Του Κώστα Βαξεβάνη
Η νομιμότητα και η απόδοση δικαιοσύνης είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα.
Νομιμότητα είναι η απαίτηση να συμμορφωθείς με έναν νόμο τον οποίο έχει φτιάξει η κυβέρνηση, ο
οποίος μπορεί να προβλέπει πως το κράτος λειτουργεί με τρόπο που να ευνοεί για παράδειγμα φορολογικά τους πλούσιους.
Δικαιοσύνη από την άλλη, είναι να θεσμοθετούνται όλα εκείνα τα μέτρα που εγγυώνται ότι οι πολίτες δεν θα αδικούνται και θα αντιμετωπίζονται με ισότητα. Στην περίπτωση δηλαδή του νόμου που λέγαμε πως κάνει η κυβέρνηση, δικαιοσύνη είναι να αντιμετωπίζονται με αίσθηση δικαίου και ισότητα όλοι οι πολίτες.
Όσο πιο δημοκρατική και ελεύθερη είναι μια κοινωνία, τόσο πιο πολύ συγκλίνουν και ταυτίζονται οι έννοιες της δικαιοσύνης και της νομιμότητας. Στην ελληνική κοινωνία της εθνοσωτηρίου συγκυβερνήσεως, η διάσταση των δύο εννοιών είναι εμφανής.
Κάθε μέρα ψηφίζονται στη Βουλή, νομοσχέδια, τροπολογίες, κρυφοδιατάξεις που αμνηστεύουν ένοχους, δημιουργούν καθεστώς ατιμωρησίας στους φταίχτες και βέβαια κίνητρο σε μια ειδική κατηγορία «επενδυτών» για να ληστέψουν τη χώρα.
Είναι η πρώτη φορά στα κοινοβουλευτικά χρονικά, που τροπολογίες κατεβαίνουν και αποσύρονται 3 και 4 φορές, μέχρι να επιτευχθεί το ζητούμενο. Να ψηφιστούν δηλαδή χωρίς να γίνει εμφανές ποιά συμφέροντα φωτογραφίζουν και εξυπηρετούν.
Δικαστές πάνε να δικάσουν και βρίσκονται απέναντι σε κάποιον που ήταν υπόδικος για μεγάλα αδικήματα τα οποία δεν υπάρχουν πια αφού τα αμνήστευσε ένα βράδυ,μια τροπολογία.
Τη χώρα σφιχταγγαλιάζει μια νομιμότητα φόβου, τήρησης κανόνων που καταπατούν τα δικαιώματα του πολίτη (απαγόρευση για παράδειγμα κυκλοφορίας με την επίσκεψη Μέρκελ) την ώρα που η δικαιοσύνη γίνεται μια αφηρημένη ακαδημαϊκή έννοια.
Δύο παραδείγματα με τον ίδιο τον υπουργό Δικαιοσύνης είναι ενδεικτικά: