Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα γνώση ή άποψη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα γνώση ή άποψη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2025

Άποψη έχει όποιος δεν έχει γνώση: το σύνολο των προτάσεων με τις οποίες περιγράφεται, κατανοείται κι ερμηνεύεται η πραγματικότητα


Διαφορές «γνώσης» και «άποψης»

Άλλωστε η γνώση δεν είναι κάτι που είδες, άκουσες, διάβασες και πίστεψες (γιατί μέχρι εκεί πήγε το μυαλό σου). Γνώση είναι κάτι που δημιούργησες με λογική συνεπαγωγή (όχι κάτι που σου φαίνεται αληθινό). Είναι το άθροισμα όλων των απόψεων πάνω σε ένα ζήτημα, κριτική της κάθε μίας, διαγραφή των αναληθών, κριτική των εναπομείναντων και εφαρμογή λογικών κανόνων (ανήκουν στον κλάδο της Λογικής στην επιστήμη της Φιλοσοφίας).

Όλα αυτά δεν μπορούν να συμβούν αν δεν υπάρχει επαρκές υπόβαθρο πάνω στο εκάστοτε αντικείμενο. Και το υπόβαθρο δεν έρχεται με ένα διαπιστευτήριο, και σίγουρα δεν περιορίζεται μόνο στους τέσσερις τοίχους ενός πανεπιστημιακού αμφιθεάτρου. Η γνώση προκείπτει από την χρόνια εμπειρία και τριβή με το εκάστοτε αντικείμενο.


άποψη
 θηλυκό 

  1. η εικόνα ενός τοπίου όπως φαίνεται από ένα συγκεκριμένο σημείο, συνήθως κάπου ψηλά
  2. η οπτική γωνία από την οποία βλέπει κάποιος ένα πράγμα, μια υπόθεση, ένα ζήτημα
  3. η γνώμη που έχει κάποιος για κάτι
[Βικιλεξικό]

άποψη 1 η [ápopsi] Ο33 : 1.ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται, κρίνει και αντιμετωπίζει κάποιος ένα γεγονός, μια κατάσταση, ένα φαινόμενο, η γνώμη που έχει σχετικά με αυτά: Εκφράζω την προσωπική μου ~. Έχω την ~ ότι Kατά την άποψή μου δεν έχεις δίκιο. (Δεν) έχω ~ γι΄ αυτό το θέμα. Aυτό είναι άποψή σου, εγώ όμως διαφωνώ. Yπάρχει διάσταση απόψεων ανάμεσα στα μέλη της επιτροπής. Συμφωνώ με τις πολιτικές / επιστημονικές / αισθητικές του απόψεις. ΦΡ μετακινώ* κπ. από τις απόψεις του. 2. καθεμιά από τις μορφές με τις οποίες εμφανίζεται ή εκδηλώνεται κτ.· πλευράΕξετάζω ένα ζήτημα από νομική ~ / από διάφορες απόψεις. Aπό αρχιτεκτονική ~ το κτίριο παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον. Aυτό το αυτοκίνητο υπερέχει έναντι των άλλων από την ~ της τιμής / της αντοχής / της εμφάνισης. Aπό μια ~ έχεις δίκιο, για να δηλώσω ότι συμφωνώ εν μέρει.

[λόγ. < αρχ. ἄποψις `κοίταγμα΄ (δες και άποψη 2(-σις > -ση) σημδ. γαλλ. point de vue & αγγλ. viewpoint]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]

γνώση θηλυκό

  1. το να γνωρίζει κάποιος κάτι
    Δεν είχα γνώση της κατάστασης.
  2. οι πληροφορίες που αποκτά κάποιος και οι παραστάσεις που σχηματίζει για τον κόσμο και τα πράγματα μετά από την νοητική επεξεργασία των εμπειρικών δεδομένων
    Με τις μελέτες του απέκτησε πλούσιες γνώσεις.
  3. (φιλοσοφία)
    1. το σύνολο των προτάσεων με τις οποίες περιγράφεται, κατανοείται κι ερμηνεύεται η πραγματικότητα
    2. η ουσία και τα αίτια ενός πράγματος ή γεγονότος
  4. η σύνεση
    γερόντου γνώση
  5. μνημονική καταγραφή εθίμων ή διαδικασιών
    Η χειρουργική απαιτεί γνώση κι εμπειρία.