Ένα «αφήγημα» (βιβλίο) – κυρίως για εκπαιδευτικούς – όπου εμπλέκονται ο Γκορμπατσώφ, ο Μπρεζίνσκι, το «80% της υπεράριθμης ανθρωπότητας», το σχολείο των «ελίτ», το σχολείο των «τεχνικών δεξιοτήτων» και το σχολείο των «πολλών υπεράριθμων».
Θέλω να σας προτείνω αυτό το βιβλίο, που κάποτε, τη δεκαετία του 2000, το χρησιμοποιούσαμε σαν πηγή αρκετών από τα στοιχεία που χρησιμοποιούσαμε σε πολιτικές και συνδικαλιστικές ομιλίες μας για την παιδεία.
Ένα βιβλίο που τότε που γράφτηκε (γύρω στο 2000) αποκάλυπτε σχέδια και στρατηγικές του παγκόσμιου καπιταλιστικού «think tank» για την παιδεία.
Και τώρα που εφαρμόζονται οι «προβλέψεις» του και τις βλέπουμε στο σχολείο, αξίζει να το ξαναδιαβάσουμε για να ερμηνεύουμε «από που έρχονται οι μεταρρυθμίσεις» των διάφορων υπουργών.
Πρόκειται για το βιβλίο «Η εκπαίδευση της αμάθειας» του Γάλλου εκπαιδευτικού Ζαν Κλοντ Μισεά.
Κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το 2002 από τις εκδόσεις «Βιβλιόραμα» (Στουρνάρα 51, τηλέφωνο 210-5221112). Είναι διαθέσιμο και σήμερα.
Θα σας κάνω όμως μια περίεργη παρουσίαση: Θα σας αντιγράψω ένα κεφάλαιο σχεδόν ολόκληρο (το VII) χωρίς δικά μου λόγια και χωρίς τις παραπομπές του.
Είναι εκεί που το βιβλίο αναφέρεται στη σύσκεψη του Σαν Φρανσίσκο και στις αποφάσεις της, με πηγή του συγγραφέα την άμεση μαρτυρία «Hans Peter Martin & Harald Schumann» (Le Piege de la mondialisation, Solin-Actes Sud, 1997).
Αξίζει πολύ περισσότερο από τα 5 λεπτά που θα χρειαστείτε για να το διαβάσετε.
Πάμε λοιπόν στο κεφάλαιο VII:
Η εκπαίδευση της αμάθειας και η Διάσκεψη του Σαν Φρανσίσκο (1995)
«Το κίνημα που, εδώ και τριάντα χρόνια, μετασχημάτιζε το Σχολείο προς μια πανομοιότυπη πάντοτε κατεύθυνση, τώρα μπορεί να γίνει κατανοητό στη θλιβερή ιστορική του αλήθεια.
Κάτω από τη διπλή επίκληση «εκδημοκρατισμού της εκπαίδευσης» (πρόκειται για απόλυτο ψεύδος) και την «αναγκαία προσαρμογή στον σύγχρονο κόσμο» (εδώ έχουμε τη μισή αλήθεια), αυτό που καθιερώνεται, μέσα μέσα από όλες αυτές τις εξίσου άθλιες μεταρρυθμίσεις, είναι το Σχολείο του Ολοκληρωτικού Καπιταλισμού…
Οι αφέντες των μαχόμενων βασιλείων του οικονομικού πολέμου, με όλες τις στρατιές των νομομαθών και των λογίων τους, συσκέπτονται αδιάκοπα για να συντονίζουν τις αντιμαχόμενες στρατηγικές τους και να επαγρυπνούν, ώστε να μη θέτουν ποτέ σε κίνδυνο αυτό που τόσο νόστιμα ονομάζουν διακυβερνησιμότητα του κόσμου τούτου…
Η εκπαίδευση της αμάθειας και η Διάσκεψη του Σαν Φρανσίσκο (1995)
Έτσι για παράδειγμα, τον Σεπτέμβριο του 1995 – υπό την αιγίδα του ιδρύματος Γκορμπατσώφ – «πεντακόσιοι πολιτικοί, οικονομικοί ηγέτες και επιστήμονες πρώτης κλάσεως», που στα δικά τους τα μάτια φαντάζουν η ελίτ του κόσμου, συγκεντρώθηκαν στο ξενοδοχείο Fairmon του San Fransisco, για να εκθέσουν τις απόψεις τους για τα πεπρωμένα του νέου πολιτισμού.
Δεδομένου του αντικειμένου τους, στο φόρουμ αυτό πρυτάνευε η αρχή της πιο αυστηρής αποτελεσματικότητας.
«Αυστηροί κανόνες υποχρεώνουν όλους τους συμμετέχοντες να ξεχάσουν τη ρητορική. Οι εισηγητές διαθέτουν μόνο πέντε λεπτά για να εισηγηθούν κάποιο θέμα. Εξάλλου κατά τη διάρκεια των συζητήσεων, καμιά παρέμβαση δε μπορεί να υπερβαίνει τα δύο λεπτά».
Η σύσκεψη αναγνώρισε ότι τον ερχόμενο αιώνα τα «δυο δέκατα του ενεργού πληθυσμού θα ήταν αρκετά για να διατηρηθεί η δραστηριότητα της παγκόσμιας οικονομίας».
Με τόσο ξεκάθαρες βάσεις, το κύριο πολιτικό πρόβλημα που το καπιταλιστικό σύστημα είναι υποχρεωμένο να αντιμετωπίσει τις επόμενες δεκαετίες, μπορεί να διατυπωθεί με κάθε αυστηρότητα: Πως θα είναι δυνατό, για την ελίτ του κόσμου, να διατηρηθεί η διακυβερνησιμότητα της κατά τα 80% υπεράριθμης ανθρωπότητας, της οποίας το ανώφελο έχει ήδη προγραμματίσει η φιλελεύθερη λογική;
Η λύση, που επικράτησε στη σύσκεψη ως πιο λογική, ήταν αυτή που πρότεινε ο Ζμπίγκνιεφ Μπρεζίνσκι (σ.σ. ένα από τα μέλη της «παγκόσμιας καπιταλιστικής διεθνούς», που εκείνα τα χρόνια οργάνωνε όλο τέτοιες συσκέψεις).
Και της έδωσε το όνομα tittytainment (άρτος και θέαμα) (σ.σ. ή βυζοδιασκέδαση όπως το έλεγε κι ο Κίσινγκερ, αφού το titt: βυζί, έχει διπλή έννοια).
Το σχέδιο για το σχολείο του 21ου αιώνα
Με αυτό το νεολογισμό επρόκειτο απλώς να οριστεί ένα:
«Κοκτέιλ αποβλακωτικής διασκέδασης και επαρκούς διατροφής που θα επέτρεπαν να διατηρηθεί σε καλή διάθεση ο αποστερημένος πληθυσμός του πλανήτη».
Αυτή η κυνική και περιφρονητική ανάλυση έχει, καταφανώς, το πλεονέκτημα να ορίζει με όλη την επιθυμητή σαφήνεια, τους όρους της εργολαβίας που οι παγκόσμιες ελίτ αναθέτουν στο Σχολείο του 21ου αιώνα.
Γι’ αυτό είναι δυνατόν να συναγάγει κανείς εκ των προτέρων, με μικρά περιθώρια λάθους, τις μορφές της οποιασδήποτε μεταρρύθμισης που θα σκόπευε να αναπλάσει τον εκπαιδευτικό μηχανισμό με βάση αποκλειστικά και μόνο τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα του κεφαλαίου.
Ας δούμε για ποιο παιχνίδι πρόκειται.
Το σχολείο των ελίτ
Κατ’ αρχήν είναι προφανές ότι το σύστημα πρέπει να διατηρήσει ένα τομέα υψηλής ποιότητας, προορισμένο να μορφώσει στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο, τις διάφορες επιστημονικές, τεχνικές και διαχειριστικές ελίτ, ολοένα και πιο αναγκαίες, στο μέτρο που ο παγκόσμιος οικονομικός πόλεμος θα αποβαίνει πιο σκληρός και πιο ανελέητος.
Στους πόλους της υψηλής ποιότητας, με προϋποθέσεις πρόσβασης αναγκαστικά πολύ επιλεκτικές, πρέπει να μεταδίδονται με πολύ σοβαρό τρόπο – δηλαδή κατά πάσα πιθανότητα, ως προς το κύριο, σύμφωνα με το μοντέλο του κλασσικού σχολείου – όχι μόνο δημιουργικές και εκλεπτυσμένες γνώσεις,
αλλά επίσης ένα ελάχιστο επίπεδο παιδείας και κριτικού πνεύματος, χωρίς το οποίο η απόκτηση και η ουσιαστική εμπέδωση αυτών των γνώσεων, δεν έχει κανένα νόημα και κυρίως καμιά πραγματική χρησιμότητα…
Το σχολείο των εφήμερων δεξιοτήτων
Το πρόβλημα είναι αρκετά διαφορετικό για τις μεσαίες τεχνικές ικανότητες – γι’ αυτές που η ΕΕ εκτιμά ότι έχουν:
«Μια ζωή δέκα ετών, καθόσον το πνευματικό κεφάλαιο υποτιμάται κατά 7% ετησίως, ενώ συνάμα η υποτίμηση αυτή συνοδεύεται από αντίστοιχη ελάττωση της αποτελεσματικότητας της χειρωνακτικής εργασίας».
Πρόκειται εντέλει για απορριπτέες γνώσεις – εξίσου απορριπτέες με τους ανθρώπους που προσωρινά είναι οι φορείς τους – στο βαθμό που, βασιζόμενες σε δεξιότητες ρουτίνας και προσαρμοσμένες σε ένα συγκεκριμένο τεχνολογικό πλαίσιο, παύουν να είναι λειτουργικές μόλις το πλαίσιο το ίδιο θα έχει ξεπεραστεί.
Από την εποχή της επανάστασης της πληροφορικής πρόκειται για ιδιότητες που, από καπιταλιστική άποψη, δεν παρουσιάζουν πια πλεονεκτήματα.
Μαθήσεις ωφελιμιστικού χαρακτήρα και ουσιαστικά αλγοριθμικής φύσης – δηλαδή που δεν απευθύνονται με αποφασιστικό τρόπο στην αυτονομία και τη δημιουργικότητα εκείνων που τις χρησιμοποιούν – είναι μαθήσεις που οριακά μπορεί στο εξής να τις αποκτήσει κανείς μόνος του, στο σπίτι του, στον υπολογιστή του, χρησιμοποιώντας το αντίστοιχο λογισμικό.
Γενικεύοντας, για τις ενδιάμεσες δεξιότητες, με την εξ’ αποστάσεως διδασκαλία χάρη στα πολυμέσα, η κυρίαρχη τάξη θα μπορούσε να πετύχει μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια.
Από τη μια μεριά, οι μεγάλες εταιρείες (Olivetti, Philips, Siemens, Ericson κλπ.) προσκαλούνται:
«Να πωλούν τα προϊόντα τους στην αγορά της δια βίου εκπαίδευσης, αγορά που διέπουν οι νόμοι της προσφοράς και της ζήτησης».
Από την άλλη, δεκάδες χιλιάδες διδάσκοντες (και είναι γνωστό ότι η χρηματοδότησή τους αντιπροσωπεύει το κύριο μέρος των δαπανών για τη Δημόσια Εκπαίδευση) θα αποβούν απολύτως άχρηστοι και έτσι θα απολυθούν, πράγμα που θα επιτρέψει στα κράτη να προσανατολίσουν την εξοικονομούμενη μισθωτή μάζα σε δραστηριότητες περισσότερο επικερδείς για τις μεγάλες πολυεθνικές εταιρίες.
Το σχολείο της πλήρους αμάθειας
Απομένουν βεβαίως οι περισσότεροι. Αυτοί που το σύστημα προορίζει να παραμείνουν αχρησιμοποίητοι ή να χρησιμοποιηθούν με επισφαλή και ευέλικτο τρόπο, για παράδειγμα σε διάφορες Μακ Ντόναλντ υπηρεσίες…
Είναι πράγματι φανερό, ότι η ακριβή μεταβίβαση των πραγματικών γνώσεων (και επιπλέον κριτική), όπως επίσης η εκμάθηση στοιχειωδών πολιτικών συμπεριφορών ή ακόμα και ενθάρρυνση στην ευθύτητα και την τιμιότητα, δεν παρουσιάζει κανένα απολύτως ενδιαφέρον για το σύστημα.
Μάλιστα στην παρούσα φάση, κάτω από ορισμένες πολιτικές περιστάσεις, μπορεί να αντιπροσωπεύουν μια απειλή για την ασφάλειά του.
Σ’ αυτό το Σχολείο του μεγάλου αριθμού είναι προφανές ότι πρέπει να διδάσκεται η αμάθεια με όλους τους δυνατούς τρόπους.
Όμως εδώ εντοπίζεται μια δραστηριότητα που δεν είναι αυτονόητη, και για την οποία οι παραδοσιακοί διδάσκοντες μέχρι σήμερα, παρά ορισμένες προόδους, έχουν πολύ ακατάλληλη εκπαίδευση.
Επομένως η Εκπαίδευση της άγνοιας συνεπάγεται αναγκαστικά ότι οι εκπαιδευτές θα μετεκπαιδευτούν, ότι δηλαδή θα υποχρεωθούν «να εργαστούν διαφορετικά» κάτω από την πεφωτισμένη δεσποτεία μιας ισχυρής και καλοοργανωμένης στρατιάς εμπειρογνωμόνων των «Επιστημών της Εκπαίδευσης».
Το κύριο καθήκον αυτών των ειδικών είναι να ορίσουν και να επιβάλλουν (με όλα τα μέσα που διαθέτει ένας ιεραρχικός θεσμός, ώστε να εξασφαλιστεί η υποταγή εκείνων οι οποίοι εξαρτώνται από αυτόν τον θεσμό) τις παιδαγωγικές και υλικές συνθήκες για τη «διάλυση της λογικής», όπως έλεγε ο Γκι Ντεμπόρ με άλλα λόγια:
«Να χαθεί η δυνατότητα οι εκπαιδευόμενοι να αναγνωρίζουν δια μιας τι είναι σημαντικό και τι είναι άνευ σημασίας, τι είναι ασύμβατο ή αντίθετα, τι θα μπορούσε κάλλιστα να είναι συμπληρωματικό, τι συνεπάγεται η άλφα συνέπεια και συνάμα τι απαγορεύει».
Ένας μαθητής που εκγυμνάζεται μ’ αυτό τον τρόπο, προσθέτει ο Ντεμπόρ:
«Θα βρεθεί ενταγμένος στην υπηρεσία της καθεστηκυίας τάξης, ενώ η διάθεσή του θα μπορούσε να είναι απολύτως αντίθετη μ’ αυτό το αποτέλεσμα.
Θα γνωρίσει τη γλώσσα του θεάματος διότι του είναι η μόνη οικεία, είναι αυτή που του έμαθαν να μιλάει.
Θα θελήσει αναμφίβολα να φανεί εχθρικός προς τη ρητορική της, θα χρησιμοποιήσει όμως το συντακτικό της».
Από την άλλη μεριά, όσον αφορά την εξουδετέρωση κάθε δημόσιας αρετής, δηλαδή την αναγκαιότητα να μετασχηματιστεί ο μαθητής σε αγροίκο καταναλωτή και εν ανάγκη σε βίαιο, είναι έργο που θέτει απείρως λιγότερα προβλήματα.
Αρκεί να απαγορευτεί κάθε είδος πολιτικής αγωγής και να αντικατασταθεί με κάποια μορφή πολιτικής εκγύμνασης, μ’ αυτή την εννοιολογική σούπα που ευκολότατα μεταδίδει και πολλαπλασιάζει τον κυρίαρχο λόγο των μίντια και της σόου μπίζνες…
Φυσικά κατ’ αυτόν τον τρόπο καθορίζεται ως αντικειμενικός στόχος το τι θα απομείνει από το δημόσιο Σχολείο.
Αλλά ο στόχος αυτός, προϋποθέτει μάλλον μακροπρόθεσμα, έναν διπλό αποφασιστικό μετασχηματισμό:
– Από τη μια μεριά, τον μετασχηματισμό των εκπαιδευτικών που, στο εξής, οφείλουν να εγκαταλείψουν το σημερινό τους καθεστώς ως υποκειμένων που κατά τεκμήριο είναι φορείς γνώσεων, ώστε να επωμισθούν την ιδιότητα του υπεύθυνου διάφορων δραστηριοτήτων αφύπνισης ή παιδαγωγικών εκδρομών ή φόρουμ συζητήσεων (σύμφωνα εννοείται με το μοντέλο των τηλεοπτικών τοκ σόου).
Υπεύθυνοι που θα τους ανατεθούν διάφορα υλικά καθήκοντα ή καθήκοντα ψυχολογικής στήριξης, ώστε η χρήση να γίνει αποδοτική.
– Από την άλλη, προωθείται ο μετασχηματισμός του ίδιου του Σχολείου ως τόπου ζωής, τόπου δημοκρατικού και χαρούμενου.
Το Σχολείο μετασχηματίζεται σε δημόσιο τόπο φύλαξης των παιδιών – όπου η διοργάνωση εορτών θα είναι δυνατόν να ανατεθεί, επ’ ωφελεία, στους συλλόγους γονέων και κηδεμόνων, των πλέον δραστήριων και πρόθυμων να εμπλακούν στο παιχνίδι αυτό (π.χ. επέτειος κατάργησης δουλείας, γέννηση του Βίκτωρος Ουγκώ, Halloween, κλπ),
και συνάμα χώρου φιλελεύθερου και ανοιχτού σε όλους τους αντιπροσώπους της πόλης (μέλη συλλόγων, συνταξιούχοι στρατιωτικοί, υπεύθυνοι επιχειρήσεων, ταχυδακτυλουργοί, θαυματοποιοί κλπ), όπως και στα πάσης φύσεως τεχνολογικά ή πολιτιστικά εμπορεύματα τα οποία οι μεγάλες εταιρείες, άμεσοι εταίροι της «διδακτικής πράξης», θα κρίνουν ότι είναι θαυμάσιο πράγμα να πουλήσουν στους διάφορους συμμετέχοντες.
Σκέφτομαι ότι θα τους έρθει επίσης η ιδέα στην είσοδο αυτού του μεγάλου πάρκου σχολικών ατραξιόν να στήσουν μερικές, πολύ απλές, ηλεκτρονικές συσκευές, επιφορτισμένες με το καθήκον να ανιχνεύουν την πιθανή ύπαρξη μεταλλικών αντικειμένων».
Υ/Γ.: Oι στρατηγικές αυτές άρχισαν από νωρίς να εφαρμόζονται στη Γαλλία, γι’ αυτό τότε υπήρχε μια ολόκληρη σειρά σχετικών βιβλίων σ’ αυτή τη χώρα.
Όπως το επίσης εξαιρετικό «Τα χαμένα παιδιά μας» της εκπαιδευτικού Νατάσας Πολονί, εκδόσεις «Πόλις», 2005. Είναι επίσης διαθέσιμο.
Πηγή: Κατιούσα