Μανώλης Δημελλάς*
Το ταξί πλημμύρισε με αίμα. Ο οδηγός ανήμπορος κιτρίνισε από τον φόβο του, την πήγε σφαίρα στο Τζάννειο.
«Σου είπα να μην ξανάρθεις», της είπε ο γιατρός, που την προσπέρασε με νεύρα ενώ συνέχισε να ψέλνει, «άντε πέθανε πια. Να τελειώνουμε και με σένα».
Οι γυναίκες της Τρούμπας, του λιμανιού κάτω στον Πειραιά, δεν είχαν πρόσωπο, μόνο έναν κρυφό και μάλλον Άγιο ρόλο μέσα στην κοινωνία.
Μα έτσι δουλεύει το σύστημα ακόμη και σήμερα σε όλο τον πλανήτη. Ξάπλωνε λοιπόν με κατάρες, βρίζοντας τη μάνα που τη γέννησε και την εγκατέλειψε το 1930 σε κάποια κλινική της Καστέλλας. Είχε ξεκινήσει από τα Μεσόγεια, το Μαρκόπουλο, για να αμολήσει το μούλικο της κάπου στα κρυφά. Να το θάψει, όπως τον έρωτα. Ο αλήτης, αφού της άρπαξε πρώτα το μυαλό και την καρδιά, στο τέλος έβαλε και χέρι στη μικρή προικούλα της.
Την παράτησε προδομένη και διπλή.
Το μωρό ήρθε σε έναν κόσμο ξερό, στυφό και ανίκανο. Τόσο ανίκανο που βιάζει ψυχές και σώματα για να δείξει πως μπορεί, τα καταφέρνει με τα ζωώδη και δεν ξεχνά τα πάθη και τις λατρεμένες αδυναμίες του.
Το ζευγάρι που την κέρδισε είναι σαν φιγούρες του Ντοστογιέφσκι, μια γυναίκα ζητιάνα, ας πούμε μια Μαρία, και ένας άντρας δίχως όνομα, ένας ρουφιάνος και αλκοολικός γυρολόγος που ξεπουλά τα πάντα για τα χούγια του.
Κουκλί το θηλυκό, όμως το κρατούν μακριά από το σχολείο, του λένε πως δεν είναι για γράμματα, οι λέξεις λένε πως όταν γράφονται αλλάζουν, μεταμορφώνονται και κονταίνουν, και τότε το συναίσθημα το κάνουν να φαίνεται ψιλό και πεθαμένο.
Με τέτοιες λέξεις, από τις άγραφες, χαράξανε και στρίμωξαν την παιδική ψυχή. Από τη μια η πείνα που έβγαζε μικρές γλώσσες μέσα στα στεγνωμένα στόματα τους, από την άλλη η κρυφή πιθανότητα, η ελπίδα, αυτό το μωρό να τους βγάλει από το σκοτεινό αδιέξοδο. Έτσι το φυλάκισαν, και το δίδαξαν να φοβάται τους ανθρώπους και να μισεί, να έχει αληθινή σιχασιά, για τον ίδιο τον εαυτό του. ...