Ὁ τίτλος προέρχεται ἀπό ἕνα βιβλιαράκι τοῦ Ζήσιμου Λορεντζάτου.
Σ᾿ αὐτό ὁ Λορεντζάτος γράφει γιά ὅσα ὀφείλει ὁ Σεφέρης στόν Καρυωτάκη καί ὁ Ἐλύτης στό Κάλβο, χωρίς νά τά ὁμολογήσουν.
Ἐκεῖ, ἀνάμεσα σέ ἄλλα, σημειώνει τά ἀκόλουθα:
«Τό ποιητικό ἀργαστήρι τοῦ Σεφέρη –ξαναλέω ἀργαστήρι- πλούτυνε ἀπό τή μαστορική τοῦ Καρυωτάκη, τουλάχιστο στήν πρώτη σεφερική περίοδο.
Ἀλλά καί στή δεύτερη σεφερική περίοδο, τοῦ λεγόμενου ἐλεύθερου στίχου, πάλι βρίσκει κανένας, σέ ἀρκετά ἀπό τά σημεῖα ὅπου ὀ στίχος παύει νά εἶναι ἐλεύθερος, τοῦ Καρυωτάκη τήν τεχνική διδαχή. Ὅποιος ἔχει μάτια τό βλέπει. Ὁπωσδήποτε, καί τοῦ Σεφέρη τά λόγια καί τοῦ Ἐλύτη, τοῦ πρώτου γιά τόν Καρυωτάκη, τοῦ δεύτερου γιά τόν Κάλβο, καί γιά τά ἀντίστοιχα χρέη τους, στάθηκαν δυσανάλογα λιγοστά».[1]
Κάτι ἀνάλογο θά μποροῦσε νά πεῖ κανείς γιά ὁρισμένα ἀνομολόγητα χρέη τοῦ Σεφέρη στόν Παλαμᾶ.
Μιά ἀπό τίς πιό γνωστές φράσεις τοῦ Σεφέρη εἶναι ἡ φράση του: «δέν πιστεύω νά ὑπάρχει παρθενογένεση στήν τέχνη». Παραθέτω ὁλόκληρη τήν περίοδο.
«Γιά τά ἄλλα, τά σημερινά, αἰσθάνομαι τόν ἑαυτό μου μάρτυρα ἐξαιρετέο: ὑπάρχουν κριτικοί στόν τόπο μας πού λένε πώς στά λίγα ποιήματα πού ἔχω γράψει, διακρίνουν τήν ἐπίδραση τοῦ Ἔλιοτ, πράγμα πού δέ μέ παραξενεύει πολύ, γιατί δέν πιστεύω νά ὑπάρχει παρθενογένεση στήν τέχνη.»[2]
Ἡ ἄποψη αὐτή δέν ἀπέχει πολύ ἀπό τήν ἄποψη πού διατύπωσε, πενήντα χρόνια νωρίτερα ὁ Παλαμᾶς, λέγοντας ὅτι «ἡ ἀληθής ἐθνική ποίησις δέν εἶναι παρά ποίησις, χωρίς πατρίδα, καί εἰς τήν ὑψηλοτάτην αὐτῆς ἔντασιν».
Παραθέτω πάλι ὁλόκληρη τή συναφῆ περίοδο.