Η Εκκλησία του Δήμου λάμβανε χώρα στο λόφο της Πνύκας και την απάρτιζαν όσοι πολίτες είχαν συμπληρώσει το 20ο έτος της ηλικίας τους, εφόσον δεν τους είχε αφαιρεθεί το δικαίωμα να συμμετέχουν (δεν είχαν καταδικαστεί – ατιμία), και ονομάζονταν Εκκλησιαστές.
Την ιδιότητα του πολίτη (γεννημένοι στην Αθήνα) την είχαν όσων οι γονείς ήταν και αυτοί πολίτες, ενώ είχαν αποκλειστεί από τη συμμετοχή τους στην Εκκλησία του Δήμου οι δούλοι, οι μέτοικοι και οι γυναίκες.
Στην πραγματικότητα, μόνο το 10-20% του πληθυσμού συμμετείχε.
Τον 5ο αιώνα, πριν τον Πελοποννησιακό Πόλεμο οι ενήλικοι άνδρες πολίτες αριθμούσαν περί τις 60.000, και 30.000 κατά τον 4ο αιώνα ως αποτέλεσμα των απωλειών στις μάχες.
Ο συνολικός αριθμός των κατοίκων της Αθήνας, συμπεριλαμβανομένων των γυναικών και των ανηλίκων, ήταν τουλάχιστον 160.000 (συν 25.000 μέτοικοι και 200.000 δούλοι).
Μια ομάδα σκλάβων, οι Σκύθες, που είχαν το ρόλο της τήρησης της τάξης (ροπαλοφόροι), κουβαλούσαν σχοινιά που είχαν βυθιστεί σε κόκκινο χρώμα και τριγύριζαν την πόλη τις ημέρες των συνελεύσεων, μαστιγώνοντας όσους πολίτες δεν είχαν πάει στη συνέλευση.
Όσοι έφεραν λεκέδες από το μαστίγωμα στα ρούχα τους, αισθάνονταν μεγάλη ντροπή (αιδώς) και δεν μπορούσαν να εκτελέσουν καμία δουλειά έως ότου επισκέπτονταν τους χώρους συνεδρίασης της Εκκλησίας του Δήμου.
Η μη συμμετοχή στα κοινά θεωρούνταν ένδειξη δυσλειτουργίας του κράτους: