Σάββατο 24 Απριλίου 2021

Φ.Νίτσε: Ο θεός πέθανε - Στοχασμός 125. Μετάφραση από το βιβλίο ‘’Γκέμμα’’ του Δημήτρη Λιαντίνη και Video.


Ο Νίτσε λέγοντας στο “Τάδε έφη Ζαρατούστρας” πως ο θεός πέθανε εννοούσε τον εξωκόσμιο ιουδαιο-χριστιανικό θεό στον οποίο υποτάχθηκε η Δύση μέσα από τα εξουσιαστικά συμφέροντα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας , δυτικής και ανατολικής.

Ο θεός πέθανε σημαίνει για τον γερμανό φιλόσοφο την απόφαση του ανθρώπου της δύσης να απαλλαχθεί από μια σύμβαση να απελευθερωθεί από ένα φάντασμα που η εξουσία του επέβαλε να το πιστεύει ως αληθινό.

Η απαλλαγή από αυτό το φάντασμα είναι η πρώτη πράξη απελευθέρωσης του πνεύματος και της ψυχής από το μη ον, δηλαδή τον εξωκόσμιο θεό των εβραίων που πέρασε στον χριστιανισμό.

Όμως η απόρριψη του μη όντος , του ανύπαρκτου θεού των εβραίων ανοίγει το δρόμο της επιστροφής στο ον, δηλαδή στην πραγματικότητα που περιβάλλει την ανθρώπινη ύπαρξη και που δεν είναι άλλη από την φύση.

Ο θάνατος του θεού εγκαινιάζει μια επιστροφή στην φύση απαλλαγμένη από την εξουσιαστική ψευδαίσθηση και την υποχρέωση της συνείδησης να απολογείται στην εξουσία της κρατικής θρησκείας.

Ο θάνατος του θεού σημαίνει την επανέναρξη της αναζήτησης του πραγματικού και την εδραίωση μιας νέας θεολογίας που θα εδράζεται στην κοσμολογία και εν γένει στην νοητική έρευνα της φύσης.

Ο Νίτσε με αυτή την ρήση ξαναφέρνει στο σύγχρονο κόσμο τον προβληματισμό της προσωκρατικής φιλοσοφίας αλλά και δυναμιτίζει τα “μεταφυσικά” θεμέλια της παπαδοκρατούμενης εξουσίας.

Η νιτσεϊκή φιλοσοφία είναι μια επαναστατική φιλοσοφία απελευθερωτική και αντιεξουσιαστική.

Κανένας δεν μπορεί να επισείει το φόβητρο του θεού γιατί γνωρίζουμε πια πως αυτός ο θεός ήταν και είναι ένα τίποτα , μια εξουσιαστική επινόηση.

Λουκάς Σταύρου
--------------------------------------------------------------------------------------
 Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

  Το Τάδε έφη Ζαρατούστρας ή Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα (γερμ. Also sprach Zarathustra) είναι έργο του Γερμανού φιλόσοφου Νίτσε που θεωρείται ως το σημαντικότερο έργο του. Εκδόθηκε σε τέσσερα μέρη, από το 1883 ως στο 1885.
  
 Σύμφωνα με τον Ζαρατούστρα, όλοι οι άνθρωποι ήταν ίδιοι ενώπιον του θεού. Όταν όμως ο θεός απέθανε, η ισότητα απωλέσθηκε και αυτή, και έτσι οι άνθρωποι έγιναν έρμαιο του όχλου. Στο σημείο αυτό βρίσκεται η ευκαιρία της γέννησης του Υπεράνθρωπου.

Σύμφωνα πάντα με τον Ζαρατούστρα, ο άνθρωπος που εκπληρώνει χρέη γέφυρας με κατάληξη στον Υπεράνθρωπο, πρέπει να αυτοϋπερνικηθεί για να παραχωρήσει την θέση του στον Υπεράνθρωπο. 

Τα χαρακτηριστικά του Υπεράνθρωπου είναι :
η δημιουργικότητα
η αυτoλατρεία
η λατρεία προς την ζωή και η αυτοπεποίθηση
η δύναμη της θελήσεως
το θάρρος, η στυγνότητα και η αδιαλλακτικότητα
  
  Με αυτό τον πρόλογο ξεκινά και το πρώτο μέρος του έργου. 
Ο Ζαρατούστρας, που είχε γίνει ερημίτης για δέκα χρόνια, αποφασίζει να επιστρέψει ανάμεσα στους ανθρώπους και να μοιραστεί μαζί τους τη σκέψη του.

Καθώς κατηφορίζει από το βουνό του, ο Ζαρατούστρας συναντά ένα γέρο ερημίτη, με τον οποίο συζητάει. Μόλις όμως συνειδητοποιεί πως ο γέροντας έχει αφοσιώσει τη ζωή του στο Θεό, προτιμά να φύγει, από φόβο μην τον στερήσει από το νόημα της ύπαρξής του αν του αποκάλυπτε πως ο θεός απέθανε. 

Μ'αυτή τη σκέψη ξεκινάει ο Ζαρατούστρας τη περιπλάνηση ανάμεσα στους ανθρώπους, και αυτή η σκέψη είναι η απαρχή της φιλοσοφίας του Υπεράνθρωπου που θέλει να τους διδάξει: 
ο θεός μην όντας πια ο στόχος της ανθρώπινης θέλησης, ο άνθρωπος πρέπει να θέσει καινούριο στόχο, ο οποίος συμπεριλαμβάνει να ξεπεράσει τον εαυτό του.

Ο πρόλογος τελειώνει με τα λόγια "Έτσι άρχισε η δύση του Ζαρατούστρα".

Ο Θεός είναι Νεκρός »(γερμανικό:« Gott ist tot », επίσης γνωστό ως Θάνατος του Θεού) είναι μια ευρέως αναφερόμενη δήλωση του Γερμανού φιλόσοφου Friedrich Nietzsche, που εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη συλλογή Nietzsche του 1882, The Gay Science (Die fröhliche Wissenschaft, ως "Η χαρούμενη επιδίωξη της γνώσης και της κατανόησης"). 
Εντούτοις, είναι πιο γνωστό ότι συνδέεται με το κλασικό έργο του Nietzsche 
Έτσι μίλησε Zarathustra (επίσης Sprach Zarathustra), η οποία είναι πιο υπεύθυνη για τη δημοφιλή φράση. Αν και η δήλωση και το νόημά της αποδίδονται στον Νίτσε, ο Γεώργιος Βίλχελμ Φρίντριχ Χέγκελ είχε συζητήσει την έννοια του θανάτου του Θεού στη φαινομενολογία του Πνεύματος όπου θεωρεί το θάνατο του Θεού ως «Δεν θεωρείται τίποτε άλλο παρά ένα εύκολα αναγνωρισμένο τμήμα ο συνηθισμένος χριστιανικός κύκλος της λύτρωσης ». 

Αργότερα, ο Χέγκελ γράφει για τον μεγάλο πόνο του να γνωρίζει ότι ο Θεός είναι νεκρός. Η καθαρή έννοια όμως ή το άπειρο, όπως η άβυσσος του τίποτε, στο οποίο όλοι οι βυθισμοί, πρέπει να χαρακτηρίζουν τον άπειρο πόνο, ο οποίος προηγουμένως ήταν ιστορικά μόνο πολιτισμός και η αίσθηση στην οποία στηρίζεται η σύγχρονη θρησκεία, η αίσθηση ότι ο ίδιος ο Θεός είναι νεκρός (το συναίσθημα που έδωσε ο Pascal, αν και μόνο εμπειρικά, στο ρητό του: 
Η φύση είναι τέτοια που σηματοδοτεί παντού, τόσο μέσα όσο και έξω από τον άνθρωπο, Θεός), καθαρά ως φάση, αλλά και ως απλώς μια φάση, της ανώτερης ιδέας. »
Το πνεύμα στο οποίο προορίζεται είναι μια πραγματική Νιτσεχική εκδήλωση. ωστόσο, είναι σημαντικό να εξετάσουμε το υλικό που οδήγησε στην ιδέα αυτή 

Ο Νίτσε χρησιμοποίησε τη φράση για να συνοψίσει το αποτέλεσμα και την συνέπεια που είχε η Εποχή του Διαφωτισμού στην κεντρική θέση της έννοιας του Θεού μέσα στον δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό, ο οποίος είχε ουσιαστικά χριστιανικό χαρακτήρα από την εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. 

Ο Διαφωτισμός είχε επιφέρει το θρίαμβο της επιστημονικής ορθολογικότητας πάνω στην ιερή αποκάλυψη. η άνοδος του φιλοσοφικού υλισμού και του φυσιολισμού, που με κάθε προσδοκία και σκοπό έχανε την πίστη ή τον ρόλο του Θεού στις ανθρώπινες υποθέσεις και στο πεπρωμένο του κόσμου.

Ο Νίτσε αναγνώρισε την κρίση ότι αυτός ο «Θάνατος του Θεού» αντιπροσώπευε για υπάρχουσες ηθικές υποθέσεις στην Ευρώπη, όπως αυτές υπήρχαν στο πλαίσιο της παραδοσιακής χριστιανικής πίστης. "Όταν κάποιος παραιτηθεί από τη χριστιανική πίστη, τραβάει το δικαίωμα στη χριστιανική ηθική έξω από τα πόδια του. 
Αυτή η ηθική δεν είναι σε καμία περίπτωση αυτονόητη ... Διαγράφοντας μια βασική έννοια από τον Χριστιανισμό, την πίστη στον Θεό, το σύνολο: τίποτα δεν χρειάζεται να παραμείνει στο χέρι κάποιου ».
 
Γι 'αυτό στο« The Madman », ένα απόσπασμα το οποίο απευθύνεται πρωτίστως σε μη εξουσιαστές (ιδιαίτερα αθεϊστές), το πρόβλημα είναι να διατηρηθεί οποιοδήποτε σύστημα αξιών απουσία θείας τάξης .

Το συμπέρασμα του Διαφωτισμού για το «Θάνατο του Θεού» έδωσε την αφορμή για το ότι οι άνθρωποι - και ο Δυτικός Πολιτισμός στο σύνολό του - δεν μπορούσαν πια να πιστέψουν σε μια θεϊκή χειροτονία ηθική τάξη. 
Αυτός ο θάνατος του Θεού θα οδηγήσει, είπε ο Νίτσε, όχι μόνο στην απόρριψη της πίστης της κοσμικής ή της φυσικής τάξης αλλά και στην απόρριψη των ίδιων των απόλυτων αξιών - στην απόρριψη της πίστης σε έναν αντικειμενικό και παγκόσμιο ηθικό νόμο δεσμευόμενο για όλους τους ανθρώπους . 
Με αυτόν τον τρόπο, η απώλεια μιας απόλυτης βάσης για ηθική οδηγεί σε nihilism. Αυτός ο μηδενισμός είναι αυτός για τον οποίο ο Νίτσε εργάστηκε για να βρει μια λύση επαναξιολογώντας τα θεμέλια των ανθρώπινων αξιών.

Ο Νίτσε πίστευε ότι η πλειοψηφία των ανθρώπων δεν αναγνώρισε αυτόν τον θάνατο από το βαθύτατο φόβο ή την αγωνία. Επομένως, όταν ο θάνατος άρχισε να αναγνωρίζεται ευρέως, οι άνθρωποι θα απεγνωσμένοι και ο μηδενισμός θα γινόταν αχαλίνωτος.

Νίτσε και Heidegger
Ο Martin Heidegger κατάλαβε αυτό το μέρος της φιλοσοφίας του Nietzsche, θεωρώντας το ως το θάνατο της μεταφυσικής. Κατά την άποψή του, τα λόγια του Νίτσε μπορούν να θεωρηθούν ότι δεν αναφέρονται σε μια συγκεκριμένη θεολογική ή ανθρωπολογική άποψη αλλά μάλλον στο τέλος της ίδιας της φιλοσοφίας. 

Η φιλοσοφία, με τα λόγια του Heidegger, έφτασε στο μέγιστο δυναμικό της ως μεταφυσική και τα λόγια του Νίτσε προειδοποιούν για την κατάργησή της και για κάθε μεταφυσική παγκόσμια άποψη. Αν η μεταφυσική είναι νεκρή, προειδοποιεί ο Heidegger, γιατί από την αρχή της ήταν η μοίρα της. [11]

Νίτσε και άλλοι
Ο Paul Tillich καθώς και ο Richard Schacht επηρεάστηκαν από τα συγγράμματα του Nietzsche και ιδιαίτερα από τη φράση του "Ο Θεός είναι νεκρός" [12]

Ο William Hamilton έγραψε τα εξής σχετικά με την άποψη του Νίτσε:

Ως επί το πλείστον, ο Altizer προτιμάει μυστικιστική ηθική γλώσσα στην επίλυση του προβλήματος του θανάτου του Θεού, ή, όπως το θέτει, στη χαρτογράφηση του δρόμου από το βωμό στον ιερό. Αυτός ο συνδυασμός των Kierkegaard και Eliade κάνει μάλλον ακατέργαστη ανάγνωση, αλλά η θέση του στο τέλος είναι σχετικά απλή. Εδώ είναι μια σημαντική συνοπτική δήλωση των απόψεών του: Αν η θεολογία πρέπει τώρα να δεχθεί μια διαλεκτική κλίση, πρέπει να μάθει την πλήρη έννοια του Ναι-λέγοντας και του μη-λέγοντας. πρέπει να αισθανθεί την πιθανότητα Ναι που μπορεί να γίνει Όχι, και Όχι που μπορεί να γίνει Ναι. με λίγα λόγια, πρέπει να προσβλέπει σε μια διαλεκτική συνύπαρξη αντιπάλου. Ας χαροποιήσουμε τη θεολογία ότι η πίστη είναι και πάλι ένα «σκάνδαλο» και όχι απλά ένα ηθικό σκάνδαλο, ένα αδίκημα της υπερηφάνειας και της δικαιοσύνης του ανθρώπου, αλλά, πολύ πιο βαθιά, ένα οντολογικό σκάνδαλο. για την εσχατολογική πίστη κατευθύνεται κατά της βαθύτερης πραγματικότητας αυτού που γνωρίζουμε ως ιστορία και τον κόσμο. Μέσα από το όραμα του Νίτσε για την Αιώνια Αναδρομή μπορούμε να αντιληφθούμε την εκστατική απελευθέρωση που μπορεί να προκύψει από την κατάρρευση της υπέρβασης του Οντος, από το θάνατο του Θεού ... και από το πορτρέτο του Ιησού Νίτσε η θεολογία πρέπει να μάθει για τη δύναμη μιας εσχατολογικής η πίστη που μπορεί να απελευθερώσει τον πιστό από αυτό που η σύγχρονη ευαισθησία είναι η αναπόφευκτη πραγματικότητα της ιστορίας. Αλλά η απελευθέρωση πρέπει τελικά να πραγματοποιηθεί με επιβεβαίωση.(Βλ. «Θεολογία και Θάνατος του Θεού» σε αυτόν τον τόμο, σελ. 95-111.) [13]

Νέες δυνατότητες
Ο Νίτσε πίστευε ότι θα μπορούσαν να υπάρχουν θετικές δυνατότητες για τους ανθρώπους χωρίς τον Θεό. Η αποκατάσταση της πίστης στον Θεό ανοίγει το δρόμο για την πλήρη ανάπτυξη των ανθρώπινων δημιουργικών ικανοτήτων. Ο χριστιανικός Θεός, έγραψε, δεν θα σταματούσε πλέον, έτσι ώστε τα ανθρώπινα όντα να σταματήσουν να στρέφουν τα μάτια τους προς ένα υπερφυσικό σφαγείο και να αρχίσουν να αναγνωρίζουν την αξία αυτού του κόσμου.

Ο Νίτσε χρησιμοποιεί τη μεταφορά μιας ανοιχτής θάλασσας, η οποία μπορεί να είναι τόσο ενθουσιώδης όσο και τρομακτική. Οι άνθρωποι που τελικά μαθαίνουν να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους θα αντιπροσωπεύσουν ένα νέο στάδιο στην ανθρώπινη ύπαρξη, το Übermensch - δηλ. Το προσωπικό αρχέτυπο που, μέσω της κατάκτησης των δικών τους
  ---------------------------------------------------------------------------------

Νίτσε: Πέθανε ο Θεός - Ελλήνισε και διαβάζει ο Δημήτρης Λιαντίνης
Επιμελείται ο Χρήστος Μαυρόπουλος


Από το βιβλίο: ‘‘Η χαρούμενη επιστήμη’’ - Friedrich Nietzsche, Στοχασμός 125. 
Μετάφραση από το βιβλίο ‘’Γκέμμα’’ του Δημήτρη Λιαντίνη και Video.

Ο Τρελός

     Δεν έχετε ακουστά για κείνο τον Τρελό, που μέσα στο ντάλα μεσημέρι άναψε ένα φανάρι, όρμησε στη μέση την Αγορά, και άρχισε να φωνάζει:

     «Ψάχνω για το θεό, ψάχνω για το θεό!»

-  Εκεί υπήρχαν άνθρωποι πολλοί που δεν πίστευαν στο θεό. Και αναμεταξύ τους ο Τρελός ξεσήκωσε άγριο γέλιο. Απολέσθηκε, ρε; είπε ο ένας. Μήπως έχασε το δρόμο του σαν τα μικρά παιδιά; είπε ο άλλος. Μήπως κρύφτηκε κάπου; Μήπως βαρκαρίστηκε σε καράβι, και έσυρε στην ξενιτειά; Έτσι ρώταγαν και γελούσαν.

Τότες ο Τρελός πήδηξε καταμεσής στους άθεους, τους κοίταξε άγρια στα μάτια, και είπε: «Ρωτάτε πού πήγε ο θεός; Εγώ θα σας πώ. Τον σκοτώσαμε! Εσείς κι εγώ τον σκοτώσαμε. Όλοι εμείς είμαστε οι φονιάδες του.

Μα πώς κάναμε τέτοιο κακό; Πώς φτάσαμε ν' αδειάσουμε τις θάλασσες; Ποιος μας έδωκε το σφουγγάρι και σβήσαμε τους ορίζοντες; Πώς έγινε τρόπος να κόψουμε τη γης από το μαγνήτη του ήλιου; Για πού τραβάει τώρα η γης; Κι εμείς χωρίς τον ήλιο, για πού τραβάμε τώρα εμείς;

Κοίτα πώς γκρεμιζόμαστε μπροστά. Πώς τραβάμε πίσω, πάνου, κάτου, αριστερά, δεξιά. Σε όλα τα σημεία.

Στέκεται στη θέση του ακόμα το Πάνω και το Κάτω; Η στράτα μας δεν είναι μια περιπλάνηση μέσα στο ατελεύτητο Τίποτα; Η απογειάδα του άδειου χώρου δε μας παραφυσάει θανάσιμα; Δε γίνεται πιο παγερή η παγωνιά μας; Νύχτα πάνου στη νύχτα, δε μας κυκλώνει ζοφερότερη η νύχτα; Δέκα η ώρα το πρωί, και πρέπει ν' ανάψουμε τα φανάρια μας.

Ακούστε, λοιπόν τους νεκροθάφτες! Τον κρότο που κάνουν, καθώς παραχώνουν το θεό. Δεν σας παίρνει τη μύτη η θεϊκή αποσύνθεση; Γιατί και οι θεοί σαπίζουν.

Πέθανε ο θεός! Ο θεός είναι νεκρός! Κι αυτοί που τον σκότωσαν είμαστ' εμείς. Είμαστε οι φονιάδες πάνου απ' όλους τους φονιάδες.

Ποιος μπορεί να μας παρηγορήσει τώρα; Το Άγιο και το Ισχυρό, εκείνο που άρμοζε ως τώρα σε τάξη τον κόσμο και τη φύση, στάζει αίματα ανάμεσα στα μαχαίρια μας.

Ποιος θα σκουπίσει τα ματωμένα μας χέρια; Ποια αγιασμένα ύδατα θα μας γίνουν καθαρμοί; Τι λογής αγνιστήριες γιορτές, τι λογής ιερούς αγώνες θα θεσπίσουμε; 
Το μέγεθος αυτής της πράξης είναι πάνου από το μέτρο των ανθρώπων.

Τώρα πρέπει οι ίδιοι εμείς να γίνουμε θεοί! Έτσι μόνο θα σταθούμε στο ύψος της πράξης του φόνου. Γιατί δεν εξανάγινε στυγερότερη πράξη. Αυτοί που θα ζήσουν μετά από μας, έχοντας πίσω τους ένα τέτοιο πελώριο έργο, θα ζήσουνε σε μια εποχή ανώτερη απ' όλες τις εποχές μέχρι τώρα.»

-  Στο σημείο αυτό ο Τρελός σταμάτησε. Γύρισε τη ματιά του τριγύρω στους ανθρώπους, και οι άνθρωποι τον κοίταζαν χαμένοι. Ο Τρελός βρόντηξε τότες το φανάρι του στη γης. Και το φανάρι σβήστηκε σπάζοντας χίλια κομμάτια.

«Φτάνω νωρίς, τους είπε. Φτάνω προτού φτάσει το πλήρωμα του χρόνου. Ετούτη η πελώρια πράξη βρίσκεται καθ' οδόν. Ταξιδεύει. Δε χτύπησε ακόμη στ' αυτιά των ανθρώπων. Χρειάζεται χρόνο η αστραπή και η βροντή. Το φως των αστεριών χρειάζεται χρόνο. Οι πράξεις των ανθρώπων χρειάζουνται χρόνο από τότε που γίνανε, ως τότε που θα φτάσουν στα αυτιά και στα μάτια τους. Και η πράξη τούτη είναι πιο μακρυνή από τα μάκρυνα αστέρια. Και όμως, αυτοί που την κάμανε είμαστ' εμείς!»

-  Λένε ακόμη πως εκείνη την ίδια μέρα ο Τρελός μπήκε σε πολλές εκκλησίες, και κλαίγοντας σύνθεσε το δικό του Requiem για τον αιώνιο θάνατο του θεού. Ύστερα βγήκε και είπε τα τελευταία του λόγια:

«Μα τι είναι αυτές οι εκκλησιές των ανθρώπων, αν δεν είναι οι σπηλιές και τα μνήματα του θεού;»


Από το βιβλίο: ‘’Γκέμμα’’ του Δ. Λιαντίνη, η μετάφραση του Στοχασμού 125, του Friedrich Nietzsche, που υπάρχει στο βιβλίο ‘’Η χαρούμενη επιστήμη’’. 

=======================================================

Καζαντζάκης και Νίτσε. Ο πρώτος σημειώνει ‘’είμαστε οι σωτήρες του Θεού’’ κι ο δεύτερος διά στόματος τρελού ‘’ο Θεός είναι νεκρός’’. 

Προφανώς και δεν σώζει ο άνθρωπος τον Θεό, αλλά εκείνο που μπορεί να ‘’σώσει’’ είναι η εικόνα περί Θεού. 

Κι ο Νίτσε; Αναφέρεται στον άνθρωπο που ‘’σκοτώνει’’ τον Θεό, που αλλοιώνει το πρόσωπο του Θεού.

Το ευαγγέλιο της Κυριακής αναφέρει πως ο Θεός έστειλε τον Υιό Του στον κόσμο, όχι για να τον κρίνει αλλά για να τον σώσει (Ιω. 3, 13-17). 

Δεν έχει σχηματίσει την ίδια εικόνα περί Θεού ο κάθε άνθρωπος. Άλλος βλέπει τον Θεό ως τιμωρό, άλλος ως δικαστή, άλλος ως αγάπη, άλλος ως δίκαιο. Κάποιος είναι ανάγκη να σώσει την εικόνα περί Θεού. 

Ποιον Θεό δείχνουμε στους ανθρώπους; 

Ποιον Θεό διδάσκουμε; 

Ποιον Θεό κηρύττουμε; 

Έναν σαδιστή; 

Έναν τιμωρό; 

Έναν Θεό αγάπη; 

Το τελευταίο μας το λέει ο μαθητής Ιωάννης, πως ναι ο Θεός είναι αγάπη (Α’ Ιω. 4,8). Και δεν λέει πως έχει αγάπη. Αν έλεγε πως έχει αγάπη, τότε θα μιλούσε για έναν Θεό που διατηρεί μία ηθική ιδιότητα και την κατευθύνει στον άνθρωπο. 

Εδώ, όμως ο Ιωάννης μας λέει πως ο Θεός είναι η ίδια η αγάπη. Την αγάπη, τη δικαιοσύνη, ως ηθικές ιδιότητες, τις έχει και κάποιος που δεν τις αναφέρει στο πρόσωπο του Χριστού. 

Εδώ όμως ο Θεός είναι η κατεξοχήν αγάπη. Έχουμε να κάνουμε με μία αρετή υποστασιοποιημένη στο πρόσωπο του Θεού.

Η έννοια περί Θεού μέσα στην Εκκλησία αλλοιώνεται πολλές φορές και σχετίζεται με τον τρόπο αντίληψης του Θεού. Έχουμε απωθημένα, ελλείψεις και τα φορτώνουμε όλα στον Θεό. Δεν Τον αφήνουμε στην ησυχία Του. Πώς θα αντιληφθούμε αυτό που έγινε, ως σάρκωση αγάπης, ελπίδας, ως έκρηξη αγάπης, ως έκρηξη ελπίδας για την ανθρώπινη αμαρτωλότητα, προσλαμβάνοντας την ανθρώπινη σωματικότητα (σάρκα για να ‘’σκανδαλιστεί’’ ο Πλωτίνος); 

Η σωτηρία μας θα βασίζεται σε συγχωροχάρτια και σε ποινές ενός τιμωρού Θεού που κάνει τον άνθρωπο να πληρώσει για την αποστασία του; 

Αυτός δεν είναι ο Θεός της ορθόδοξης γεύσης. Αυτός είναι ο Θεός της Δύσης. Ε, αυτόν τον Θεό είδε ο Νίτσε να πεθαίνει και θρηνούσε. 

Πόσο όμορφα ακούγεται αυτό το ‘’ήλθε να σώσει τον κόσμο’’. Τη στιγμή που μέσα στην Εκκλησία φορτώνουμε τον Θεό με τις προσωπικές μας τύψεις, ενοχές, ανασφάλειες, Εκείνος υπενθυμίζει με την ανατολή του ηλίου για όλους μας πως είναι αγάπη και φως. Δεν κουτσουρεύει την αγάπη Του. Και δεν έχει μέγεθος η αγάπη αυτή. 

Διαβάζουμε, χαρακτηριστικά, σε μία ευχή στη Θεία Λειτουργία: ‘

’οὗ τὸ ἔλεος ἀμέτρητον καὶ ἡ φιλανθρωπία ἄφατος’’. 

Δεν μετριέται το έλεος, και δεν εκφράζεται με λόγια η φιλανθρωπία. Είναι τέτοια η αγάπη του Θεού, ακατανόητη όλες τις φορές που είναι να απορεί κανείς για τα όρια ανοχής και αντοχής του άπειρου και ακατάληπτου Θεού. 

Στην ευχή του τρισαγίου ύμνου στη Θεία Λειτουργία, γνωρίζουμε τη συμπεριφορά του Θεού απέναντι στον αμαρτωλό. ‘’…καὶ μὴ παρορῶν ἁμαρτάνοντα, ἀλλὰ θέμενος ἐπὶ σωτηρίᾳ μετάνοιαν’’. 

Δεν παραβλέπει τον αμαρτωλό. 

Δεν τον κατακρίνει. 

Δεν τον κρίνει. Θέτει τη μετάνοια για τη σωτηρία του, του δίνει ευκαιρίες, του δίνει αφορμές, ερεθίσματα, τρόπους. 

Κι έρχεται ο όσιος Μάξιμος Ομολογητής στα καταπληκτικά Κεφάλαια περί Αγάπης, σημειώνοντας: 

‘’Ὥσπερ ὁ Θεός φύσει ὤν ἀγαθός καί ἀπαθής, πάντας μέν, ἐξ ἴσου ἀγαπᾷ, ὡς ἔργα αὐτοῦ· ἀλλά τόν μέν ἐνάρετον δοξάζει, ὡς καί τῇ γνώμῃ οἰκειούμενον· τόν δέ φαῦλον, δι᾿ ἀγαθότητα ἐλεεῖ, καί ἐν τῷ αἰῶνι τούτῳ παιδεύων ἐπιστρέφει·’’. 

Παιδεύει, λέει ο Μάξιμος, τον αμαρτωλό για να επιστρέψει, να διορθωθεί, να μετανοήσει. Δεν λέει τιμωρεί, επισύρει ποινές, καταδικάζει. Αυτά είναι κληροδοτήματα του προτεσταντικού ευσεβισμού σε θρησκευτικά περιβάλλοντα οργανωσιακών τάσεων φυγής από τον ορθόδοξο ανθρωπισμό. 

Έχω την αίσθηση πως στην Εκκλησία χρειαζόμαστε έναν Νίτσε, έναν Διονύσιο Αρεοπαγίτη, έναν Μάξιμο Ομολογητή, έναν Γρηγόριο Νύσσης για να ξεφύγουμε από την ειδωλολατρία στην οποία οδηγούμαστε. 

Αλλά εμείς προτιμάμε να ερωτοτροπούμε με φτιασίδια ευσεβιστικών και υποκριτικών επιχωματώσεων όλων εκείνων των άγευστων και ανέραστων εμπειριών μιας αυτόκλητης δόξας.

‘’Δεν ακούσατε για εκείνον τον τρελό που κρατούσε ένα αναμμένο φανάρι μέρα μεσημέρι κι έτρεχε στην πλατεία της αγοράς φωνάζοντας ασταμάτητα: 

«Γυρεύω το Θεό! Γυρεύω το Θεό!» – Επειδή όμως πολλοί από τους παρευρισκομένους δεν πίστευαν στο Θεό, ξέσπασε ηχηρό γέλιο. 

Μήπως χάθηκε αυτός; ρώτησε κάποιος. 

Μήπως έχασε το δρόμο του σαν το μικρό παιδί; είπε κάποιος άλλος… 

Τέτοια έλεγαν και γελούσαν. 

Ο τρελός πήδησε ανάμεσα τους και τους διαπέρασε με τη ματιά του. 

‘’Που είναι ο Θεός;’’ φώναξε. ‘’Θα σας πω εγώ! 

Τον σκοτώσαμε – εσείς κι εγώ! 

Όλοι είμαστε δολοφόνοι του!… 

Ο Θεός είναι νεκρός! 

Ο Θεός παραμένει νεκρός! 

Κι εμείς τον σκοτώσαμε! 

Πώς να παρηγορηθούμε εμείς, οι φονιάδες των φονιάδων; 

Κάτω απ’ το μαχαίρι μας μάτωσε ό,τι πιο άγιο και πιο ισχυρό είχε ως τώρα ο κόσμος – ποιος θα μας καθαρίσει απ’ αυτό το αίμα; 

Ποιο νερό μπορεί να μας πλύνει; 

Ποιους εξιλασμούς, ποια ιερά παιχνίδια πρέπει να εφεύρουμε; 

Το μέγεθος αυτής της πράξης δεν είναι πολύ μεγάλο για μας; 

(Φρειδερίκος Νίτσε, Χαρούμενη Γνώση, Βιβλίο III, 125). 

Πρεσβύτερος Ηρακλής Φίλιος (Βαλκανιολόγος, Θεολόγος)

Κληρικός Ι.Μ. Σταγών & Μετεώρων


=====================
 "O σιωπών δοκεί συναινείν"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.