Στο ρόλο του Αγαμέμνονα ο Ηλίας Μαλανδρής και την Κλυταιμνήστρας η Γεωργία Μπούχλα. (1993).
Σκηνοθεσία: Θοδωρής Πολυχρονιάδης
(Ακόμη μια φορά, απ’ την κορφή της μαρμάρινης σκάλας, που ’ναι στρωμένη ολόκληρη με πορφυρούς τάπητες, ο πολέμαρχος χαιρετάει τ’ αλαλάζοντα πλήθη, με μια κίνηση σχεδόν αδημονίας.
Μες στην κρυστάλλινη χειμωνιάτικη λιακάδα ακούγονται τα τύμπανα στην πιο κάτω πλατεία, οι κρότοι απ’ τις οπλές των αλόγων, το πλατάγισμα των σημαιών και οι φωνές των δούλων που ξεφορτώνουν τα λάφυρα απ’ τ’ αμάξια.
Μόνο οι φρουροί μένουν ασάλευτοι στα προπύλαια σα ν’ ανήκουν σ’ έναν άλλο κόσμο.
Ένα άρωμα στυφό κυματίζει στον αέρα απ’ τις πολλές πατημένες δάφνες.
Ανάμεσα στις επευφημίες και στην γενική οχλαλοή, ξεχωρίζουν κάθε τόσο οι μεγάλες μαντικές φωνές μιας παραλοϊσμένης γυναίκας που κείτεται σωριασμένη στη βάση της σκάλας — φωνές ανεξήγητες, σε ξένη γλώσσα.
Ο πολέμαρχος κι η γυναίκα του αποσύρθηκαν.
Πέρασαν το μακρύ διάδρομο.
Μπαίνουν στην αίθουσα όπου είναι στρωμένο το τραπέζι με το πρόγευμα.
Εκείνος γδύνεται την πολεμική του στολή.
Το μεγάλο του κράνος με την αλογοουρά το ακουμπάει στην κονσόλα, μπροστά στον καθρέφτη.
Ο καθρέφτης αντανακλά το κράνος, έτσι σα να συντρόφεψαν δυο άδεια, παραμορφωμένα, μετάλλινα κρανία.
Γέρνει σ’ ένα ανάκλιντρο.
Κλείνει τα μάτια.
Έξω ακούγονται πάντα οι επευφημίες του πλήθους κι οι κραυγές της ξένης γυναίκας. Φράζει με τις παλάμες του τ’ αυτιά του.
Η γυναίκα του, ωραία, αυστηρή, επιβλητική, σκύβει, με μιαν αταίριαστη στο ύφος της ταπεινοφροσύνη, να του λύσει τα σανδάλια.
Αυτός αποθέτει τ’ αριστερό του χέρι στα μαλλιά της, προσεχτικά μην της χαλάσει την ωραία χτενισιά.
Εκείνη αποτραβιέται.
Στέκεται όρθια, λίγο πιο πέρα. Αυτός χαμογελάει μακρινά, κουρασμένα. Τ
ης μιλάει. Δεν ξέρεις, αν τον ακούει).
Δώσε την προσταγή σου, σε ικετεύω, να σωπάσουν. Τί φωνάζουν ακόμη;
Για ποιόν χειροκροτούν; Τί επευφημούν; Τους δημίους τους τάχα; τους νεκρούς τους;