Ζώντας τα τελευταία χρόνια την έξαρση τού Χρηματιστηρίου στην Ελλάδα,
σκέφθηκα να οδηγήσω σήμερα τους αναγνώστες τού κειμένου μου στους
λεξιλογικούς δρόμους τής δήλωσης τής εννοίας τού
χρηματιστηρίου, τού
χρήματος και τής
περιουσίας στη γλώσσα μας.
Ας αρχίσουμε με τα χρηματιστηριακά που βρίσκονται και στην επικαιρότητα.
Χρηματιστήριον (από το
χρηματιστής)
ως «τόπος ένθα συνέρχονται οι χρηματισταί χάριν χρηματικών εργασιών»
(Λεξικό Liddell-Scott, μετάφρ. Κωνσταντινίδη - Μόσχου) υπάρχει από τα
χρόνια τού Πλουτάρχου (1ο-2ο μ.Χ. αι.). Για
χρηματιστές μιλάει συχνά ο Πλάτων, στο λεξικό δε που είναι γνωστό ως Σούδα (10ου αι.) ο χρηματιστής ορίζεται ως
«ο ραδίως χρήματα πορίζων», δηλ. αυτός που εύκολα κερδίζει χρήματα (από τότε!...). Στον Πλάτωνα
χρηματιστής είναι
αυτός που επιδιώκει να κερδίζει πολλά χρήματα, ο φιλοκερδής· λέει στην
Πολιτεία (586c, μετάφρ. Κ. Γεωργούλη, σ. 287): «και ο χρηματιστής θα
ειπή πως η ηδονή που φέρνει η τιμή ή η μάθηση, αν δεν βγάζει χρήματα,
δεν έχει συγκριτικά με το κέρδος ουδέ την παραμικρή αξία». Με τη λ.
χρηματιστική δηλώνεται η τέχνη τού να κερδίζεις χρήματα, ενώ ο Ξενοφών μιλάει και για
«χρηματιστικούς οιωνούς», για σημάδια που προοιωνίζονται κέρδη! Ενδιαφέρον έχει και το ρήμα
χρηματίζω/χρηματίζομαι. Σήμαινε «διεξάγω διαπραγματεύσεις ή εμπορικάς υποθέσεις δι' εμαυτόν ή προς ιδίαν μου ωφέλειαν, κτώμαι χρήματα», ενώ το
χρηματίζομαι νόμισμα είχε
ειδική χρηματιστηριακή χρήση: «κάμνω χρηματιστικάς εργασίας ως
δανειστής ή τοκιστής χρημάτων ή ως τραπεζίτης», ακόμα και «κερδίζω
χρήματα από τινα λαμβάνων αυτά δι' εκβιασμού»! Σήμερα το
χρηματίζομαι έφτασε στη σημασία τού «δωροδοκούμαι, τα παίρνω», ενώ το ρήμα
χρηματίζω από τον 2ο π.Χ. αιώνα σήμαινε «φέρω τιμητική ονομασία, αποκαλούμαι» (
«διάδημα περιθέσθαι και βασιλέα χρηματίζειν» Πολύβιος), καταλήγοντας αργότερα στη σημ. «εκτελώ καθήκοντα, λειτουργώ ως είμαι» (και σήμερα
εχρημάτισε βουλευτής/υπουργός).
«Δει δη χρημάτων...» ...