Όταν το κατάλαβε
Διήγημα
Μετάφραση, Γιώργος Ξανθάκος
Οι επιβάτες που είχαν φτάσει από τη Ρώμη, με το βραδινό τρένο, στον σταθμό του Φαμπριάνο, έπρεπε να περιμένουν εκεί μέχρι το πρωί, για να πάρουν ένα άλλο, αργό, μικρό, ξεχαρβαλωμένο τρένο και να συνεχίσουν το ταξίδι τους στα ενδότερα της περιφέρειας Μάρκε.
Το πρωί, μέσα σ’ ένα βρώμικο βαγόνι δεύτερης θέσης, που είχε ήδη καταληφθεί από πέντε ταξιδιώτες, είχε σπρωχτεί περίπου σαν φορτίο, μια γυναίκα εγκαταλειμμένη στην απελπισία, που δεν την κρατούσαν πια τα πόδια της.
Το πρώτο φως, ρίχνοντας τη σκληρή του ωχράδα στο πνιγηρό, ποτισμένο με κάπνα, βρωμερό βαγόνι, την έκανε να φαίνεται σαν εφιάλτης –ένα συνονθύλευμα από ασουλούπωτα ρούχα– στους πέντε ταξιδιώτες που είχαν περάσει άυπνοι τη νύχτα, αξιολύπητη, καθώς είχε σπρωχτεί ν’ ανέβει, βογκώντας και ξεφυσώντας, πρώτα στην αποβάθρα και μετά στα σκαλιά του τρένου.
Τα λαχανιάσματα και τα βογγητά που συνόδευαν τη γυναίκα, και σχεδόν υποστήριζαν από τα νώτα την προσπάθειά της, ακούγονταν από τον σύζυγό της, που τελικά ξεπρόβαλε, λεπτός και ντελικάτος, κάτωχρος σαν πεθαμένος· ωστόσο, τα μικρά του μάτια έσφυζαν από ζωντάνια, λάμποντας μέσα στη χλωμάδα του.
Η στενοχώρια να βλέπει τη σύζυγό του σ’ αυτή την κατάσταση, δεν τον εμπόδιζε, ακόμη και μέσα στη μεγάλη του σύγχυση, να φέρεται ευγενικά· άλλωστε, η έντονη προσπάθεια που είχε προηγηθεί, ήταν εμφανές ότι τον είχε κάπως εκνευρίσει, ίσως γιατί φοβόταν πως δεν είχε αποδείξει, πέρα για πέρα, μπροστά στους πέντε επιβάτες, ότι είχε κάνει όλα όσα μπορούσε, προκειμένου να στηριχτεί το βαρύ φορτίο της συζύγου του και να σπρωχτεί μέσα στο βαγόνι.
Παρότι οι θέσεις ήταν πιασμένες, οι συνταξιδιώτες είχαν μετακινηθεί αμέσως, για να κάνουν χώρο στην κυρία που υπέφερε· έτσι, μετά από συγγνώμες κι ευχαριστίες προς εκείνους, ο σύζυγος μπόρεσε να φανεί και στη γυναίκα του περιποιητικός και φιλοφρονητικός· έστρωσε πάνω στους ώμους το φόρεμά της και τον γιακά της μπέρτας, που είχε ανέβει ως τη μύτη της.
«Είσαι εντάξει, καλή μου;»
Η σύζυγος, όχι μόνο δεν του απάντησε, αλλά σήκωσε πάλι θυμωμένη την μπέρτα της ψηλά –ακόμη πιο ψηλά, ώστε να καλυφθεί στο τέλος όλο της το πρόσωπο. Τότε αυτός χαμογέλασε θλιμμένα· ύστερα, αναστέναξε: