Του Αντώνη-Μάριου Παπαγιώτη
Μετά και τα λόγια του Επιτίμου Προέδρου της Νέας Δημοκρατίας στο χθεσινό δελτίο του MEGA, δεν αμφιβάλλω ότι τα χρόνια που ο προσδιορισμός του «Προδότη» συνόδευε το επίθετο «Σαμαράς» έχουν περάσει ανεπιστρεπτί.
Σίγουρα όχι στις συνειδήσεις πολλών μητσοτακικών και προσφάτως, μπακογιαννικών υποστηρικτών. Σίγουρα όχι στη μνήμη των ίδιων των πρωταγωνιστών, αλλά αδιαμφισβήτητα ο χαρακτηρισμός διεγράφη πια οριστικά από το λεξιλόγιο για τις δημόσιες τοποθετήσεις και τις αναφορές τους για το νέο Πρόεδρο. «Λέει σωστά πράγματα, από τα λίγα που έχω ακούσει ως τώρα να λέει.. Κινείται προς την σωστή κατεύθυνση», δήλωσε ο κ. Κωνσταντίνος Μητσοτάκης για τον κ. Σαμαρά, ενώ προηγουμένως με αφορμή το ιδιαίτερα συναινετικό κλίμα μεταξύ Παπανδρέου-Σαμαρά, εξέφρασε τη γνώμη ότι «τώρα, φαίνεται να υπάρχει ελπίδα για τον τόπο».
Τέλος, υπέδειξε μια μεγαλοψυχία για τον κ. Καραμανλή, λέγοντας το αληθές του γεγονότος της άρνησης σε όλα του Γ. Παπανδρέου και της μη συμμετοχής στον όποιο διάλογο από μέρους του ΠΑΣΟΚ, όταν ο πρώην Πρωθυπουργός τον καλούσε σε συναίνεση.
Ήγγικεν λοιπόν η ώρα για «το τέλος του Εφιάλτη». Τη φράση την «περιθάλπω» με εισαγωγικά, διότι αποτελεί τίτλο του βιβλίου του Τάκη Μπαλτάκου, ο οποίος πρόσφατα ανέλαβε το νομικό γραφείο του νέου Προέδρου της ΝΔ και μαζί με τον καθηγητή μου και διευθυντή του γραφείου του Προέδρου, κ. Αρβανιτόπουλο, αποτελούν τις εξαιρέσεις στον «χρυσό» κανόνα της μη ύπαρξης αξιόλογων προσώπων στο τρέχον έμψυχο δυναμικό αυτής της Παράταξης. Συνέβαλε τα μάλα σ’ αυτή την λυπηρή πραγματικότητα, ο κ. Καραμανλής που αποδεκάτισε την κοινοβουλευτική ομάδα μετά τις πρόωρες εκλογές, εκφύλισε κομματικές δομές και προώθησε πρόσωπα αμφιβόλου ηθικής.
Το βιβλίο του κ. Μπαλτάκου έπεσε στα χέρια μου, μετά τις εξαιρετικές κριτικές που έκαναν γι’ αυτό δημόσια, τόσο η Λιάνα Κανέλλη, όσο και ο κ. Βασίλης Βασιλικός, πρόσωπα που εμπιστεύομαι την κρίση τους και, μετά το εν μιας νυχτής διάβασμά του, το συνιστώ ανεπιφύλακτα.
Το ιστορικό γεγονός του θανάτου του προδότη και φυγόδικου Εφιάλτη, από κάποιον Αθηνάδη, το 469 πΧ (11 χρόνια μετά τη μάχη των Θερμοπυλών δηλαδή), καταγράφεται από τον Ηρόδοτο, που υπόσχεται πως θα επανέλθει σε μεταγενέστερο βιβλίο του για να αποκαλύψει τους λόγους και τον τρόπο του θανάτου, πράγμα όμως, που τελικά, ποτέ δεν έκανε. Αυτό το ιστορικό γεγονός του θανάτου του Εφιάλτη και το κενό που αφήνει ο Ηρόδοτος, εκμεταλλεύεται ο Μπαλτάκος και στήνει μια καθ' όλα πιστευτή ιστορία, για το πώς ακριβώς επήλθε 11 χρόνια μετά τις Θερμοπύλες, το τέλος του ανθρώπου που προκάλεσε την τραγωδία των Θερμοπυλών.
Η ιστορία αυτή, ξεκινά από τη μάχη των Θερμοπυλών, μέσα από τα μάτια ενός οπλίτη και είναι τόσο αληθοφανής, με τόσο ζωντανές περιγραφές και λεπτομέρεια, που θα μπορούσε ενδεχομένως να ήταν και η καταγραφή των πραγματικών γεγονότων. Εξ' άλλου ο συγγραφέας, καθώς φαίνεται από τις ευχαριστίες, δεν έχει γράψει το βιβλίο του έτσι αβασάνιστα. Αντιθέτως, είχε επιστρατεύσει μια πλειάδα ανθρώπων, που τον βοήθησαν στη συγγραφή του βιβλίου, από έγκριτους ιστορικούς και ειδικούς πολέμου στην αρχαία Ελλάδα, ως καταδρομείς.
Διάβασε, έμαθε, έγραψε, διόρθωσε, ως και πορείες στα βουνά, που διαδραματίζεται η ιστορία έκανε, για να καταφέρει να μας δώσει ένα βιβλίο με τόσο αληθοφανή μυθοπλασία, που να καταφέρνει να κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, ως το τέλος.
Ο νομικός-συγγραφέας με το βιβλίο του κινείται σε δύο επίπεδα. Αφ' ενός καταγράφει με εξαιρετικά ζωντανές περιγραφές τη ζωή των οπλιτών, τις μάχες και της αποστολές τους και αφ' ετέρου μέσα από τις συζητήσεις Σπαρτιατών μεταξύ τους, ή με άλλους Έλληνες, δίνει την άποψη των Σπαρτιατών για τη ζωή, το θάνατο, την αγάπη, τον έρωτα, τον πόλεμο την τέχνη, τη μύηση, την αλήθεια, τη γνώση. Παράλληλα όμως με την ιστορία, μέσα από συζητήσεις των ηρώων, δίδεται η οπτική της Σπάρτης για διάφορα θέματα.
Κρατώ από το βιβλίο, σημεία που θα μπορούσαν τούτες τις δύσκολες ώρες της ελληνικής οικονομίας να αποτελέσουν μπούσουλα. Θα μπορούσαν δε να χρησιμέψουν και στον Αντώνη Σαμαρά, στην προσπάθεια εξισορρόπησης εσωκομματικών τάσεων, αλλά και για την επικράτησή του έναντι του πολιτικού αντιπάλου.
Για παράδειγμα, μαθαίνει κανείς διαβάζοντας το βιβλίο πως η περιφρόνηση των δειλών, η γενναιότητα, η τιμή, ένας αυστηρός κώδικας αξιών, η αμείλικτη τιμωρία στον ποταπό είναι μερικά από τα στοιχεία που κάνουν τη σπαρτιάτικη κοινωνία μοναδική και τόσο επιτυχημένη. Στην Αθήνα κυβερνούν οι πλούσιοι αφού υπάρχει μεγάλη ανισοκατανομή του πλούτου. Στη Σπάρτη όμως πράγματι «κρατεί ο Δήμος», αφού όλοι διαβιούν με ισότητα και αξιοπρέπεια, ενώ για τη διακυβέρνηση του τόπου, επιλέγονται οι συνετοί και γενναίοι.
Κάποια στιγμή όμως, παραδέχεται με πίκρα ο Σπαρτιάτης πως «Είμαστε ναυαγοί στο χρόνο. Ναυαγοί στο παρόν. Έπρεπε να ζούμε σε πραγματικές κοινωνίες, όπως στην εποχή του Ηρακλή. Ως ομάδα, ως ένωση ανθρώπων. Είναι κοινωνική η διαβίωση στις άλλες πόλεις; Αυτοί ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλον καθημερινά, σε επίπεδο οικονομικό, πολιτικό και προσωπικό.». «Υπερασπιζόμαστε έναν μάταιο σκοπό. Έναν πόλεμο χαμένο πριν καν διεξαχθεί. Υπερασπιζόμαστε έναν τρόπο ζωής λιτό και στερημένο, έναν τρόπο ζωής που αργά ή γρήγορα θα εκλείψει. Δεν μπορούμε να κερδίσουμε. Ποιος δέχεται χωρίς βία να ακολουθήσει έναν τέτοιο τρόπο ζωής;».
Και είναι αυτό το ερώτημα που με βασανίζει σήμερα. Μπορεί ο Έλληνας να αντισταθεί στη ροπή –που μοιάζει έμφυτη και γονιδιακή πια- προς τον λαμογισμό;
Έχει τη δύναμη να ιάνει τον εθισμό του στη χρήση του πλαστικού χρήματος για την εκπλήρωση του ονείρου του νεόπλουτου;
Δύναται να αποβάλει αγαπημένες καπιταλιστικές συνήθεις, όπως π.χ. ένα αμάξι για κάθε μέλος της οικογενείας του;
Υπάρχουν τα πρότυπα και εκείνοι που θα τον βοηθήσουν να απεγκλωβιστεί από προσπάθεια μίμησης φθονερών και προκλητικών ζωών, όπως εκείνη της Γιάννας Αγγελοπούλου ή του Άκη Τσοχατζόπουλου;
Θα συνειδητοποιήσει ότι, συνήθως, ο εύκολος πλουτισμός συνοδεύεται από έκπτωση αρχών ή γρήγορη πτώχευση (βλ.π. το «ότι αποκτάς εύκολα, το χάνεις και εύκολα»);
Θα δώσει στο παιδί του την παιδεία και την ελπίδα ότι το να «πιαστεί από κρικέλα» δεν θα πρέπει να είναι ο στόχος ζωής; Μπορεί; Μπορείς;…
========================================================
"O σιωπών δοκεί συναινείν"