Ο ήλιος πέφτει.
Για πολύ ακόμη, ω φλογισμένη καρδιά, δε θα διψάς!
Μια υπόσχεση, από άγνωστα χείλη,
στον αέρα, μ’ ακραγγίζει,
πέφτει η μεγάλη ψύχρα…
Ο ήλιος θερμός, στεκότανε το μεσημέρι, πάνωθέ μου:
σας χαιρετώ, ω σεις που έρχεστε πνεύματα
δροσερά των απογευμάτων, άνεμοι αιφνίδιοι!
Περνά ξένος και αγνός, ο αγέρας.
με λοξό, μαυλιστικό βλέμμα
δε με κοιτάζει η
νύχτα; Δυνατή μείνε, ω
δυνατή καρδιά μου,
και: Γιατί; Μη ρωτήσεις!
Βράδι της ζωής μου!
Γέρνει ο ήλιος.
Μέρα της ζωής μου,
γέρνει ο ήλιος,
αρυτίδωτο απλώνεται, κιόλας,
το κύμα, χρυσωμένο.
Ζέστα αναδίνει ο βράχος:
πάνω του δεν κοιμίζει η
ευτυχία, μέσα στο μεσημέρι.
τον ύπνο της; Ακόμη
παίζει η ευτυχία, πάνω σε μαύρο
βάραθρο, μέσα σε πράσινα φώτα.
Μέρα της ζωής μου,
βραδιάζεις!
Το μάτι σου λάμπει
μισοσβησμένο κιόλας,
κιόλας τις σταγόνες σου,
γαλήνια κυλά, πάνω
σε γαλακτερή θάλασσα, η πορφύρα
του έρωτά σου, η στερνή σου
δισταχτική ευδαιμονία…
Μελαμψή νύχτα, και στεκόμουν,
δεν πάει πολύς καιρός, επάνω
σ’ ένα γεφύρι. Μακρυά κάπου
τραγουδούσανε: Χρυσές σταγόνες,
πάνω απ’ τη ριγηλή επιφάνεια
του νερού, αναπηδούσαν
και χάνονταν. Γόνδολες, φώτα,
μουσική – έπλεαν μεθυσμένα
μες στο λυκόφως…
Έγχορδο όργανο η ψυχή μου,
από αόρατα δάχτυλα κρουσμένη,
κρυφά τραγουδιόταν, ένα
τραγούδι γόνδολας, ριγώντας
από ποικίλη ευδαιμονία.
Την άκουγε, άραγε, κανένας;
Από το βιβλίο Φρειδερίκος Νίτσε του Ντανιέλ Αλεβύ, εκδόσεις Γκοβόστη
Διαβάστε περισσότερα εδώ
====================="O σιωπών δοκεί συναινείν"