Η ομιλία του Μπομπ Ντίλαν, η οποία εκφωνήθηκε, κατά τη δεξίωση που ακολούθησε την τελετή απονομής των Νόμπελ, από την Ατζίτα Ράτζι, πρέσβειρα των Ηνωμένων Πολιτειών στη Σουηδία, στις 10 Δεκεμβρίου 2016. Η μετάφραση είναι της Νίνας Μπούρη για την Athens Review of Books.
Καλησπέρα σας. Στέλνω τους θερμότατους χαιρετισμούς μου στα μέλη της Σουηδικής Ακαδημίας και σε όλους τους εκλεκτούς καλεσμένους που είναι παρόντες απόψε.
Λυπάμαι που δεν μπορώ να είμαι μαζί σας, όμως σας διαβεβαιώ ότι νοερά βρίσκομαι κοντά σας και είναι μεγάλη μου τιμή που λαμβάνω ένα τόσο σημαντικό βραβείο. Η απονομή σε μένα του Βραβείου Νόμπελ για τη Λογοτεχνία ήταν κάτι που δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ ή να προβλέψω. Από πολύ μικρός γνώριζα, διάβαζα και αφομοίωνα τα έργα εκείνων που κρίθηκαν άξιοι για μια τέτοια διάκριση: του Κίπλινγκ, του Σω, του Τόμας Μαν, της Περλ Μπακ, του Αλμπέρ Καμύ, του Χέμινγουεϊ. Αυτοί οι γίγαντες της λογοτεχνίας, που τα έργα τους διδάσκονται στα σχολεία, φιλοξενούνται σε βιβλιοθήκες σε όλο τον κόσμο και μνημονεύονται με σεβασμό, πάντα μου προκαλούσαν μεγάλη εντύπωση. Το γεγονός ότι το όνομά μου συγκαταλέγεται τώρα μαζί με τα δικά τους είναι όντως αδιανόητο.
Δεν ξέρω εάν αυτοί οι άντρες και αυτές οι γυναίκες σκέφτηκαν ποτέ πως θα είχαν την τιμή να πάρουν το Νόμπελ, όμως υποθέτω πως οποιοσδήποτε γράφει ένα βιβλίο, ή ένα ποίημα, ή ένα θεατρικό έργο κάπου στη γη, ενδεχομένως βαθιά μέσα του να τρέφει κρυφά αυτό το όνειρο. Μάλλον είναι θαμμένο τόσο βαθιά που δεν ξέρουν καν ότι είναι εκεί.
Εάν κάποιος μου έλεγε ποτέ ότι υπήρχε η παραμικρή περίπτωση να κερδίσω το Βραβείο Νόμπελ, θα σκεφτόμουν ότι είχα τόσες πιθανότητες όσες και να πατήσω στο φεγγάρι. Μάλιστα, τη χρονιά που γεννήθηκα, και για μερικά χρόνια αργότερα, δεν υπήρξε κανένας στον κόσμο που να θεωρήθηκε αρκετά καλός για να το κερδίσει. Οπότε αναγνωρίζω ότι, αν μη τι άλλο, βρίσκομαι σε πολύ εκλεκτή συντροφιά.
Ήμουν στο δρόμο όταν άκουσα το αναπάντεχο νέο, και χρειάστηκα αρκετά λεπτά για να το επεξεργαστώ. Άρχισα να σκέφτομαι τον Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, αυτή τη σπουδαία μορφή της λογοτεχνίας. Φαντάζομαι ότι θεωρούσε τον εαυτό του δραματουργό. Αδύνατον να του είχε περάσει από τον νου η σκέψη ότι έγραφε λογοτεχνία. Τα λόγια του γράφονταν για τη σκηνή. Προορίζονταν για απαγγελία, όχι για ανάγνωση. Ενώ έγραφε τον Άμλετ, είμαι σίγουρος ότι έκανε διάφορες σκέψεις: