Αυτοί οι τύποι, οι μικροαστοί, δεν σκέφτονται ποτέ τους να αυτοκτονήσουν, γιατί η ζωή τους ανήκει στο Θεό, αλλά στην ουσία, επειδή δεν αποφασίζουν ούτε για τη ζωή τους, ούτε για το θάνατό τους.
Αίθουσα της Λαξευτής Λίθου το δωμάτιο. Τρυφερός ήλιος ρίχνει τη σκόνη του στο κομοδίνο. Πάνω στην παιδική φωτογραφία. Την πεισμωνένη. Φτιάχνω καφέ. Μιλάω λίγο στο σκυλί. Κάθε μέα παιχνίδι, γάβγισμα, χάδι. Κάθε μέρα και από μια καινούργια ιστορία στο σκυλί που το φωνάζω Κέικ. Δώρο το σκυλί και το αγαπώ.
Κέικ, του λέω. Στάσου στην είσοδο του Κόσμου. Άσε μόνο όσους αγαπάμε να περάσουν το κατώφλι μας. Μόνο μην ξεγελαστείς. Μη με αφήσεις ποτέ να επιστρέψω σε ώρα ακατάλληλη. Μην πεις αφεντικό είναι να μπει μέσα τόσο νωρίς τι έγινε. Έγινε. Εγώ όταν επιστρέφω νωρίς ξαναβγαίνω αργά. Μπορεί και μετά τρεις μέρες. Όταν επιστρέφω νωρίς νιώθω πως δεν με θέλει το έξω. Και τότε, κομπλεξική και μελό, δεν του γίνομαι του έξω βάρος με τίποτα.
Ούτε και σήμερα ξύπνησα έξυπνη. Ευτυχώς. Και μήπως κοιμήθηκα έξυπνη;
Έρχεσαι το βράδυ να με πάρεις. Σταματάς μια γωνία παραπάνω. Για να στρίψεις εύκολα. Τελευταία προβολή, έτσι και μπλέξουμε στην Πλάκα θα χάσουμε την έναρξη. Μου αναβοσβήνεις τα φώτα. Βγαίνεις και μου κάνεις νεύμα, «έλα». Στέκω και σου κάνω νεύμα. «Εγώ; Σε μένα το λες;». ξανανάβεις τα φώτα, φωνάζεις. «Έλα». Σου ξανακάνω νεύμα. «Εγώ; Σε μένα το λες;». «Όχι στο Τίμιο Ξύλο. Τίμιο Ξύλο, έλα να σε πάω σινεμά».
Μη με φοβάσαι όταν είμαι βλάκας. Είναι που νιώθω προστατευμένη. . . .