Γράφει ο Βασίλης Παπαδόπουλος
Τα αγριογούρουνα πιάνονται, με τον κυνηγό πρωτίστως να βρίσκει το κατάλληλο μέρος μέσα στο δάσος. Εν συνεχεία πετάει καλαμπόκια και περιμένει. Τα γουρούνια τα μυρίζουν, τα βρίσκουν, έρχονται τα τρώνε και συνεχίζουν να έρχονται κάθε μέρα στο ίδιο μέρος για να φάνε τζάμπα καλαμπόκι.
Όταν συνηθίσουν να έρχονται κάθε μέρα στο ίδιο σημείο για να τρώνε, ο κυνηγός έχει χτίσει ήδη την μία πλευρά του μαντρότοιχου σε εκείνο το σημείο. Όταν τα γουρούνια συνηθίσουν το νέο αόριστο αυτό θέαμα, συνεχίζουν και ξανατρώνε το καλαμπόκι.
Όταν ξαναρχίσουν να τρώνε όπως πριν, ο κυνηγός χτίζει ακόμα μία πλευρά του μαντρότοιχού. Τα γουρούνια συνηθίζουν και αυτό το θέαμα και συνεχίζουν να τρώνε την τροφή και πάει λέγοντας. Ο κυνηγός τέλοσπάντων όταν έχει χτίσει και τις τέσσερις πλευρές της μάντρας, φτιάχνει και μια είσοδο αρκετά μεγάλη για να μην προκαλέσει κανένα ένστικτο ιδιαίτερης αναταραχής στο κοπάδι.
Τα αγριογούρουνα, τα οποία είναι πλέον συνηθισμένα στην εύκολη και άκοπη ανεύρεση τροφής, αρχίζουν να περνούν την μεγάλη είσοδο της μάντρας για να φάνε. Όταν όλο το κοπάδι έχει μπει μέσα στη μάντρα, ο κυνηγός που παραμονεύει κλείνει απότομα την είσοδο πίσω τους. Και έτσι τα αγριογούρουνα χάνουν την ελευθερία τους. Τρέχουν αδιάκοπα στην αρχή γύρω γύρω από την μάντρα, αλλά είναι ήδη πιασμένα δεν πάνε πουθενά. ...