωής, που θα πρέπει να τους υπακούς, ανεξάρτητα από το πόσο τους μισείς. Ξέρω ότι για τρεις, πέντε, δέκα αιώνες ακόμα θα συνεχίζεις να είσαι ο φορέας της συγκινησιακής πανούκλας, της συκοφαντίας, της μηχανορραφίας, της διπλωματίας και των ανακρίσεων. Τελικά όμως θα υποκύψεις στο δικό σου αίσθημα καθαρότητας, τόσο βαθιά θαμμένο μέσα σου ώστε να καταντά απροσπέλαστο.

Εγώ σου λέω ότι κανένας Κάϊζερ, Τσάρος, ή Πατέρας όλων των προλετάριων, δεν κατάφερε να σε κατακτήσει. Μόνο σε υποδούλωσαν, δεν κατόρθωσαν να σε απαλλάξουν απ’ τη μικρότητά σου. Αυτό που θα σε κατακτήσει στο τέλος θα είναι το ίδιο σου το αίσθημα καθαρότητας, η δίψα σου για τη ζωή. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία γι’ αυτό, Ανθρωπάκο. Απαλλαγμένος απ’ τη μικρότητά σου και τη μικροπρέπειά σου θ’ αρχίσεις να σκέπτεσαι. Είναι αλήθεια, η σκέψη σου στην αρχή θα είναι αξιοθρήνητη, λαθεμένη και άσκοπη. Μα κάποτε θα αρχίσεις να σκέπτεσαι σοβαρά. Θα πρέπει να μάθεις να υπομένεις τον πόνο που κουβαλάει η σκέψη για τον εαυτό σου. Χρόνια ολόκληρα, σιωπηλά, με σφιγμένα δόντια. Αυτός ο πόνος μας θα σε κάνει να σκεφτείς. Όταν μάθεις να σκέπτεσαι, δε θα πάψεις ν’ απορείς για τα τελευταία 4.000 χρόνια του «πολιτισμού». Δε θα μπορείς να καταλάβεις πώς γινόταν, οι εφημερίδες σου να γράφουν μόνο για παρελάσεις, σημαιοστολισμούς, τουφεκισμούς, απαγχονισμούς, διπλωματία, απάτες, επιστρατεύσεις, ανακωχές, αποστρατεύσεις και πάλι επιστρατεύσεις, συμφωνίες, στρατιωτικές ασκήσεις και βομβαρδισμούς κι εσύ να μην εξαγριώνεσαι. Πιθανόν να καταλάβαινες τον εαυτό σου αν δεν έκανες τίποτε άλλο από το να καταπιείς υπομονετικά σαν βόδι τούτα τα πράγματα. Αυτό όμως που δε θα αντέξεις για πολύ καιρό είναι το γεγονός ότι, μέσα στους αιώνες μιμήθηκες και παπαγάλισες τα πράγματα αυτά, που νόμισες ότι οι σωστές σκέψεις σου γι’ αυτά ήταν λαθεμένες, που νόμισες ότι οι λαθεμένες σκέψεις σου γι’ αυτά ήταν πατριωτικές. Θα ντρέπεσαι για την ιστορία σου κι αυτή είναι η μόνη μας ελπίδα ότι τα εγγόνια των εγγονιών μας θα γλιτώσουν το διάβασμα της στρατιωτικής σου ιστορίας. Δε θα σου είναι πια δυνατό να κάνεις μια επανάσταση για να επιστρέψεις στο καθεστώς κάποιου Πέτρου του «μεγάλου».

Μια ματιά στο μέλλον. Δεν μπορώ να σου πω τι θα φέρει το μέλλον σου. Δεν μπορώ να ξέρω αν θα φτάσεις στο φεγγάρι ή στον Άρη με την κοσμική οργόνη που ανακάλυψα. Ούτε μπορώ να ξέρω πώς θα κινούνται και θα προσγειώνονται τα διαστημόπλοιά σου ή αν θα φωτίζεις τα σπίτια σου τη νύχτα χρησιμοποιώντας το ηλιακό φως ή αν θα μπορείς να μιλάς με κάποιον στην Αυστραλία ή στη Βαγδάτη μέσα από ένα κουτί στο δωμάτιό σου. Μπορώ όμως να σου πω τι δε θα κάνεις πια σε 500 ή 1.000 ή 5.000 χρόνια.

«Ακούστε τον τον οραματιστή! Μπορεί να μου πει τι δε θα κάνω: Δικτάτορας είναι;».

Δεν είμαι δικτάτορας, Ανθρωπάκο, αν και με τη μικρότητά σου θα ήταν εύκολο να γίνω. Οι δικτάτορές σου μπορούν μόνο να σου πουν τι δεν επιτρέπεται να κάνεις στο παρόν χωρίς να σταλείς στο θάλαμο αερίων. Όμως δεν μπορούν να σου πουν τι πρόκειται να κάνεις στο μακρινό μέλλον, όπως δεν μπορούν να κάνουν ένα δέντρο να μεγαλώσει γρηγορότερα.

«Κι από πού αντλείς τη σοφία σου, διανοούμενε υπηρέτη του επαναστατικού προλεταριάτου;».

Απ’ τα τρίσβαθά σου, αιώνιε προλετάριε της ανθρώπινης λογικής.

«Τα’ ακούσατε αυτό. Αντλεί τη σοφία του απ’ τα τρίσβαθά μου! Δεν έχω τίποτα τρίσβαθα. Και τι είδους ατομικιστική λέξη είν’ αυτή, «τρίσβαθα»!

Ναι, Ανθρωπάκο, έχεις βάθος μέσα σου μόνο που δεν το ξέρεις. Φοβάσαι θανάσιμα το βάθος της ψυχής σου, γι’ αυτό δεν το αισθάνεσαι και δεν το βλέπεις. Γι’ αυτό σε πιάνει ίλιγγος όταν κοιτάζεις κάτω και τρικλίζεις σα να είσαι στο χείλος της αβύσσου. Φοβάσαι πώς θα πέσεις και πώς θα χάσεις την «ατομικότητά» σου αν αφήσεις τον εαυτό σου ελεύθερο. Με την καλύτερη διάθεση να γνωρίσεις τον εαυτό σου φθάνεις πάντα στα ίδια συμπεράσματα: μικρός, απάνθρωπος ζηλιάρης λαίμαργος, ύπουλος. Αν δεν ήσουν βαθύς στα τρίσβαθά σου, Ανθρωπάκο, δε θα έγραφα αυτά τα λόγια σε σένα. Ξέρω το βάθος μέσα σου γιατί τα’ ανακάλυψα όταν ερχόσουν σε μένα, σαν ασθενής, με τις στεναχώριες σου. Το βάθος τούτο μέσα σου αποτελεί το μεγάλο μέλλον σου. Γι’ αυτό και μπορώ να σου πω με βεβαιότητα τι δεν πρόκειται πια να κάνεις στο μέλλον, όταν δε θα μπορείς να καταλάβεις πώς ήταν δυνατό στα 4.000 χρόνια αυτά «απολιτισμού» να έχεις κάνει όλα τα πράγματα που έκανες. Θέλεις να μ’ ακούσεις τώρα;

«Εντάξει λοιπόν. Γιατί να μην ακούσω και λίγα ουτοπικά λόγια; Δε γίνεται τίποτα, αγαπητέ μου γιατρέ. Είμαι και θα παραμείνω ο φουκαράς, κοινός Ανθρωπάκος, που δεν έχει δική του γνώμη. Στο κάτω – κάτω ποιος είμαι εγώ που θα…»

Άσου. Κρύβεσαι πίσω απ’ το μύθο του Ανθρωπάκου γιατί φοβάσαι μήπως παρασυρθείς απ’ το ρεύμα της ζωής κι αναγκαστείς να κολυμπήσεις, αν όχι γι’ άλλο λόγο, τουλάχιστον για χατίρι των παιδιών σου και των παιδιών τους.

Το πρώτο πράγμα που δεν πρόκειται να κάνεις πια είναι να αισθάνεσαι τον εαυτό σου σαν Ανθρωπάκο, που δεν έχει δική του γνώμη και που λέει: «Στο κάτω – κάτω ποιος είμαι εγώ που θα…». Έχεις γνώμη και στο μέλλον θα το θεωρείς ντροπή να μην την ξέρεις, να μην την εκφράζεις και να μην την υποστηρίζεις.

«Τι θα πει όμως η κοινή γνώμη για τη γνώμη μου. Θα με λιώσουν σα σκουλήκι αν εκφράσω τη γνώμη μου!».

Αυτό που ονομάζεις «κοινή γνώμη», Ανθρωπάκο, είναι το σύνολο όλων των γνωμών, όλων των μικρών αντρών και γυναικών. Κάθε μικρός άντρας και κάθε μικρή γυναίκα έχει μια σωστή γνώμη και μια λαθεμένη γνώμη. Τις λαθεμένες γνώμες τις έχουν γιατί φοβούνται τις λαθεμένες γνώμες των άλλων μικρών αντρών και γυναικών. Γι’ αυτό και οι σωστές γνώμες δε διατυπώνονται. Παραδείγματος χάριν δε θα νομίζεις πια ότι «δεν αξίζεις τίποτε». Θα γνωρίζεις και θα υποστηρίζεις το γεγονός ότι είσαι ο φορέας και η βάση της ανθρώπινης κοινωνίας.

«Τι πρέπει να κάνω για να γίνω φορέας της ανθρώπινης κοινωνίας;»

Δεν χρειάζεται να κάνεις τίποτα καινούργιο ή ξεχωριστό. Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να συνεχίσεις αυτό που κάνεις τώρα. Να οργώνεις τα χωράφια σου, να καρφώνεις με το σφυρί σου, να εξετάζεις τους ασθενείς σου, να πηγαίνεις τα παιδιά σου στο σχολείο ή στο πάρκο, να γράφεις άρθρα για τα γεγονότα της ημέρα, να διεισδύεις ακόμα βαθύτερα στα μυστικά της φύσης. Όλα αυτά τα κάνεις ήδη. Μα νομίζεις ότι είναι ασήμαντα και σημαντικά είναι μόνον ότι κάνει ο Στρατάρχης Παρασημοφορίδης ή ο Πρίγκιπας Καμαρωτός, ο Ιππότης με την αστραφτερή πανοπλία.

«Μα γιατρέ είσαι ένας οραματιστής! Δε βλέπεις ότι ο Στρατάρχης Παρασημοφορίδης ή ο Πρίγκιπας Καμαρωτός έχουν στρατό και όπλα και μπορούν να κάνουν πόλεμο, να με σύρουν στη μάχη, να καταστρέψουν το χωράφι μου, να βομβαρδίσουν το εργαστήριο και τη βιβλιοθήκη μου;»

Σε τραβάνε στον πόλεμο και καταστρέφουν το χωράφι σου και το εργοστάσιό σου, γιατί όταν τα κάνουν αυτά εσύ βροντοφωνάζεις, Ζήτω. Ο Πρίγκιπας Καμαρωτός, ο Ιππότης με την αστραφτερή πανοπλία, δε θα είχε στρατιώτες και όπλα αν εσύ γνώριζες, και υπεράσπιζες τη γνώση σου αυτή, πώς το χωράφι πρέπει να παράγει σιτάρι και το εργοστάσιο έπιπλα ή παπούτσια και όχι όπλα, πώς τα χωράφια και τα εργοστάσια δεν έγιναν για να καταστρέφονται. Αυτά δεν τα ξέρει ο Στρατάρχης Παρασημοφορίδης ή ο Πρίγκιπας Καμαρωτός, γιατί ποτέ κανένας τους δε δούλεψε σε χωράφι, σε εργοστάσιο ή σε εργαστήριο. Νομίζουν ότι δουλεύεις μόνο για την τιμή της πατρίδας των Γερμανών ή των προλετάριων και όχι για να ταΐσεις και να ντύσεις τα παιδιά σου.

«Τι πρέπει να κάνω λοιπόν; Μισώ τον πόλεμο, η γυναίκα μου κλαίει θλιβερά όταν με σέρνουν στη μάχη, τα παιδιά μου πεινούν όταν οι στρατιές των προλετάριων κατέχουν τη γη μου. Κατά εκατομμύρια σωριάζονται τα πτώματα. Το μόνο που θέλω είναι να καλλιεργώ τα χωράφια μου και μετά τη δουλειά να παίζω με τα παιδιά μου, ν’ αγαπώ τη γυναίκα μου και τις Κυριακές ν’ ακούω μουσική, να χορεύω και να τραγουδώ. Τι πρέπει να κάνω;»

Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να συνεχίσεις ότι πάντα έκανες κι ότι πάντα ήθελες να κάνεις. Να κάνεις τη δουλειά σου, να αφήσεις τα παιδιά σου να μεγαλώσουν ευτυχισμένα, ν’ αγαπάς τη γυναίκα σου. Αν τα έκανες αυτά, ξεκάθαρα κι αποφασιστικά, δε θα υπήρχε πόλεμος που αφήνει τη γυναίκα σου στο έλεος των σεξουαλικά πεινασμένων στρατιωτών της πατρίδας όλων των προλετάριων, που εγκαταλείπει τα ορφανεμένα παιδιά σου πεινασμένα στο δρόμο, που σε κάνει να κοιτάζεις μ’ απλανές βλέμμα τον ουρανό σε κάποιο μακρινό «δοξασμένο πεδίο μάχης».

«Τι πρέπει όμως να κάνω όταν, ενώ εγώ θέλω να ζω για τη δουλειά μου, για τη γυναίκα μου και για τα παιδιά μου, έρθουν οι Ούννοι ή οι Γερμανοί, ή οι Γιαπωνέζοι ή οι Ρώσοι, ή οποιοιδήποτε άλλοι και μου κηρύξουν τον πόλεμο; Δεν πρέπει τότε να υπερασπιστώ το σπίτι μου;»

Έχεις δίκιο, Ανθρωπάκο. Όταν οι Ούννοι του τάδε ή του δείνα κράτους σου επιτεθούν, πρέπει ν’ αρπάξεις το τουφέκι σου. Αυτό όμως που δε βλέπεις είναι ότι οι «Ούννοι» όλων των κρατών, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μυριάδες άλλα ανθρωπάκια που φώναζαν, Ζήτω!, όταν ο Πρίγκιπας Καμαρωτός που δε δουλεύει, τους κάλεσε στα όπλα, ότι κι αυτοί, σαν κι εσένα, πιστεύουν πώς δεν έχουν καμία αξία και λένε, «Ποιος είμαι εγώ που θα έχω δική μου γνώμη;»

Όταν καταλάβεις ότι είσαι κάτι, ότι έχεις μια σωστή γνώμη και ότι το εργοστάσιό σου και το χωράφι σου πρέπει να υπηρετούν τη ζωή και όχι το θάνατο, τότε θα είσαι σε θέση να δώσεις μόνος σου απάντηση στο ερώτημά σου. Δε θα χρειάζεσαι πια διπλωμάτες για το σκοπό αυτό. Αντί να φωνάζεις, Ζήτω! Και να «στολίζεις το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη», αντί ν’ αφήνεις τον πρίγκιπα Καμαρωτό ή το Στρατάρχη όλων των προλετάριων να ποδοπατούν την εθνική σου συνείδηση, πρέπει να τους αντιμετωπίσεις με την αυτοπεποίθησή σου και την εργατική συνείδηση. (Ξέρω καλά τον «Άγνωστο Στρατιώτη» σου, Ανθρωπάκο. Τον γνώρισα όταν πολεμούσα στα βουνά της Ιταλίας. Ήταν ο ίδιος Ανθρωπάκος με σένα, που πίστευε ότι δεν είχε δική του γνώμη και που έλεγε: «Στο κάτω – κάτω ποιος είμαι εγώ…»). Θα μπορούσες να γνωρίσεις τον αδελφό σου, τον Ανθρωπάκο της Ιαπωνίας, της Κίνας, της οποιασδήποτε χώρας των Ούννων, θα του έλεγες τη σωστή γνώμη σου για τη δουλειά που κάνεις, σαν εργάτης, σαν γιατρός, σαν γεωργός, σαν πατέρας ή σύζυγος και θα μπορούσες να τον πείσεις τελικά πώς το μόνο που έχει να κάνει για να εμποδίζεται ο πόλεμος, είναι να μένει προσκολλημένος στην αγάπη και στη δουλειά του.

«Πολύ ωραία. Τώρα όμως έχουν τις ατομικές βόμβες που μόνο μια απ’ αυτές είναι αρκετή να σκοτώσει εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων».

Ακόμα δε σκέφτεσαι ορθά, Ανθρωπάκο. Πιστεύεις ότι ο Πρίγκιπας Καμαρωτός, ο Ιππότης με την αστραφτερή πανοπλία, φτιάχνει μόνος του τις βόμβες του; Όχι, είναι τα ανθρωπάκια που φωνάζουν, Ζήτω!, αντί να πάψουν να φτιάχνουν βόμβες. Όπως βλέπεις καταλήγουμε πάντα στον ίδιο παρανομαστή, σε σένα Ανθρωπάκο, σε σένα και τη σκέψη σου, σωστή ή λαθεμένη. Αν δεν ήσουν τόσο μικροσκοπικά μικρός, μεγάλε επιστήμονα του εικοστού αιώνα, θα είχες αναπτύξει παγκόσμια συνείδηση και όχι εθνική και θα έβρισκες τρόπους να εμποδίσεις την κατασκευή της ατομικής βόμβας ή, αν αυτό ήταν αδύνατο, θα είχες εξασκήσει την επιρροή σου, με ξεκάθαρα λόγια, ώστε να μην χρησιμοποιηθεί. Είσαι μπλεγμένος στο λαβύρινθο της δικής σου της εφεύρεσης και δεν μπορείς να βρεις την έξοδο γιατί κοιτάζεις και σκέπτεσαι λαθεμένα. Είχες υποσχεθεί σ’ όλα τα ανθρωπάκια ότι η ατομική σου ενέργεια θα θεράπευε τον καρκίνο τους και τους ρευματισμούς τους, ενώ ήξερες πολύ καλά ότι ποτέ δε θα ήταν δυνατό κάτι τέτοιο και ότι έφτιαξες ένα δολοφονικό όπλο και τίποτε άλλο. Έτσι, κατέληξες στο ίδιο αδιέξοδο που κατέληξε και η φυσική σου. Το ξέρεις αν και δεν το παραδέχεσαι είσαι ξοφλημένος για πάντα. Γνωρίζεις καλά, Ανθρωπάκο, ότι έθεσα στη διάθεσή σου τις θεραπευτικές ικανότητες της κοσμικής μου ενέργειας. Εσύ όμως αποσιωπάς το γεγονός αυτό και συνεχίζεις να πεθαίνεις από καρκίνο ή καρδιά, ενώ πεθαίνοντας βροντοφωνάζεις, «Ζήτω, ζήτω η τεχνική και ο πολιτισμός!». Θα σου πω όμως κάτι, Ανθρωπάκο: έσκαψες τον ίδιο σου τον τάφο με ολάνοιχτα μάτια. Πιστεύεις πώς ήρθε μια νέα εποχή, η εποχή της «ατομικής ενέργειας». Ήρθε η εποχή αυτή, μα όχι με τον τρόπο που νομίζεις. Δεν ήρθε στο δικό σου πολυτάραχο κόσμο, μα στο ήσυχο, φιλόπονο, εργαστήριό μου σε μια μακρινή γωνιά της Αμερικής.

Εξαρτάται αποκλειστικά από σένα, Ανθρωπάκο, αν θα σε πάρουν ή όχι στον πόλεμο. Ας ήξερες μόνο ότι δουλεύεις για τη ζωή και όχι για το θάνατο. Ας ήξερες μόνο ότι όλα τα ανθρωπάκια στη γη είναι ακριβώς σαν εσένα, και στα καλά και στα άσχημα χαρακτηριστικά τους.

Αργά ή γρήγορα – όλα εξαρτώνται από σένα – δε θα φωνάζεις πια Ζήτω, δε θα καλλιεργείς το χωράφι σου για να καταστρέφεται η σοδειά, ούτε θα δουλεύεις στο εργαστήριο, για να γίνεται το τελευταίο αυτό στόχος των πυροβόλων. Αργά ή γρήγορα, δε θα είσαι πια πρόθυμος να δουλεύεις για το θάνατο, μα μόνο για τη ζωή.

«Να κατεβούμε λοιπόν σε γενική απεργία;»

Δεν ξέρω αν πρέπει να κάνεις αυτό ή κάτι άλλο. Η γενική απεργία είναι κακός τρόπος, γιατί έτσι εκθέτεις τον εαυτό σου στη δικαιολογημένη μομφή ότι αφήνεις τη γυναίκα σου και τα παιδιά σου να πεινάσουν. Απεργώντας δεν αποδείχνεις τη μεγάλη σου ευθύνη για την ευτυχία και τη δυστυχία της κοινωνίας. Απεργώντας δε δουλεύεις. Μα κάποια μέρα θα δουλεύεις για τη ζωή σου, δε θ’ απεργείς. Πες το απεργία εργασίας, αν επιμένεις να χρησιμοποιήσεις τη λέξη «απεργία». Θα απεργείς δουλεύοντας, δουλεύοντας για τον εαυτό σου, για τα παιδιά σου, για τη γυναίκα σου ή το κορίτσι σου, για την κοινωνία σου, για τα προϊόντα σου ή το χωράφι σου. Πες τους ότι δεν έχεις καιρό για τους πολέμους τους, ότι έχεις πιο σημαντικά πράγματα να κάνεις. Φράξε ένα χωράφι έξω από κάθε πόλη της γης και άφησε μέσα τους διπλωμάτες και τους στρατάρχες να σκοτώνουν προσωπικά ο ένας τον άλλο. Αυτό, Ανθρωπάκο θα έκανες αν δεν φώναζες πια, Ζήτω, κι αν έπαυες πια να πιστεύεις ότι είσαι ένα τίποτα κι ότι δεν έχεις δικιά σου γνώμη.

Τα πάντα είναι στο χέρι σου, η ζωή σου και η ζωή των παιδιών σου, το σφυρί σου και το στηθοσκόπιό σου. Ξέρω, κουνάς το κεφάλι σου, νομίζεις ότι είμαι Ουτοπιστής ή ακόμα «Κόκκινος». Ρωτάς πότε θα γίνει η ζωή σου όμορφη και ασφαλής, Ανθρωπάκο. Η απάντηση είναι άγνωστη για τον τρόπο σκέψης σου:

Η ζωή σου θα γίνει ωραία και ασφαλής όταν η ζωντάνια σημαίνει για σένα περισσότερα απ’ τη σιγουριά, η αγάπη περισσότερα απ’ το χρήμα, η ελευθερία σου περισσότερα απ’ τη γραμμή του κόμματος ή την κοινή γνώμη, όταν η ψυχική διάθεση του Μπετόβεν ή του Μπαχ γίνει η ψυχική διάθεση του εαυτού σου (την έχεις μέσα σου αυτή τη διάθεση, Ανθρωπάκο, θαμμένη βαθιά σε μια γωνιά της ψυχής σου), όταν οι σκέψεις σου είναι σε αρμονία, και όχι σε διάσταση, με τα αισθήματά σου, όταν θα είσαι σε θέση να καταλαβαίνεις νωρίς τα προτερήματά σου και να αναγνωρίζεις έγκαιρα τα γηρατειά σου, όταν θα κάνεις πρότυπο της ζωής σου τις σκέψεις των μεγάλων ανθρώπων και όχι τα εγκλήματα των μεγάλων πολεμιστών, όταν οι δάσκαλοι των παιδιών σου πληρώνονται καλύτερα απ’ τους πολιτικούς, όταν θα έχεις μεγαλύτερη εκτίμηση για τον έρωτα μεταξύ άντρα και γυναίκα παρά για την άδεια γάμου, όταν θ’ αναγνωρίζεις τα σφάλματά σου έγκαιρα, κι όχι πολύ αργά όπως σήμερα, όταν θ’ ανυψώνεσαι πνευματικά ακούγοντας την αλήθεια και θα νιώθεις τρόμο για τις τυπικότητες, όταν θα έρχεσαι σε απ’ ευθείας επαφή με τους συναδέλφους σου σε ξένες χώρες και όχι με τη βοήθεια διπλωματών, όταν η ερωτική ευτυχία της έφηβης κόρης σου θα σε γεμίζει με ευχαρίστηση κι όχι με λύσσα, όταν θα κουνάς μόνο το κεφάλι σου σε περιπτώσεις που άλλοτε τιμωρούσαν τα μικρά παιδιά επειδή άγγιζαν τα γεννητικά τους όργανα, όταν τα πρόσωπα των ανθρώπων στο δρόμο εκφράζουν ελευθερία, ζωντάνια κι ευχαρίστηση, κι όχι πια λύπη και αθλιότητα, όταν οι άνθρωποι δε θα περπατούν πια με συσπασμένη κι άκαμπτη μέση και νεκρωμένα σεξουαλικά όργανα.

Θέλεις και ζητάς οδηγίες και συμβουλές, Ανθρωπάκο. Χιλιάδες χρόνια τώρα σου δίνουν οδηγίες και συμβουλές, καλές και κακές. Δε φταίνε οι κακές συμβουλές που είσαι ακόμα στην αθλιότητα, μα η μικρότητά σου. Θα μπορούσα να σου δώσω καλές συμβουλές, μα τέτοιος που είσαι και με τον τρόπο που σκέφτεσαι, δεν είσαι σε θέση να τις βάλεις σε εφαρμογή για το καλό όλων.

Ας υποθέσουμε ότι σε συμβούλευα να σταματήσεις κάθε είδους διπλωματία και να την αντικαταστήσεις με επαγγελματική και προσωπική αδελφότητα όλων των τσαγκάρηδων, σιδεράδων, ξυλουργών, μηχανικών, τεχνικών, γιατρών, δασκάλων, συγγραφέων, διευθυντών, ανθρακωρύχων και γεωργών της Αγγλίας, Γερμανίας, Ρωσίας, ΗΠΑ, Αργεντινής, Βραζιλίας, Παλαιστίνης, Αραβίας, Τουρκίας, Σκανδιναβίας, Θιβέτ, Ινδονησίας κ.ο.κ., να αφήσεις όλους τους τσαγκάρηδες του κόσμου ν’ αποφασίσουν ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για να δώσουν παπούτσια σ’ όλα τα παιδιά της Κίνας, ν’ αφήσεις τους ανθρακωρύχους να βρουν μόνοι τους πώς μπορούν να αποφύγουν όλοι οι άνθρωποι το ξεπάγιασμα, ν’ αφήσεις τους δασκάλους όλων των χωρών και εθνών να ανακαλύψουν πώς μπορούν να προφυλαχτούν τα νεογέννητα παιδιά από μελλοντική ανικανότητα και διανοητικές διαταραχές κ.τ.λ. Τι θα έκανες, Ανθρωπάκο, αν ερχόσουν αντιμέτωπος με τούτα τα αυτονόητα, αν ερχόσουν αντιμέτωπος με τούτα τα αυτονόητα πράγματα της ανθρώπινης ζωής;

Χωρίς αμφιβολία θα μου έλεγες, ο ίδιος, ή με τη βοήθεια κάποιου εκπροσώπου του κόμματός σου, της εκκλησίας σου, της κυβέρνησής σου ή του συνδικάτου σου (εκτός κι αν με φυλάκιζες αμέσως σαν «κόκκινο»):

«Ποιος είμαι εγώ που θα αντικαταστήσω τη διεθνή διπλωματία με διεθνείς επαφές για εργασία και κοινωνικά επιτεύγματα;».

Ή: «Θέλεις λοιπόν να έχουμε πάρε δώσε με τους Φασίστες τους Γερμανούς ή τους Γιαπωνέζους ή με τους Ρώσους τους Κομμουνιστές ή με τους Αμερικάνους τους Καπιταλίστες;».

Ή: «Μ’ ενδιαφέρει, πρώτα απ’ όλα, η πατρίδα μου η Ρωσία, η Γερμανία, η Ιταλία, η Αγγλία, το Ισραήλ ή η Αραβία».

Ή: «Έχω πολλά να κάνω οργανώνοντας τη ζωή μου και βγάζοντάς τα πέρα με το συνδικάτο των ραφτών. Ας φροντίσει κάποιος άλλος τους ραφτάδες των άλλων χωρών».

Ή: «Μην τον ακούτε αυτόν τον Καπιταλίστα, Μπολσεβίκο, Φασίστα, Τροτσκιστή, Διεθνιστή, Σεξουαλιστή, Εβραίο, Αλλοδαπό, Διανοούμενο, Ονειροπόλο, Ουτοπιστή, Δημαγωγό, Παλαβό, Ατομιστή, και Αναρχικό. Δεν έχετε λοιπόν, Αμερικάνικη, Γερμανική, Ρωσική, Αγγλική, Εβραϊκή συνείδηση;

Να είσαι απόλυτα σίγουρος πώς θα χρησιμοποιούσες κάποιο απ’ αυτά τα σλόγκαν, ή και άλλα, ν’ αποφύγεις την ευθύνη σου για ανθρώπινη επαφή και επικοινωνία.

«Δεν αξίζω λοιπόν τίποτα απολύτως; Δε βρίσκεις ούτε ένα καλό χαρακτηριστικό πάνω μου! Στο κάτω – κάτω δουλεύω σκληρά, φροντίζω τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου, κάνω συμμαζεμένη ζωή και υπηρετώ την πατρίδα μου. Δεν μπορεί λοιπόν να είμαι τόσο κακός!»

Ξέρω ότι είσαι πλάσμα σοβαρό, αξιόπιστο και εργατικό, σαν το μυρμήγκι ή τη μέλισσα. Το μόνο που ήθελα να κάνω ήταν να ξεσκεπάσω τον Ανθρωπάκο μέσα σου, που σου καταστρέφει τη ζωή για χιλιάδες χρόνια. Είσαι σπουδαίος, Ανθρωπάκο, όταν δεν είσαι μικρός και μικροπρεπής. Η σπουδαιότητά σου, Ανθρωπάκο, είναι η μόνη ελπίδα που απέμεινε. Είσαι μεγάλος όταν κάνεις τη δουλειά σου με αγάπη, όταν ευτυχείς ασχολούμενος με τη χαρακτική, το κτίσιμο, τη ζωγραφική, τη διακόσμηση, τη σπορά, όταν αντλείς ευχαρίστηση απ’ το γαλάζιο ουρανό, απ’ το ελάφι, απ’ τη δροσιά, απ’ τη μουσική και το χορό, απ’ το μεγάλωμα των παιδιών σου ή του άντρα σου, όταν πας στο πλανητάριο για να γνωρίσεις τον ουρανό, ή στη βιβλιοθήκη για να διαβάσεις τι σκέπτονται για τη ζωή οι άλλοι άνθρωποι. Είσαι μεγάλος όταν, σαν παππούς, κρατάς το εγγόνι σου στα γόνατά σου και του μιλάς για χρόνους περασμένους, όταν κοιτάζεις το αβέβαιο μέλλον με τη σιγουριά και την περιέργεια του παιδιού. Είσαι μεγάλη, σαν μητέρα, όταν νανουρίζεις το νεογέννητο μωρό σου, όταν, με δάκρυα στα μάτια, ελπίζεις με όλη σου τη καρδιά στη μελλοντική του ευτυχία, όταν κάθε ώρα και στιγμή δημιουργείς μέσα του το μέλλον του.

Είσαι μεγάλος, Ανθρωπάκο, όταν τραγουδάς παλιά φολκλορικά τραγούδια, ή όταν χορεύεις στον ήχο του ακορντεόν, γιατί τα φολκλορικά τραγούδια είναι γλυκά κι απαλά, κι είναι τα ίδια σ’ όλο τον κόσμο. Είσαι μεγάλος όταν λες στο φίλο σου: «Ευχαριστώ την καλή μου μοίρα γιατί πέρασα τη ζωή μου απαλλαγμένος από ρυπαρότητα και λαιμαργία, γιατί είδα το μεγάλωμα των παιδιών μου, το πρώτο τους ψέλλισμα, περπάτημα, παιχνίδι, ερώτημα, γέλιο και ερωτικό σκίρτημα. Γιατί διατήρησα ακέραιη την ευαισθησία μου για την άνοιξη και το ελαφρό αεράκι της, για το μουρμούρισμα του ρυακιού πλάι στο σπίτι, για το τραγούδι των πουλιών στο δάσος, γιατί δε συμμετείχα στα κουτσομπολιά του κακοήθη γείτονα, γιατί ήμουν ευτυχισμένος στην αγκαλιά του συντρόφου μου και γιατί ένιωσα το ρεύμα της ζωής μέσα μου, γιατί, στους δύσκολους καιρούς, δεν έχασα τον προσανατολισμό μου και γιατί η ζωή μου είχε νόημα. Κι αυτό, επειδή πάντα άκουγα τη φωνή μέσα μου που έλεγε: «Μόνο ένα πράγμα έχει σημασία: να περάσεις τη ζωή σου με υγεία και ευτυχία. Ακολούθησε τη φωνή της καρδιάς σου, ακόμα κι αν σε οδηγεί έξω απ’ το μονοπάτι των άτολμων ψυχών. Να μη γίνεσαι σκληρός και να μην πικραίνεσαι, όταν η ζωή καμιά φορά σε βασανίζει». Και στη σιγαλιά του δειλινού, μετά τη δουλειά της ημέρας, όταν κάθομαι στο λιβάδι μπροστά στο σπίτι, με το παιδί μου και τη γυναίκα μου ακούγοντας την ανάσα της φύσης, φτάνει στ’ αυτιά μου μια μελωδία, η μελωδία του μέλλοντος. «Εκατομμύρια άνθρωποι εσείς, σας αγκαλιάζω, μ’ ένα φιλί για όλο τον κόσμο». Τότε νιώθω τη φλογερή επιθυμία να μάθει κάποτε αυτή η ζωή να διεκδικεί τα δικαιώματά της και να αλλάξει τη νοοτροπία των σκληρών και δειλών ψυχών που κάνουν τα κανόνια να βροντούν. Το κάνουν αυτό μόνο και μόνο επειδή η ζωή τους ξέφυγε μέσα απ’ τα χέρια. Και αγκαλιάζω το γυιό μου που με ρωτάει: «Πατέρα ο ήλιος έφυγε. Που πήγε; Θα ξαναγυρίσει γρήγορα;». Και του απαντώ: «Ναι γυιέ μου θα ξανάρθει γρήγορα για να μας ζεστάνει».

Έφτασα στο τέλος της κουβέντας μου με σένα, Ανθρωπάκο. Υπήρχαν πολλά ακόμα να σου πω. Μα αν διάβασες τούτα τα λόγια προσεκτικά και τίμια, θ’ αναγνωρίσεις τον εαυτό σου σαν Ανθρωπάκο και σ’ άλλες περιπτώσεις που δε σου ανέφερα. Γιατί πάντα η ίδια χαρακτηριστική ιδιότητα υπάρχει στις μικρές πράξεις και σκέψεις σου.

Ότι κι αν μου έκανες ή θα μου κάνεις στο μέλλον, είτε, με δοξάσεις σαν μεγαλοφυΐα είτε, με βάλεις σε ίδρυμα φρενοβλαβών, είτε, με λατρέψεις σαν σωτήρα σου είτε, με βασανίσεις, είτε, με κρεμάσεις σαν κατάσκοπο, αργά ή γρήγορα η αρρώστια σου θα σε αναγκάσει να παραδεχτείς ότι ανακάλυψα τους νόμους της ζωής κι ότι σου έδωσα τα εργαλεία για να κυβερνήσεις με συνειδητό σκοπό τη ζωή σου, όπως ακριβώς μέχρι τώρα κυβερνούσες μόνο τις μηχανές. Ήμουν πιστός μηχανοτεχνίτης του οργανισμού σου. Τα εγγόνια σου θα πατήσουν στα δικά μου τα αχνάρια και θα γίνουν καλοί μηχανοτεχνίτες της ανθρώπινης φύσης. Σου αποκάλυψα το απέραντο πεδίο της ζωής μέσα σου, την κοσμική σου φύση. Αυτό είναι η μεγάλη μου ανταμοιβή.

Οι δικτάτορες και οι τύραννοι, οι κατεργάρηδες και οι φαρμακόγλωσσες, τα σκουλήκια και οι λύκοι θα πάθουν ότι πρόβλεψε κάποτε ένας γέρος σοφός:

Σπόρο άγιων λόγων φύτεψα
Σ’ ετούτο δω τον κόσμο.
Από καιρό όταν θ’ άχουνε οι φοινικιές πεθάνει
κι οι πέτρες εξαφανιστεί,
από καιρό όταν θ’άχουνε οι τσίσλαμπροι μονάρχες
σαν ξερά φύλλα σαρωθεί μπρος στην ορμή του ανέμου,
μέσα σε χίλιες κιβωτούς ο λόγος μου θα πλέει
πάνω απ’ τους κατακλυσμούς.
Στο τέλος θα νικήσει!


ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

=====================
 "O σιωπών δοκεί συναινείν"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.